Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018

Το « Ανήκομεν εις την Δύση» και οι προβληματικές του: Η ελληνική αποχώρηση από το Ν.Α.Τ.Ο του 1974

Νέα Πολιτική




του Σπύρου Λυγκούρη*

Οι σχέσεις της Ελλάδας με την Βορειοατλαντική Συμμαχία του Ν.Α.Τ.Ο κατά την μεγαλύτερή τους διάρκεια εντάσσονται μέσα στο πλαίσιο δράσης της Ψυχροπολεμικής Αναμέτρησης. Η αποδοχή του Σχεδίου Μάρσαλ από την Ελλάδα και η κατίσχυση των φιλοδυτικών κυβερνητικών δυνάμεων στον Εμφύλιο Πόλεμο του 1946-1949 έφεραν ως άμεσο αποτέλεσμα την ένταξη της Ελλάδας στους οργανισμούς του Δυτικού στρατοπέδου. Η ελληνική συμμετοχή ως πλήρες μέλος του Ν.Α.Τ.Ο επικυρώνεται και επίσημα από την Ελληνική Βουλή στις 18 Φεβρουαρίου 1952 σε μια εποχή, που ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν στην πιο «θερμή» του φάση. Η υψηλή ελληνική στρατηγική, που πάντα ασφυκτίουσε από την άμεση γειτνίασή της με το σοσιαλιστικό στρατόπεδο, αναζητούσε την κατοχύρωση της ασφάλειάς της μέσα από την συμμετοχή της στο προσφάτως ιδρυθέν (1949) στρατιωτικό σκέλος του Δυτικού Κόσμου. Το ζήτημα της ασφάλειας γίνεται πιο ξεκάθαρο μέσα από την αγόρευση του τότε πρωθυπουργού, Νικολάου Πλαστήρα, στην συζήτηση εκείνων των ημερών: «Δεν μπορεί κανείς να μην παραδεχθεί ότι όταν η Ελλάς συμμετέχει εις το Ατλαντικόν Σύμφωνον μετά των μεγάλων δυνάμεων, αι οποίαι κατοικούνται από ελευθέρους δημοκρατικούς λαούς, αισθάνεται αυτή ασφαλεστέραν… Αι άλλαι θεωρίαι περί ειρηνεύσεων και ουδετερότητος… δεν έχουν καμμίαν σχέσιν με το γεγονός αυτό».

Μέχρι το 1991 και το οριστικό τέλος του Ψυχρού Πολέμου οι σχέσεις του ελληνικού κράτους με την Δύση και η θέση του μέσα στα πλαίσια του Ν.Α.Τ.Ο γνώρισαν δύο μεγάλες κρίσεις , και οι δύο με τον ίδιο Έλληνα πρωταγωνιστή. Η πρώτη τοποθετείται στην περίοδο 1956-1958, οπότε η ελληνική πολιτική ζωή συγκλονίζεται από την ανάδειξη του Κυπριακού προβλήματος μετά την έναρξη της δράσης της Ε.Ο.Κ.Α (Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών) του Γεωργίου Γρίβα-Διγενή. Η βάναυση αντιμετώπιση, που επιφυλάσσει το βρετανικό αποικιοκρατικό καθεστώς στους Κύπριους μαχητές και η συνολική δυσμενής στάση της Δύσης στην επίλυση του προβλήματος δημιουργούν ένα ολόκληρο κλίμα αντιδυτικών αισθημάτων τόσο στα πλαίσια της κοινής γνώμης, όσο και σε ανώτατα κλιμάκια, όπως του Κυπρίου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. 


Οι συνεχιζόμενες πιέσεις προς τον Έλληνα πρωθυπουργό της Ε.Ρ.Ε (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις), Κωνσταντίνο Καραμανλή, για έξοδο της Ελλάδος από το Ν.Α.Τ.Ο εξαιτίας του Κυπριακού θα συνοδευτούν από την κατάθεση εκ μέρους της Βρετανίας του «διχοτομικού» Σχεδίου McMillan (1958), γεγονός, που θα οδηγήσει την ελληνική κυβέρνηση σε κατάσταση απελπισίας σε μια εποχή, που το εσωτερικό πλαίσιο είχε ανατραπεί με την κατάκτηση της θέσης της αξιωματικής αντιπολίτευσης από την Αριστερά μέσω του κόμματος της Ε.Δ.Α. (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά). Η τελική εκτράχυνση του κλίματος θα αποτραπεί από τις μεγάλες συμφωνίες, που θα κλείσει ο Κ. Καραμανλής με την Δυτική Γερμανία κατά την διάρκεια του ταξιδιού του στην Βόννη (Νοέμβριος 1958), και από την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου (Ιανουάριος 1959), οι οποίες παρά τις εν γένει προβληματικές τους πτυχές θα οδηγήσουν στην Κυπριακή Ανεξαρτησία του 1960 και στην απελευθέρωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Με αφορμή την Κύπρο θα ξεσπάσει και η δεύτερη μεγάλη κρίση στις σχέσεις Ελλάδας-Ν.Α.Τ.Ο. Πιο συγκεκριμένα, αναφερόμαστε στον Αύγουστο του 1974, οπότε και το στρατιωτικό καθεστώς του Δημητρίου Ιωαννίδη (της 25ης Νοεμβρίου 1973) έχει καταρρεύσει μετά την εισβολή του Αττίλα Ι στην Κύπρο (20.7.1974) και έχει παραδώσει την εξουσία στην πολιτική κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Προτού προλάβει να αναλάβει το σύνθετο έργο της και ενώ οι συνομιλίες των αντιμαχόμενων πλευρών συνεχίζονται δίχως αποτέλεσμα, στις 14 Αυγούστου του 1974 θα ξεσπάσει η δεύτερη φάση της σχεδιαζόμενης τουρκικής εισβολής, ο λεγόμενος Αττίλας ΙΙ, ο οποίος θα οδηγήσει στην κατάληψη περίπου του 40% του νησιού και στην απώλεια πόλεων, όπως η Αμμόχωστος, η Μόρφου και άλλες. Μέσα σε αυτό το τραγικό σκηνικό και συμμεριζόμενος το κοινό αίσθημα, που θεωρούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής υπεύθυνες κατά μεγάλο ποσοστό για την στρατιωτική δικτατορία, ο Καραμανλής θα προχωρήσει σε μια δυναμική ενέργεια, προκειμένου να διαμαρτυρηθεί για την καταπάτηση της ανεξαρτησίας της Κύπρου. Μιμούμενος παλαιότερη κίνηση του στρατηγού Chalre de Gaul την δεκαετία του 1960 θα προχωρήσει σε αποχώρηση της Ελλάδος από το στρατιωτικό σκέλος του Ν.Α.Τ.Ο στις 14 Αυγούστου 1974. Η επίσημη ανακοίνωση της κυβέρνησης θα αναφέρει τα εξής χαρακτηριστικά : …το ΝΑΤΟ αποδείχθηκε ανίκανο να παρεμποδίσει την Τουρκία από την εξαπόλυση νέας βάρβαρης και απρόκλητης επίθεσης κατά της Κύπρου… Το ΝΑΤΟ δεν έχει επομένως λόγο ύπαρξης και δεν μπορεί να εκπληρώσει το σκοπό για τον οποίο συνεστήθη, αφού δεν μπορεί να αποτρέψει τον πόλεμο μεταξύ δύο μελών του….» H απόφαση αυτή, που έγινε δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό, λαμβάνει χώρα την στιγμή που η αμερικανική εξωτερική πολιτική ενδιαφέρεται πρωτίστως για την αποτροπή ενός πολέμου Ελλάδας-Τουρκίας σε μια ευαίσθητη περιοχή της Συμμαχίας και όχι για την τύχη της Κύπρου, η οποία αρνιόταν επί μακρόν να ενταχθεί στους οργανισμούς του Δυτικού Στρατοπέδου προτιμώντας να ασκεί επιδέξιους ελιγμούς μεταξύ των δύο μεγάλων παιχτών του Ψυχρού Πολέμου.

Η αποχώρηση της Ελλάδος από το στρατιωτικό σκέλος (και μόνο) του Ν.Α.Τ.Ο θα διαρκέσει περίπου 6 χρόνια. Μέσα σε αυτό το διάστημα θα δημιουργηθεί στην Ανατολική μεριά του Ν.Α.Τ.Ο ένα περίπου γεωπολιτικό κενό ασφαλείας, το οποίο θα προστρέξει να καλύψει το άμεσο γειτνιάζον κράτος-μέλος της Συμμαχίας, δηλαδή η Τουρκία. Η εξέλιξη αυτή θα έχει δυσμενέστατες συνέπειες για τα ελληνικά συμφέροντα, εφόσον θα ταυτιστεί με την περίοδο ανακίνησης του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας από μεριάς του τουρκικού κράτους. Η θετική κατάληξη των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Ελλάδος στην Ε.Ο.Κ (1979) και η έναρξη μιας νέας περιόδου έντασης στην πορεία του Ψυχρού Πολέμου το ίδιο έτος ( μετά την επέμβαση των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν) θα οδηγήσουν την ελληνική πολιτική στην επιθυμία για επανένταξη της χώρας και πάλι στο στρατιωτικό σκέλος της Συμμαχίας. Όλα αυτά εντάσσονταν ασφαλώς στο καραμανλικό δόγμα του «Ανήκομεν εις την Δύση», το οποίο θεωρούσε την συμμετοχή στους δυτικούς συνασπισμούς απαραίτητους όχι μόνο για την εδαφική κατοχύρωση και την οικονομική ανάπτυξη, αλλά και για την σταθεροποίηση του δημοκρατικού πολιτεύματος τα πρώτα ευαίσθητα χρόνια μετά την πτώση των Συνταγματαρχών. Αυτό το σχέδιο θα ολοκληρωθεί στις 19 Οκτωβρίου 1980 από την κυβέρνηση του Γεωργίου Ράλλη της Νέας Δημοκρατίας (Ν.Δ), οπότε και η Ελλάδα ανακοινώνει και επίσημα την επανένταξή της. Η εξέλιξη θα πολεμηθεί με σθένος από την αντιπολίτευση της εποχής, κυρίως από το ΠΑ.ΣΟ.Κ (Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα) του Ανδρέα Παπανδρέου και το Κομμουνιστικό Κόμμα (Κ.Κ.Ε), τα οποία θα αντιδράσουν στην συμμετοχή της Ελλάδας και στους δύο κατεξοχήν δυτικούς σχηματισμούς. 

*Μεταπτυχιακός Φοιτητής Νεώτερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, ΕΚΠΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου