Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Δέσμιοι των Capital Controls: Προς μία οικονομία χωρίς μετρητά;


των Αριστείδη Σάμιτα και Στάθη Πολύζου*

Η ελληνική οικονομία συνεχίζει ακόμα και σήμερα να λειτουργεί υπό τους περιορισμούς των τραπεζικών ελέγχων, μετά από τα γεγονότα του πρόσφατου καλοκαιριού, το οποίο ήταν από τα πιο δύσκολα της σύγχρονης Ελλάδας τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Η έκδηλη ανησυχία των καταθετών για ενδεχόμενη έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση οδήγησε στην εφαρμογή τραπεζικών ελέγχων στις εκροές κεφαλαίων (capital controls), μια πολιτική απόφαση καθόλου ασυνήθιστη, ιδίως σε αναδυόμενες αγορές. Ωστόσο, η μοναδικότητα της ελληνικής οικονομίας έγκειται στο γεγονός ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ξεκίνησαν ως κρίση δημοσίου χρέους και μετασχηματίστηκαν στη συνέχεια σε τραπεζική κρίση. Το γεγονός αυτό δημιουργεί μια μοναδική ερευνητική πρόκληση, αλλά και ταυτόχρονα αποτελεί μια χρήσιμη άσκηση Πολιτικής Οικονομίας, η οποία ίσως στο μέλλον αποδειχθεί κρίσιμης σημασίας για τη μεταμόρφωση του τρόπου λειτουργίας του οικονομικού κυκλώματος.


Το γράφημα με την εικόνα του τραπεζικού κλάδου είναι ενδεικτικό της πορείας της χώρας και δείχνει
ξεκάθαρα το ξέσπασμα δίδυμων κρίσεων, πολιτικής και οικονομικής. Από τον Απρίλιο του 2010, όταν η χώρα εισήλθε σε αυστηρό καθεστώς λιτότητας, τόσο οι καταθέσεις όσο και τα δάνεια ακολουθούν πτωτική πορεία. Στη συνέχεια, η πολιτική κρίση του 2012 προκάλεσε μία σημαντική και απότομη πτώση των καταθέσεων, καθώς υπήρχε αυξημένη ανησυχία στους καταθέτες για την πιθανότητα μιας ελληνικής χρεοκοπίας. Μετά την οριστική έκβαση των εκλογών, οι καταθέσεις φαίνεται να ανέκαμψαν κάπως, για να βιώσουν μια νέα πτώση κατά τους μήνες που οδήγησαν στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 και στη συνέχεια στο δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015. Τον Ιούνιο του 2015 ο λόγος δανείων προς καταθέσεις για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα έφθασε το 145%, όταν οι αποδεκτές τιμές δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 120%. Την ίδια ώρα, το τραπεζικό σύστημα στην Ευρώπη απολαμβάνει μια πρωτοφανή σταθερότητα, με το ποσοστό δανείων προς καταθέσεις να είναι σταθερά κοντά στο 100% από το 2012 έως και σήμερα.

Η ερευνητική ομάδα του Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Αιγαίου έχει αναπτύξει ένα πρωτοποριακό αντικειμενοστραφές χρηματοοικονομικό μοντέλο προσομοιώσεων, το VBanking. Το μοντέλο ενσωματώνει ερευνητικά αποτελέσματα από τη διεθνή βιβλιογραφία σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα που μπορεί να προσομοιώσει τη συμπεριφορά των συμμετεχόντων στο τραπεζικό και οικονομικό κύκλωμα.

Με την κατάλληλη παραμετροποίηση, προσπαθήσαμε να προβλέψουμε τις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των capital controls στην οικονομία, αλλά και τολμήσαμε μία εκτίμηση σχετικά με τον χρόνο άρσης των περιορισμών.

Τα αποτελέσματα της έρευνας, μετά από 40.000 προσομοιώσεις, επιτρέπουν μία καλή προσέγγιση στις συνέπειες των capital controls αλλά και στις προοπτικές άρσης τους. Η πρώτη ανάγνωση των στοιχείων που προκύπτουν μας οδηγεί στη διαπίστωση ότι είναι προτιμότερη η άμεση παρέμβαση των εποπτικών αρχών παρά η καθυστερημένη. Οι προσομοιώσεις έδειξαν ότι, όσο νωρίτερα εφαρμόζονται οι περιορισμοί, τόσο συντομότερα θα είναι δυνατή η άρση τους. Σχετικά με τις συνέπειες των περιορισμών, το VBanking μάς δείχνει ότι προβλέπεται σημαντική μείωση των τραπεζικών καταθέσεων (ο μέσος όρος της μείωσης καταθέσεων υπερβαίνει το 70% σε σχέση με την αρχή της τραπεζικής κρίσης). Αυτό σημαίνει ότι η εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος δεν θα επέλθει από την επάνοδο των καταθέσεων στις τράπεζες αλλά από την εξυγίανση των δανειακών τους χαρτοφυλακίων. Συνεπώς, το ζήτημα των «κόκκινων» δανείων είναι πιο φλέγον από ποτέ, όχι πλέον μόνο για κοινωνικούς λόγους.

Με βάση τα αποτελέσματα, θεωρούμε ότι αναμένεται μείωση της παραγωγής της πραγματικής οικονομίας που θα αγγίζει το 20%, ενώ αναμένεται και μείωση του συνολικού επιπέδου των μισθών κατά 5% περίπου. Με δεδομένο ότι το ποσοστό αυτό αφορά το σύνολο των προσομοιώσεων, η επίδραση των περιορισμών στους μισθούς ίσως είναι σημαντικά μεγαλύτερη. Στις περιπτώσεις σύντομης εφαρμογής (με λόγο δανείων προς καταθέσεις έως 140%), οι προσομοιώσεις έδειξαν ότι δεν αναμένεται μείωση μισθών. Τέλος, παρά τα αρνητικά, το μοντέλο μάς δείχνει ότ μακροπρόθεσμα υπάρχει ανάκαμψη της οικονομίας, ακόμα και υπό το καθεστώς των τραπεζικών περιορισμών. 

Σύμφωνα με το VBanking, η πλήρης άρση των capital controls θα είναι δυνατή μετά από περίπου 20 περιόδους (μήνες) από την αρχική εφαρμογή τους, με τη μετάβαση να γίνεται σταδιακά και να ξεκινάει νωρίτερα. Συνολικά, είναι εμφανές ότι οι τραπεζικοί περιορισμοί θα έχουν επιζήμιες συνέπειες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι οποίες θα διοχετευτούν και στην πραγματική οικονομία. Η μετάδοση αυτή παρατηρείται μέσω της μείωσης των εταιρικών επενδύσεων, η οποία επιφέρει τελικά μείωση της συνολικής παραγωγής. Το βέλτιστο κριτήριο για την επιβολή των capital controls είναι ο λόγος δανείων προς καταθέσεις, με κρίσιμο σημείο επιβολής τους την τιμή 125%.

Από την άλλη, οι τραπεζικοί έλεγχοι φαίνεται να έχουν περιορίσει σε κάποιο βαθμό την παραοικονομία, αντισταθμίζοντας έτσι την απώλεια κρατικών εσόδων που οφείλεται στην κάμψη της παραγωγής. Στην προσπάθεια αυτή για περιορισμό του «μαύρου» χρήματος έρχεται να συμβάλει και η πρόταση του Ευρωπαϊκού Γραφείου κατά της Απάτης (OLAF) για κατάργηση του χαρτονομίσματος των 500 ευρώ. Πρόκειται για μία πρόταση που στοχεύει ξεκάθαρα στα μετρητά που βρίσκονται εκτός του τραπεζικού συστήματος, καθώς το χαρτονόμισμα αυτό θεωρείται εργαλείο μεταφοράς και αποθήκευσης μετρητών (1.000.000 ευρώ σε χαρτονομίσματα των 500 ευρώ ζυγίζει περίπου 2 κιλά), διευκολύνοντας τις παράνομες συναλλαγές. Η κατάργηση, εάν αποφασιστεί, θα εφαρμοστεί σταδιακά και θα επιτρέψει την καταγραφή και προσωποποίηση των ανώνυμων μετρητών που κυκλοφορούν. Τέλος, η υποχρεωτική προσκόμιση ποσών στις τράπεζες θα βοηθήσει να διατηρηθεί χαμηλά το επίπεδο των επιτοκίων και ίσως επισπεύσει σε κάποιο βαθμό την ανάκαμψη της ζήτησης. 

Παρά το γεγονός ότι η έγκαιρη επιβολή των ελέγχων φαίνεται να περιορίζει τις αρνητικές συνέπειές τους, η έρευνά μας δείχνει ότι οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να αποφεύγουν γενικά τους κεφαλαιακούς ελέγχους ως απάντηση σε μια τραπεζική κρίση. Στη χώρα μας, όμως, η επιβεβλημένη εφαρμογή τους σε συνδυασμό με την προτεινόμενη απόσυρση του χαρτονομίσματος των 500 ευρώ μπορεί να αποτελέσει μία μοναδική ευκαιρία, για να αλλάξουν τα συναλλακτικά ήθη και να έλθουν στην επιφάνεια κρυμμένες αποταμιεύσεις, που ίσως τονώσουν τα κρατικά έσοδα, εάν δεν μπορούν να δικαιολογηθούν πλήρως. Η συγκυρία είναι πραγματικά μοναδική για την ελληνική οικονομία και δεν θα πρέπει να μείνει ανεκμετάλλευτη η ευκαιρία να εισαχθεί το πλαστικό χρήμα στις συναλλαγές και να περιοριστεί έτσι σημαντικά η παραοικονομία.

- Το παρόν άρθρο, δημοσιεύτηκε στα "Οικονομικά Χρονικά", περιοδική έκδοση του ΟΕΕ, τεύχος 152.

* Ο Αριστείδης Σάμιτας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Χρηματοοικονομικής, στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Διευθυντής Μεταπτυχιακού Προγράμματος MBA.
  Ο Στάθης Πολύζος είναι Οικονομολόγος, Ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου