Τετάρτη 15 Ιουλίου 2015

Η πορεία της ΕΕ μέσω της σοβιετικής εμπειρίας.

Νέα Πολιτική

του Χρήστου Ζιώγα*
Αναμφίβολα ο τίτλος του παρόντος άρθρου πιθανόν να φαντάζει προκλητικός τόσο για τις πλειοψηφικές φιλελεύθερες φιλο-ευρωπαϊκές δυνάμεις, όσο και για τους θιασώτες της κομμουνιστικής ιδεολογίας και οπαδούς της πάλαι ποτέ κραταιής Σοβιετικής Ένωσης. Η παρούσα κρίση ενδεχομένως να έχει περιορίσει την αναφανδόν υποστήριξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης για σημαντικό ποσοστό πολιτών των κρατών – μελών, ιδίως αυτών που την βιώνουν εντονότερα, εξακολουθεί όμως να συνιστά μια εν εξελίξει κοινωνική και πολιτική διαδικασία με, ελάχιστες θεωρώ, πιθανότητες ιστορικής πραγμάτωσης.
Η αναφορά των δύο σημαντικότατων, με ορούς ιστορικής σπουδαιότητας, αξιώσεων αναμόρφωσης του διεθνούς συστήματος σε μια νέα βάση αποσκοπεί να αποτυπωθούν τυχόν ομοιότητες και διαφορές και ουχί να τις προσεγγίσουμε κατά τρόπο μεροληπτικό και ιδεολογικό. Η κατάρρευση της Σοβιετικής  Ένωσης σήμαινε και το τέλος της κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας, με όρους μιας ζώσας ιστορικής διαδικασίας, που επιδίωξε για περισσότερο από 70 έτη να αναμορφώσει την κοινωνία και το άτομο καθορίζοντας ανεπίστρεπτα την πορεία της ανθρωπότητας. Τα αιτία αποσύνθεσης του σοβιετικού κοσμοσυστήματος προσδιορίζονται σε εσωτερικά και εξωτερικά, είναι χιλιοειπωμένα αλλά δεν μας επιτρέπει η έκταση και η προβληματική του άρθρου να αναλυθούν εκτενώς. 

Φιλελεύθεροι και κομμουνιστές θεωρητικοί συναινούν για το ρόλο των υλικών δυνάμεων ως των κυρίαρχων διαμορφωτικών παραγόντων της ιστορίας προσπαθώντας αμφότεροι να τις προσδιορίσουν, να τις ερμηνεύσουν και ακολούθως να τις καθορίσουν. Η κομμουνιστική ιδεολογία ενώ επινοήθηκε στα γραφεία μεγαλοαστών διανοουμένων και εκκολάφθηκε στους εξαθλιωμένους εργάτες της εκβιομηχανισμένης Δύσης έλαβε, όμως, σάρκα και οστά, δια πυρός και σιδήρου και εν μέσω του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στην αγροτική και βιομηχανικά υστερούσα Ρωσσική Αυτοκρατορία. Εν αντιθέσει, το ευρωπαϊκό εγχείρημα εκκίνησε υπό τη γεωπολιτική θαλπωρή των ΗΠΑ ως συλλογική πράξη αυτοεπίγνωσης των φιλελεύθερων ευρωπαϊκών κρατών που έχοντας απολέσει τη σημαίνουσα θέση και ρόλο στο διεθνές σύστημα επιδίωξαν μέσω κοινών δράσεων, βασικά στον οικονομικό τομέα, να επιβραδύνουν και να ανακόψουν τη φθίνουσα πορεία τους. Το τέλος του σοσιαλιστικού γίγνεσθαι αναπόφευκτα διέκοψε και τις πιθανότητες ευόδωσης της κομμουνιστικής τελεολογίας ενισχύοντας και αναπτερώνοντας τις αντίστοιχες φιλελεύθερες εσχατολογίες, περί του τέλους της ιστορίας, που πρωτοειπώθηκαν ήδη από τον 18ο αιώνα.
Αναμφίβολα προέχουσα στόχευση και στις δύο περιπτώσεις ήταν η υπερκέραση του κράτους ως κύρια μορφή πολιτικής οργάνωσης και του έθνους ως κυρίαρχου φορέα του εν λόγω συλλογικού υποκειμένου. Τόσο η ιστορική εμπειρία της ΕΣΣΔ, όσο και τα 60 έτη ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης καταδεικνύουν πως το έθνος – κράτος ανθίστατο και εξακολουθεί να συνιστά την κεντρική μονάδα πολιτικής συγκρότησης. Η οικονομική αλληλεξάρτηση που υπήρχε στα πλαίσια της Σοβιετικής Ένωσης αλλά και γενικότερα ανάμεσα στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, δεν ήταν ικανή συνθήκη για να συγκρατήσει την πορεία  αποσάθρωσή τους. Η διαρκώς διευρυνόμενη οικονομική συνεργασία μεταξύ των κρατών – μελών της ΕΕ αναμφίβολα συνέτεινε στην επιτυχημένη, μέχρι πρόσφατα, εξέλιξη της ευρωπαϊκής ενοποίησης στο βαθμό που ο κοινός βηματισμός των χωρών στον οικονομικό τομέα ήταν αμοιβαία επωφελής. Η συγκαιρινή κρίση αποτυπώνει μια νέα και διαφορετική πραγματικότητα όπου τα κράτη – μέλη καλούνται να μοιραστούν της ζημίες που έχουν προκύψει στο «παγκοσμιοποιημένο» οικονομικό γίγνεσθαι λόγω των ενδογενών κρίσεων αλλά και της σταδιακής σμίκρυνσης του μεριδίου της ΕΕ στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η Ελλάδα τις τελευταίες ημέρες απέχει σημαντικά από το κοινοτικό μοντέλο και την πολυύμνητη αλληλεγγύη μεταξύ των εταίρων. Οι υλικές τάσεις στην παρούσα φάση μάλλον υποσκάπτουν την ευρωπαϊκή ιδέα.
Αναντίρρητα η ΕΕ συνιστά έναν μη ενοποιημένο πολιτικά αλλά προνομιακό χώρο τόσο για τις χώρες που την απαρτίζουν όσο και για τους πολίτες μεμονωμένα. Η Ένωση βασίζεται στο σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου και του σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων, αξίες που ήταν άγνωστες στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και εν πολλοίς η ανυπαρξία τους συνέβαλε στην αποδόμηση και τελική κατάρρευσή τους. Η πρακτική εφαρμογή του κομμουνισμού που ωθήθηκε εν τέλει στην απάνθρωπη βία και στην ολόπλευρη καταπίεση, ήτοι στον ολοκληρωτισμό, πραγματοποιήθηκε προκειμένου να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στη θεωρία και την πολιτική πρακτική. Το ζήτημα που ανακύπτει, επομένως, κατά την κρίσιμη περίσταση που διέρχεται η Κοινότητα είναι αν θα εξακολουθούν να υπηρετούνται οι εν λόγω αξίες προς όλα τα κράτη και τους πολίτες  ανεξαρτήτως των οικονομικών και πολιτικών συνθηκών. Το ερώτημα που αναφύεται, επομένως, είναι πώς θα γεφυρώσει η ΕΕ το διαμορφούμενο χάσμα μεταξύ θεωρίας και πράξης, που η τωρινή αναγκαιότητα επιτάσσει, στη δική της περίπτωση.   
Οι ιδεολογίες, όπως είναι γνωστό, εκπληρώνουν πολιτικές και ψυχολογικές λειτουργίες προσπαθώντας να καλύψουν το διάκενο μεταξύ θεωρίας και πράξης και το πνευματικό και ψυχικό βάρος σύμφωνα με το οποίο οι πεποιθήσεις των ανθρώπων πρέπει να είναι σύμφωνες με τις δράσεις τους. Το ατλαντικό στρατηγικό «θερμοκήπιο» και η ύπαρξη των ΗΠΑ ως ο κυρίαρχος πόλος της Δύσης και φορέας του φιλελευθερισμού καθιστούν τις επερχόμενες διεργασίες στην ΕΕ σημαντικές όχι όμως καθοριστικές. Εν αντιθέσει με τα προ τριών δεκαετιών τεκταινόμενα στην ΕΣΣΔ που, ως κέντρο του σοσιαλιστικού κόσμου, η πτώση της συμπαρέσυρε και τους περισσότερους συνοδοιπόρους της τερματίζοντας την προσπάθεια εγκαθίδρυσης μίας παγκόσμιας αταξικής κοινωνίας. Παρ’ όλα αυτά η κοινότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με τη δική της ιστορική πρόκληση στο βαθμό που οι πλουσιότερες χώρες επιδιώξουν να αλλάξουν την αντιηγεμονική φύση και λειτουργία της, επιζητώντας πιο αποτελεσματικές θεσμικές ρυθμίσεις και ούσες απρόθυμες να επιμεριστούν το οικονομικό κόστος διατήρησης της ΕΕ με τη σημερινή της μορφή. Σ’ αυτή την περίπτωση υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να παρουσιαστεί αναστροφή της ενοποιητικής διαδικασίας και οι συνθήκες στην ευρωπαϊκή Ήπειρο να «εκπέσουν» από το διακυβερνητικό ξανά στο διακρατικό πλαίσιο.

* Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου