Σάββατο 20 Μαΐου 2017

Μελάς: Πού βαδίζει τώρα η Αργεντινή


Η οικονομική κατάσταση στην Αργεντινή. Τα λάθη των προηγούμενων κυβερνήσεων και η «διαμάχη» για το χρέος. Τα αποτελέσματα των πολιτικών λιτότητας. Οι κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομική δραστηριότητα. 

Γράφει ο Κ. Μελάς.

Η άρνηση πληρωμών της Αργεντινής το 2001* ήταν το γεγονός το οποίο δημιούργησε ένα νέο πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας της χώρας, με συγκεκριμένους περιορισμούς και βαθμούς ελευθερίας.
Το βασικό πρόβλημα που προέκυψε ήταν η διαχείριση αυτής καθαυτής της άρνησης πληρωμών αλλά και η διαχείριση της οικονομικής πολιτικής κατά τρόπο αποτελεσματικό, με βάση τους βαθμούς ελευθερίας και τους περιορισμούς που παρείχε το νέο πλαίσιο άσκησης της οικονομικής πολιτικής. Για το πρώτο θέμα, ενώ οι αναμενόμενες επιπτώσεις ήταν περίπου γνωστές (αποκλεισμός από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, το οποίο στην εποχή μας δεν υπερβαίνει τα 3 έτη, ίσως και λιγότερο), οι δικαστικές διαπάλες στις οποίες έσυραν τα συγκεκριμένα vulture funds (με τη βοήθεια των διαφόρων αμερικανικών και άλλων λόμπι) τις κυβερνήσεις της Αργεντινής (κυρίως της Κριστίνα Φερνάντεζ) επέτειναν τον αποκλεισμό, με ό,τι αρνητικές συνέπειες συνεπάγεται αυτό. Καθυστέρησαν αλλά και έκαναν πιο δύσκολη, με αυτό τον τρόπο, τη δυνατότητα πρόσβασης στις χρηματοπιστωτικές αγορές, με την ευρεία έννοια του όρου.
Και να σκεφτεί κανείς ότι το ύψος αυτών των απαιτήσεων ανέρχεται σε 1,3 δισ. δολάρια. Παράλληλα πρέπει να σημειωθεί ότι η Αργεντινή ανταποκρίνεται κανονικά στις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει μετά την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι σχετικό με την ασκηθείσα οικονομική πολιτική. Η οικονομική πολιτική, ως προς τον σκληρό πυρήνα της, όπως άλλωστε όλες οι υπόλοιπες, στηρίζεται σε συγκεκριμένα αναπτυξιακά υποδείγματα, τα οποία δείχνουν συγκεκριμένους τρόπους και συγκεκριμένα μέσα για την επιτυχία κοινών, υπό μίαν έννοια, στόχων (δεδομένου ότι οι στόχοι στην οικονομική πολιτική είναι κοινοί).

Η ασκηθείσα οικονομική πολιτική στην Αργεντινή μέχρι το 2007, ίσως και μέχρι την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, η οποία ειρήσθω εν παρόδω ήταν στον αντίποδα της πολιτικής που είχε επιβάλει το ΔΝΤ, ήταν αποτελεσματική ως προς τους στόχους που είχε θέσει παρά τα υπάρχοντα προβλήματα, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις. Σημειώθηκε μεγάλη αύξηση του ΑΕΠ, δεν υπήρχαν δημοσιονομικά ελλείμματα ούτε ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και είχε επιτευχθεί μια ανακατανομή των πόρων υπέρ του κοινωνικού κράτους.
Σε αυτό βοήθησαν ανεπιφύλακτα το διεθνές περιβάλλον, το οποίο ήταν ευνοϊκότατο για τις εξαγωγές της, και βεβαίως η εξάλειψη του βάρους του δημόσιου χρέους. Είναι η εποχή που ο Νέστορ Κίρχνερ εκλέγεται πρόεδρος της χώρας (Μάιος 2003). Την περίοδο αυτή οι εξαγωγές της ακατέργαστης σόγιας του λαδιού και αλεύρων σόγιας δημιουργούν περισσότερο από το 20% της αξίας των εξαγωγών της χώρας, πάνω από την αξία των δύο παραδοσιακών εξαγωγικών προϊόντων βόειου κρέατος και σιτηρών. Αυτό που έχει σημασία να υπογραμμιστεί είναι ότι η αύξηση της παραγωγής σόγιας και των προϊόντων της, που εξάγονται σχεδόν συνολικά, συνοδεύτηκε από παράλληλη αύξηση της παραγωγής βόειου κρέατος και σιτηρών, εξασφαλίζοντας τη διατροφή του λαού της Αργεντινής.

Η πολιτική Φερνάντεζ 

Από το 2009 όμως, με την έναρξη της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης, ήταν εμφανής η μείωση της αποτελεσματικότητας της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Η φυγή προς τα εμπρός που επιχείρησε η κυβέρνηση της Κριστίνα Φερνάντεζ αποδείχτηκε αναποτελεσματική και πλήρης ιδεολογημάτων. Ενώ θα έπρεπε να λάβει υπόψη της το νέο διεθνές περιβάλλον και τους περιορισμούς του, αλλά κυρίως τις ανισορροπίες της εγχώριας οικονομίας οι οποίες άρχισαν να βαραίνουν αποφασιστικά καθιστώντας την ασκούμενη οικονομική πολιτική όλο και πιο αναποτελεσματική, επέλεξε να χρησιμοποιήσει όλο και μεγαλύτερη δόση της ίδιας οικονομικής πολιτικής, με αποτέλεσμα την όξυνση των οικονομικών ανισορροπιών. Μάλιστα αγνόησε επιδεικτικά την όλο και μεγαλύτερη αντίδραση μεγάλων κατηγοριών εργαζομένων.
Κάθε οικονομικό υπόδειγμα, κατά την άποψή μου, έχει μια περίοδο ενάρετου κύκλου (φθάνει να μην πηγαίνει εντελώς αντίθετα με το διεθνές ρεύμα αλλά κυρίως με τις αντικειμενικές δυνατότητες της δικής του οικονομίας). Ο ηγέτης πρέπει να γνωρίζει τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο και να προσαρμόζει την οικονομική του πολιτική κατά τέτοιον τρόπο ώστε να αποφεύγει τα λάθη τα οποία τις περισσότερες φορές οδηγούν την οικονομία και τα επιτεύγματά της πολλά χρόνια πίσω. Άλλωστε η Ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα και θα συνεχίσει να είναι.

Το Νοέμβριο του 2015 , ο Μαουρίτσιο Μάκρι, επικεφαλής μιας κεντροδεξιάς συμμαχίας, εκλέγεται πρόεδρος της χώρας με σύνθημα “Revolución de la alegria”. Αρχίζει εκ νέου η περίοδος της εφαρμογής αυτού που ονομάζεται με ευκολία, νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα.

Από την πρώτη στιγμή που ο Μάκρι ανέλαβε την προεδρία, προχώρησε σε ριζική διαφοροποίηση της οικονομικής πολιτικής σε σχέση με το άμεσο παρελθόν. Η διαφοροποίηση επικεντρώθηκε σε τρία σημεία που θεωρήθηκαν κύριας σημασίας: το πρώτο αφορούσε στο διεθνές εμπόριο των προϊόντων της χώρας. Μειώθηκαν δραστικά οι δασμοί εξαγωγής των προϊόντων του πρωτογενούς τομέα και μαζί τους μειώθηκαν οι κρατικές παρεμβάσεις «καθοδήγησης» στο διεθνές εμπόριο.
Η δεύτερη παρέμβαση αφορούσε στη διαμόρφωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του εγχώριου νομίσματος (πέσο), κυρίως σε σχέση με το δολάριο ΗΠΑ. Καταργήθηκε ο στενός δημόσιος έλεγχος καθορισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας διαμέσου του γνωστού μηχανισμού cepo cambiario, με βάση των οποίων υπήρχαν συγκεκριμένοι συναλλαγματικοί περιορισμοί. Πλέον ο προσδιορισμός της συναλλαγματικής ισοτιμίας περνά εξ ολοκλήρου στους μηχανισμούς της αγοράς. Δεν υπάρχουν πλέον περιορισμοί στην αγοραπωλησία συναλλάγματος, ούτε στις επιχειρήσεις ούτε στα φυσικά πρόσωπα.
Η συγκεκριμένη απόφαση προκάλεσε άμεση υποτίμηση του νομίσματος της χώρας κατά 44,0%, γεγονός που κρίθηκε απαραίτητο από τη νέα κυβέρνηση προκειμένου να προσαρμοσθεί η επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία με την τιμή του νομίσματος στη μαύρη αγορά. Η υποτίμηση του νομίσματος, όπως ήταν αναμενόμενο, είχε αρνητικές επιδράσεις στον πληθωρισμό, ο οποίος, σε αντίθεση με τις προβλέψεις ότι θα ανερχόταν στο 24,0% , προς το τέλος του 2016 ανήλθε στο 50,0%.
Η τρίτη παρέμβαση του Μάκρι, στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης λογικής του, ήταν η μεγάλη μείωση των κρατικών επιδομάτων στους τομείς των μεταφορών, της ενέργειας και στα καταναλωτικά αγαθά, πράξη που αφενός συνέβαλε στην αύξηση του πληθωρισμού, αλλά και σε σημαντικές επιβαρύνσεις σε μεγάλο μέρος των στρωμάτων της κοινωνίας που βρίσκονται σε αδυναμία ανταπόκρισης των υποχρεώσεών τους.
Επίσης προχώρησε σε μεγάλο αριθμό απολύσεων στους δημοσίους υπαλλήλους, με αποτέλεσμα το ποσοστό ανεργίας να διπλασιαστεί σε ένα χρόνο και να φθάσει στο 9,3%. Το σύνολο των μέτρων, όπως ήταν λογικό, προκάλεσαν τις διαμαρτυρίες των θιγομένων.
Ο Μάκρι είχε αναγνωρίσει ότι ο πρώτος χρόνος θα ήταν δύσκολος λόγω των δραστικών μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής. Όμως χρειάζεται επιμονή στον δρόμο της προσαρμογής, βασικά χαρακτηριστικά του οποίου είναι ο αποπληθωρισμός, οι ιδιωτικοποιήσεις και η εισροή ξένου κεφαλαίου. Δυστυχώς για τον Μάκρι, οι εξελίξεις δεν φαίνεται να δικαιώνουν, μέχρι τώρα, τις επιλογές του.
Η πολιτική μείωσης των δαπανών έχει προκαλέσει ζημιές μόνο στα μεσαία και χαμηλά στρώματα του πληθυσμού, ενώ η παραδοσιακή επιχειρηματική τάξη, δηλαδή η αγροτικοβιομηχανική, επιβραβεύτηκε με διάφορους τρόπους: πρώτα από τη μεγάλη υποτίμηση του πέσο έναντι του δολαρίου, γεγονός που διόγκωσε τα κέρδη για τους εξαγωγείς που εισπράττουν σε δολάρια ΗΠΑ. Επίσης η ουσιαστική εξαφάνιση των δασμών στις εξαγωγές του σιταριού και στα προϊόντα του τομέα των ορυκτών προκάλεσε μείωση των κρατικών εσόδων, που με τις προηγούμενες κυβερνήσεις των Κίρχνερ χρηματοδοτούσαν τις κοινωνικές δαπάνες, και αύξηση των επιχειρηματικών κερδών.

Τα αποτελέσματα των πολιτικών λιτότητας

Οι πολιτικές λιτότητας που επιβλήθηκαν προκάλεσαν μεγάλο αριθμό απολύσεων από τον ιδιωτικό τομέα. Θύματα αυτής της κατάστασης είναι επίσης οι απλοί χωρικοί, οι μικροεπαγγελματίες και οι μικροβιοτέχνες. Οι αυξήσεις στις τιμές των δημοσίων υπηρεσιών (ηλεκτρικό, φωταέριο, νερό και μεταφορές) είναι της τάξεως του 300-500%. Δείγμα των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση Μάκρι είναι η αλλαγή, από τις αρχές του 2017 (2 Ιανουαρίου), του υπουργού των Οικονομικών, του πολυδιαφημισμένου Prat-Gay, αρχιτέκτονα της μέχρι σήμερα ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, με τον Nicolas Dujovne, σχολιαστή της εφημερίδας a Nación και γνωστή τηλεοπτική περσόνα. Ο Duvojne, 49 χρονών, φιλελεύθερος δεξιός, σύμβουλος του Μάκρι, με θητεία στην Παγκόσμια Τράπεζα, τη δεκαετία του 1990 ήταν σύμβουλος του τότε υπουργού των Οικονομικών του Carlos Menem, Roque Fernández.
Σύμφωνα με τις υπάρχουσες εκτιμήσεις, ο Μάκρι επιχειρεί, μέσω του Dujovne, να δώσει έναν τόνο κεϋνσιανισμού στις μέχρι τώρα ακραίες νεοφιλελεύθερες οικονομικές του αντιλήψεις, σε μια προσπάθεια να κατευνάσει την όλο και αυξάνουσα κοινωνική δυσαρέσκεια. Αν και φαίνεται δύσκολο να συμβεί κάτι τέτοιο από τον Dujovne, ας περιμένουμε καλύτερα.

Είναι εντυπωσιακό ότι η τελευταία κυβέρνηση της Κριστίνα Φερνάντεζ - Κίρχνερ και η κυβέρνηση του Μαουρίτσιο Μάκρι έχουν ως κοινό στοιχείο μια άκαμπτη και εκ διαμέτρου αντίθετη ιδεολογική αντίληψη για τον τρόπο άσκησης της οικονομικής πολιτικής, γεγονός που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για άσκηση με πιο πραγματικούς όρους. Εάν στην αποτυχία του άκαμπτου προστατευτισμού της κυβέρνησης της πρώτης και όχι μόνο όπως έχει αναφερθεί παραπάνω, δεν υπάρχουν πλέον διαφωνίες, μεγάλος σκεπτικισμός και αίσθηση αποτυχίας διαχέεται και για τον νεοφιλελεύθερο δογματισμό του Μαουρίτσιο Μάκρι, που αδιαφορεί για τον ρόλο των δημοσίων επενδύσεων ως παράγοντα εγγύησης της διαρκούς μεγέθυνσης όπως και του ελέγχου του νομίσματος, απαραίτητου παράγοντα για τον έλεγχο της οικονομίας σε περιόδους κρίσης.

Το να επαφίεται η μελλοντική πορεία της οικονομίας κατά βάση στις Ξένες Επενδύσεις και στις ιδιωτικοποιήσεις, μάλιστα μετά την περίοδο της δεκαετίας του 1990, όπου η κυβέρνηση του Carlos Menem εφάρμοσε μέχρι κεραίας το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα με τα γνωστά αποτελέσματα, δείχνει άγνοια της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας της Αργεντινής και δεν προμηνύει τίποτε το ενθαρρυντικό για το μέλλον. Το μέγεθος της οικονομίας της Αργεντινής, οι υπάρχουσες δυνατότητές της αλλά και οι σημαντικές παραγωγικές αδυναμίες της δείχνουν ότι χρειάζεται να δοθεί βάρος στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Αυτό είναι αδύνατον να επιτευχθεί μόνο με τις δυνάμεις της αγοράς.
Το 1949, ο μεγαλύτερος τότε οικονομολόγος της Αργεντινής Raul Prebish, αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση της CEPAL, Οικονομικής Επιτροπής του ΟΗΕ, υποστήριζε ότι η σωστή κρατική παρέμβαση στην οικονομική δραστηριότητα είναι η μόνη που μπορεί να σώσει τις χώρες της Λατινικής Αμερικής από την εξάρτηση, σε πλήρη αντίθεση με την τότε κυρίαρχη οικονομική σκέψη.
Σήμερα τα λόγια του Raul Prebish φαίνονται περισσότερο επίκαιρα παρά ποτέ.

* Για όλα αυτά δες: Κ. Μελάς , Αργεντινή – Ελλάδα, εκδόσεις Πατάκη 2015.
** Ο Κώστας Μελάς είναι Δρ Οικονομίας, πρόεδρος του ομίλου Κοινωνικού Οικονομικού Προβληματισμού και Πολιτικής Δράσης.


euro2day

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου