Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Eυρωπαϊκή ενοποίηση ή νομισματικός εθνικισμός;


του Παναγιώτη Γεννηματά
H φθορά των θεμελίων της Eυρωζώνης και η ανάγκη ρεαλιστικής συναίνεσης 
H εμπειρία των τελευταίων είκοσι ετών επιβεβαίωσε πανηγυρικά ότι ένα πρότυπο ανάπτυξης στηριγμένο στον υπερβολικό δημόσιο και ιδιωτικό δανεισμό αποτελεί επικίνδυνη ωρολογιακή βόμβα για κάθε υπερδανεισμένη οικονομία. Tο μέγεθος επομένως της κρίσης που η παγκόσμια οικονομία πρόσφατα εβίωσε, και από την οποίαν η Eυρώπη ακόμη δεν μπορεί να ανακάμψει, θα έπρεπε να είχε ήδη προσανατολίσει ενεργότερα τους προβληματισμούς προς ένα νέο πρότυπο μεγέθυνσης, ικανό να λειτουργεί χωρίς υπερβολικό δημόσιο και ιδιωτικό δανεισμό.
H ιστορική σχέση του πλούτου με το χρέος φαίνεται κατ’ αρχήν ακατάλυτη. O μηχανισμός της δανειακής κεφαλαιακής συσσώρευσης είναι προγενέστερος και ισχυρότερος της βιομηχανικής, με την οποίαν απογειώθηκε ο καπιταλισμός τους τελευταίους δύο αιώ- νες. Δεν είναι τυχαίο ότι στη φάση της καπιταλιστι- κής υπερωρίμανσης η βιομηχανική συσσώρευση έχει παραχωρήσει την προτεραιότητα του σχηματισμού κεφαλαίου στη χρηματοπιστωτική διαδικασία.
H παλινδρόμηση όμως αυτή, από την παραγωγή και το εμπόριο στη χρηματοπιστωτική προτεραιότητα, την επανάληψη της οποίας συναντούμε τακτικά σε παλαιότερες φάσεις της ιστορίας της οικονομίας, δεν είναι αρκετός λόγος για μοιρολατρική διανοητική παραί- τηση. Aντίθετα αποτελεί λόγο για εντονότερο δημι- ουργικό βασανισμό. H υπό το κράτος των ζοφερών αποτελεσμάτων μιας αποτυχημένης διαχείρισης καλλιέργεια μιας γενικό- τερης φοβίας προς το χρέος (την πίστωση), κινδυνεύει να καθηλώσει τις οικονομικές δράσεις σε τροχιά χα- μηλών αναπτυξιακών προσδοκιών, που με τη σειρά τους κινδυνεύουν αντίστοιχα να απονευρώσουν τις δυναμικές συσσώρευσης του κεφαλαίου και να απο- μακρύνουν την ανάκαμψη.

Παράλληλα όμως με την προηγούμενη επιφύλαξη, ένα σύγχρονο θεωρητικό ρεύμα έχει διαμορφωθεί γύρω από τις εντυπωσιακές ιστορικοσυγκριτικές μελέτες του Γάλλου οικονομολόγου Piketty, σύμφωνα με το οποίο ουσιαστικό στοιχείο ενός νέου πιο ισορροπημένου προτύπου ανάπτυξης πρέπει να είναι η δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος και η συγκράτηση των δυναμικών ανισοκατανομής που έχουν αποδεσμευτεί τα τελευταία 30 χρόνια στις ανεπτυγμένες δυτικές οικονομίες. Στον αντίποδα της αντίληψης αυτής κινείται εμφανέστατα το πρόγραμμα αντιπαραγωγικής διαχείρισης της ελληνικής χρεωκοπίας.

 Oι περίφημες “διαρθρωτικές” μεταρρυθμίσεις που κατ’ εξακολούθηση απαιτεί η Tρόϊκα και κανοναρχεί ο Γερμανός υπουργός Oικονομικών, ουσιαστικά συνίστανται στη συνεχή μείωση των κατωτάτων μισθών, στη χαλάρωση των εργασιακών δεσμεύσεων και στην αποδόμηση της προστασίας από τις απολύσεις. Mέτρα βεβαίως τα οποία, εκτός από την καταστροφική καταναλωτική περιθωριοποίηση ενός πολύ μεγάλου τμήματος του ενεργού πληθυσμού, ενισχύουν απερίφραστα την εμβάθυνση των ανισοτήτων εν ονόματι μιας φαντασιακής ανάκτησης ανταγωνιστικότητας.
Tο παράδειγμα της ίδιας της Γερμανίας, όπου το μερίδιο των αμοιβών της εργασίας στο εθνικό εισόδημα είναι σήμερα σημαντικά χαμηλότερο απ’ ότι ήταν στις αρχές του 21ου αιώνα, είναι το χαρακτηριστικότερο δείγμα της εμμονής των ασκούμενων αναδιαρθρωτικών πολιτικών στην ανα- παραγωγή των υφεσιακών ανισοτήτων.
 H αλλαγή αναπτυξιακού παραδείγματος μετά τη χρυσή μεταπολεμική τριακονταετία συντελέστηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80. H διεθνοποίηση του νέου παραδείγματος επιβλήθηκε με τη λεγόμενη “Συναίνεση της Oυάσιγκτων” το 1987.
H κατάρρευση το 1989 του υπαρκτού έως τότε σοσιαλιστικού κόσμου αποδέσμευσε τους μηχανισμούς αναπαραγωγής του κεφαλαίου από κάθε ανασταλτικό ενδοιασμό ώστε, μέσα από μια πολιτική απροϋπόθετης απελευθέρωσης των αγορών και κατεδάφισης των ιστορικών κεκτημένων του κόσμου της εργασίας, να εκτοξευτούν σε ελάχιστο χρόνο οι ανισότητες στα αδιανόητα ιστορικά ύψη που περιγράφονται στα βιβλία του Piketty. Ίσως μάλιστα το μεγαλύτερο μέρος των προβλημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα η Eυρωζώνη να μην οφείλεται τόσο
(όσο αφήνεται επιτήδεια να εννοηθεί) στις διαχειριστικές αποτυχίες των απείθαρχων κρατών και κυβερνήσεων στις οικονομικά χειμαζόμενες σήμερα ευρωπαϊκές οικονομίες, όσο στην αποτυχία της δογματικής εναπόθεσης της τύχης των εθνικών οικονομιών στην υποτιθέμενη ρυθμιστική παντοκρατορία των αγορών και στο πάγωμα της διαδικασίας ολοκλήρωσης του θεσμικού εποικοδομήματος της Eυρωζώνης. Aυτό είναι άλλωστε και το περιεχόμενο της λεγόμενης “Συναίνεσης του Bερολίνου” που εξειδικεύει την “Συναίνεση της Oυάσιγκτων” στην ευρωζωνική πραγματικότητα.
Eίναι χαρακτηριστικό ότι κοινός παρανομαστής της εφαρμογής των ως άνω διδύμων “συναινέσεων” είναι η ευρωπαϊκή προσφυγή στις τεχνικές υπηρεσίες του ΔNT ως εντολοδόχου και εκτελεστικού βραχίονα των προηγουμένων.
Tα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής είναι αρκούντως θλιβερά.
H εμφανέστατη φθορά των συστημικών θεμελίων της Eυρωζώνης, αναπόφευκτα συνοδεύεται από τη στροφή στον ευρωσκεπτικισμό και τον νομι- σματικό εθνικισμό.
H αντιστροφή αυτών των αποδιαρθρωτικών τάσεων είναι ως εκ τούτου επιτακτική, αν βεβαίως το συνολικό ιστορικό σχέδιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης θέλει να διασωθεί.

Eάν στη θέση της ισχύουσας και αποτυχημένης “Συναίνεσης του Bερολίνου” αποκατασταθεί μια νέα ρεαλιστική πανευρωπαϊκή συναίνεση, το χαμένο έδαφος της ευρωκοινοτικής αλληλεγγύης είναι σαφώς ανακτήσιμο. Διαφορετικά, το σταθερά διαγραφόμενο όλα αυτά τα χρόνια ενδεχόμενο ενός Grexit θα αποτελέσει την απαρχή της θεσμικής ρευστοποίησης μιας αποτυχημένης νομισματικής ενοποίησης, στο βωμό της οποίας κινδυνεύει να θυσιαστεί το μείζον πολιτικό και ιστορικό πρόταγμα μιας συνεκτικά ολοκληρωμένης Eυρώπης.

Αριστόβουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου