Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

Ποσιμπιλισμός (α):

Νέα Κρήτη


του Βασίλη Βιλιάρδου

Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν απλοϊκά πως όποιος εργάζεται περισσότερο, έχει τύχη ή είναι ικανός και δημιουργικός, μπορεί να φτάσει στην κορυφή της εισοδηματικής ιεραρχίας - πως όλοι έχουν τις ίδιες ευκαιρίες για να πετύχουν αυτά που φιλοδοξούν


"Ο πόλεμος των παιδιών του Σικάγου εναντίον του «κράτους πρόνοιας» και των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων, υποσχόταν στην παγκόσμια ελίτ μία νέα πηγή πλουτισμού - μόνο που αυτή τη φορά, αντί για νέες περιοχές, το καινούργιο έδαφος που θα έπρεπε να κατακτηθεί ήταν το ίδιο το κράτος: με τις δημόσιες υπηρεσίες και την κρατική περιουσία να εκποιούνται, με αντίτιμο πολύ μικρότερο της αξίας τους.


Για τους «κυρίαρχους του παιχνιδιού» οι οικονομικές καταστροφές, τεχνητές ή φυσικές, δεν αποτελούν προβλήματα προς επίλυση - αλλά πολύτιμες ευκαιρίες επέκτασης των συνόρων της δικής τους θρησκείας: του νεοφιλελευθερισμού" (Klein).


Ανάλυση

Σε γενικές γραμμές ο «ποσιμπιλισμός» (possibilism) είναι μία θεωρεία, σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι μάχονται για να επιτύχουν το καλύτερο δυνατόν -  μέσα στα όρια όμως του εφικτού. Στην Οικονομία αυτός που εισήγαγε την έννοια, η οποία ήταν εναντίον των μέχρι τότε παραδοσιακών απόψεων, τοποθετώντας τις βάσεις για τη δική του θεωρεία της ανάπτυξης, ήταν ο Hirschman (1915-2012, Εβραίος γερμανικής καταγωγής, εγκατεστημένος στις Η.Π.Α.).


Στο έργο του ασχολήθηκε με τα διάφορα φαινόμενα της οικονομικής συμπεριφοράς - όπως, για παράδειγμα, με τη «Δέσμευση και απογοήτευση», όπου επεξηγείται το «κυκλικό ενδιαφέρον» των ανθρώπων για την πολιτική. Με την έννοια «κυκλικό» εννοείται εδώ το αρχικό ενδιαφέρον (δέσμευση) και η ενασχόληση με τα κοινά το οποίο, μετά από μία ενδεχόμενη «απογοήτευση», οδηγεί τους ανθρώπους να αποσυρθούν ξανά στην ιδιωτική τους σφαίρα.


Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θεωρεία, η απογοήτευση των καταναλωτών οδηγεί σε μία αλλαγή των μετά-προτιμήσεων (Meta-preferences), από τις οποίες αναπτύσσεται ενδιαφέρον για πολιτικές δραστηριότητες. Ασχολούμενοι λοιπόν με τα κοινά μπορεί είτε να εθιστούν, είτε να απογοητευθούν ξανά - επιλέγοντας τότε την απόσυρσή τους (είτε εθίζονται όπως οι μανιώδεις καπνιστές, μετατρεπόμενοι σε αρρωστημένες «φιγούρες», είτε «κλείνονται στο καβούκι τους»).


Ο οικονομολόγος είχε την πεποίθηση πως αφενός μεν τα προβλήματα, αφετέρου οι «ελαττωματικές προσδοκίες», αυτές που κατά κάποιον τρόπο στηρίζονται σε εσφαλμένα δεδομένα ή/και δεν εκπληρώνονται, αποτελούν τους σημαντικότερους παράγοντες της ανθρώπινης εξέλιξης (ανάπτυξης), καθώς επίσης της δημιουργικότητας (creativity).


Ειδικότερα, συνέκρινε μεταξύ τους τις «προκλήσεις» των Ευρωπαίων αποίκων στη Β. Αμερική, οι οποίοι έπρεπε να πολεμήσουν τους Ινδιάνους, με τις αντίστοιχες αυτών που εγκαταστάθηκαν στην έρημη (χωρίς ανθρώπους) Βραζιλία.


Κάτω από τη μεγάλη πίεση των αυτοχθόνων Ινδιάνων, οι Η.Π.Α. υποχρεώθηκαν να υιοθετήσουν σταθερούς Θεσμούς και να κατασκευάσουν σοβαρότατες εθνικές υποδομές - ενώ οι αποικιοκράτες στη Βραζιλία κατέλαβαν τεράστιες εκτάσεις γης, χωρίς να συνεργάζονται στενά μεταξύ τους, επειδή δεν υπήρχαν εντόπιοι «εχθροί».


Όπως είναι δε γνωστό, οι Η.Π.Α. «αναρριχήθηκαν» στην κορυφή ενώ, αντίθετα, η Βραζιλία ευρίσκεται συνεχώς στα όρια της χρεοκοπίας - παρά τον τεράστιο φυσικό πλούτο της.


Τη σύγκριση αυτή ο οικονομολόγος τη μετέφερε αυτούσια στην «αναπτυξιακή πολιτική»,απορρίπτοντας την παροχή εξωτερικής βοήθειας στις αναπτυσσόμενες χώρες (κατασκευή υποδομών, κεφάλαια, δάνεια κλπ.), για να ξεπεράσουν τα οικονομικά τους προβλήματα. Έναντι αυτής πρότεινε την απ' ευθείας βοήθεια των ανθρώπων, τους οποίους ήθελε να διδάξει πώς θα μπορούσαν να επιλύσουν τα συγκεκριμένα προβλήματα τους επί τόπου.


Εδώ μας θυμίζει σε κάποιο βαθμό την Ελλάδα, μετά την είσοδο της στην ΕΕ - όπου όλες οι ενισχύσεις που έλαβε προκάλεσαν ή εξέθρεψαν, μεταξύ άλλων, την τεράστια πολιτική διαφθορά, τη διαπλοκή, καθώς επίσης την αναξιοκρατία που «μεσουράνησε».


Επίσης τα αποτελέσματα της υπαγωγής της στην Ευρωζώνη (αποβιομηχανοποίηση, αύξηση του βιοτικού επιπέδου επί πιστώσει, χρεοκοπία), όπως και της «διάσωσης» της με τη διάθεση μεγάλων ποσών (άρθρο) - τα οποία όμως δεν άλλαξαν καθόλου τα δεδομένα της οικονομίας της και δεν την οδήγησαν στην έξοδο από την κρίση ή σε βιώσιμα οικονομικά μεγέθη (ανάπτυξη,διατηρήσιμα πλεονάσματα κλπ.).            


Ολοκληρώνοντας την εισαγωγή μας, ο Hirschman θεωρείται μαζί με τον Σουηδό Myrdal «συνιδρυτής» της οικονομικής θεωρίας της «χωρικής πόλωσης» - η οποία επικρίνει τα μοντέλα της ισορροπίας της νεοκλασικής θεωρίας, προτείνοντας κάποιο άλλα (θα επανέλθουμε σε μελλοντικό κείμενο).


Το παράδοξοι της σήραγγας (Tunnel effect)  

Τα παραπάνω έχουν «εμπνεύσει» έναν άλλο οικονομολόγο (Pikerty), ο οποίος αναφέρεται μεταφορικά στο παράδοξο της σήραγγας (Tunnel effect).


Αναλυτικότερα, όταν οι άνθρωποι είναι εγκλωβισμένοι μέσα στο αυτοκίνητο τους σε ένα μεγάλο τούνελ, λόγω ενός μποτιλιαρίσματος, διαπιστώνοντας πως η διπλανή τους λωρίδα κυκλοφορίας αρχίζει σιγά-σιγά να κινείται, νιώθουν αρχικά ένα συναίσθημα ευφορίας να τους κυριεύει - προσδοκώντας πως και η δική τους λωρίδα θα κινηθεί με τη σειρά της, οδηγώντας τους στην έξοδο από τη σκοτεινή σήραγγα.


Όταν όμως μετά από κάποιο χρονικό διάστημα διαπιστώνουν ότι, μόνο η διπλανή τους λωρίδα κινείται, ενώ η δική τους παραμένει μποτιλιαρισμένη, η ευχάριστη προσδοκία μεταβάλλεται σε απογοήτευση - η οποία με τη σειρά της τους δημιουργεί το συναίσθημα πως εξαπατήθηκαν, με αποτέλεσμα η απογοήτευση να μετατρέπεται σε έναν συνεχώς κλιμακούμενο θυμό (σε κοινωνικές εξεγέρσεις όταν συνεχίζει να υποφέρει μία χώρα, παρά τα μέτρα που λήφθηκαν, χωρίς όμως να αποδώσουν ή όταν αυξάνεται η ανισότητα κοκ.).   


Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την αρχική αποδοχή των εισοδηματικών ανισοτήτων η οποία, κατ' αναλογία με την ελπίδα στο μποτιλιάρισμα, δημιουργεί στους ανθρώπους την προσδοκία πως και αυτοί με τη σειρά τους θα κερδίσουν, όπως οι υπόλοιποι - αυτοί της διπλανής λωρίδας.


Η ελπίδα αυτή υπάρχει και έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία στις Η.Π.Α., συγκριτικά με την Ευρώπη - επειδή η απόρριψη κάθε είδους ισότητας εκ μέρους των αμερικανών βασίζεται κυρίως στο ότι, η ανισότητα αντιμετωπίζεται ως ευκαιρία ανέλιξης (επαγγελματική καριέρα, απόκτηση πλούτου κλπ.), η οποία υπάρχει νομοτελειακά για όλους.


Απλούστερα πιστεύουν ότι, όποιος εργάζεται περισσότερο, παράγει πιο πολύ, έχει τύχη ή είναι ικανός και δημιουργικός, μπορεί να φτάσει στην κορυφή της εισοδηματικής ιεραρχίας - επομένως, πως όλοι έχουν τις ίδιες ευκαιρίες για να πετύχουν αυτά που φιλοδοξούν στη ζωή. Η αισιόδοξη αυτή εκτίμηση φαίνεται πια, με κριτήριο τις ακόλουθες διαπιστώσεις και σκέψεις, να αλλάζει - ξεκινώντας από τις Η.Π.Α. Ειδικότερα τα εξής:


(α) Το μερίδιο των εισοδηματικά ισχυρότερων στο συνολικό εισόδημα έχει αυξηθεί δραματικά στις Η.Π.Α., μετά το 1980 και την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού. Στο γράφημα που ακολουθεί, φαίνεται το ποσοστιαίο μερίδιο του 10% των πλουσιοτέρων αμερικανών - το οποίο, μετά το 2000, αυξήθηκε σχεδόν κατά 50% ή πενταπλάσια, σε σχέση με το μέσο εισόδημα (κάτι ανάλογο συνέβη και στην Ευρώπη, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό).



(β)  Η αύξηση των εισοδημάτων του πλουσιοτέρου 10% του πληθυσμού, οφείλεται κυρίως στην πολύ μεγαλύτερη αύξηση των εισοδημάτων του 1% του πληθυσμού - η οποία φαίνεται στο επόμενο γράφημα.


Η ιδιαιτερότητα αυτή απεικονίζεται από τα μαύρα τρίγωνα, από τα οποία διαπιστώνεται πως το 1% του πληθυσμού εισπράττει το 20% των συνολικών εισοδημάτων - κάτι που σημαίνει πως κερδίζει τα εικοσαπλάσια, σε σχέση με το μέσο αμερικανό. Το μερίδιο αυτό, στο οποίο συνυπολογίζονται τα κεφαλαιακά κέρδη και οι ζημίες, ανερχόταν στο 10% το 1970 - έχοντας έκτοτε διπλασιαστεί.   



(γ)  Σύμφωνα με την οικονομική θεωρεία, η εργασία στις λειτουργικές αγορές θα έπρεπε να αμείβεται ανάλογα με την οριακή παραγωγικότητα της - δηλαδή, ανάλογα με την επί πλέον αξία που δημιουργεί.


Το μεγαλύτερο όμως μέρος της επί πλέον αξίας που δημιουργεί η εργασία τα τελευταία χρόνια,αφενός μεν δεν μοιράζεται εξ ολοκλήρου, αφετέρου δεν είναι δίκαιη η κατανομή του - αφού το μεγαλύτερο μέρος του οδηγείται στο ανώτατο στελεχιακό δυναμικό των επιχειρήσεων. Τίποτα όμως δεν τεκμηριώνει πως η απόδοση αυτών των στελεχών έχει αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό, συγκριτικά τουλάχιστον με τους υπολοίπους, το οποίο να αιτιολογεί την τεράστια αύξηση των αμοιβών τους.  


Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε θα διαπιστωνόταν μία ανάλογη αύξηση του ΑΕΠ των Η.Π.Α. ή των άλλων χωρών τα τελευταία τριάντα έτη - κάτι που όμως δεν ισχύει. Η αιτία λοιπόν της δυσανάλογης αύξησης των αμοιβών του ανώτατου στελεχιακού δυναμικού δεν είναι η αντίστοιχη «κλιμάκωση» της παραγωγικότητας τους, αλλά το ότι έχουν αποκτήσει τη δύναμη να την επιβάλλουν - ενώ οι εργαζόμενοι έχουν χάσει την αντίστοιχη ισχύ τους, την οποία διέθεταν τις προηγούμενες δεκαετίες.     


Το βασικότερο θέμα όμως που απασχολεί δεν είναι τα εισοδήματα, αλλά τα περιουσιακά στοιχεία -το κεφάλαιο, το οποίο έχει συσσωρευτεί στα χέρια ελάχιστων σχετικά ατόμων. Της ονομαζόμενης ελίτ δηλαδή η οποία, με τη βοήθεια του, επιδιώκει την επιβολή μίας παγκόσμιας δικτατορίας.


Μίας νέας τάξης πραγμάτων λοιπόν, με την έντεχνη χρήση των τεραστίων μέσων που διαθέτει - έχοντας, μεταξύ άλλων, μεταβάλλει την Πολιτική σε έμμισθο, πειθήνιο όργανο της.


Με το θέμα αυτό ακριβώς θα ασχοληθούμε στο δεύτερο μέρος της ανάλυσης - έτσι ώστε να δοθεί η σωστή εικόνα σε εκείνους τους Πολίτες, οι οποίοι πιστεύουν πως διοικούνται δημοκρατικά, ψηφίζοντας οι ίδιοι αυτούς που ενδιαφέρονται πραγματικά για το μέλλον τους (έχοντας τη δυνατότητα, τις ικανότητες, την επάρκεια κλπ. να το κάνουν ακόμη καλύτερο).       

Βασίλης Βιλιάρδος, για το www.analyst.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου