Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

Βασικά στοιχεία που χρειάζεται να ληφθούν υπόψη σε οποιοδήποτε σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.


του Κώστα Μελά
Οποιαδήποτε προσπάθεια εκπόνησης ενός προγράμματος για την ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης της Ελλάδος θα πρέπει να λάβει υπόψη του τρεις βασικούς παράγοντες:
Α) τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας
Β) την κοινωνική συγκρότηση της χώρας
Γ) την πολιτική κουλτούρα και πρακτική.
Κοινωνία, οικονομία και πολιτική κουλτούρα συγκροτούν μαζί με την ιστορία την ταυτότητα της ελληνικής παρουσίας στη γεωγραφική περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης. Τα ποιοτικά[1] αυτά χαρακτηριστικά της χώρας θεωρούμε πως είναι βασικά στοιχεία πάνω στα οποία ένα οποιοδήποτε σχέδιο ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας έχει πιθανότητες επιτυχίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει κανείς να διαμορφώσει ένα σχέδιο σε βάθος απώτατου χρόνου για την ολική αλλαγή των χαρακτηριστικών της χώρας. Άλλωστε αυτό ίσως να αποτελεί και τη μεγαλύτερη φενάκη για όσους το έχουν σκεφτεί  οραματικά. Θεωρούμε όμως πως αν δεν λάβει κανείς υπ’ όψιν του την παρούσα κατάσταση της χώρας, το οποιοδήποτε σχέδιο θα αποτύχει. Αψευδής εμπειρικός μάρτυς είναι η αποτυχία του  μνημονιακού σχεδίου το οποίο εφάρμοσαν  (ή δεν εφάρμοσαν) οι διάφορες ελληνικές  κυβερνήσεις . Το γιατί δεν μπόρεσε να εφαρμόσει το σχέδιο είναι ακριβώς ενδεικτικό των παθογενειών της ελληνικής διοίκησης, κοινωνίας, οικονομίας της χώρας. Είναι ακριβώς το ερώτημα του Σέρλοκ Χολμς: «γιατί ο σκύλος δεν γαύγισε στον εισβολέα». Αυτό το ερώτημα χρειάζεται μια όσο το δυνατόν συγκροτημένη «επιστημονική» απάντηση για να φτάσουμε στις σωστές απαντήσεις για την ανασυγκρότηση της χώρας.


Α) Οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας

Α1.
Μια υπερσυγκέντρωση πόρων και ανθρώπινου δυναμικού στην πρωτεύουσα της χώρας: το 45% του πληθυσμού.  Το στοιχείο αυτό δημιουργεί προβλήματα τα οποία δυσχεραίνουν την ανασυγκρότηση της οικονομίας για συγκεκριμένους λόγους:
1)      Η Αθήνα έχει απορροφήσει τους ικανότερους και πιο έμπειρους ειδικούς, τεχνικούς και ερευνητές με αποτέλεσμα την υστέρηση της συμμετοχής άλλων περιοχών σε επιχειρήσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας.
2)      Η περιφέρεια -πλην της Θεσσαλονίκης- δεν έχει επαρκή αριθμό ανθρώπινου δυναμικού για να στηρίξει αυτοδύναμες κοινωνικές και πολιτικές ομάδες οι οποίες να μπορούν να αναπτύξουν τις δυνατότητές τους και την προσφορά τους στους κοινωνικούς μετασχηματισμούς οι οποίοι διαμορφώνονται με τις αλλαγές τις οποίες έχει δρομολογήσει η συμμετοχή μας στην ΕΕ αλλά και οι γενικότερες αλλαγές σε παγκόσμιο επίπεδο.
3)       Η διοικητική συγκέντρωση στην Αθήνα έχει δημιουργήσει έναν μηχανισμό διοίκησης ο οποίος δεν έχει άμεση σχέση με τα προβλήματα και τις ανάγκες της χώρας. «Το κράτος των Αθηνών» λειτουργεί με γνώμονα τα προβλήματα μιας υπέρ-πόλεως για τα ελληνικά δεδομένα και οι πιθανές λύσεις τους θεωρούνται ως λύσεις για ολόκληρη τη χώρα. Το τοπικιστικό πνεύμα το οποίο ήταν χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας λόγω της δυσκολίας πρόσβασης και μετακίνησης αντί να αμβλυνθεί έχει πιθανώς γίνει εντονότερο λόγω του αριθμού των ανθρώπων οι οποίοι πρέπει να βρουν λύση στα προβλήματά τους από την προοπτική του ανθρώπου με τις ανάγκες της Αθήνας.
4)      Η πόλη αυτή αποτελεί και μεγάλο μειονέκτημα σε περίπτωση πολέμου διότι η καταστροφή της θα αποτελεί και την καθοριστική ψυχολογική και υλική καταστροφή του πληθυσμού και των διοικητικών και παραγωγικών υποδομών της χώρας.

Α.2
 Το ανάγλυφο της χώρας: δυσπρόσιτες περιοχές με υψηλό κόστος υποδομών, δρόμοι και σιδηροδρομικά δίκτυα.
Ακόμη και σήμερα η Ελλάδα δεν έχει συνδεθεί με αυτοκινητόδρομους ταχείας κυκλοφορίας, ούτε έχει σιδηροδρομικό δίκτυο ικανό να μειώσει το κόστος μεταφοράς προϊόντων στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό (η Ελλάδα έχει το ήμισυ του οδικού δικτύου της Πορτογαλίας). Η σύνδεση περιφερειακών πόλεων είναι ελλιπής και πολλές παραμένουν σχετικά δυσπρόσιτες. Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε ένα κόστος μεταφορών υψηλότερο από ότι η κεντρική Ευρώπη, καθώς επίσης διαμορφώνονται σοβαρές διαφορές τιμών και υπηρεσιών μεταξύ Αθηνών και περιφέρειας.  
Μεγάλος αριθμός νησιών με σοβαρό κόστος επικοινωνίας και εφοδιασμού.
Η νησιωτική Ελλάδα έχει μικρό αριθμό κατοίκων το χειμώνα και πολύ μεγάλο αριθμό τουριστών το καλοκαίρι. Η επικοινωνία έχει υψηλό κόστος και παρουσιάζει συνεχώς προβλήματα για το βαθμό εξυπηρέτησης και συχνότητας πρόσβασης με τα πλοία τα οποία εκτελούν δρομολόγια. Τα περισσότερα νησιά με μικρό αριθμό κατοίκων δεν μπορούν να συντηρήσουν τακτικά δρομολόγια και έτσι υπάρχουν επιδοτήσεις προς τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις οι οποίες δημιουργούν φαινόμενα διαφθοράς και φαβοριτισμού για ορισμένους προορισμούς.
Ο νησιωτικός χώρος παίζει σοβαρό ρόλο στον τομέα του τουρισμού, μια και είναι ο πιο γνωστός και ελκυστικός για τους ξένους επισκέπτες. Το Αιγαίο ειδικά αποτελεί ένα σημαντικό προορισμό για τον παγκόσμιο τουρισμό με διάσημα σημεία, τη Σαντορίνη, την Πάτμο, τη Μύκονο, τη Ρόδο. Η νησιωτική χώρα πάσχει επίσης από πρόσβαση σε ηλεκτρική ενέργεια καθώς και από νερό κυρίως κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Η Κρήτη αποτελεί έναν αυτόνομο προορισμό αλλά δεν έχει σύγχρονο οδικό δίκτυο, χρειάζεται σύγχρονο διεθνές αεροδρόμιο και ανασχεδιασμό του ενεργειακού της δυναμικού.
Η νησιωτική χώρα αποτελεί ένα μεγάλο στρατηγικό και οικονομικό πλεονέκτημα για την Ελλάδα. Μας προσφέρει μια γεωστρατηγική θέση με αξία καθώς και την πολύτιμη συμβολή της στον τουρισμό. Πέραν αυτού ο θαλάσσιος χώρος προσμετράται στο φυσικό πλούτο της χώρας και ο δείκτης του φυσικού πλούτου του θαλάσσιου χώρου για την Ελλάδα είναι τεράστιος. Δεν έχει όμως ενταχθεί σε ένα μακροχρόνιο σχεδιασμό κόστους-οφέλους σε όλα τα επίπεδα. Είναι προφανές πως το όφελος είναι τεράστιο αλλά παραμένει μάλλον στο επίπεδο του ευκταίου. Μόνον η αλιεία, και αυτή σε φθίνουσα πορεία, παραμένει η εμφανής πλευρά αυτού του πλούτου και ελάχιστη παραγωγή πετρελαίου στον Πρίνο. Οι ιχθυοκαλλιέργειες βέβαια είναι μια άλλη επιπρόσθετη εμφανής πλευρά του θαλάσσιου πλούτου αλλά και αυτή για διάφορους λόγους μόνο πρόσφατα έχει αρχίσει να γίνεται σοβαρό αντικείμενο προσπάθειας για να ενταχθεί στο μακροχρόνιο σχεδιασμό ανάπτυξης της χώρας. Ένα απλό στοιχείο αρκεί να καταδείξει την αξία των ιχθυοκαλλιεργειών: το 50% της κατανάλωσης ψαριών παγκοσμίως προέρχεται από ιχθυοκαλλιέργειες. 
Α3
Υπογεννητικότητα. Μείωση των ηλικιών για είσοδο στην εργασία. Μεγάλος αριθμός συνταξιούχων.
Το πρόβλημα αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο για την αύξηση του ΑΕΠ και τη σταθερότητα των δημοσιονομικών στοιχείων εφόσον οι ασφαλιστικές και υγειονομικές δαπάνες καλύπτονται από τον προϋπολογισμό σε βάθος χρόνου. Ο κλάδος των δημογραφικών οικονομικών δεν έχει να προβλέψει κάτι το θετικό για την αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ τις επόμενες δεκαετίες. Η χώρα μειώνεται σε πληθυσμό και εφόσον οικονομικές μελέτες θεωρούν πως η αύξηση του πληθυσμού είναι μία βασική παράμετρος του ΑΕΠ, η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ δεν μπορεί να στηρίζεται στο δημογραφικό περίγραμμα της Ελλάδος. 
Το δημογραφικό πρόβλημα παρουσιάζεται έντονο σε ολόκληρη την ΕΕ. Αυτό και μόνο προδικάζει τη μείωση της αύξησης του Ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Το περιοδικό Economist είχε υπολογίσει πως η Ευρώπη για να διατηρήσει το επίπεδο παραγωγής του 2000 θα χρειαστεί 1,800,000 μετανάστες ετησίως.
Τα υψηλότερα ποσοστά ηλικιωμένων στην ΕΕ καταγράφουν η Ιταλία και η Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat για το 2014.Σύμφωνα με τα στοιχεία, το 18,5% του πληθυσμού της ΕΕ είναι άνω των 65 ετών. Άνω των 80 ετών είναι το 5% του πληθυσμού της ΕΕ, το οποίο προβλέπεται να φτάσει το 12% το 2080.
Οι χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά πληθυσμού άνω των 80 ετών είναι η Ιταλία (6,4%), η Ελλάδα (6%), η Ισπανία και η Γαλλία (5,7%). Στον αντίποδα οι χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά ατόμων άνω των 80 ετών είναι η Ιρλανδία και η Σλοβακία (3%) και η Κύπρος (3,1%).
Όσον αφορά τα ποσοστά πληθυσμού άνω των 65 ετών, τα υψηλότερα καταγράφονται στην Ιταλία (21,4%) και ακολουθεί η Ελλάδα με ποσοστό 20,5%, το οποίο σύμφωνα με τη Eurostat αναμένεται να αυξηθεί στο 31% έως το 2080.
 Όσον αφορά τους ηλικιωμένους άνω των 80 ετών στην Ελλάδα, από 6% του πληθυσμού το 2014 προβλέπεται πως θα αυξηθεί στο 13,5% το 2080.
Το προσδόκιμο ζωής των γυναικών άνω των 65 ετών στην Ελλάδα είναι κατά μέσο όρο 21,6 χρόνια, ενώ για τους άνδρες 18,7 χρόνια. Τα αντίστοιχα ποσοστά στην «ΕΕ των 28» είναι 21,3 χρόνια και 17,9 χρόνια.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2014 έχουμε τις παρακάτω εξελίξεις:
Οι γεννήσεις στην Ελλάδα ανήλθαν σε 92.148 άτομα (47.383 αγόρια και 44.765 κορίτσια), παρουσιάζοντας μείωση 2,1% σε σχέση με το 2013, που είχαν ανέλθει σε 94.134 άτομα (48.430 αγόρια και 45.704 κορίτσια). Στις γεννήσεις δεν συμπεριλαμβάνονται οι γεννήσεις νεκρών βρεφών, οι οποίες ανήλθαν σε 353, μειωμένες κατά 6,1%. 
Σχετικά με την υπηκοότητα της μητέρας, καταγράφηκαν 79.975 γεννήσεις από Ελληνίδες (ποσοστό 86,8%) και 12.173 από αλλοδαπές (ποσοστό 13,2%). Τα αντίστοιχα στοιχεία για το 2013 ήταν 80.940 (ποσοστό 86%) από Ελληνίδες μητέρες και 13.194 (ποσοστό 14%) από αλλοδαπές.
Οι θάνατοι παρουσίασαν αύξηση 1,7% και ανήλθαν σε 113.740, (58.132 άντρες και 55.608 γυναίκες) έναντι 111.794 (57.627 άντρες και 54.167 γυναίκες) που ήταν το 2013. Η μέση ηλικία κατά τον θάνατο ανήλθε στα 75,5 έτη για τους άνδρες και στα 81,2 έτη για τις γυναίκες, παρουσιάζοντας αύξηση σε σχέση με το 2013 (για τους άνδρες ήταν 75,2 έτη και για τις γυναίκες ήταν 80,8 έτη).

Γίνεται άμεσα προφανές πως υπάρχει συσχετισμός μεταξύ του δημογραφικού προβλήματος και της ανεξέλεγκτης λαθρομετανάστευσης στη χώρα. Η ανάγκη για εργατικά χέρια στην περιφέρεια αλλά και η ανασφάλιστη εργασία, δηλαδή το μειωμένο κόστος για οικοδομές, χειρώνακτες στη βιομηχανία και εργάτες γης, άφησε το θέμα σε μια σιωπηρή αποδοχή από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη μέχρις ότου η οικονομία δεν μπορούσε να απορροφήσει άλλους σε παρόμοιες εργασίες. Σήμερα, λόγω της μεγάλης ανεργίας και κυρίως νέων, η αντίδραση στο φαινόμενο θα γίνεται ολοένα και πιο ισχυρή. Οι πιθανές λύσεις για το πρόβλημα είναι δυσδιάκριτες και τουλάχιστον οικονομικά δεν έχει απαντηθεί στη σημερινή κατάσταση ποιες θα είναι οι επιπτώσεις μιας μάζας ανθρώπων οι οποίοι δεν μπορούν να ενταχθούν στην παραγωγική διαδικασία έστω και με ανεξέλεγκτο τρόπο όπως πριν.

Α4.

Μεγάλο κόστος ενόπλων δυνάμεων λόγω ειδικών συνθηκών ασφάλειας της χώρας.
Η Ελλάδα διαθέτει το υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ 4-5% για τις Ένοπλες Δυνάμεις της από όλη την ΕΕ. Οι διενέξεις της με την Τουρκία από το 1974 έως και σήμερα για τις διεκδικήσεις της τελευταίας στο Αιγαίο και το άλυτο πρόβλημα της Κύπρου έχουν αναγκάσει τη χώρα να διαθέτει ένα υπέρογκο ποσό για εξοπλισμούς. Οι αγορές όπλων αυξάνουν το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών και αφαιρούν πόρους για δημόσιες επενδύσεις.
Πρέπει σε αυτό το σημείο να τονίσουμε την ανεπιτυχή διαχείριση του τομέα αυτού της οικονομίας από σειρά κυβερνήσεων οι οποίες δεν πέτυχαν σοβαρά αντισταθμιστικά οφέλη από τους προμηθευτές μας για διάφορους λόγους οι οποίοι είχαν να κάνουν και με την αποτελεσματικότητα της συνεργασίας διαφόρων υπουργείων αλλά και του χρηματισμού δημοσίων λειτουργών όπως έχει διαφανεί σε πολλές περιπτώσεις αλλά δεν έχε ποτέ αποδειχθεί δικαστικά. Αντίθετα η Τουρκία έχει πετύχει να αναπτύξει μια πολεμική βιομηχανία η οποία δημιουργεί προστιθέμενη αξία στα εξοπλιστικά προγράμματά της και έχει αρχίσει να κάνει πωλήσεις σε άλλες χώρες.

Α5
Αναποτελεσματική γραφειοκρατία. Έλλειψη οργάνωσης και σπατάλη ανθρώπινων πόρων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
Η Ελληνική δημόσια διοίκηση αποτελεί τον κύριο λόγω της αναποτελεσματικής εφαρμογής της οποιασδήποτε νομοθεσίας στην οικονομία. Μια πρώτη και καίρια αποτυχία της διοίκησης είναι η αδυναμία σχεδιασμού και εφαρμογής μιας φορολογικής πολιτικής η οποία να στηρίζει την παραγωγική διαδικασία και τις επενδύσεις. Η φορολογική πολιτική είναι στην ουσία μια οικονομική πολιτική, ένας σχεδιασμός για στήριξη ή για αποφυγή επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η φορολογία στις οικοδομές και η φορολογία της ναυτιλίας σε αντιδιαστολή με τη φορολογία στη βιομηχανία. Η τελευταία είχε κατά καιρούς δάνεια με ευνοϊκούς όρους αλλά ποτέ ευνοϊκή φορολογία. Κανένα κράτος δεν επέτυχε πραγματική ανάπτυξη και πλούτο χωρίς μια αποτελεσματική, ρεαλιστική και δίκαιη φορολογία.
Η φορολογία διαμορφώνεται ανάλογα με τις ανάγκες του δημοσίου τομέα και δεν πέτυχε ποτέ να δημιουργήσει ένα σταθερό πλαίσιο αναφοράς για τους διάφορους τομείς της οικονομίας. Πέραν αυτού δεν πέτυχε να συγκεντρώσει πόρους επιτρέποντας την ύπαρξη μιας μαύρης οικονομίας η οποία έχει παραμείνει αφορολόγητη. Η φοροδιαφυγή είναι προφανές πως τρέφει την διαφθορά τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, είναι δε το υπόβαθρο μιας αντικοινωνικής συμπεριφοράς και μιας επιβράβευσης της μη-πολιτικής σκέψης και πράξης.
Η φοροδιαφυγή όμως έχει και μια άλλη ενδογενή αιτία. Στην χώρα το 50% του ενεργού πληθυσμού είναι αυτοαπασχολούμενοι, μια κατάσταση η οποία επιτρέπει την αποφυγή φορολογίας πέραν κάθε αβελτηρίας του συστήματος φορολόγησης ή της γνωστής διαφθοράς των φορέων της φορολογίας. Επίσης η χώρα δεν έχει μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες είναι πιο εύκολο να ελεγχθούν και να αποδώσουν φορολογητέα ύλη. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί πως οι πολυεθνικές εταιρίες με εσωτερικές υπέρ και υπό-τιμολογήσεις επιτυγχάνουν να αποφεύγουν την φορολογία που τους αναλογεί μεταφέροντας κέρδη σε εξωχώριες εταιρίες τους εκεί όπου πληρώνουν ελάχιστους ή και καθόλου φόρους. Το ίδιο συμβαίνει και με πολλούς ιδιώτες οι οποίοι χρησιμοποιούν εξωχώριες εταιρίες για αγορά και εκμετάλλευση ακινήτων ή και εταιριών.
Το φαινόμενο των φορολογικών παραδείσων το οποίο παλαιότερα ήταν περιορισμένο στον τομέα της ναυτιλίας την τελευταία δεκαετία έχει γίνει κοινότυπο εργαλείο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα με σκοπό τη φοροδιαφυγή ή την απόκρυψη προϊόντων χρηματισμού και διαφθοράς. Τελευταία μάλιστα στους φορολογικούς ελέγχους αποκαλύφθηκε πως μεγάλος αριθμός εξωχώριων εταιρειών είχε έδρα τους επαρχιακές πόλεις με ανεπαρκείς φορολογικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς.
Το ζήτημα της δημόσιας διοίκησης της χώρας αποτελεί όμως ένα πρόβλημα το οποίο είναι αυτή τη στιγμή άλυτο. Ο περιορισμός του αριθμού των απασχολούμενων στο δημόσιο τομέα φαίνεται να έχει μια μικρή επίπτωση στο έλλειμμα του δημοσίου αλλά στην πραγματικότητα το θέμα είναι ευρύτερο και βαθύτερο. Ευρύτερο γιατί άπτεται της λειτουργίας της διοίκησης και βαθύτερο γιατί άπτεται της δομής της ελληνικής κοινωνίας.
Η έλλειψη επενδύσεων αποτελεί το κύριο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας.  Η επενδυτική διαδικασία είναι μια πολύπλοκη διαδικασία της οποίας το βασικό χαρακτηριστικό είναι η ανάληψη κινδύνου . Η ανάληψη κινδύνου προϋποθέτει περιβάλλον που επιτρέπει την όσο το δυνατόν ακριβέστερη στάθμιση αυτού του κινδύνου. Ή με άλλα λόγια προϋποθέτει τη δημιουργία θετικών προσδοκιών. Ο ρόλος της κρατικής παρέμβασης στη δημιουργία θετικών προσδοκιών είναι σχεδόν απόλυτος. Το σημαντικό για κάθε κυβέρνηση δεν είναι να κάνει πράγματα που τα άτομα ήδη κάνουν και να τα κάνει λίγο καλύτερα ή λίγο χειρότερα, αλλά να κάνει εκείνα τα πράγματα που προς το παρόν, κανένας δεν τα κάνει.  Το κράτος είναι ένας βασικός εταίρος του ιδιωτικού τομέα-και πολλές φορές είναι ο πιο τολμηρός , αυτός που εκουσίως αναλαμβάνει εκείνους τους κινδύνους τους οποίους η επιχείρηση δεν θα αναλάμβανε. Το κράτος δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποχωρεί σε ομάδες συμφερόντων που ζητούν παροχές, για προσοδοθηρία και για περιττά προνόμια, όπως οι φορολογικές περικοπές.  Θα πρέπει αντίθετα να επιζητά τη συνεργασία με εκείνες τις ιδιωτικές επιχειρήσεις  με τις οποίες θα εργαστεί δυναμικά στην αναζήτηση της οικονομικής μεγέθυνσης και της τεχνολογικής αλλαγής.


Α6.
Έλλειψη εξαγωγικού – ανταγωνιστικού προσανατολισμού της παραγωγής.
Η χώρα μεταπολεμικά δημιούργησε μια δασμοβίοτη παραγωγική μηχανή. Οι παραδοσιακές βιομηχανίες στην κλωστοϋφαντουργία, σε είδη ένδυσης, τρόφιμα, μεταποίηση, δεν άντεξαν το άνοιγμα της χώρας στην ΕΟΚ ούτε στις πολιτικές των κυβερνήσεων οι οποίες διπλασίασαν το κόστος εργασίας εν μία νυκτί. Το γενικότερο πλαίσιο της ελληνικής παραγωγής ήταν περιορισμένο στην κάλυψη της εσωτερικής ζήτησης. Είναι προφανές πως από την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ και στην ΕΕ και στο ευρώ, ο βασικός προσανατολισμός παρέμεινε ο ίδιος με φθίνουσα συμμετοχή στην εσωτερική αγορά και αδυναμία να επαναπροσδιοριστεί προς τις εξαγωγές. Είναι χαρακτηριστικό πως η Ελλάδα εξάγει αγαθά αξίας 2 δις ευρώ προς την Γερμανία και εισάγει 8 δις, ενώ η Πορτογαλία (σε κατάσταση επιτήρησης και αυτή) εξάγει αγαθά 4 και εισάγει 8 δις ευρώ.
Ο εξαγωγικός – ανταγωνιστικός  προσανατολισμός μιας οικονομίας εμπεριέχει μια ολόκληρη παραγωγική κουλτούρα, χρηματοδοτική επάρκεια και κρατική βοήθεια (αποτελεσματικό κράτος). Η κουλτούρα αυτή εμπεριέχει αντοχή στον ανταγωνισμό από πλευρά ποιότητας, τιμών και συνεχούς καινοτομίας. Τα προηγούμενα χαρακτηριστικά απαιτούν τεχνολογία (ανάλογη παιδεία), έρευνα, παρουσία στην παγκόσμιο αγορά, και ανάληψη επιχειρηματικού ρίσκου. Απαιτούν χρηματοδότηση από το τραπεζικό σύστημα που να συμβάλλει στη μεγέθυνση τους.  
Γίνεται κατανοητό εύκολα ότι δεν μπορεί να υπάρξει ανταγωνιστική οικονομία χωρίς την επικέντρωση σε ενδογενείς αναπτυξιακές διαδικασίες. Υπάρχει μεγάλος αριθμός ευκαιριών για ανάδειξη των εγχώριων δυνητικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων της ελληνικής οικονομίας.



Α7.
Μεγάλα κεφάλαια ελληνικών συμφερόντων στο εξωτερικό και επενδύσεις κυρίως σε ακίνητα και όχι σε παραγωγή.
Η ελληνική διασπορά είναι μεγάλη. Ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα σε όλον τον κόσμο. Ειδικά στις ΗΠΑ, στην Αυστραλία, αλλά και στην Ευρώπη υπάρχουν και κεφάλαια και επιχειρηματική τεχνογνωσία σε πολλούς κλάδους της οικονομίας. Δυστυχώς, η δυναμική αυτή δεν έχει γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από το ελληνικό κράτος και την ελληνική επιχειρηματική κοινότητα. Η συνήθης μεταφορά κεφαλαίων περιορίζεται σε αγορές ακινήτων και επιχειρηματικές δραστηριότητες μικρής προσωπικής εμβέλειας. Η αντίληψη και η νομική και επιχειρηματική κουλτούρα της Ελλάδας βρισκόταν και βρίσκεται ακόμα σε μεγάλη διαφορά φάσεως με τις πραγματικότητες τις οποίες αντιμετωπίζουν στις χώρες στις οποίες δραστηριοποιούνται. Είναι σχεδόν φολκλορική η αντιμετώπιση της διασποράς από τους Έλληνες αδελφούς τους και το ανάποδο. Ακόμα και σε καίρια θέματα εθνικών πολιτικών θεμάτων η διασπορά χρησιμοποιήθηκε ελάχιστα ή με ανοργάνωτο και αναποτελεσματικό τρόπο.
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει για το εφοπλιστικό κεφάλαιο. Ο ελληνικός εφοπλισμός διαθέτει κεφάλαια τα οποία θα μπορούσαν να επενδυθούν στη χώρα. Αυτό συνέβη με την περίπτωση Νιάρχου, Ανδρεάδη, Ωνάση, και πρόσφατα με την επένδυση του μακαρίτη πλέον Κωνσταντακόπουλου  στην Πύλο, η οποία χρειάστηκε 17,000 διοικητικές υπογραφές και δέκα χρόνια για να υλοποιηθεί. Το εφοπλιστικό κεφάλαιο στην Ελλάδα έχει παραμένει εν πολλοίς ανεκμετάλλευτο και γενικότερα θεωρείται «πειρατικό» και «αντί-κοινωνικό». Δεν συμβαίνει καθόλου το ίδιο αλλά ακριβώς το αντίθετο σε χώρες όπως η Αγγλία, Νορβηγία, Δανία, Σουηδία, χώρες με μεγάλη παρουσία της ναυτιλίας τους στο παγκόσμιο πεδίο των μεταφορών αλλά και των παράπλευρων δραστηριοτήτων της ναυτιλίας (ναυπηγεία, επισκευές, ανταλλακτικά, εκπαίδευση). Στις χώρες αυτές η ναυτιλία αντιμετωπίζεται με μέθοδο και σοβαρότητα έχοντας ενταχθεί στο παραγωγικό μοντέλο τους δίχως αντιπαλότητες, χώρες μάλιστα με το πλέον ισχυρό κοινωνικό πνεύμα.
Σήμερα τα ναυπηγία της χώρας είναι κλειστά, η ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος αργεί το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου. Στην Τουρκία τα ναυπηγεία δραστηριοποιούνται με γρήγορους ρυθμούς ακόμη και στην κατασκευή θαλαμηγών για τους πλούσιους Άραβες. Στην Ελλάδα υπάρχει εγκατάλειψη.  

Α8.
Μεγάλος αριθμός αποφοίτων πανεπιστημίων με πτυχία τα οποία δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της σημερινής παραγωγής.
Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα έχει συστηματικά απαξιωθεί ενώ διαθέτει έναν τεράστιο πλούτο επιστημόνων παγκοσμίου κύρους και σε κάθε τομέα της επιστημονικής σκέψης και εδώ και στο εξωτερικό. Είναι ένας τομέας ο οποίος θα έπρεπε για πολλούς λόγους να βρίσκεται στην αιχμή του πραγματικού ενδιαφέροντος (και όχι των φιλολογικών προσεγγίσεων κάθε προεκλογική περίοδο) και του κράτους και της κοινωνίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η έννοια και η σύλληψη ενός προγράμματος της εκπαίδευσης ξεκινούν από τον Πλάτωνα, από την ελληνική σκέψη.
Παρατηρούμε όμως πως η κατάσταση στην εκπαίδευση δεν βελτιώνεται αλλά παραμένει σε επίπεδο πειραματισμών και αγκυλώσεων εποχών οι οποίες δεν έχουν σχέση με την πραγματική οικονομία και την έρευνα σε όλους τους τομείς. Η χώρα στερείται από κονδύλια για την έρευνα και την καινοτομία και αυτό αντανακλά και στις προσπάθειες των επιχειρήσεων να επεκταθούν και να ανταγωνιστούν στην παγκόσμια αγορά. Θα σημειώσουμε εδώ ένα παράδειγμα. Η Φινλανδία επέτυχε να δημιουργήσει τη Nokia. Ουδέποτε οι Φιλανδοί είχαν σε παγκόσμιο επίπεδο τους ειδικούς τους οποίους είχε και έχει η διασπορά και η εδώ επιστημονική κοινότητα σε αυτόν τον τομέα. Οι Έλληνες μηχανικοί σε όλο τον κόσμο ως ακαδημαϊκοί δάσκαλοι, ερευνητές, και παραγωγοί είναι στην πρώτη γραμμή. Εδώ, τα αποτελέσματα στην πραγματική οικονομία είναι πενιχρά.


Β) Κοινωνική συγκρότηση
Η κοινωνική συγκρότηση της χώρας έχει ορισμένες ισχυρές αρνητικές πλευρές οι οποίες δεν ευνοούν την ενσωμάτωση της χώρας σε ένα παραγωγικό μοντέλο με τα χαρακτηριστικά των βιομηχανικών χωρών. Ταυτόχρονα, τα θετικά στοιχεία της κοινωνικής συγκρότησης της Ελλάδος (αλληλεγγύη, οικογενειακή σταθερότητα, φιλία, φιλότιμο, σκληρή εργασία από ανέκαθεν) έχουν αμβλυνθεί ή διαστρεβλωθεί μέσα από την άναρχη παγκοσμιοποίηση ιδεών και τρόπων ζωής καθώς και αξιών οι οποίες αβασάνιστα επιβλήθηκαν στο κοινωνικό σώμα τις τελευταίες δεκαετίες.
Οι κοινωνικές δομές της χώρας έχουν διαμορφωθεί κάτω από ιστορικά αντίξοες συνθήκες με ισχυρά εμπόδια για την κοινωνική ανέλιξη μεγάλων ομάδων του πληθυσμού λόγω οικονομικών ανισορροπιών ή ιδεολογικών αγκυλώσεων. Οι συχνές οικονομικές καταστροφές (υπέρ-πληθωρισμός, πτωχεύσεις, πόλεμοι) άλλαξαν και το κοινωνικό επίπεδο ομάδων με αποτέλεσμα την βίαιη αλλαγή τους σε κοινωνική θέση και αντιλήψεις.   Οι απότομες αλλαγές στη σύνθεση του πληθυσμού (προσφυγικό, μετανάστευση προς Αμερική και Ευρώπη) δημιούργησαν επίσης βίαιες αλλαγές στις αντιλήψεις και συμπεριφορές μεγάλων ομάδων του πληθυσμού με αποτέλεσμα να εξωτερικεύονται αντιφατικές κοινωνικές συμπεριφορές, συμβολισμοί και να υπάρχει μια ατελής ή και καθόλου εσωτερίκευση κοινωνικών θεσμών.
Όπως είπαμε και παραπάνω η τεράστια συγκέντρωση πληθυσμού στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη έχει περιορίσει την αστική συγκρότηση στις άλλες περιοχές της χώρας. Ο πληθυσμός δεν επιτρέπει την συγκέντρωση επαρκούς δυναμικού για την κοινωνική διαστρωμάτωση και ανέλιξη στις μικρές κωμοπόλεις και χωριά τα οποία παραμένουν αγκυλωμένα σε πατριαρχικά, αγροτικά πρότυπα. Η κατάσταση αυτή έχει σοβαρές επιπτώσεις στην πολιτική και παραγωγική διαδικασία με μορφές ισχυρών τοπικιστικών παρεμβάσεων στις πολιτικές αποφάσεις και απόρριψη οικονομικών αποφάσεων με εθνικές επιπτώσεις. (χάραξη δρόμων, δημιουργία βιομηχανιών σε αντιπαράθεση με τον τουρισμό, έλλειψη κριτηρίων για επιλογές μεγεθών εθνικής και Ευρωπαϊκής κλίμακας.
Το κοινωνικό ή πολιτειακό κεφάλαιο της χώρας, δηλαδή η εμπιστοσύνη μεταξύ πολιτών, μεταξύ πολιτών και κράτους, η αλληλεγγύη, οι αξίες της ανοχής και του σεβασμού προς τον άλλον, η εμπιστοσύνη στους θεσμούς, στην Ελλάδα είναι σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Οι πολιτικοί επιστήμονες όπως και ειδικοί της πολιτικής οικονομίας υποθέτουν πως το φυσικό κεφάλαιο, το κόστος της εργασίας και το ανθρώπινο κεφάλαιο (δεξιότητες και εκπαίδευση) είναι οι παράμετροι οι οποίοι έχουν αιτιώδη σχέση με την ανάπτυξη. Παρατηρήθηκε όμως πως αυτοί οι τρεις παράγοντες δεν είναι αρκετοί για να καθορίσουν την αποτελεσματική ανάπτυξη σε ένα συγκεκριμένο κράτος, αν δεν λάβουμε υπ’ όψιν μας την παράμετρο των αξιών. Στην ουσία αυτό το οποίο αναγνωρίζεται ως κοινωνικό κεφάλαιο, ως τα αξιακά ποιοτικά χαρακτηριστικά μιας συγκεκριμένης κοινωνικής-ιστορικής κοινωνίας, διέπουν τη σχέση της με την παραγωγή και την οικονομική δραστηριότητα. Περισσότερο μάλιστα τώρα παρά ποτέ σε έναν παγκοσμιοποιημένο οικονομικά κόσμο.


Γ) Πολιτική κουλτούρα
Η πολιτική κουλτούρα της χώρας είναι πολυσήμαντη και αντιφατική. Ιστορικά η Ελλάδα έχει αλλάξει πολιτεύματα, συντάγματα, έχει εμπλακεί σε πολέμους, ξένες κατοχές, και εμφυλίους πολέμους. Μεταπολεμικά η χώρα από βασιλευόμενη δημοκρατία είχε στρατιωτική δικτατορία. Από το 1974 η χώρα έχει δημοκρατικό πολίτευμα με εκλογή μονοκομματικών κυβερνήσεων με Πρωθυπουργικές υπέρ-εξουσίες. Οι αλλαγές αυτές δεν συγκροτούν ένα ενιαίο πολιτικό-ιστορικό γίγνεσθαι. Ο διαχωρισμός σε πολιτικά κόμματα ενέχει στοιχεία προσωπικών και ιστορικών συγκρούσεων, ακόμα και την επιρροή ξένων δυνάμεων οι οποίες παραμένουν σε ισχύ από την εποχή των πολιτικών διαιρέσεων. Η παραδοσιακή επιλογή των ψηφοφόρων είναι συνυφασμένη με την οικογενειακή παράδοση, προσκόλληση στις προηγούμενες κομματικές επιλογές  και τοπικά συμφέροντα.
Η ανοχή αντιθέτων ιδεολογιών και η συνεργασία πολιτικών κομμάτων σε κυβερνήσεις συνεργασίες δεν αποτελούν μέρος της πολιτικής κουλτούρας της Ελλάδος. Η αντιπολίτευση για την αντιπολίτευση και την κατάληψη της εξουσίας είναι η κεντρική θεματική των ελληνικών κομμάτων. Ο διαχωρισμός σε δεξιά, κέντρο, σοσιαλοδημοκρατία, και αριστερά, ευρωπαϊκή ή μαρξιστική αντανακλά τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό, αλλά με παραλλαγές, όπως η έλλειψη δημοκρατικών διαδικασιών στο εσωτερικό των κομμάτων, κομματική κατάληψη του κράτους, εξτρεμισμός στο λόγο, και μερικές φορές και σε αντιπολιτευτικές συμπεριφορές.  
Τα θεσμικά όργανα των επαγγελματικών οργανώσεων και συντεχνιών είναι περισσότερο προσανατολισμένα σε στενά πλαίσια διατήρησης προνομίων παρά σε ευρύτερες προοπτικές για την συμμετοχή τους στην παραγωγή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αποτελούν παγιωμένες ομάδες πίεσης για στενά συμφερόντων τα οποία επιλέγουν την πολιτική τους τοποθέτηση σε επιλογές οι οποίες συντηρούν παρά αναπτύσσουν την συμμετοχή τους στην ευρωπαϊκή εξελικτική διαδικασία.
Το νομοθετικό έργο της Βουλής είναι στενά συναρτημένο με την εκτελεστική εξουσία και αδυνατεί τις περισσότερες φορές να επιτελέσει έργο ουσιαστικά ελεγκτικό και συμβουλευτικό.
Η κομματική επιρροή παραμένει κύριο στοιχείο της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αναποτελεσματική και αντιπαραγωγική νομοθετική και ελεγκτική λειτουργία των θεσμών.






[1] Έχω προσπαθήσει να θέσω αυτά τα ζητήματα στα : Μικρά Μαθήματα για την Ελληνική Οικονομία, Πατάκης 2013.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου