Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017

Οι εκλογές του Νοεμβρίου 1920

Νέα Πολιτική


του Λυγκούρη Σπύρου*
Λίγες εκλογικές αναμετρήσεις έχουν σχολιαστεί ποικιλοτρόπως και έχουν βρει δεσπόζουσα θέση στον δημόσιο διάλογο κατά καιρούς. Οι εκλογές του 1946, παραδείγματος χάριν, για δεκαετίες μετά εκφράζουν το συμβολικό πέρασμα στην εποχή του ανοιχτού εμφυλίου πολέμου, ενώ αντίστοιχα οι εκλογές «βίας και νοθείας» του 1961 έφεραν βίαια στην δημόσια πραγματικότητα το οριστικό χάσμα μεταξύ δεξιών και αντιδεξιών δυνάμεων στην λεγόμενη «σύντομη δεκαετία του 1960». Στην προεκλογική εκστρατεία του Ιανουαρίου 2015 είχε δημιουργηθεί από πολλούς εκπροσώπους της συντηρητικής παράταξης, ακόμη και από έγκριτους εκπροσώπους της επιστημονικής κοινότητας, μία φημολογία περί επανάληψης του φαινομένου των εκλογών του 1920. Όπου επανάληψη των εκλογών του 1920 αναφέρεται η μαζική επιλογή ενός ολόκληρου λαού σε μια πορεία αυτοκαταστροφής, καθώς έχει αναπτυχθεί το επιχείρημα, ότι τότε τοποθετείται η αρχή του τέλους της Μικρασιατικής Εκστρατείας και το τέλος της «Ελλάδας των Σεβρών».
To φθινόπωρο του 1920 βρίσκει την ελληνική υπόθεση στην απόληξη μίας δεκαετίας πολεμικών επιχειρήσεων, εθνικών επεκτάσεων, πολιτικών παλινωδιών και ενός ραγδαίου Εθνικού Διχασμού. Η διαμάχη μεταξύ το νόμιμου πρωθυπουργού, Ελευθερίου Βενιζέλου, και του κατόχου του Θρόνου, Κωνσταντίνου, ξεκίνησε ως μία διαφωνία περί του ζητήματος της εισόδου ή μη της χώρας στο καμίνι του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Γρήγορα, όμως, το ζήτημα εξελίσσεται σε μία ανοιχτή σύγκρουση μεταξύ των αστικών στρωμάτων, που αναδείχτηκαν την περίοδο διακυβέρνησης των Φιλελευθέρων και που υποστήριζαν την πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου για επέκταση στην Μικρά Ασία, και αυτών που νιώθουν να απειλούνται τα συμφέροντά τους από την εισδοχή νέων κατοίκων και αντιλήψεων στο μέχρι τότε στενό ελληνικό βασίλειο. Είναι αυτή η διαμάχη μεταξύ της λεγομένης «Παλαιάς Ελλάδας» (Στερεά, Πελοπόννησος), που θα ενωθεί κάτω από το πρόσωπο του Βασιλιά και της αντιβενιζελικής μερίδας (η οποία με την σειρά της θα συσπειρωθεί κάτω από αυτά τα συνθήματα) και των «Νέων Χωρών» (κυρίως Μακεδονία, Θράκη , Νησιά) , η οποία θα εκφραστεί πρώτα με την έκρηξη του κινήματος της «Εθνικής Αμύνης» και τον χωρισμό του ελληνικού κράτους στα δύο και μετά στην εκλογική αναμέτρηση του 1920, οπότε και θα λάβει τον χαρακτήρα και του γεωγραφικού χωρισμού.

Η έξωση του Βασιλέα Κωνσταντίνου το 1917 με την συντονισμένη επέμβαση των Αγγλογάλλων θα επιφέρει την τελική είσοδο της Ελλάδος στον Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος επανέρχεται στην Αθήνα και μέχρι το 1920 θα κυβερνήσει σε ένα καθεστώς ημι-δικτατορίας, εφόσον δεν προχωρά σε νέα εκλογική αναμέτρηση, αλλά διατηρεί την εξουσία του και της λεγόμενης «Βουλής των Λαζάρων» με νομοδιατάγματα παράτασης της θητείας της. Η συνθηκολόγηση της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας  με την ειρήνη του Μούδρου το 1918 θα φέρει το τέλος του πολέμου στην Ανατολική Μεσόγειο και θα ενεργοποιήσει τις επίσημες διαπραγματεύσεις των νικητών για τις τύχες του «Μεγάλου Ασθενή του Βοσπόρου».
Τα αντικρουόμενα συμφέροντα μεταξύ των άμεσα ενδιαφερομένων, ιδίως της Ελλάδος και της Ιταλίας για την παραλία της Ιωνίας, θα απαιτήσουν λεπτούς χειρισμούς από πλευράς Ε. Βενιζέλου, καθώς και την αποστολή ένοπλου εκστρατευτικού σώματος στην Ουκρανία για την κατάπνιξη της νεοπαγούς εξουσίας των Μπολσεβίκων, προκειμένου να πειστούν κυρίως οι Γάλλοι να υποστηρίξουν τις ελληνικές θέσεις για την Ιωνία. Οι δυσμενείς συνέπειες της παραπάνω εξέλιξης θα φανούν το 1921, οπότε και η Σοβιετική Ένωση θα συνάψει Σύμφωνο με τον Κεμάλ και θα προχωρήσει στην αποστολή των απαραίτητων πολεμοφοδίων για την αναδιοργάνωση του Τουρκικού Εθνικιστικού Στρατού.
Πάντως, η εντολή για απόβαση του ελληνικού στρατού στην Σμύρνη (Μάιος 1919) και ακόμη περισσότερο η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών (ο ουσιαστικός κατακερματισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) έδωσαν την εντύπωση, ότι το όραμα της «Μεγάλης Ιδέας» ήταν πλέον μία υπαρκτή πιθανότητα και όχι απλώς ένα ιδεολόγημα. Η πολιτική για την οποία ο Βενιζέλος είχε κινητοποιήσει όλη την ενεργητικότητα του ελληνικού κράτους ήταν ένα βήμα πριν την ολική του επιβράβευση. Πράγματι με το κείμενο της Συνθήκης των Σεβρών η Ελλάδα δεν ελάμβανε μόνο την εδαφική κυριαρχία πάνω στην Ανατολική Θράκη ( μέχρι το σημείο της Τσατάλτζας), την Ίμβρο και την Τένεδο, αλλά και την στρατιωτική διοίκηση της περιοχής της Σμύρνης με την ενδοχώρα της για μία πενταετία. Μετά το πέρας του χρονικού αυτού σημείου ο πληθυσμός της περιοχής θα αποφάσιζε με δημοψήφισμα την μετέπειτα πορεία του.
Παρά την φαινομενική επιτυχία του Βενιζέλου τα πράγματα δεν ήσαν τόσο λαμπερά, όσο μπορεί να φαίνεται. Η κατάρρευση της οθωμανικής εξουσίας και η διαφαινόμενη κατάτμηση της πάλαι ποτέ ένδοξης αυτοκρατορίας σε ζώνες κατοχής και ακόμη περισσότερο η ίδια η ελληνική στρατιωτική διοίκηση στην Σμύρνη επέσπευσαν την ανάφλεξη του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος, το οποίο κάτω από την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ είχε κηρύξει από το Μάιο του 1919 τον λεγόμενο «Πόλεμο της Ανεξαρτησίας». Αυτό το κίνημα θα λάβει οντότητα και πολιτικό πρόγραμμα μέσα από τα Εθνικά Συμβούλια του Σίβας και του Ερζερούμ και θα σηματοδοτήσει τον νούμερα ένα κίνδυνο για τις ελληνικές επιδιώξεις στην περιοχή. Από το καλοκαίρι του 1919 και μετά θα ξεκινήσει- δειλά στην αρχή- ένας κανονικός ανταρτοπόλεμος στις παρυφές της ελληνικής γραμμής διοικήσεως, γεγονός που θα αναγκάσει την Στρατιά της Μικράς Ασίας να βγει έξω από τα όρια της αρμοδιότητάς της προκειμένου να κυνηγήσει τον στρατό του Μουσταφά Κεμάλ μέχρι την περιοχή της Προύσας. Η άρνηση του εθνικιστικού κέντρου της Άγκυρας να αποδεχθεί τα υπογραφέντα των Σεβρών θα συνδυαστεί με την αδυναμία ή την άρνηση των Συμμάχων να εξαναγκάσουν διά της βίας τον Κεμάλ να το κάνει. Οπότε ο φαύλος κύκλος της «μαύρης τρύπας του αίματος» έχει ήδη ξεκινήσει.
Στο εσωτερικό πεδίο η κατάσταση δεν ήταν πολύ καλύτερη, καθώς το ρήγμα του 1915 δεν είχε καταπνιγεί ούτε από την επικράτηση των βενιζελικών την περίοδο 1917-20, ούτε από την διπλωματική επιτυχία των Σεβρών. Η δολοφονική απόπειρα κατά του Βενιζέλου στην Γαλλία από δύο οπαδούς της αντιβενιζελικής παράταξης δεν καταρράκωσε απλώς την ψυχολογία του Κρητικού πολιτικού, αλλά προκάλεσε ένα αμείλικτο κύμα διώξεων με αποκορύφωμα την δολοφονία του εγνωσμένου πολιτικού Ίωνα Δραγούμη από τάγμα φανατικών βενιζελικών. Η παρατεταμένη παραμονή του Βενιζέλου στην εξουσία χωρίς ανανέωση της λαϊκής εντολής και οι εξορίες των πολιτικών του αντιπάλων είχαν προκαλέσει ένα βαθύ αίσθημα αδικίας, το οποίο ενίσχυε η συνέχιση της πολεμικής περιπέτειας, η οποία πλέον έφτανε τα δέκα χρόνια. Το όραμα της «Μεγάλης Ιδέας» είχε αρχίσει να κουράζει τους κατοίκους της Παλαιάς Ελλάδας και να καταναλώνει τους ζωτικούς πόρους και την ενεργητικότητα του έθνους.
Η κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί χωρίς ορισμό νέας εκλογικής διαδικασίας. Όπως και τελικά προκηρύχθηκαν για την 1η Νοεμβρίου 1920. Σε αυτές θα αναμετρηθούν οι δύο όψεις, τα δύο στρατόπεδα της «Ελλάδας του Διχασμού». Από την μία ο κόσμος της «Μεγάλης Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», που ήταν το σύνθημα των Φιλελευθέρων για να προπαγανδίσουν το βασικό τους πολιτικό επίτευγμα. Από την άλλη τοποθετείται η λεγόμενη «Ηνωμένη Αντιπολίτευση»  (έκφραση της αντιβενιζελικής παράταξης), η οποία κατεβαίνει στις εκλογές με βασικά συνθήματα την «Μικρή και έντιμη Ελλάδα» (γεγονός που αντικατοπτρίζει την αγωνία των κατοίκων της «Παλαιάς Ελλάδας» για την διατήρηση της θέσης, της παράδοσης και της ιδιαιτερότητας της) και την έκκληση για παύση των εχθροπραξιών και την επιστροφή των στρατιωτών στα σπίτια τους («Οίκαδε»). Στο τελευταίο θα βρει συμπαραστάτη και ένα κόμμα, που προέκυψε μέσα από την ακτινοβολία της Οκτωβριανής Επανάστασης στην Ρωσσία, το Σ.Ε.Κ.Ε, το κόμμα που μετά από λίγα χρόνια θα εξελιχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.  Ένα αναπάντεχο γεγονός, ο θάνατος του βασιλιά Αλέξανδρου, θα δημιουργήσει ένα κενό και τις απαραίτητες βάσεις για την δρομολόγηση της επιστροφής του σε περίπτωση νίκης της φιλοβασιλικής μερίδας , γεγονός  που προκαλεί νέα προβλήματα στην εξίσωση του ελληνικού προβλήματος.
Οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου έγιναν με το πλειοψηφικό σύστημα ευρείας πλειοψηφίας και ήταν μία μεγάλη έκπληξη για όλους. Οι Βενιζελικοί έλαβαν περισσότερους ψήφους σε απόλυτους αριθμούς από τους αντιπάλους τους. Παρόλα αυτά η Ηνωμένη Αντιπολίτευση έλαβε απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή με 260  έδρες σε σύνολο 370, ενώ ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν κατάφερε να εκλεγεί βουλευτής. Οι Βενιζελικοί επικράτησαν στις περισσότερες από τις «Νέες Χώρες», όπως η Ηνωμένη Αντιπολίτευση στην Παλαιά Ελλάδα, γεγονός που κατέγραψε και εκλογικά στον χάρτη την διαίρεση του Εθνικού Διχασμού. Ιδιαίτερο ρόλο θα παίξει η ψήφος των μειονοτήτων της Μακεδονίας, οι οποίες είχαν το δικαίωμα ψήφου. Μπροστά το φάσμα της ήττας και φοβούμενος την περίπτωση αντιποίνων από τους νικητές αντιπάλους του, ο  Ελευθέριος Βενιζέλος θα σπεύσει να εγκαταλείψει την χώρα.
Από εκεί και πέρα οι εξελίξεις θα είναι ραγδαίες με τις μετά-νοεμβριανές κυβερνήσεις να προχωρούν σε δημοψήφισμα για την επιστροφή του Βασιλιά Κωνσταντίνου σε ένα είδος παλινόρθωσης του κωνσταντινικού καθεστώτος. Μα η πραγματικότητα του μετώπου θα έρθει να ανατρέψει την κυριότερη προεκλογική υπόσχεση για επιστροφή των στρατιωτών. Το σύνθημα «Οίκαδε» θα δώσει την θέση του στην αδυναμία απεγκλωβισμού από την παγίδα της Μικράς Ασίας και στην πολιτική απόφαση για εκστρατεία στην Άγκυρα, προκειμένου να πειστεί το καθεστώς του Κεμάλ να συνθηκολογήσει. Και όλα αυτά μέσα σε ένα καθεστώς απομόνωσης από πλευράς των περισσότερων Συμμάχων, οι οποίοι αρχίζουν να αντιλαμβάνονται, ότι το εθνικιστικό κίνημα έμελλε να επικρατήσει στα πράγματα της Μικράς Ασίας και της Τουρκίας. Οι βάσεις για την τραγωδία του 1922 είχαν αρχίσει να τίθενται….
*Μεταπτυχιακός φοιτητής Νεώτερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, ΕΚΠΑ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου