Τρίτη 22 Μαΐου 2018

Κρήτη 23 Μαΐου 1941: η έλλειψη της Vης Μεραρχίας

Νέα Πολιτική


του Γιάννη Μπεκιάρη
Πέρα από τις πολλές δίκαιες, αλλά και μερικές άδικες, κατηγορίες που έχει απευθύνει η ιστορική έρευνα στον Μεταξά και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, υπάρχει και μια ακόμα, που δεν έχει μέχρι σήμερα γίνει ευρύτερα γνωστή. Μια κατηγορία βάσιμη κατά πολλούς, αμφιλεγόμενη από άλλους. Βαρύνει εξ ίσου το καθεστώς της 4ης Αυγούστου και το Γενικό Επιτελείο Στρατού της εποχής εκείνης. Πρόκειται για την επιλογή τους να μην αποσύρουν από το Αλβανικό μέτωπο την Vη μεραρχία Κρητών και να την στείλουν στην Μεγαλόνησο για να συμβάλει στην άμυνά της. Οι άνδρες της μεραρχίας παρέμειναν εγκλωβισμένοι στην Χερσαία Ελλάδα, οι περισσότεροι στην Αθήνα, όπου συμμερίστηκαν την κακή της τύχη και τους 60.000 θανάτους από πείνα τον χειμώνα του 1941-42.
Τα γεγονότα και οι σχετικές απόψεις γύρω από την υπόθεση αυτή έχουν ως εξής:
Στις 20 Μαρτίου 1941 τελείωσε άδοξα για τους Ιταλούς η εαρινή τους επίθεση. Από την στιγμή εκείνη, ήταν βέβαιο ότι οι Ιταλοί, έχοντας εξαντλήσει τις επιθετικές τους δυνατότητες, δεν επρόκειτο να επιχειρήσουν νέα επίθεση.
Στην ίδια περίπου συγκυρία, από πολιτικοστρατιωτικής απόψεως, οι σχετικές εκτιμήσεις Ελλήνων και Βρεταννών συνέκλιναν στα ακόλουθα τρία σημεία: 1. Ότι επίκειται γερμανική επίθεση κατά Γιουγκοσλαυΐας και Ελλάδος, 2. Ότι οι Βρεταννοί θα υπεράσπιζαν την Κρήτη με τον πανίσχυρο στόλο τους αλλά με λίγες (δύο μόνον) μεραρχίες στρατού, 3. Ότι ο ελληνικός στρατός θα τηρούσε αμυντική στάση στην Βόρειο Ήπειρο.

Η Vη μεραρχία, και όχι μόνον αυτή, δεν ήταν πλέον απαραίτητη στην Αλβανία. Την άποψη αυτή υπεστήριξαν, μετά τον πόλεμο, παλαίμαχοι μαχητές της μεραρχίας Κρητών καθώς και ο διοικητής του 1/43 Τάγματος της Vης μεραρχίας, ταγματάρχης τότε, Ιωάννης Βερνάρδος, στο βιβλίο του με τίτλο ΡΕ ΜΠΕΣΙΝΑ, όπου εξιστόρησε την δράση της μεραρχίας στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Ο συγγραφέας υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι:
1ον) Ανετίθετο στην μεραρχία συστηματικά η εκπόρθηση φυσικώς οχυρών θέσεων ισχυρότατα κατεχομένων υπό του εχθρού,
2ον) Η Vη μεραρχία είχε υπερδιπλάσιες απώλειες από οποιονδήποτε άλλον ελληνικό σχηματισμό (έξι χιλιάδες άνδρες της είχαν τεθεί εκτός μάχης) πράγμα που αποδεικνύει την καταχρηστική χρησιμοποίησή της στο θέατρο του πολέμου γιατί, συν τοις άλλοις, δεν εδίδετο στην μεραρχία o μετά από κάθε φονική μάχη απαραίτητος για αναδιοργάνωση χρόνος, αλλά ερρίπτετο, ασθμαίνουσα και αιμάσσουσα, σε νέες επιχειρήσεις,
3ον) Ότι η Vη μεραρχία έπρεπε είτε να παραμείνει ευθύς εξ αρχής στην Μεγαλόνησο ώστε ανέπαφη να ρίξει το βάρος της στην άμυνά της, είτε ν’ απαγκιστρωθεί και μεταφερθεί εγκαίρως στην Κρήτη.
Θα μπορούσε βέβαια να παρατηρήσει κανείς ότι, εάν η μεραρχία παρέμενε ευθύς εξ αρχής στο νησί, θα εξεγείρετο το Κρητικό φιλότιμο και οι ηρωϊκοί νησιώτες θα διεμαρτύροντο ότι δεν κρίνονται άξιοι να υπερασπίσουν και αυτοί την Ελλάδα. Εάν πάλι απεσύρετο αμέσως μετά το τέλος της εαρινής επιθέσεως, θα εδημιουργείτο αίσθηση ματαιότητας του αγώνα για υπεράσπιση της Χερσαίας Ελλάδος. Ανεξάρτητα όμως από αυτά, εδώ τίθεται αυτοδικαίως το παρακάτω ερώτημα: εάν η Vη μεραρχία είχε εγκαίρως μεταφερθεί στην Μεγαλόνησο, θα μπορούσε ν’ αποτρέψει την τελική κακή έκβαση των επιχειρήσεων και να δώσει την νίκη στα συμμαχικά όπλα;
Η απάντηση των περισσοτέρων απ’ όσους ασχολήθηκαν με το ζήτημα αυτό, είναι η βεβαιότητά τους πως «Ναι, αυτό θα συνέβαινε».
Η δική μας άποψη είναι ότι σε τέτοια ζητήματα δεν υπάρχουν βεβαιότητες και μόνον εικασίες και πιθανολογήσεις μπορούν να γίνουν. Ας προσθέσουμε και τούτο: ότι, δηλαδή, όποιος, σε μεταγενέστερο χρόνο, κάνει επισκόπηση και εκτίμηση γεγονότων και περιστάσεων του παρελθόντος, καλό είναι να περιορίζει τον εαυτό του στην χρήση εκείνων μόνον των εργαλείων ιστορικής κριτικής που βασίζονται κυρίως στην συνεκτίμηση λόγου και αντι-λόγου, θέσεως και αντιθέσεως, και να μη μπαίνει εύκολα στον πειρασμό να παρουσιάσει σαν νομοτέλεια της ιστορίας μια θεαματική και «ελκυστική» εκδοχή της. Παρ’ όλα αυτά, αξίζει τον κόπο να παρουσιάσουμε εδώ αυτήν την συλλογιστική, υπό τον όρο ότι θα συνοδεύεται από τον αντίλογό της και ότι τα σχετικά συμπεράσματα θα παραπέμπουν σε πιθανολόγηση και όχι σε βεβαιότητα.
Στην Κρήτη δεν υπήρχε τότε ελληνικός στρατός, πέρα από ένα τάγμα Χωροφυλακής και την διλοχία της σχολής Ευελπίδων, που κατάφερε να φθάσει εκεί από την Πελοπόννησο, αποφεύγοντας, την τελευταία στιγμή, την αιχμαλωσία της από τους προελαύνοντες Γερμανούς. Υπήρχαν ακόμα 8 τάγματα ανεκπαίδευτων νεοσυλλέκτων ατελέστατα εξοπλισμένων. Το Βρεταννικό στράτευμα στην Κρήτη αποτελείτο από μία μόνο μεραρχία πεζικού και μία αντιαεροπορική ταξιαρχία.
Τα της μάχης της Κρήτης είναι γνωστά και δεν αποτελούν αντικείμενο αυτού του κειμένου. Εκείνο που μένει να τονιστεί εδώ είναι ότι η μάχη της Κρήτης εκρίθη την τέταρτη ημέρα της γερμανικής εισβολής, στην επιμέρους μάχη που διεξήχθη για την κατοχή του αεροδρομίου του Μάλεμε. Την μάχη αυτή εκέρδισαν τελικά οι Γερμανοί στη κόψη του ξυραφιού και από την στιγμή εκείνη μπορούσαν να προσγειώνουν εκεί τα γεμάτα στρατό μεταγωγικά τους, ανατρέποντας έτσι τελεσίδικα υπέρ αυτών την ισορροπία δυνάμεων. Για την μάχη αυτή έχει υποστηριχθεί από μεταγενέστερους παρατηρητές της ότι εκρίθη υπέρ εκείνου που μπόρεσε να ρίξει στον αγώνα έναν επιπλέον τελευταίο λόχο. Οι Βρεταννοί δεν μπόρεσαν να είναι αυτοί ο τελευταίος παίκτης επειδή, κατά πολλούς, οι δυνάμεις τους ήσαν έτσι κι αλλοιώς ανεπαρκείς για επιτυχή άμυνα της Μεγαλονήσου αλλά και επειδή ο διοικητής των επιχειρήσεων Νεοζηλανδός στρατηγός Φραϊμπεργκ είχε διαθέσει σημαντικό μέρος των δυνάμεών του για φρούρηση της βόρειας ακτής, φοβούμενος μια από θαλάσσης γερμανική απόβαση˙ έναν φόβο δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με τις πραγματικές δυνατότητες των Γερμανών, που τις περιόριζε στο ελάχιστο η παρουσία του Βρεταννικού στόλου μεταξύ Κρήτης και Πελοποννήσου.
Εκεί ακριβώς, κατά την άποψη αυτή, τίθεται το ζήτημα της σημασίας που θα είχε η μεταφορά και συμμετοχή της Vης μεραρχίας στην μάχη της Κρήτης. Γιατί, με τους Κρητικούς εμπειροπόλεμους στρατιώτες της, θα υπήρχαν οι επί πλέον δυνάμεις για τελική συμμαχική νίκη στην μάχη του αεροδρομίου.
Υπάρχει βέβαια και ο αντίλογος, κάθε άλλο παρά αμελητέος, που συνοψίζεται στα παρακάτω:
1ον) Ο φόβος του Βρεταννού διοικητή για απόβαση στην βόρεια ακτή δεν ήταν αδικαιολόγητος. Οι Γερμανοί επιχείρησαν, με κάλυψη της αεροπορίας τους, να μεταφέρουν στην Κρήτη, επάνω σε πλοιάρια, μια ταξιαρχία πεζικού, αλλά η νηοπομπή τους συνάντησε στ’ ανοιχτά της Πελοποννήσου τον Βρεταννικό στόλο και εκμηδενίστηκε.
2ον) Ο Βρεταννός διοικητής εγνώριζε τόσο την συντριβή της δια θαλάσσης μεταφερομένης ταξιαρχίας όσο και το βαρύ τίμημα που πλήρωσε ο Βρεταννικός στόλος για την επιτυχία του αυτή, καθώς η γερμανική αεροπορία εβύθισε έξι αντιτορπιλικά και τρία καταδρομικά μάχης. Δεν μπορούσε όμως να γνωρίζει εάν οι Γερμανοί είχαν πρόθεση να επαναλάβουν το εγχείρημά τους, και για τον λόγο αυτό διατηρούσε και τη πέμπτη ακόμα ημέρα της εισβολής ένα μέρος των δυνάμεών του για φρούρηση της βόρειας ακτής.
3ον) Όταν στις 7 Απριλίου 1941 διεγράφη καθαρά η ταχύτατη καταστροφή της Γιουγκοσλαυΐας, η κατάσταση για τον ευρισκόμενο στην Βόρειο Ήπειρο ελληνικό στρατό μετεβλήθη από επικίνδυνη σε χαοτική. Σ’ αυτήν την κατάσταση, οι μόνες δυνατότητες που έπρεπε να εκτιμηθούν από το Γενικό Επιτελείο και τους Βρεταννούς, αφορούσαν την μεταφορά μέρους των μεραρχιών του Αλβανικού μετώπου στο μέτωπο Κεντρικής Μακεδονίας. Οι εκτιμήσεις αυτές έγιναν, αλλά τα σχετικά συμπεράσματα δεν κατέστη δυνατό να εφαρμοστούν λόγω της ραγδαίας εξελίξεως των γεγονότων, του χάους που μεγάλωνε μέρα με τη μέρα αλλά και της αρνητικής στάσεως των στρατηγών του Αλβανικού μετώπου για μετακίνηση μεραρχιών του προς το διαμορφούμενο νέο μέτωπο. Σκέψεις για Κρήτη και μεταφορά της Vης μεραρχίας δεν έγιναν, γιατί θα ήταν εξωπραγματικό να δοθεί προτεραιότητα στην άμυνα της Κρήτης όταν υπήρχε απόλυτη ανάγκη να ενισχυθεί το Μακεδονικό μέτωπο, που αντιμετώπιζε άμεσο και θανάσιμο κίνδυνο.
Στις ημέρες που ακολούθησαν, ημέρες ηττοπάθειας των στρατηγών και χάους, καμμιά απόφαση δεν μπορούσε να ληφθεί και εκτελεστεί για την Vη μεραρχία. Αντίθετα, μια τέτοια σκέψη, και άμεση πραγματοποίησή της, θα ‘πρεπε να γίνει όταν υπήρχε ο αναγκαίος γι’ αυτήν χρόνος, δηλαδή στις 20 Μαρτίου. Θα δημιουργούσε ίσως αίσθηση ματαιότητας για τον αγώνα στην χερσαία Ελλάδα, θα ενίσχυε όμως την άμυνα της Κρήτης, που είχε ανάγκη και το τελευταίο μαχητή, δεν θα επρόκειτο βέβαια για μια βέβαιη νίκη, αλλά για σημαντική ενίσχυσή της.
Για την Vη μεραρχία απόλυτα συμπεράσματα δεν μπορούν εκ των υστέρων να εξαχθούν, και η τελική νίκη, ως συνέπεια της συμμετοχής της, μπορεί να ήταν μόνον μία από τις πιθανές δυνατότητες, που όμως δεν δοκιμάστηκε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου