Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

Επανεκκίνηση με νέο Σύνταγμα

Νέα Πολιτική


του Γεωργίου Κ. Μπήτρου*
Η διακυβέρνηση της χώρας πρέπει να αλλάξει προς την κατεύθυνση της δημιουργίας πολλών ανεξάρτητων κέ­ντρων αποφάσεων, τα οποία να αλληλοελέγχονται. Αυτό προϋποθέτει ρυθμίσεις σε πολλά κάθετα και οριζόντια επίπεδα. Για παράδειγμα, προϋποθέτει τον πλήρη διαχωρισμό της νομοθετικής από την εκτελεστική εξουσία, την απεξάρτηση της δικαιοσύνης και της τοπικής αυτοδιοίκησης από την κυβέρνηση, την απεμπλοκή της δημόσιας διοίκησης από τον κομματισμό, την διαγραφή από τους θεσμικούς περιορισμούς των προβλέψεων για την προστασία του ατόμου ενάντια στην θέλησή του, και την κατάργηση όλων των διοικητικών παρεμ­βάσεων στην οικονομία (π.χ. ωράρια εργασίας,απαγόρευση των απολύσεων κλπ.).
Ο ρόλος του κράτους δεν είναι να παράγει δημόσια αγαθά με μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους. Ο ρόλος του είναι να τα παρέχει στους πολίτες με το μικρότερο δυνατό κόστος. Από την διαπίστωση αυτή, προκύπτει έμμεσα η ανάγκη κατάργησης των μονοπωλίων του δημοσίου. Αυτό σημαίνει ότι η προστασία των καταναλωτών από τα μονοπώλια και τα ολιγοπώλια, θα πρέπει να ανατεθεί σε ανε­ξάρτητες επιτροπές υπό την επίβλεψη όχι της κυβέρνησης, αλλά του κοι­νοβουλίου.
Ειδικώτερα, οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, πρέπει να αφεθούν να λειτουργήσουν ανεξάρτητα και ανεπηρέαστα, ώστε να εφαρμόσουν προς όλες τις κατευθύνσεις την υπάρχουσα νομοθεσία περί ανταγωνισμού, καθώς και αυτήν που δημι­ουργείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το τελευταίο, σημαίνει ότι στα πλαίσια της νομοθεσίας περί ανταγωνι­σμού, θα πρέπει να υπαχθούν και οι πολιτικές π.χ. των τραπεζών, των ακτοπλοϊκών εταιρειών, και των διαφόρων συνδικαλιστικών και επαγγελματικών οργανώσεων.

Για όλα τα ανωτέρω,το Σύνταγμα δεν πρέπει να αναθεωρηθεί. Πρέπει να αντικατασταθεί με ένα άλλο, το οποίο να στοχεύει στις ακόλουθες θεμελιώδεις αλλαγές.
Αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας
Εξ αιτίας της πλήρους κατάργησης της διάκρισης των εξουσιών και της προχωρημένης συγκέντρωσης της εξουσίας στην κυβέρνηση, η λαϊκή κυριαρχία πέρασε από τους πολίτες στους αντιπροσώπους τους, δηλαδή στους πολιτικούς και στα κόμματα. Γι’ αυτό, αφ’ότου η χώρα περιήλθε σε κατάσταση πτώχευσης και έγινε φανερό με ποιόν τρόπο και σε ποιά έκταση διαβρώθηκαν οι θεσμοί του πολιτεύματος, έχουν ανακύψει δύο τουλάχιστον κατεπείγοντα ζητήματα.
 Αυτά σχετίζονται, πρώτον, με τις αναγκαίες συνταγματικές ρυθμίσεις, προκειμένου να αποκατασταθεί η λαϊκή κυριαρχία, και, δεύτερον, με τις αναγκαίες κοινωνικές συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορεί να γίνει εφικτή η εισαγωγή τους στην έννομη τάξη της χώρας. Στο παρόν, επικεντρώνω αποκλειστικά στο πρώτο ζήτημα.
Η αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας προϋποθέτει συνταγματικές ρυθμίσεις με τις οποίες θα αποτραπεί στο μέλλον η αυτονόμηση της πολιτικής εξουσίας από τον έλεγχο των πολιτών και θα επιτευχθεί τυπική και ουσιαστική διάκριση των εξουσιών, με την έννοια ότι καθεμιά τους θα είναι ανεξάρτητη από τις άλλες δύο, αλλά θα συντονίζεται μ’ αυτές μέσω εξισορροπητικών μηχανισμών, για το καλό των πολιτών και της χώρας. Για την επιδίωξη αυτών των δύο στόχων, μπορούν να προσομοιωθούν όργανα και μηχανισμοί εξισορρόπησης που λειτουργούν στα επιτυχημένα πρότυπα δημοκρατικής διακυβέρνησης της εποχής μας. Ειδικώτερα, αν δεχθούμε ότι ένα τέτοιο επιτυχημένο πρότυπο είναι αυτό που λειτουργεί στο ομοσπονδιακό επίπεδο στην Γερμανία ή στις ΗΠΑ, μια καλή προσομοίωση η οποία θα ενσωμάτωνε και πολλά στοιχεία από το αρχαίο Ελληνικό πρότυπο άμεσης δημοκρατίας,[1] θα συνιστούσε, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες ρυθμίσεις:
Να θεσμοθετηθεί ένα επιπρόσθετο νομοθετικό σώμα με μικρό αριθμό μελών (πχ. 150) και μικρή θητεία (πχ. 1-2 χρόνια), επιλεγόμενων διά κλήρου από το σύνολο των ενήλικων πολιτών της χώρας, και με τρόπο ώστε να ικανοποιούνται κάποια εύλογα κριτήρια αναλογικής εκπροσώπησης. Αυτό το νομοθετικό σώμα, ας πούμε η Βουλή των Πολιτών,[2] να λειτουργεί παράλληλα με την Βουλή των Αιρετών Πολιτικών, με δικαίωμα αρνησικυρίας επί των προτεινόμενων νόμων και παράλληλα υποχρέωση συνδιαλλαγής με την Βουλή των Αιρετών Πολιτικών σε περιπτώσεις διαφωνίας, προκειμένου ένα νομοσχέδιο να περάσει και να γίνει νόμος του κράτους. Η Βουλή των Πολιτών να έχει ως κύριο μέλημα να μην επιτρέψει ποτέ στο μέλλον οι πολίτες να απολέσουν τον κυρίαρχο ρόλο τους στη δημοκρατία.
Να αλλάξει το πλαίσιο λειτουργίας της Βουλής των Αιρετών Πολιτικών, έτσι ώστε να μειωθεί κατά το δυνατόν η τάση των κομμάτων να απομακρύνονται από το περιεχόμενο της εντολής που λαμβάνουν από τους πολίτες-ψηφοφόρους. Ειδικώτερα:
Ο αριθμός των βουλευτών να μειωθεί στους 150 κατά μέγιστο.
Οι βουλευτές να εκλέγονται μόνο για δύο τετραετίες.
Οι βουλευτές να αποκλείονται από ταυτόχρονη θητεία ως υπουργοί της κυβέρνησης.
Οι βουλευτές να απολαμβάνουν ασυλίας μόνον για τις πολιτικές τους δραστηριότητες
Η ανάδειξη των υποψηφίων από τα κόμματα να γίνεται με ανοικτές δημοκρατικές διαδικασίες και όχι από τους αρχηγούς ή κάποια αφανή ιερατεία που ελέγχουν τα κόμματα.
Η πολιτική αγορά να ανοιχθεί στον έμπρακτο και στον δυνητικό ανταγωνισμό, με κατάργηση του ισχύοντος ολιγοπωλίου και την καθιέρωση μόνιμου εκλογικού συστήματος.
Να θεσπιστούν εύλογοι όροι κάτω από τους οποίους οι πολίτες να μπορούν δυνητικά να ανακαλούν όλους όσους εκλέγονται σε αιρετά αξιώματα.
Να επεκταθεί η δυνατότητα της ανάκλησης των αξιωματούχων του κράτους εκ μέρους των πολιτών και επί των ανώτατων δικαστών, αλλά μόνο για ηθικά παραπτώματα.
Να διευρυνθούν οι δυνατότητες των πολιτών να προκαλούν δημοψηφίσματα και να επιβάλλουν διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας.
Οι δραστηριότητες του κράτους στην παιδεία και στα μέσα εξατομικευμένης και μαζικής ενημέρωσης, να περιοριστούν σε εποπτικούς και ρυθμιστικούς ρόλους. Σε όσες δε περιπτώσεις οι εκπαιδευτικές και ενημερωτικές υπηρεσίες συνοδεύονται από εξωτερικότητες, η ανάμειξη του κράτους να γίνεται μέσω παροχής επιδοτήσεων ή επιβολής φόρων.
Η επιλογή Διαχειριστών και Διοικητικών Συμβουλίων για τις Ανεξάρτητες Αρχές, τις ΔΕΚΟ και γενικά αυτόνομους διοικητικούς οργανισμούς του δημοσίου, να γίνεται από την Βουλή των Πολιτών, μετά από πρόταση της κυβέρνησης, και με τον περιορισμό ότι οι διοριζόμενοι θα αποκλείονται από την απασχόλησή τους σε συναφείς δραστηριότητες στον ιδιωτικό τομέα για τρία χρόνια.
Να αφαιρεθούν από τους υπουργούς όλες οι αρμοδιότητες αναφορικά με την δημόσια διοίκηση και η λειτουργία της να ανατεθεί σε επαγγελματικά στελέχη, επιλεγόμενα είτε από την ίδια την δημόσια διοίκηση ή από τον ιδιωτικό τομέα, υπό την εποπτεία ενός Ανώτατου Συμβουλίου Δημόσιας Διοίκησης.
Να επανακαθοριστούν τα όρια και το περιεχόμενο των κοινωνικών υπηρεσιών που θα παρέχονται
δωρεάν ή με επιδότηση από το κράτος, και η παραγωγή και η διανομή τους να ανοίξει πλήρως στον ανταγωνισμό, ώστε οι πολίτες να έχουν την μεγαλύτερη δυνατή επιλογή.
 Να κατοχυρωθεί η διοικητική αποκέντρωση της χώρας σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, και αυτό να γίνει τόσο από τυπικής συνταγματικής άποψης όσο και από ουσιαστικής, με αναδιανομή της φορολογικής δικαιοδοσίας μεταξύ της κεντρικής κυβέρνησης και των άλλων βαθμών της περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης.
Να διαγραφούν από το Σύνταγμα και τους συναφείς εφαρμοστικούς νόμους όλες οι διατάξεις με τις οποίες:
Εξασφαλίζεται μονιμότητα απασχόλησης στους δημόσιους υπαλλήλους που καταλαμβάνουν εγκεκριμένες θέσεις στα οργανογράμματα της δημόσιας διοίκησης σε όλους τους βαθμούς.
Δημιουργήθηκαν αναγκαστικοί συνεταιρισμοί ατόμων υπέρ του «δημοσίου συμφέροντος».
Το κράτος έγινε συμπαραστάτης και προαγωγός συνδικαλιστικών οργανώσεων και πάσης μορφής συντεχνιών και οργανωμένων μειοψηφιών.
Οι ατομικές συμβάσεις εργασίας υποκαταστάθηκαν από συλλογικές σε επίπεδο χώρας και επί μέρους οικονομικών κλάδων.
Το κράτος εκφράζει από καχυποψία μέχρι εχθρότητα για την ιδιωτική πρωτοβουλία. Για παράδειγμα, διατάξεις όπως «Η ελεύθερη πρωτοβουλία των ατόμων δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται προς βλάβη της εθνικής οικονομίας», εκτός του ότι είναι αόριστες και αντιφατικές, επιδρούν εκφοβιστικά και καταστέλλουν την επιχειρηματικότητα.
Να επιβληθεί ανώτατο όριο στο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, πέρα από το οποίο για να δανειστεί η κυβέρνηση θα πρέπει να πάρει την έγκριση από την Βουλή των Πολιτών.
Για την διαμόρφωση ενός σταθερού και προβλέψιμου φορολογικού καθεστώτος, το οποίο θα συμβάλει στην εδραίωση της φορολογικής συνείδησης των πολιτών και στην εκκίνηση της οικονομίας, με διατάξεις που να μην επιδέχονται λεκτικής ή ερμηνευτικής διαστρέβλωσης, επιβάλλεται να απαγορευτούν οι ακόλουθες συνήθεις πρακτικές:
Η αναδρομική φορολογία, η αλλιώς κάθε μη ανταποδοτική φορολογική επιβάρυνση επί του συσσωρευμένου πλούτου των φυσικών και των νομικών προσώπων.[3]
Η επιβολή φόρου επί φόρου, όπως γίνεται σήμερα πχ. με τον υπολογισμό Φόρου Προστιθέμενης Αξίας επί του Τέλους Κινητής Τηλεφωνίας, ή με τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος, χωρίς την αφαίρεση των φόρων και των μη ανταποδοτικών τελών από την τοπική αυτοδιοίκηση και τυχόν δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς.
Η επιβολή οποιουδήποτε φόρου υπέρ τρίτων και οι υπάρχοντες να καταργηθούν εντός τακτού χρονικού διαστήματος.
Η θεσμοθέτηση νομικών ή άλλων φραγμών που μειώνουν τον ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών.
Η άσκηση κοινωνικής πολιτική μέσω της τιμολόγησης των υπηρεσιών των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, όπερ σημαίνει ότι επιδοτήσεις και μη μεταβιβαστικές πληρωμές θα πρέπει να χρηματοδοτούνται κατ’ευθείαν από τον προϋπολογισμό στα διάφορα επίπεδα διακυβέρνησης.
Η χρονική μετάθεση της εκκαθάρισης των φορολογικών καταστάσεων πέραν του επόμενου έτους στο οποίο αφορούν.
Επιπλέον των πιο πάνω συνταγματικών ρυθμίσεων, για να διασφαλιστεί η διάκριση των εξουσιών, απαιτείται ακόμη μια θεμελιώδης προϋπόθεση. Αυτή είναι να απελευθερωθεί η δικαιοσύνη από τα δεσμά της εκτελεστικής εξουσίας, ώστε όχι μόνο να μπορεί αλλά και να φαίνεται στα μάτια των πολιτών ότι λειτουργεί ανεξάρτητα και αδέκαστα από οιεςδήποτε σκοπιμότητες που υπαγορεύονται από την διοίκηση.
Οι λόγοι για τους οποίους η ελληνική δικαιοσύνη δεν είναι ανεξάρτητη, έχουν αναλυθεί εν εκτάσει από πλήθος ειδικών. Ένα παράδειγμα αποτελεί η ομιλία που έκανε πρόσφατα ο κ. Παπανικολάου (2013), επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, σε συνέδριο που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο Πειραιώς στις 6/12/2012 με θέμα «Ο εκσυγχρονισμός της δικαιοσύνης». Στο κείμενο της ομιλίας του, το οποίο είναι διαθέσιμο στο διαδίκτυο, θέτει μεταξύ άλλων το ερώτημα: Τι πρέπει να γίνει ώστε να παύσει η δικαιοσύνη να είναι υποχείρια στην εκτελεστική εξουσία, και κατ’ επέκτασιν στις επιρροές του κομματικού ανταγωνισμού; Κατά την άποψή του, είναι απαραίτητη μια διάταξη που με σαφή και ανεπιφύλακτο λόγο περιγράφει πιο κάτω:
«Το γεγονός ότι …, δεν αναιρεί την επιτακτική ανάγκη αλλαγής του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος,, ώστε να αποκοπεί επιτέλους ο ομφάλιος λώρος που συνδέει εδώ και 180, περίπου, χρόνια, από την Βαυαροκρατία μέχρι σήμερα, τις δύο εξουσίες, δικαστική και εκτελεστική.
Τα ανωτέρω συνοπτικώς εκτιθέμενα έλαβε υπ’όψιν της η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου και με την 14/1998 απόφασή της πρότεινε την αντικατάσταση του νοθευτικού της διάκρισης των δύο αυτών εξουσιών άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος, ώστε η επιλογή της φυσικής ηγεσίας του Αρείου Πάγου να μην γίνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο ή άλλο εκλεκτορικό σώμα, αλλά από την Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με μυστική ψηφοφορία των μελών της, όπως ειδικώτερα εκτίθεται σ’ αυτήν.»
Όμως, αν υιοθετηθεί η πρότασή του, η δικαιοσύνη ενδέχεται να αυτονομηθεί πλήρως από τις δύο άλλες εξουσίες και να καταστεί «κράτος μέσα στο κράτος». Επειδή, λοιπόν, η δημοκρατία βασίζεται στην διάκριση των εξουσιών με την έννοια που προσδιόρισα πιο πάνω, ασφαλέστερη προσέγγιση είναι:
«Να αντικατασταθεί το άρθρο 90 παρ. 5 του συντάγματος, ώστε η επιλογή της ηγεσίας στα 3 ανώτατα δικαστήρια της χώρας να γίνεται με κοινή απόφαση των δύο βουλών, μετά από πρόταση υποψηφιοτήτων από την Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.»
Όπως είναι αποτυπωμένοι στο σύνταγμα και τους νόμους, αλλά κυρίως όπως κατέληξαν να λειτουργούν κάτω από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, οι βασικοί πολιτειακοί θεσμοί σήμερα προκαλούν θλίψη, ντροπή και αγανάκτηση, γιατί επέτρεψαν την εγκατάσταση στη Ελλάδα μιας απαράδεκτης κομματοκρατίας, η οποία είναι κατ’εξοχήν υπεύθυνη για την πτώχευση της χώρας.
Συνταγματικέςρυθμίσεις στην κατεύθυνση αυτών που προτάθηκαν πιο πάνω, θα αποκαταστήσουν την λαϊκή κυριαρχία, θα ενισχύσουν την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια των θεσμών και θα επιτρέψουν την κοινωνική και οικονομική πρόοδο το ταχύτερο δυνατόν. Κάθε άλλη συζήτηση περί του αντιθέτου, συντελεί στην διατήρηση του statusquo, δηλαδή την κυριαρχία των οργανωμένων μειοψηφιών, που προσπαθούν πάση θυσία να διατηρήσουν τα κεκτημένα.
Επάνοδος σε καθεστώς αδιαμφισβήτητων περιουσιακών δικαιωμάτων
Προκειμένου να αρχίσει μια σοβαρή προσπάθεια επανεκκίνησης της οικονομίας, επιβάλλεται η επι­στροφή σε ένα ξεκάθαρο ιδιοκτησιακό καθεστώς, στο οποίο οι κυβερνώντες θα σέβονται πλήρως τα περιουσιακά δικαιώματα των πολιτών. Αυτή η προϋπόθεση έχει προτεραιότητα γιατί, αντίθετα από τις απόψεις του Τσάτσου (1965) και των ομοϊδεατών του, οι οποίες άσκησαν τόσο καταστροφικές συνέπειες μέσω των συναφών διατάξεων που πέρασαν στο Σύνταγμα του 1975, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας αποτελεί θεμέλιο της δημοκρατίας.
Εν όψει των πάσης μορφής περιορισμών που επιβλήθηκαν στα περιουσιακά δικαιώματα των Ελλήνων μεταπολεμικά, αλλά ιδιαίτερα μετά το 1974 και κυρίως πολύ πρόσφατα, προκύπτει το ερώτημα: γιατί οι αρχαίοι Αθηναίοι θεωρούσαν τα απαραβίαστο των περιουσιακών δικαιωμάτων θεμελιώδη προϋπόθεση για την εδραίωση της δημοκρατίας τους;
Η απάντηση βρίσκεται στους ακόλουθους λόγους, η σημασία των οποίων δυστυχώς υπο-εκτιμάται σοβαρά στις ημέρες μας ακόμη και στις πιο δημοκρατικές κοινωνίες:
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη (βλ. Πολιτικά, 1263a, 1278a), η ατομική ιδιοκτησία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις ατομικές ελευθερίες. Από τον 18ο αιώνα και μετέπειτα, η σχέση τους αναλύθηκε σε βάθος από φιλοσόφους όπως οι Locke, Rousseau, J.S.Mill, Hayek, κ.ά., ώστε δεν υπάρχουν περιθώρια για αμφισβητήσεις. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Rousseau (1758, 138):
«Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας είναι το ιερότερο απ’ όλα τα δικαιώματα του πολίτη και, από ορισμένες απόψεις, σημαντικώτερο ακόμη και από την ίδια την ελευθερία…. Η ιδιοκτησία είναι το θεμέλιο της πολιτικής κοινωνίας».
Οι αρχαίοι Αθηναίοι θεωρούσαν ότι η ατομική ιδιοκτησία ενίσχυε την κοινωνική συνοχή και ομόνοια. Προς επιβεβαίωση, στον Λυσία (Υπέρ των του Νικίου Αδελφού, 17) διαβάζουμε:
«Όλοι σας θα ομολογούσατε ότι η ομόνοια είναι το μεγαλύτερο αγαθό και η διχόνοια αιτία για όλες τις συμφορές και ότι έρχονται σε ρήξη κατ’ εξοχήν μεταξύ τους από τέτοια, αν δηλαδή άλλοι εποφθαλμιούν ξένα αγαθά και άλλοι χάνουν (άδικα) τα δικά τους».
Από τα θεσμικά οικονομικά επιβεβαιώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, πέραν από κάθε αμφιβολία, ότι ο βαθμός προστασίας και ασφάλειας της ατομικής ιδιοκτησίας σχετίζεται θετικά με τον ρυθμό της οικονομικής ανάπτυξης.
  Συνεπώς, στην δύσκολη οικονομική συγκυρία που βρισκόμαστε, το δίλημμα που αντιμετωπίζουμε είναι πώς να επιστρέψουμε σε ένα καθεστώς αδιαμφισβήτητων περιουσιακών δικαιωμάτων.
Μια προσέγγιση είναι να ενσωματωθεί στο ελληνικό σύνταγμα το σχετικό πλαίσιο που διέπει τις σχέσεις μεταξύ κράτους και πολιτών που εμπεριέχεται στο Ευρωσύνταγμα, το οποίο έχει ήδη ψηφιστεί από την Ελληνική βουλή. Μια άλλη προσέγγιση είναι να μεταφερθούν στο ελληνικό σύνταγμα οι σχετικές ρυθμίσεις από ένα επιτυχημένο πρότυπο χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (π.χ. Γερμανία). Τέλος, μια τρίτη προσέγγιση, η οποία είναι προτιμώτερη σε σχέση με τις ανωτέρω, λόγω των δυναμικών αναπτυξιακών χαρακτηριστικών της, είναι:
Να απαγορευθεί η φορολογία των περιουσιών φυσικών ή νομικών προσώπων άνευ ισάξιας ανταποδοτικότητας, αποδεικνυόμενης με βάση την αξία των ωφελειών που προκύπτουν για την φορολογούμενη περιουσία από την δαπάνη των φόρων που αναμένεται να εισπραχθούν.
Οσάκις οι δραστηριότητες των αρχών σε οποιοδήποτε επίπεδο, κεντρικό, περιφερειακό ή τοπικό, αυξάνουν (μειώνουν) την αξία της περιουσίας φυσικών ή νομικών προσώπων, οι αρχές να έχουν δικαίωμα (υποχρέωση) να φορολογήσουν (αποζημιώσουν) ισάξια τους ιδιοκτήτες των περιουσιών για τις οποίες πρόκειται.
Να απαγορευθεί, εν καιρώ ειρήνης, η επιβολή οποιουδήποτε περιορισμού στα περιουσιακά δικαιώματα φυσικών ή νομικών προσώπων, με εξαίρεση την δέσμευση με τελικό σκοπό την απαλλοτρίωση για κοινωφελείς σκοπούς, αλλά μόνον υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
Η δέσμευση να μην υπερβαίνει τους 12 μήνες και να ακολουθεί η διαδικασία της απαλλοτρίωσης, η οποία να ολοκληρώνεται με την οριστική ρύθμιση της καταβολής του τιμήματος το πολύ εντός 36 μηνών.
Αν οι αρχές δεν προχωρήσουν στην απαλλοτρίωση, μετά την παρέλευση των 12 μηνών, η υπό δέσμευση περιουσία να απελευθερώνεται αυτόματα και η δέσμευση, για τους ίδιους ή διαφορετικούς κοινωφελείς σκοπούς, να μην μπορεί να επαναληφθεί παρά μόνο μετά παρέλευση πενταετίας.
Το τίμημα της απαλλοτρίωσης να προσδιορίζεται με βάση τις τιμές αγοράς και από εκτιμητές διοριζόμενους από το δικαστήριο.
Οι κοινωφελείς λόγοι για την δέσμευση περιουσίας να τεκμηριώνονται από τις αρχές ενώπιον δικαστηρίου και να είναι συμβατοί με το σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Η τελευταία προϋπόθεση είναι εξαιρετικά σημαντική. Ο λόγος είναι ότι το Δ’ Τμήμα του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου της χώρας μας, με την υπ’ αριθμόν 1032/2013 απόφασή του, έκρινε αντίθετη στα άρθρα 5 (δικαίωμα συμμετοχής στην οικονομική κ.λπ. ζωή της χώρας), 17 (προστασία της ιδιοκτησίας) και 25 (αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου), καθώς επίσης στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (προστασία της περιουσίας) ακόμη και την διάταξη του άρθρου 30 (παράγραφος 5 περίπτωση ε’) του Ν. 3296/2004, η οποία προβλέπει δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων σε περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος και μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίας.
Περιορισμός και απλοποίηση των νόμων
Μεταξύ των άλλων αιτίων που υπέσκαψαν την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, εξαιρετικά διαβρωτικά επέδρασαν ο όγκος, η πολυπλοκότητα, οι ασάφειες, και γενικά η προχειρότητα με την οποία συντάσσονται και υιοθετούνται οι νόμοι. Κατά καιρούς έγιναν διάφορες προσπάθειες βελτίωσης, αλλά χωρίς να αλλάξουν την κατάσταση. Προς επιβεβαίωση, έστω η πρόσφατη έκθεση με τίτλο Πολυνομία, Κακονομία, Ανομία, η οποία είναι διαθέσιμη στο διαδίκτυο,[4] και πηγάζει από μια συζήτηση που οργανώθηκε το 2011 στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών από την Κίνηση Πολιτών για μια Ανοικτή Κοινωνία. Στον πρόλογο αυτής της έκθεσης διαβάζουμε τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
«…ένας Νόμος που βρίθει παραπομπών σε άλλους Νόμους, αποφάσεις ή διατάξεις –φαι­νόμενο σύνηθες στην χώρα μας– δυσχεραίνει την εφαρμογή του. Είναι επίσης αυτονόητο ότι ένας Νόμος που προβλέπει πολλές ειδικές περιπτώσεις και υποπεριπτώσεις –πόσο μάλλον εξαιρέσεις– ενθαρρύνει την απόπειρα δοσοληψίας και την διαφθορά. Τέλος, δεν πρέπει να θεωρείται παραδεκτή, για σοβαρό κράτος, η μη εφαρμογή από την Δημόσια Διοίκηση νόμων που έχουν ψηφισθεί από την Βουλή, πριν να εκδοθούν από το αρμόδιο υπουργείο οι σχετικές ερμηνευτικές εγκύκλιοι … και που δεν συμφωνούν πάντα με τα κείμενα που ψήφισε η Βουλή!»
Η τελευταία προσπάθεια έγινε τον Μάρτιο του 2012, με την ψήφιση του νόμου 4048/2012 με τίτλο «Ρυθμιστική διακυβέρνηση: Αρχές, διαδικασίες και μέσα καλής νομοθέτησης».
Σύμφωνα μ’ αυτόν τον νόμο, οι αρχές της καλής νομοθέτησης είναι η αναλογικότητα, η απλότητα του περιεχομένου των ρυθμίσεων, η αποφυγή αντιφατικών ρυθμίσεων, η διαφάνεια, η δυνατότητα υποβολής προτάσεων κατά την κατάρτιση των ρυθμίσεων, η δημοκρατική νομιμοποίηση και άλλα. Ως μέσα εφαρμογής τους αναφέρονται στον νόμο η διαβούλευση, η ανάλυση των συνεπειών των ρυθ­μίσεων, η υποβολή αιτιολογικής έκθεση, η απλοποίηση, η κωδικοποίηση και η αξιολόγηση των απο­τελεσμάτων εκ της εφαρμογής των ρυθμίσεων. Με άλλα λόγια, πρόκειται για έναν νόμο ο οποίος θα μπορούσε, αν εφαρμοζόταν αποφασιστικά, να μειώσει σταδιακά τα διάχυτα φαινόμενα της πολυνο­μίας, της κακονομίας, και της ανομίας που παρατηρούνται στην χώρα μας. Αλλά δεν έγινε κάποια σοβαρή προσπάθεια προς αυτήν την κατεύθυνση και όλες οι ενδείξεις πείθουν ότι, με πρόσχημα την κατεπείγουσα φύση των ρυθμίσεων που έπρεπε να εισαχθούν στα πλαίσια των μνημονίων, η κατάσταση χειροτέρευσε ακόμη περισσότερο.
Γι’ αυτό, εύλογα διερωτάται κανείς αν μπορεί η κατάσταση να αλλάξει σύντομα στην κατεύθυνση του νόμου 4048/2012. Υπό τις συνθήκες που έμαθαν να νομοθε­τούν οι βουλευτές και να εργάζονται οι νομοπαρασκευαστικές υπηρεσίες για παρά πολλές δεκαετίες, η απάντηση είναι αρνητική. Αλλά οι συνθήκες που διάγουμε δεν είναι αυτές που γνωρίζαμε και ως εκ τούτου μια γρήγορη προσαρμογή δεν μπορεί να αποκλειστεί, ιδιαίτερα στα πλαίσια των ρηξικέλευθων πολιτειακών μεταβολών που προτάθηκαν πιο πάνω. Γι’ αυτό, θα βοηθήσει σημαντικά να γυρίσουμε σύντομα στον δρόμο της κοινωνικής και οικονομικής προόδου αν:
Περιοριστούν, απλοποιηθούν και κωδικοποιηθούν οι νόμοι, ιδιαίτερα αυτοί που αφορούν στις εμπορικές συναλλαγές.
Αποδεσμευθεί η εφαρμογή των νόμων από τις ερμηνευτικές εγκυκλίους και η ερμηνεία των νόμων αφεθεί αποκλειστικά στα δικαστήρια, αφού νομοπαρασκευαστικές υπηρεσίες που δεν μπορούν να διατυπώσουν απλούς και σαφείς νόμους, μάλλον αποκλείεται να μπορούν να τους ερμηνεύσουν σωστά.
Οριστούν συγκεκριμένα δικαστήρια τα οποία να εκδικάζουν τις διαφορές που αναφύονται στις εμπορικές συναλλαγές και να εξοπλιστούν άρτια, ώστε οι υποθέσεις που έρχονται ενώπιον τους να εκδικάζονται γρήγορα.
Μεταφερθεί το κόστος απονομής της δικαιοσύνης στους διαδίκους, ώστε να μην διαχέεται στο κοι­νωνικό σύνολο μέσω του γενικού προϋπολογισμού της κυβέρνησης.
Μια ένδειξη για το πόσο θα βοηθούσαν πχ. στην επανεκκίνηση της οικονομίας μας αυτές οι ρυθμίσεις, προκύπτει από τις εκθέσεις που συντάσσουν κυβερνήσεις μεγάλων χωρών, προκειμένου να πληροφορήσουν τους πολίτες και τις επιχειρήσεις τους που θα ενδιαφέρονταν να αναλάβουν άμε­σες επενδύσεις σε τρίτες χώρες.
Από τις εκθέσεις αυτές μαθαίνουμε ότι για την Ελλάδα επισημαίνουν ιδιαίτερα τις δυσκολίες στην επίλυση των οικονομικών διαφορών, στην λήψη των απαιτούμενων αδειών, στην προστασία των περιουσιακών δικαιωμάτων, και σε άλλες σχετικές διαδικασίες. Για παράδειγμα, σχετικά με την Ελλάδα, στην έκθεση του υπουργείου των Εξωτερικών των ΗΠΑ για το 2013, αναφέρεται ότι:
Τα δικαστήρια είναι ένας εξαιρετικά πολύπλοκος και χρονοβόρος μηχανισμός για την επίλυση διαφορών που αφορούν σε περιουσιακά δικαιώματα και τα δικαιώματα που απορρέουν από το δί­καιο των συμβάσεων.
Οι αποφάσεις των ξένων διαιτητικών δικαστηρίων γίνονται μεν δεκτές, αλλά εφαρμόζονται μέσα από δαιδαλώδεις διαδικασίες, οι οποίες συνοδεύονται από μεγάλες καθυστερήσεις.
Ο αριθμός των απαιτούμενων αδειών, η υποχρέωση να περάσει ένας επενδυτής μέσα από πολλά επίπεδα γραφειοκρατίας, και η ανάμιξη πλείστων όσων δημόσιων οργανισμών, ανεβάζουν το κόστος της επένδυσης και μετέπειτα της λειτουργίας των επιχειρήσεων.
Συχνά η έλλειψη σαφών χρήσεων γης αποτελεί πηγή αβεβαιότητας, η οποία είναι αδύνατον να εκτι­μηθεί εκ των προτέρων. Κλπ., κλπ.
Συνεπώς, στον βαθμό που προσβλέπουμε στην επιτάχυνση των εγχώριων και ξένων επενδύσεων, οι μεταρρυθμίσεις που προτάθηκαν πιο πάνω επείγει να προωθηθούν παράλληλα με όλες τις άλλες διαρθρωτικές αλλαγές, στις οποίες έχουμε δεσμευθεί με τα μνημόνια.
Συνοψίζοντας, οι συνθήκες που επικρατούν ευνοούν περισσότερο παρά ποτέ στο παρελθόν την εισαγωγή των διαρθρωτικών αλλαγών για τις οποίες μιλούμε. Ο λόγος είναι ότι, εξαιτίας της ανισορροπίας στα δημόσια οικονομικά και της αδυναμίας της οικονομίας να αντέξει το μέγεθος του υπάρχοντος δημόσιου τομέα, αναγκαστικά πολλοί δημόσιοι οργανισμοί θα κλείσουν, στις δημόσιες υπηρεσίες το ανθρώπινο δυναμικό θα ανανεωθεί και σε σημαντικό βαθμό θα υποκατασταθεί με αυτοματισμούς και συστήματα εξυπηρέτησης των πολιτών εξ αποστάσεως και μέσω του διαδικτύου, οι κακές νοοτροπίες της δημοσιοϋπαλληλικής μονιμότητας θα καμφθούν, και η συνδικαλιστική δραστηριότητα στο δημόσιο θα υποχωρήσει. Κάτω απ’ αυτές τις αλλαγές, προσδοκώ ότι οι λειτουργίες της νομοθέτησης και της επίλυσης των διαφορών θα απελευθερωθούν από τα γρανάζια της γραφειοκρατίας και θα βελτιωθούν.
Καταληκτικές παρατηρήσεις
Κάτω από τις συνέπειες της πτώχευσης, αλλά περισσότερο κάτω από την έλλειψη εμπιστοσύνης στα κόμματα και στο πολιτικό σύστημα, θεσμοί στους οποίους αποδίδονται κατά κύριο λόγο οι ευθύνες για ό,τι συνέβη, οι πολίτες στην μεγάλη πλειοψηφία τους έχουν αντιληφθεί την ανάγκη για ένα νέο πρότυπο, ή μοντέλο κατά το κοινώς λεγόμενο, κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Αυτή η αλλαγή τους κάνει επιδεκτικούς σε μεταβολές που δεν θα ήταν εφικτές στο παρελθόν χωρίς μείζονες κοινωνικές αναταράξεις. 
Αλλά, παράλληλα, διακατέχονται από αμφιβολίες και αμφιταλαντεύσεις όσον αφορά το πρότυπο στο οποίο είναι προσανατολισμένες οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις που προτάθηκαν πιο πάνω. Η βασιμότητα αυτής της διαπίστωσης επιβεβαιώνεται καθημερινά από την μεγάλη αντίφαση που εξακολουθεί να παρατηρείται στις προτιμήσεις τους, μεταξύ, αφ’ενός, της επιθυμίας να παραμείνουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην ζώνη του Ευρώ, όπου κυριαρχούν τα ατομικά περιουσιακά δικαιώματα και η ελευθερία στις συναλλαγές, και αφ’ετέρου να επιμείνουμε ή ακόμη και να επεκτείνουμε το πρότυπο που εφαρμόστηκε στην χώρα μας μεταπολεμικά, όπου το κράτος περιορίζει τα ατομικά περιουσιακά δικαιώματα και την ελευθερία στις συναλλαγές μέχρι εξαφάνισης.
Έτσι, δεδομένου ότι το τελευταίο πρότυπο αντιφάσκει πλήρως με την διατήρηση της δημοκρατίας και όπου δοκιμάστηκε απέτυχε παταγωδώς, για να μπουν τα θεμέλια και να μην υπάρξει ποτέ ξανά πτώχευση, προβάλλει το ερώτημα: μπορούν το αξιακό σύστημα και ο χαρακτήρας της σκέψης και της συμπεριφοράς των Ελλήνων να αλλάξουν, ώστε να ενστερνιστούν ένα Ευρωπαϊκό πρότυπο δημοκρατίας με ελεύθερη οικονομία και μικρό στρατηγικό κράτος; Αν ναι, πώς μπορεί να συντελεστεί αυτή η θεμελιώδης μεταστροφή;
Η απάντηση που πηγάζει από την συλλογιστική και τα ιστορικώς τεκμηριωμένα επιχειρή­ματα που ανέπτυξε πρόσφατα ο Γεννηματάς (2013), είναι απαισιόδοξη. Για πάρα πολλούς αιώνες, η σκέψη και η συμπεριφορά μας ως λαού μετεωρίζεται μεταξύ Δύσης και Ανατολής, ώστε για πολλές δεκαετίες η αδράνεια της απροσδιοριστίας που έχει εμπεδωθεί θα καθιστά την χώρα μας ιδιαίτερη περίπτωση μέσα στην Ευρώπη. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι στο προ­βλεπτό μέλλον οι Έλληνες θα συνεχίσουμε να προσβλέπουμε στην απατηλή ιδέα του κράτους-πατερούλης και να μεταφέρουμε την ατομική μας ευθύνη για επιτυχία και πρόοδο στους διαχει­ριστές της εξουσίας.
 Αλλά η διάρρηξη της εμπιστοσύνης στο παλαιό καθεστώς, η ανεμπόδι­στη διάχυση της πληροφόρησης μέσω του διαδικτύου, και οι απαιτήσεις που πηγάζουν από την παγκοσμιοποίηση των οικονομιών για αποτελεσματικώτερη διαχείριση των υλικών και ανθρώπι­νων πόρων της οικονομίας, γρηγορὠτερα παρά αργότερα, θα κάνουν προφανή τα πλεονεκτήματα της οργάνωσης της Ελληνικής δημοκρατίας και οικονομίας κατά το δυτικό πρότυπο. Οπότε οι αντιστάσεις στις προταθείσες μεταρρυθμίσεις θα καμφθούν.
Εν τω μεταξύ, για να επιταχυνθούν οι εξελίξεις προς αυτήν την κατεύθυνση, άμεση προτεραιότητα έχει η προσπάθεια ανατροπής των αριστερών στερεότυπων που καλλιεργούνται συστηματικά σε βάρος του ελληνικού λαού, και έχουν οδηγήσει στην θεώρηση της ελεύθερης οικονομίας ως κοινωνικά ανάλγητης. Το μεγάλο κράτος προπαγανδίζεται έντεχνα στον λαό ως ο μοναδικός εγγυητής κοινωνικής πρόνοιας και αλληλεγγύης, ενώ στην ουσία λειτουργεί ως προστατευτική ασπίδα για την γιγάντωση συντεχνιακών πρακτικών. Αυτός ο μύθος του μεγάλου, άρα κοινωνικά ευαίσθητου κράτους, είναι ώρα να αποκαλυφθεί και να καταρριφ­θεί.
 Για να ανοίξει ο δρόμος για βιώσιμη και διατηρήσιμη κοινωνική και οικονομική πρόοδο, που θα διασφαλίσει ότι η χώρα μας δεν θα πτωχεύσει ποτέ ξανά, οι Έλληνες στην Ελλάδα πρέπει να ενστερνιστούμε ότι: (α) η εδραίωση της δημοκρατίας προϋποθέτει ως αναγκαία αλλά όχι επαρκή συνθήκη, την αποδοχή της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς, (β) η διατή­ρηση ενός κράτους τεράστιου, επαχθούς και αναποτελεσματικού, απομυζά κάθε ικμάδα της ελληνικής κοινωνίας, αποτελεί εστία διαφθοράς, και ζημιώνει πρωτίστως τις ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες που επαίρεται ότι προστατεύει, και (γ) για τον εκδημοκρατισμό της χώρας επιβάλλεται, το συντομώτερο δυνατό, το κράτος να αποσυρθεί πλήρως από τον έλεγχο της παιδείας και τα μέσα εξατομικευμένης και μαζικής ενημέρωση, γιατί στην δημοκρατία: αφ’ ενός μεν οι αρχές δεν νομιμοποιούνται να επηρεάζουν τις κοινωνικές, πολιτικές, επιστημονικές, και άλλες αντιλήψεις των πολιτών, αφ’ ετέρου δε όπου και σε όποιον βαθμό το κάνουν, κατά κανόνα υποσκάπτουν την ελευθερία και τη δημιουργικότητά τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε απώλειες ευημερίας και για τους ίδιους και για την χώρα τους.
* Ομότιμου Καθηγητή στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Βιβλιογραφία
Αριστοτέλης, Πολιτικά, Αθήνα: Πάπυρος, 1939.
Κίνηση Πολιτών για μια Ανοικτή Κοινωνία (2011) Πολυνομία, Κακονομία, Ανομίαwww.kinisipoliton.gr.
Λυσίας, Λόγοι,τομ. Α, Β, Αθήνα: Πάπυρος, 1939.
Μπήτρος, Γ. Κ, Καραγιάννης, Α. Δ. (2011α) Δημιουργική Κρίση σε Οικονομία και Δημοκρατία με παράδειγμα τη Σύγχρονη Ελλάδα, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήσης.
Παπανικολάου, Ι. (2013) «Αναγκαίες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης,» Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Ομιλία, 30/2/2013.
Τσάτσος, Κ. (1965) Πολιτική: Θεωρία Πολιτικής Δεοντολογίας, Αθήνα: χωρίς εκδ. οίκο.
Rousseau, J. J. (1758) Discourse on Political Economy, στοJ.J. Rousseau The Social Contract and Discourses, London: J. M. Dent & Sons, 1973.
[1] Για μια πρώτη προσέγγιση στις σχετικές λεπτομέρειες, ο αναγνώστης παραπέμπεται στο βιβλίο των Μπήτρος, Καραγιάννης (2011).
[2] Η επιλογή των μελών αυτής της βουλής με κλήρωση είναι εξαιρετικά κρίσιμη για πολλούς τεχνικούς και ουσιαστικούς λόγους. Ένας θεμελιώδης είναι ότι εξισορροπεί την επιρροή των κομμάτων επί της νομοθετικής λειτουργίας.
[3] Ας μην ξεχνούμε ότι η φορολόγηση του κεφαλαίου αποτελεί διπλή φορολογία, ήτοι μια φορολογία στο εισόδημα και μια στις αποταμιεύσεις.
[4] Βλ. τη σχετική ιστοσελίδα www.kinisipoliton.gr.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου