Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2017

Χίτλερ: Μια ιστορική παρεξήγηση

Το Ποντίκι


του Ξενοφώντος Μπρουντζάκη
Στη Γερμανία, μια χώρα με εξέχοντα πολιτισμό στην καρδιά της Ευρώπης, οι πολίτες βρέθηκαν κατά την περίοδο 1929-1933 αντιμέτωποι με την οικονομική κρίση και την αδυναμία των τριάντα δημοκρατικών κομμάτων που κυριαρχούσαν στην πολιτική σκηνή να τη διαχειριστούν με αποτελεσματικότητα. 
Συγκεκριμένα, ο συνασπισμός σοσιαλδημοκρατών και φιλελευθέρου Λαϊκού Κόμματος απέτυχε να βρει έναν κοινό τρόπο αντιμετώπισης των σοβαρών προβλημάτων που ταλαιπωρούσαν τη χώρα. Οι διαφωνίες τους είχαν ως αποτέλεσμα την κατάρρευση του συνασπισμού τον Μάρτιο του 1930. Η έντονη και αναποτελεσματική πολιτικολογία και η ανικανότητα των διαφόρων κομμάτων, πολλά εκ των οποίων μάλιστα εκπροσωπούσαν συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων, αύξαναν ολοένα τη δυσαρέσκεια του λαού. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, γεννήθηκε το αφήγημα της αναγκαιότητας ενός ισχυρού άνδρα που θα λάβει τα ηνία της χώρας και θα εγγυηθεί μιαν ελπίδα εξόδου από το τέλμα της κρίσης. Η Γερμανία ήταν ανάγκη να ενωθεί κι αυτός ο πολιτικός κατακερματισμός στεκόταν εμπόδιο. Οι αντικειμενικές συνθήκες για να δημιουργηθούν μεγάλες παρεξηγήσεις με ανεξέλεγκτες επιπτώσεις επιβεβαίωναν την παντελώς στρεβλή «του ενός ανδρός αρχή». Τη δραματική συνέχεια αυτής της διαστρέβλωσης την έζησε δυστυχώς όχι μόνο η Γερμανία, αλλά ολόκληρος ο κόσμος με ό,τι εφιαλτικό ακολούθησε. 
 
Ο Laurence Rees είναι σεναριογράφος και παραγωγός πολλών ντοκιμαντέρ του BBC με θέματα από τη σύγχρονη Ιστορία, ιδίως σχετικά με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη χώρα μας τα δυο τελευταία χρόνια έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη τα βιβλία του «Άουσβιτς», «Οι ναζί», «Το σκοτεινό χάρισμα του Αδόλφου Χίτλερ». Στο τελευταίο βιβλίο του, ο συγγραφέας αναφέρεται στη μεγάλη παραδοξότητα του πώς έγινε και ένας άνθρωπος διεστραμμένος, γεμάτος μίσος, ανισόρροπος, μέτριος από την κορυφή ώς τα νύχια, κατάφερε να συγκεντρώσει στο πρόσωπό του την τυφλή εμπιστοσύνη εκατομμυρίων ανθρώπων, ενός λαού εν πάση περιπτώσει, με κορυφαίες επιδόσεις στη φιλοσοφία, τη μουσική, τη λογοτεχνία, τις επιστήμες, εκφράζοντας μιαν ασύλληπτη εγκληματική αγριότητα, με αποκορύφωμα τα κρεματόρια του Ολοκαυτώματος. 
 
Δυο χαρακτηριστικές περιπτώσεις 
Την περίοδο, λοιπόν, του 1929-1933, οι Γερμανοί αποφάσισαν να επιλέξουν και να υποστηρίξουν την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Χίτλερ απορρίπτοντας συνειδητά όλες τις δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις και έχοντας γνώση πως ο Χίτλερ όχι μόνο θα καταργούσε τη δημοκρατία, αλλά θα προέβαινε και σε εγκληματικές πράξεις. Η περίπτωση του Χίτλερ βέβαια είναι μοναδική στην εξέλιξή της και τις ανυπολόγιστες συνέπειες που είχε, αλλά όχι άγνωστη στην Ιστορία ως απόφαση. Συνήθως, στις περιόδους κρίσης, εκεί που η δημοκρατία πρέπει να στηριχτεί στην επίθεση απαξίωσής της, συμβαίνει συνήθως το αντίθετο: προκρίνεται η πιο επικίνδυνη και εγκληματική λύση. Τα παραδείγματα περισσεύουν και, τηρουμένων των αναλογιών, το έργο έχει παιχτεί πολλές φορές και ως τραγωδία και ως φάρσα. 
Σύμφωνα με τον Laurence Rees, «δυο γεγονότα του 1933 απεικονίζουν τη μοναδική ιδιομορφία της τρέχουσας ιστορικής κατάστασης σε αυτό το πολιτισμένο έθνος στην καρδιά της Ευρώπης». Στην προεκλογική του ομιλία στο Εμπερσβάλντε, το 1932, που ήταν από τις πρώτες που κινηματογραφήθηκαν με σύγχρονο ήχο, ο Χίτλερ επιδίωξε και πέτυχε να γελοιοποιήσει την πολυκομματική δημοκρατία της Γερμανίας, η οποία διατηρούσε ούτε λίγο ούτε πολύ τριάντα κόμματα. Προικισμένος λαϊκιστής, επιδίωξε να καταδείξει ότι τριάντα ανίκανα κόμματα αντιστρατεύονται το ναζιστικό κόμμα, τη μόνη ελπίδα για να ξαναβρεί η ταπεινωμένη και καθημαγμένη Γερμανία τον δρόμο της. Δίχως περιστροφές και πολιτικάντικους υπαινιγμούς, ο Χίτλερ σε εκείνη την ομιλία του υποσχέθηκε στους Γερμανούς ότι ο μοναδικός του στόχος είναι να εξαφανίσει και τα τριάντα κόμματα από τη Γερμανία. Δεν παρέλειψε να διευκρινίσει και να καταστήσει σαφές στο ακροατήριό του ότι οι ναζί θα είναι «αδιάλλακτοι» και ότι «σε αυτές τις εκλογές διακυβεύονται πολύ περισσότερα από την επιλογή ενός νέου συνασπισμού». Στη μαγνητοσκοπημένη του αυτήν ομιλία, ο Χίτλερ δεν θα μπορούσε να διατυπώσει με μεγαλύτερη σαφήνεια την πρόθεσή του να καταργήσει τον κοινοβουλευτισμό, τη δημοκρατία σε όλες της τις εκφράσεις και να εγκαταστήσει μιαν αδιάλλακτη απολυταρχία. 
 
Ως συνέχεια των δεδηλωμένων προθέσεων του Χίτλερ, έρχεται να προστεθεί ένα περιστατικό που συνέβη τον Αύγουστο του ίδιου έτους, όταν δήλωσε την αμέριστη πίστη και υποστήριξή του στα πέντε μέλη των Ταγμάτων Εφόδου που είχαν μόλις καταδικαστεί σε θάνατο για τη δολοφονία ενός κομμουνιστή στην Ποτέμπα της Σιλεσίας. Το εντυπωσιακό είναι ότι ο Χίτλερ δεν αρνήθηκε ότι είχε γίνει η δολοφονία, ούτε το γεγονός ότι την είχαν διαπράξει οι πέντε συγκεκριμένοι ναζί – απλώς δήλωσε ότι η καταδικαστική απόφαση ήταν «τερατώδης». Η δήλωση αυτή δεν προερχόταν από έναν περιθωριακό ηγέτη, αλλά από έναν άνθρωπο που ετοιμαζόταν να γίνει καγκελάριος της Γερμανίας και δήλωνε προεκλογικά ευθαρσώς ότι τάσσεται υπέρ των εξωδικαστικών εκτελέσεων. 
 
Το γεγονός είναι ότι παρά τις εκπεφρασμένες προθέσεις του μέσα από όλη την προεκλογική ρητορική και πρακτική των ναζί, ο Χίτλερ έτυχε της εμπιστοσύνης της πλειοψηφίας των Γερμανών, οι οποίοι προέκριναν δίχως άλλο την κατάργηση του δημοκρατικού πολιτεύματος και τη χρήση ανεξέλεγκτης βίας σε βάρος όλων όσοι δεν συμμορφώνονταν με τις ναζιστικές απόψεις. 
 
Ωστόσο, δεν ήταν μόνο αυτά που αγνόησαν οι Γερμανοί και αποφάσισαν να επιβάλουν τον Χίτλερ ως χαρισματική προσωπικότητα. Το παρελθόν του και οι πράξεις του, για τις οποίες υπήρξαν δημοσιεύματα στις εφημερίδες, παρουσίαζαν αν μη τι άλλο τον Χίτλερ ως μια ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική του ζωή. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ανιψιάς του, Γκέλι Ράουμπαλ, που βρέθηκε νεκρή στο διαμέρισμά της έχοντας αυτοκτονήσει με το πιστόλι του, με αποτέλεσμα ο Τύπος να θέτει μια σειρά πολύ δυσάρεστων ερωτημάτων. Ακόμα και η μαρτυρία του επικεφαλής του Γραφείου της Προεδρίας, Όττο Μάισσνερ, που ανέφερε ότι ο Χίντενμπουργκ δήλωσε στον Χίτλερ πως «δεν μπορούσε να νομιμοποιήσει ενώπιον του Θεού, της συνείδησής του και της Πατρίδας των Πατέρων τη μεταβίβαση όλης της κυβερνητικής εξουσίας σε ένα και μόνο κόμμα, ιδίως σε ένα κόμμα που ήταν προκατειλημμένο ενάντια σε όσους είχαν διαφορετικές απόψεις από τις δικές του». Το πώς ο λαός ενέδωσε στην αμφιλεγόμενη γοητεία ενός ακραίου ανθρώπου, είναι ένα ζήτημα. Μεγαλύτερο όμως μυστήριο αποτελεί το πώς ο Χίτλερ κατόρθωσε να υπερκεράσει την αρνητική στάση του Χίντενμπουργκ και, πέντε μήνες αργότερα, να γίνει καγκελάριος της Γερμανίας. Σύμφωνα με τον Laurence Rees, αυτό «συνιστά μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πολιτικές ιστορίες των τελευταίων εκατό χρόνων»…
 
Προτεινόμενο βιβλίο 
Laurence Rees
«Το σκοτεινό χάρισμα
του Αδόλφου Χίτλερ»
Εκδόσεις: Πατάκη
Σελ.: 391


Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1956 στις 09-02-2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου