Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

Τι διδάσκει η ιστορία


Του Κώστα Μ. Σταματόπουλου

Πριν από εκατό ακριβώς χρόνια, η Ευρώπη οδηγήθηκε σε έναν πόλεμο πρωτοφανούς εντάσεως και εκτάσεως. Αυτός με την σειρά του γέννησε έναν άλλον εξ ίσου φρικτό δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, καθώς και απερίγραπτα ανθρωποβόρες τερατογενέσεις που καταβρόχθισαν δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους, όπως ο εφηρμοσμένος κομμουνισμός, ο φασισμός και ο ναζισμός, καταστάσεις, συστήματα και καθεστώτα που διαπερνούν και χαρακτηρίζουν τον βραχύ 20ο αιώνα (1914-1989) και τον καθιστούν από πολλές πλευρές τον πιο απάνθρωπο της παγκόσμιας ιστορίας.
Το 1914, ένα μέρος της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, υπνωτισμένο από τις υπερεθνικιστικές και μιλιταριστικές ιδεολογίες της εποχής, αλλά και από το γεγονός ότι η οικουμένη δεν είχε προηγουμένως βιώσει άλλον τέτοιον Αρμαγεδδώνα, δεν είχε επίγνωση του τι το περίμενε. Εκατοντάδες χιλιάδες ήσαν επομένως οι ενθουσιώδεις ανυποψίαστοι στρατευμένοι του Αυγούστου 1914, οι οποίοι πίστευαν ότι το τέλος του χρόνου θα τους εύρισκε στα σπίτια τους.

Οι μεν Γάλλοι, έχοντας πάρει πίσω την Αλσατία και την Λωραίνη, θα είχαν εν τω μεταξύ παρελάσει νικητές στην βερολινέζικη Unter den Linden παιανίζοντας την «Μασσαλιώτιδα» και την «Madelon», οι δε Γερμανοί στα παρισινά Champs Élysées, με τις μπάντες τους να παίζουν «Die Wacht am Rhein». Όσο για τους Βρεταννούς, αυτοί, χάρις στον αήττητο και απανταχού παρόντα στόλο τους, θα είχαν δώσει το τέλος που της άρμοζε στην γερμανική θρασύτητα της πολιτικής «της θέσεως υπό τον ήλιο» (κατά την διατύπωση του έως τα 1909 καγκελλαρίου Bernhard von Bülow), θα είχαν πλήξει θανάσιμα την Δύναμη που τους ανταγωνιζόταν επιτυχώς στην οικονομία απωθώντας τους στην δεύτερη παγκοσμίως θέση, θα είχαν συνδράμει τους Γάλλους στον άνισο αγώνα τους κατά των Γερμανών, που ήσαν τόσο βάρβαροι ώστε να μην σεβαστούν το γειτονικό τους ουδέτερο μικρό Βέλγιο. Όσο για τους Ρώσσους, αυτοί θα είχαν επί τέλους πραγματοποιήσει το προαιώνιο όνειρό τους: την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως και των Στενών. Όλα δε αυτά μέχρι τα Χριστούγεννα και το τέλος του χρόνου.

Υπήρχαν, βέβαια, και οι έχοντες επίγνωση του κακού, που είδαν τον πόλεμο ως την απόλυτη συμφορά, όπως και οι άλλοι που βάδισαν στα μέτωπα χωρίς να γνωρίζουν καν για ποιον λόγο επιστρατεύθηκαν.

Οι πολιτικές ηγεσίες, ανεπίτρεπτα επιπόλαιες, άφησαν την γηραιά ήπειρο να διολισθήσει κατ’ αρχάς προς πολώσεις επικίνδυνες, που αύξησαν την ένταση και την νευρικότητα. Εν συνεχεία ενέδωσαν στην ιδέα του πολέμου, ορισμένα δε μέλη τους ξεκάθαρα τον επεδίωξαν, καίτοι σαφώς εγνώριζαν πως θα ήταν πρωτόγνωρης φρίκης.

Κι ας πούμε αμέσως πως, μεταξύ αυτών, τα ονόματα που πρώτα μας έρχονται στον νου [είμεθα υπό μία άποψη όλοι παιδιά των προκαταλήψεων της Συνθήκης των Βερσαλλιών, όπως για τα δικά μας θέματα είμαστε παιδιά των βενιζελικών προκαταλήψεων]  ήσαν τα λιγώτερο ένοχα, συγκρινόμενα με τις τεράστιες ευθύνες ενός Raymond Poincaré, ενός Sergei Sazonov, ενός Alexander Izvolsky και σε δεύτερη ίσως μοίρα ενός Edward Grey και ενός Νικολάου Β΄ Ρομανώφ. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα πορίσματα της ιστορικής έρευνας, αυτοί ήσαν οι μέγιστοι των υπνοβατών (Sleepwalkers), κατά τον εύστοχο τίτλο του πρόσφατου αποκαλυπτικώτατου έργου του ιστορικού Christopher Clark, που οδήγησαν σε αμετάκλητη καταστροφή την γηραιά ήπειρο και δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους στον τάφο.

Ας πούμε, επίσης, πως από τα τέλη του 19ου αιώνα υπήρχαν άνθρωποι λίγο ή διόλου εμπεπλεγμένοι στα κοινά, που, καίτοι ζώντας στην ελαφρότητα, την κομψότητα και την εκκωφαντική και κάπως κούφια αισιοδοξία της Belle–Époque, διαισθάνθηκαν το λυκόφως του ευρωπαϊκού πολιτισμού και την ασυγκράτητη επέλαση μιας νέας βαρβαρότητας, όχι όπως οι ρομαντικοί του πρώτου 19ου αιώνα, αλλ’ ως μία Αποκάλυψη συμπαντικών διαστάσεων, η οποία σε αντίθεση με την Ιωάννειο, δεν θα κατέληγε παρηγορητικά στην κάθοδο μιας καινής Ιερουσαλήμ.

Αυτοί ήσαν κυρίως φιλόσοφοι, καλλιτέχνες, ζωγράφοι και μουσικοί (πολλοί από τους οποίους έζησαν στην λαμπρή και πολυδιάστατη αυτοκρατορική Βιέννη της εποχής τους)… Παρ’ όλη του την αισιοδοξία και την πίστη του στον θρίαμβο της λογικής και στην ανθρώπινη πρόοδο, ο ύστερος 19ος αιώνας είχε πολλά από τα τραγικά χαρακτηριστικά ενός τέλους εποχής. Ένα από αυτά  ήταν ότι πολυάριθμα μέλη των ευρωπαϊκών ελίτ, ακόμη και στην περίπτωση που ετάσσοντο κατά του πολέμου, είχαν καταλήξει να τον θεωρούν αναπότρεπτο, ως τρόπον τινά ένα είδος αδυσώπητου φυσικού φαινομένου, κάτι που τους έκαμε να εγκαταλείπονται και να παραλύουν στο κακό που πλησίαζε, ενώ άλλοι το περίμεναν με ανακούφιση, σχεδόν με χαρά. Αυτή η έλξη του θανάτου και της καταστροφής, με ή χωρίς την διάσταση της τιμωρίας, μήπως δεν επιβεβαιώνει την ύπαρξη του ευρωπαϊκού λυκόφωτος; Άλλωστε οι ανθρωποκτόνες θεωρίες που προαναφέραμε, στις οποίες προσθέτω τον φυλετικό αντισημιτισμό, ήσαν όλες ή περίπου όλες, ουτοπικά αποκυήματα του 19ου αιώνα. Πλην όμως ήταν η φρίκη του Μεγάλου Πολέμου που, εξαχρειώνοντας εκατομμύρια ανθρώπων, κατέστησε την εφαρμογή τους, στην διάρκειά του καθώς και στο διάστημα μετά από αυτόν, σχεδόν υποχρεωτική. 

Στον τόπο μας, που το 1914 μόλις έβγαινε από τους δύο νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους εξαντλημένος μεν αλλά αισιόδοξος, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι κυρίως συνδεδεμένος με τον Εθνικό Διχασμό, τον οποίον σε μεγάλο βαθμό προκάλεσε και εν συνεχεία έθρεψε και μέχρις παροξυσμού γιγάντωσε η «σκιά της Δύσεως»: η εξ αρχής άφιλη, ασυνάρτητη και κυνική πολιτική της Entente, που ήταν και αυτή μία διάσταση, από τις πιο τραγικές, του παγκοσμίου πολέμου. Μπήκαμε στον πόλεμο την ώρα σχεδόν που η οικουμένη, αφαιμαγμένη κι έχοντας στον νου της άλλες πια προτεραιότητες, έβγαινε από αυτόν, προσπαθώντας εμείς, ίσως ουτοπικά και οπωσδήποτε άκαιρα, να συνταιριάξομε τα συμφέροντα των εντολέων μας –καίτοι αβοήθητοι από αυτούς– με την πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας. Έτσι ο παγκόσμιος πόλεμος έληξε για μας στις φλόγες της Σμύρνης και στο τραπέζι της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης με μια συντριβή που ίσως μόνον με εκείνη της Γερμανίας το 1945 είναι συγκρίσιμη. Επειδή συνεπέφερε τον ακρωτηριασμό και την συρρίκνωση του εθνικού κορμού με την εξάλειψη παντός ίχνους Ελληνισμού και Ρωμηοσύνης από προαιώνιες κοιτίδες στην Ανατολική Θράκη, την Μικρά Ασία και την Μαύρη θάλασσα.

Σύντομα η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει νέα διλήμματα, και πριν απαντήσωμε, ας μελετήσωμε προσεκτικά την ιστορία, την δική μας και την παγκόσμια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου