Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

Με πατριωτισμό και κοινή λογική

Νέα Πολιτική


του Θαλή Καραγιαννόπουλου
Δίχως μια αντίληψη κοινών στόχων, που να διαπερνάει τις κοινωνικές τάξεις, δύσκολα μπορεί να υπάρξει η αίσθηση του ανήκειν, απαραίτητη για μια συντεταγμένη εθνική συλλογικότητα, που θέλει να συνεχίσει την πορεία της στον χρόνο. Ειδικά μέσα σε μια παρατεταμένη οικονομική και κοινωνική κρίση, η οποία καταλύει την κοινωνική συνοχή και απειλεί την ίδια την υπόσταση του Λαού και την συνέχιση της ύπαρξής του στον γεωγραφικό χώρο που του έχει απομείνει. Το έλλειμμα πατριωτισμού που ενδημεί, για διάφορους λόγους, σε μεγάλο τμήμα της Ελληνικής πολιτική τάξης, συνοδεύεται από μια έντονη τάση να αγνοείται η κοινή λογική.
Η απουσία πατριωτικού οράματος συναρτάται μοιραία με την έλλειψη ηγετών με αίσθηση αποστολής και θέληση για υπηρεσία, που να έχουν συλλάβει και θέσει τα κορυφαία ζητήματα του Ελληνισμού στην εποχή μας. Ενώπιον αυτού του κενού, με ουσιαστικά τμήματα της κρατικής κυριαρχίας παραδεδομένα στις μυλόπετρες του Ευρωπαϊκού δημοκρατικού ελλείμματος, ο καθένας από εμάς καλείται να αναπληρώσει το κενό αυτό, με την κοινωνία μας να έχει καταστεί αλυσσίδα μικρών ηγετών, διαχειριζόμενων επιτυχώς ή ανεπιτυχώς, υπό ασφυκτικές συχνά συνθήκες, τα προσωπικά και οικογενειακά αδιέξοδα, έχοντας απέναντί μας και όχι δίπλα μας το κράτος, που στην Ελλάδα των μνημονίων κατέστη απηνής διώκτης και φοροσυλλέκτης για λογαριασμό των «δανειστών».

Από την εποχή της υποθηκευμένης Ανεξαρτησίας, το κράτος, φέρον τα βάρη της οθωμανικής κληρονομιάς, των δανείων και της ξενοκρατίας, εθεωρείτο εν πολλοίς ως το όχημα της εδαφικής ολοκλήρωσης του Ελληνισμού, έστω και μερικής. Από τον Μεσοπόλεμο και μετά, σε καιρούς ειρήνης ζητούμενο ήταν ο εκσυγχρονισμός και η ένταξη σε συμμαχίες που θα εγγυώντο την ύπαρξη της οντότητας του Ελληνισμού, έστω και ακρωτηριασμένου. Παράλληλα με επώδυνες περιπέτειες, ερχόταν μία οικονομική ανάπτυξη και σχετική ευμάρεια, αποκτημένη έστω με στρεβλά εργαλεία, μαζί με την διεύρυνση των κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Αίφνης, μετά από υποτιθέμενη ανοδική πορεία μισού και πλέον αιώνα, αποδείχθηκε ότι η υλική ευμάρεια και η εντύπωσή μας για τον εαυτό μας και την χώρα αποτελούσε εν πολλοίς μια μαγική εικόνα, που τόσο εύκολα και χωρίς πολλές-πολλές αντιδράσεις θρυμματίστηκε.
Εξετάζοντας την πορεία του κράτους μας, τις καταβολές, τις εξαρτήσεις και τις αντιφάσεις του, διακρίνουμε την σκληρή πραγματικότητα: ότι αυτό επέτυχε τελικώς την σμίκρυνση του Ελληνισμού, το αποστέρησε από τις δημιουργικές του δυνάμεις, τον περιόρισε στα δικά του ηθικά και εδαφικά όρια.
Τώρα είναι πιο εύκολο στον καθένα να διαπιστώσει τις συνέπειες της ανεπάρκειας των ηγεσιών, την νοοτροπία που διαχύθηκε στην κοινωνία επί δεκαετίες. Επί πέντε χρόνια σταθήκαμε ανήμποροι και ανοχύρωτοι απέναντι στην κακοβουλία και την αρπακτικότητα των νέων αρχουσών τάξεων του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος και την αδυσώπητη Γερμανική ηγεσία.
Η αδυναμία στην οποία έχει περιέλθει ο Ελληνισμός ανασύρει αρνητικές μνήμες, δοκιμάζει τον λαό, συμβάλλει στην ανάδειξη ακραίων απόψεων, πράγμα που σίγουρα χαροποιεί τους εχθρούς και τους ανταγωνιστές μας.
Αν στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα βασικό ζητούμενο ήταν η λύτρωση των υποδούλων Ελλήνων, σήμερα ο Αγώνας εν πολλοίς έχει μεταφερθεί σε ένα εσωτερικό μέτωπο, με κύριο ζητούμενο την χάραξη νέας πορείας, την σύλληψη Οράματος και Σχεδίου για τον Ελληνισμό. Ο Αγώνας αυτός έχει ως πρωταρχική αποστολή την διαφύλαξη της Ελευθερίας, η οποία σήμερα βλέπουμε να απειλείται από άλλης μορφής ολοκληρωτισμό, αυτόν των αγορών και των κερδοσκόπων. Ένα ολοκληρωτισμό που απειλεί τα εθνικά, κοινωνικά και ατομικά μας δικαιώματα.
 Η μακρά ψευδαίσθηση της ειρήνης και της ευμάρειας διαιώνισαν την ανοχή απέναντι σε ένα κράτος με τεράστιες δομικές ανωμαλίες. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου, οφειλόμενη κυρίως στην διασπάθιση δανεικών με ταυτόχρονη παράλυση της παραγωγής, η δήθεν ισότιμη ένταξη σε διεθνείς οργανισμούς και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, απέδειξαν μέσα σε λίγα χρόνια το βάθος της αυταπάτης, στην οποίαν είχαμε βυθισθεί. Υπό ανάξιες, μικρές, ανακυκλούμενες, κληρονομικές και ελεγχόμενες- διαπλεκόμενες ηγεσίες, η αδυναμία του Ελληνισμού συνειδητοποιήθηκε ξαφνικά και βίαια.
Δύο ολόκληρες δεκαετίες πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, που έχει αποκαλύψει πρώτα την ηθική και πνευματική και κατόπιν την οικονομική χρεωκοπία μας, ο Παναγιώτης Κονδύλης αποκαλεί μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες όσους συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, που δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους. Οι ευρύτερες μάζες, καθοδηγούμενες από το ίδιο ένστικτο βραχυπρόθεσμης αυτοσυντήρησης, έχουν βρει την δική τους ψυχολογικά βολική λύση, περιβαλλόμενες γαλανόλευκα ράκη όποτε το καλεί η περίσταση, και, κατόπιν, με ήσυχη την συνείδηση, κλέβουν μέσα από την φοροδιαφυγή, την αισχροκέρδεια, τα «αυθαίρετα», ενώ η χαμηλή παραγωγικότητα έχει ως αποτέλεσμα την καταχρέωση και την πολιτική εξάρτηση του τόπου. Και καταλήγει ο Κονδύλης: Λαός και ηγεσία έχουν αποδυθεί στην συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας, αρκεί να μη πάρει κάποιος την άμεση ευθύνη γι’ αυτήν. Αυτά γράφτηκαν γύρω στα 1997, και η ακρίβειά τους, νομίζω, έχει επαληθευτεί με ιδιαίτερα επώδυνο τρόπο.
Οι πολιτικοί των μεγάλων κομμάτων της Μεταπολίτευσης, με ελάχιστες εξαιρέσεις, υπήρξαν ανεπαρκείς, κυρίως ηθικά. Το μηντιοκρατικό σύστημα των τελευταίων είκοσι πέντε ετών έχει επιδεινώσει στο μη περαιτέρω αυτήν την πραγματικότητα, αποστέλλοντας μηνύματα και πρότυπα εξαχρείωσης στην κοινωνία. Έτσι, μιλώντας γενικά, η πολιτική τάξη της χώρας θα μπορούσε να χωριστεί σε τρεις κατηγορίες προσώπων: τους συνεχιστές της παράδοσης του νεποτισμού της «κληρονομικής» μας δημοκρατίας. Τους χειροκροτητές- ταμίες των αρχηγών και των διαπλεκομένων φίλων τους, δημιουργήματα του κομματικού σωλήνα. Και τους «διάσημους» νοματαίους της τηλοψίας, της «τέχνης», της «δημοσιογραφίας» και της «μπάλλας».
Η υπογεννητικότητα, η δημογραφική υποχώρηση του Ελληνισμού, η δραματική γήρανση του πληθυσμού, η κατάρρευση της παιδείας, η ηθελημένη και σχεδιασμένη εσωτερική υποτίμηση και συρρίκνωση της οικονομίας με σκοπό την «απαλλοτρίωσή της» από ντόπιους και διεθνείς κερδοσκόπους και ολιγάρχες, συνθέτουν τραγικά αδιέξοδα, επαπειλούν κίνδυνο θανάσιμο. Ταυτόχρονα, καλοπληρωμένοι και ελεγχόμενοι κήρυκες της παγκοσμιοποίησης καταγγέλλουν και μειώνουν ως παρωχημένες τις αξίες του πατριωτισμού και της παράδοσης. Αυτά, βέβαια, μόνον εις βάρος του Ελληνισμού. Τα δύο μέτρα και σταθμά υπηρετούνται από αυτούς τους κύκλους, καθώς τόσο στους λιγώτερο ανεπτυγμένους και πεπαιδευμένους λαούς της γειτονιάς μας, όσο και στην Ευρώπη και στην Αμερική, χώρες μεγάλες και μικρές σέβονται την ιστορία, τον εθνισμό και την σημαία τους.
Η έννοια του Ελληνισμού είναι, ως γνωστόν, σύμφυτη με τον οικουμενισμό (όρος που αντιπροτείνεται βάσει της παράδοσής μας στον διεθνισμό) και αντίκειται εξ ορισμού προς την έννοια του εθνικισμού και τις πρακτικές προσώπων και ομάδων, που σήμερα –μπρος στα αδιέξοδα και τα κοινωνικά συντρίμμια της κρίσης, εκμεταλλευόμενες την απουσία ικανής και εμπνευσμένης, πατριωτικής ηγεσίας -επιδιώκουν να κοντύνουν τον Ελληνισμό στα δικά τους μέτρα. Ο Ελληνισμός, άρρηκτα συνδεδεμένος με την Ελευθερία, σήμερα απειλείται όπως κι αυτή η ίδια από δεσμά πιο επιτήδεια και λιγώτερο ίσως εμφανή απ’ ό,τι σε παλαιότερες εποχές. Η έκλειψη της κοινωνικής δικαιοσύνης, σε συνδυασμό με την απομείωση της εθνικής κυριαρχίας, δημιουργούν, αν συνεχιστούν, ρήγματα στην κοινωνική συνοχή και στην προοπτική του Ελληνισμού. Η οικονομίστικη λαγνεία των αριθμών, περιβεβλημένη με ελάχιστα πειστικό τεχνοκρατισμό, και η ουσιαστική υποταγή χωρίς διαπραγμάτευση, αποτελούν κίνδυνο για την Ελευθερία των Ελλήνων, όπως και άλλων λαών.
Ο Θεοδόσιος Τάσιος, σε μια επιφυλλίδα του της 11-4-2010, μας προέτρεπε να αντιπαραθέσουμε το ζωογόνο «Εσύ, εκεί και ύστερα» στο ζωώδες «εγώ, εδώ και τώρα». Και συνέχιζε: «Αν ένα τέτοιο όραμα δεν μας γεμίζει, τότε να φωνάξουμε το Δ.Ν.Τ. Ξέρει αυτό πως θα μας ‘γεμίσει’ εθνική ανεξαρτησία και υπερηφάνεια».
Όπερ και εγένετο, και νομίζω ότι δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμός.
Σήμερα, που τα πράγματα έχουν φτάσει στο «και πέντε», η μόνη απάντηση στην κρίση είναι η ανασύνταξη και η αντιμετώπισή της ως ευκαιρία. Πρέπει να επιδιωχθούν συναινέσεις μέσα από ευρύ διάλογο και να χαραχθούν και εφαρμοσθούν τομές αναγκαίες όχι για τον καλλωπισμό, την συντήρηση και την συνέχιση της πτωτικής πορείας, αλλά για την οχύρωση και τον εξοπλισμό της εθνικής μας οντότητας. Στον περιορισμένο χώρο αυτού του άρθρου, αρκούμαστε να θίξουμε συνοπτικά τους τομείς προτεραιότητος, χωρίς η σειρά αναφοράς τους να είναι κατά τάξη σημασίας.
-Έλεγχος και οριοθέτηση των εξουσιών του πανίσχυρου και ουσιαστικά ανεξέλεγκτου πρωθυπουργού, με ενδυνάμωση της νομοθετικής εξουσίας και εισαγωγή στοιχείων προεδρικής δημοκρατίας, σε συνάρτηση με την άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.
-Ριζική επανατοποθέτηση των ζητημάτων της παιδείας και του πολιτισμού, που αποτελούν, μαζί με την γεωγραφική θέση και το ασύγκριτο Ελληνικό τοπίο, τα μεγάλα πλεονεκτήματα του Ελληνισμού.
-Πάταξη της θεσμοθετημένης παραπαιδείας, κατάργηση της «παπαγαλίας» και ριζική αλλαγή του τρόπου εισαγωγής στα πανεπιστήμια της χώρας, με παράλληλη αναδιοργάνωση των ανωτάτων ιδρυμάτων, σύνδεση με την έρευνα και την παραγωγή και αξιολόγηση των διδασκόντων.
-Να τεθούν δημοκρατικοί και διαφανείς κανόνες του παιχνιδιού όσον αφορά την αδειοδότηση και την λειτουργία των ΜΜΕ, ιδίως των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών. Οι συχνότητες είναι δημόσιο αγαθό, όπως και το δικαίωμα της αντικειμενικής και έγκυρης ενημέρωσης. Τα ΜΜΕ πρέπει να επιτελούν δημόσια αποστολή και οι όροι λειτουργίας τους, και πρώτα από όλα η αδειοδότησή τους και ο έλεγχος του προγράμματός τους, αποτελούν πεδίο δημόσιου ενδιαφέροντος. Το δημόσιο πρέπει να εισπράττει έσοδα για την χρήση των συχνοτήτων. Επ’ ουδενί δεν πρέπει να συνεχισθεί η ασυδοσία, η υποβάθμιση, η υποτίμηση της νοημοσύνης και η εκπομπή χαυνωτικού ή αντικοινωνικού προγράμματος. Τέλος, δεν θα πρέπει να γίνεται ανεκτή η λειτουργία τους εις βάρος του φορολογουμένου, μέσω τεράστιων οφειλών ιδιωτικών και προς ασφαλιστικά ταμεία και δημόσιο. Το φιάσκο της ηθελημένης ανοχής μέσω ρυθμίσεων τύπου «βασικού μετόχου» δεν πρέπει να επαναληφθεί.
-Λήψη κατεπειγόντων μέτρων για την προστασία της οικογένειας και την αντιμετώπιση του δημογραφικού. Ενδεχομένως η στράτευση των γυναικών θα μπορούσε να συναρτηθεί με το ζήτημα.
-Είναι κατεπείγουσα η επεξεργασία και εφαρμογή – για πρώτη φορά – μιας μεταναστευτικής πολιτικής, που θα ισορροπεί ανάμεσα στις ανθρωπιστικές αρχές, το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο και το εθνικό συμφέρον. Δεν θα πρέπει να θεωρείται η μετανάστευση ως «εύκολη» απάντηση στο δημογραφικό πρόβλημα. Εννοείται ότι θα πρέπει να αναθεωρηθούν ή και να καταγγελθούν εν ανάγκη οι συμφωνίες του Δουβλίνου, ενώ υπάρχουν τρόποι ώστε να χορηγηθούν, σε εύλογο διάστημα, στους παράνομους μετανάστες (που είναι η συντριπτική πλειοψηφία των ευρισκομένων στην Ελλάδα) έγγραφα επαναπατρισμού ή ελεύθερης μεταβάσεώς τους στις χώρες στις οποίες οι ίδιοι επιθυμούν. Υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι υπάρχει η βούληση για τα παραπάνω…
-Η υπονόμευση του πολιτεύματος με νομοθέτηση μέσω πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, καθώς και κάθε άλλη παρόμοια πρακτική, θα πρέπει να εκλείψει.
-Απέναντι στην προτεινόμενη από πολλούς μείωση του αριθμού των βουλευτών, εκτιμούμε ότι θα πρέπει να τεθεί το όλο ζήτημα της λαϊκής και εθνικής αντιπροσώπευσης σε τελείως διαφορετική βάση. Η εισαγωγή στοιχείων άμεσης δημοκρατίας (πέραν του δημοψηφίσματος) αποτελεί αίτημα των καιρών, καθώς θα τονώσει το κοινωνικό ενδιαφέρον για την πρακτική άσκηση της πολιτικής. Η ύπαρξη δύο νομοθετικών σωμάτων θα ανταποκρινόταν στο αίτημα ανανέωσης και συμμετοχής. Μια βουλή-εθνοσυνέλευση με μεγάλο αριθμό εκπροσώπων (κάποιες εκατοντάδες μέχρι λίγες χιλιάδες), που θα λειτουργεί παράλληλα με μια ολιγάριθμη άνω βουλή- γερουσία, σε συνδυασμό με την αναβάθμιση του θεσμού του προέδρου της Δημοκρατίας, θα μπορούσε να αποτελέσει απάντηση στο αίτημα ευρύτερης δημοκρατικής νομιμοποίησης της νομοθετικής–πολιτικής εξουσίας. Θα ενέπλεκε περισσότερους πολίτες στην δημοκρατική λειτουργία και θα προσήλκυε αξιόλογα πρόσωπα όλων των επαγγελματικών, κοινωνικών και μορφωτικών τάξεων, τα οποία σήμερα είναι αποκλεισμένα από ένα κλειστό και ελεγχόμενο σύστημα εξουσίας, κύριο μέλημα του οποίου είναι η διαιώνισή του, η διαπλοκή και η κάρπωση προνομίων. Ο χωρισμός σε επιτροπές και ο δημιουργικός διάλογος θα αναδείκνυε ιδέες και λύσεις στα προβλήματα του Ελληνισμού, περιλαμβανομένων και των αποδήμων. Εννοείται ότι τα μέλη των νομοθετικών σωμάτων δεν θα είχαν τα μισθολογικά και άλλα προνόμια που θα καθιστούσαν δαπανηρό και δυσλειτουργικό το σύστημα.
-Ζητήματα όπως η ευθύνη υπουργών και η βουλευτική ασυλία για αδικήματα που δεν αφορούν την καλόπιστη άσκηση πολιτικής και την ελεύθερη γνώμη και συνείδηση, κατάλοιπα παλαιών εποχών και παρωχημένων πλέον αναγκών, δεν έχουν καμμία θέση στην σημερινή πραγματικότητα. Οι πολιτικοί πρέπει να λογοδοτούν στον φυσικό τους δικαστή όπως και ο τελευταίος πολίτης, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, που θα αποτελούσαν αρμοδιότητα ειδικών δικαστικών σωμάτων.
-Απαιτείται ταχύτατη αποκατάσταση της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας, αναδιοργάνωσή της και επιτάχυνση της απονομής της, ιδιαίτερα στις διοικητικές-φορολογικές υποθέσεις. Αναδιοργάνωση στην οποία θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν ad hoc νομικοί με την αναγκαία κατάρτιση, που δεν θα είναι απαραίτητα ισόβιοι-μόνιμοι δικαστές.
-Η καλλιέργεια φορολογικής συνείδησης απαιτεί δίκαιο και σταθερό φορολογικό σύστημα, που να εμπνέει την εμπιστοσύνη των πολιτών.%AE/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου