Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

ΚΡΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΚΑΙ Η ΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (ΜΕΡΟΣ Γ')


Η ΕΝΩΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 

ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1906 - 1908

Εσωτερικές Πολιτικές Εξελίξεις

Οι συνεχείς επαναστάσεις των Κρητών και ο αιματηρός τους αγώνας για ένωση με την Ελλάδα δικαιώθηκαν εν μέρει το 1898, όταν οι προστάτιδες δυνάμεις (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία, Ιταλία) προχώρησαν σε Σολομώντειο λύση του κρητικού προβλήματος. Αφενός, η Κρήτη θα παρέμενε υπό Οθωμανική κυριαρχία, αφετέρου όμως θα τη διοικούσε ως αρμοστής ένας Έλληνας πρίγκιπας, ο δευτερότοκος γιος του βασιλέα Γεωργίου Α', ο οποίος ονομαζόταν επίσης Γεώργιος. Η περίοδος της αρμοστείας του Γεωργίου σημαδεύτηκε από την επανάσταση του Θερίσου το 1905, η οποία οδήγησε στην αντικατάσταση του πρίγκιπα Γεωργίου από τον έμπειρο Αχαιό πολιτικό Αλέξανδρο Ζαΐμη, το 1906...


Η αυταρχική διοίκηση του πρίγκιπα και η στάση του στο ζήτημα της ένωσης με την Ελλάδα προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια μεγάλου τμήματος της Κρητικής κοινής γνώμης, μία δυσαρέσκεια που εκφράστηκε πολιτικά μέσα από την Ηνωμένη Αντιπολίτευση, ένα πολιτικό μόρφωμα που δημιούργησαν οι αντίπαλοι της πολιτικής του. Επικεφαλής της κίνησης αυτής τέθηκαν οι Ελευθέριος Βενιζέλος, Κωνσταντίνος Μάνος και Κωνσταντίνος Φούμης. Η αδιαλλαξία του πρίγκιπα οδήγησε στην επανάσταση του Θερίσου και στην αντικατάστασή του, όχι όμως και στην ένωση με την Ελλάδα, όπως αρχικά επεδίωξαν οι επαναστάτες.

Η ηγεσία της αντιπολίτευσης είχε καταστήσει σαφές, με ψήφισμα που εκδόθηκε λίγο πριν από την επανάσταση, ότι αποσκοπεί πρωτίστως στην ένωση με την Ελλάδα. Δεν είναι τυχαίο ότι το σύνθημα «ΕΝΩΣΙΣ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ» κυριάρχησε αρχικά. Σταδιακά, όμως, οι επαναστάτες αναγκάστηκαν να τηρήσουν πιο διαλλακτική στάση και απέσυραν προσωρινά το αίτημα για ένωση. Όταν έληξε η επανάσταση και ο πρίγκιπας Γεώργιος αναχώρησε από το νησί, άνοιξε μία νέα περίοδος εξελίξεων. Η ανάληψη των καθηκόντων του αρμοστή από τον Ζαΐμη βελτίωσε σημαντικά την κατάσταση σε τομείς όπως η οικονομία.

Σημαντικό βήμα προς την ένωση αποτέλεσε η δημιουργία Πολιτοφυλακής, διότι άνοιξε δρόμος για την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από το νησί. Πριν από τη δημιουργία της Πολιτοφυλακής το 1907, τα ξένα στρατεύματα αποτελούσαν τον εγγυητή της ηρεμίας και της ειρηνικής συνύπαρξης Ελλήνων Κρητών και Τουρκοκρητικών. Σαφώς η σταδιακή αποχώρησή τους (1908 - 1909) έδινε μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων στο ζήτημα της ένωσης με την Ελλάδα. Αυτός ήταν ο διακαής πόθος της συντριπτικής πλειοψηφίας των Κρητών, αλλά μέχρι το 1908 ο πόθος αυτός παρέμενε ανεκπλήρωτος.

Η επιστροφή στην πολιτική ομαλότητα με το τέλος της Επανάστασης του Θερίσου δεν ήταν απρόσκοπτη. Η καταγραφή των πολιτικών συσχετισμών έγινε με τις εκλογικές αναμετρήσεις, πρώτα τις δημοτικές και στη συνέχεια τις βουλευτικές. Ο Πρίγκιπας Γεώργιος εξακολουθούσε να ηγείται της μιας πολιτικής μερίδας αλλά το διεθνές κύρος του είχε σημαντικά τρωθεί.

Α. Εκλογές του 1906

Η διεξαγωγή των εκλογών του 1906 σήμανε την επιστροφή στην πολιτική νομιμότητα. Ιδιαίτερη εγγύηση γι’ αυτό αποτελούσε η συμφωνία της Αγίας Μονής, σύμφωνα με την οποία οι εκλογές αυτές θα διεξάγονταν υπό την επίβλεψη των Δυνάμεων. Κατά τις συζητήσεις για τη συγκρότηση μιας Κυβέρνησης από πρόσωπα κοινής εμπιστοσύνης εν όψει των εκλογών στα τέλη Φεβρουαρίου 1906, ο Πρίγκιπας Γεώργιος απέρριψε κάθε προσπάθεια συνεννόησης με την αντιπολίτευση. Στις συνεννοήσεις αναμείχθηκε ακόμη και η Διεθνής Εξεταστική Επιτροπή, κατά παρέκκλιση από τις αρμοδιότητές της. Οι επαναστάτες πήραν και αυτοί μέρος στις εκλογές επιστρέφοντας στην πολιτική νομιμότητα.

Οι δημοτικές εκλογές έγιναν τον Ιανουάριο και κατέγραψαν επικράτηση των αρμοστειακών στους περισσότερους δήμους και των αντιπολιτευόμενων στους μεγάλους δήμους του νησιού. Οι γενικές εκλογές έγιναν τον Μάιο και εμφάνισαν επικράτηση των αρμοστειακών. Στη συνέλευση η αρμοστειακή μερίδα εξασφάλισε 78 έδρες, ενώ η σύμπραξη των αντιπολιτευόμενων κομμάτων 36. Η αρμοστειακή παράταξη εμφανίστηκε ισχυρότερη στην ύπαιθρο, ενώ η φιλελεύθερη παράταξη πλειοψηφούσε στις αστικές περιοχές. Ηκυβερνητική πλειοψηφία επιδίωκε να μεταφέρει την έδρα της Συνέλευσης από τα Χανιά στο Ηράκλειο και αρνιόταν να τη συγκαλέσει πριν από την εξαγγελία των ευρωπαϊκών αποφάσεων για τις μεταρρυθμίσεις.

Η φιλελεύθερη παράταξη αντίθετα επέμενε να συγκληθεί η συνέλευση στην έδρα της Κυβέρνησης στα Χανιά και να μη περιμένει τις ευρωπαϊκές εξαγγελίες της 10 / 23 Ιουλίου αλλά να λειτουργήσει ως πίεση προς την Ευρώπη. Τελικά μετά από ελληνική και ευρωπαϊκή πίεση η Συνέλευση συγκλήθηκε στα Χανιά στις 30 Ιουνίου / 13 Ιουλίου, εξέδωσε ενωτικό ψήφισμα και διέκοψε τις εργασίες της μέχρι την εξαγγελία των ευρωπαϊκών αποφάσεων στις 10 / 23 Ιουλίου.

Β. Η Θέση του Πρίγκιπα Γεωργίου

Το κύρος του Γεωργίου είχε ουσιαστικά μειωθεί κατά τη διάρκεια του κινήματος του Θερίσου, καθώς οι πολιτικοί χειρισμοί είχαν περιέλθει στην αρμοδιότητα των Προξένων. Αλλά και μετά το τέλος της επαναστατικής περιόδου και την επιστροφή των επαναστατών στη νομιμότητα από το Νοέμβριο του 1905, ο Αρμοστής, κατά παράβαση του συνταγματικού του ρόλου, συνέχισε να φέρεται ως αρχηγός πολιτικής παράταξης, επιδίωξε μάλιστα την οριστική συντριβή του αντιπάλου του. Οι προσπάθειες των Προξένων να συστήσουν στον Γεώργιο διαλλακτικότητα απέναντι στους επαναστάτες δεν είχαν αποτέλεσμα.

Η συμπεριφορά του είχε πλέον απογοητεύσει και αποξενώσει τους φυσικούς του συμμάχους ως εγγυητές της διεθνούς νομιμότητας, δηλαδή τους Προξένους των Δυνάμεων στα Χανιά. Η Διεθνής Εξεταστική Επιτροπή, και ειδικά ο πρόεδρός της Edward Fitzgerald Law, αποκρυστάλλωσαν την εντύπωση ότι ο Γεώργιος αποτελούσε εμπόδιο στη συνδιαλλαγή. Οποιοδήποτε μέτρο και αν πρότεινε η επιτροπή θα προσέκρουε στην πριγκιπική αδιαλλαξία. Η εντύπωση αυτή καθιστούσε πλέον την παραμονή του στο νησί προβληματική. Την άποψη αυτή άρχισε να συμμερίζεται και ο Έλληνας Πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης.

Γ. Οι Απόψεις του Βενιζέλου

Μετά τη λήξη της Επανάστασης ο Βενιζέλος επανήλθε ανεπιφύλακτα στη συνταγματική νομιμότητα. Επαναλειτούργησε μάλιστα το δικηγορικό του γραφείο, το οποίο έκλεισε οριστικά το 1909, όταν αποφάσισε να κατέβει στον ευρύτερο πολιτικό στίβο της Ελλάδας.Ο Βενιζέλος έλαβε μέρος στις γενικές εκλογές και στη Συνέλευση που προήλθε από αυτές ως αρχηγός της μειοψηφίας. Η πρώτη πράξη αυτής της Συνέλευσης, στη πρώτη της συνεδρία της 13 Ιουλίου 1906 ήταν ένα γενικό ενωτικό ψήφισμα. Ακολούθησε στις 23 και 24 Ιουλίου η κοινοποίηση των Ευρωπαϊκών αποφάσεων για τις μεταρρυθμίσεις.

Αντίθετα από την παράταξη του Πρίγκιπα, και παρά το ενωτικό ψήφισμα, ο Βενιζέλος δέχθηκε αυτές τις αποφάσεις των Δυνάμεων με θετικά αισθήματα. Αν και η Ένωση παρέμενε ο τελικός στόχος της πολιτικής του, αναγνώριζε στη νέα διακήρυξη των Δυνάμεων την ευκαιρία για περαιτέρω προώθηση της πολιτικής του «κυρίως δια της διακηρύξεως ότι μετά την λυσιτελή οργάνωσιν της πολιτοφυλακής θ’ αποσυρθώσι τα διεθνή στρατεύματα». Ένα άλλο σημείο που επισήμανε ο Βενιζέλος ήταν η σημασία της πολιτειακής αλλαγής: καταλύθηκε ο αρμοστειακός δεσποτισμός και αποφασίστηκε ότι ο τόπος έπρεπε να κυβερνηθεί από υπεύθυνη Κυβέρνηση.

Πρότεινε λοιπόν στους πληρεξούσιους της Συνέλευσης να αποδεχθούν παρά τις επιφυλάξεις τους την πρόταση των Δυνάμεων «και να προχωρήσει η Συνέλευσις εις τα τακτικά αυτής έργα, εισάγουσα το Ελληνικόν Σύνταγμα». Ο πολιτικός στόχος αυτής της πρότασης ήταν η εισαγωγή φιλελεύθερου κοινοβουλευτικού πολιτεύματος στην Κρήτη. Ο θεσμικός του στόχος ήταν να επιδιωχθεί μέσω αυτής της λύσης ένα ακόμη βήμα προς την ένωση.Θεωρούσε ωστόσο καίριο και το ζήτημα της επιλογής του ανωτάτου άρχοντα του νησιού.

Όπως δήλωσε στον Θεοτόκη, η Συνέλευση θα ήταν διατεθειμένη να δεχθεί ως αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας μόνο επιφανή Έλληνα πολιτικό. Ας σημειωθεί ότι από την αρχή της επαναστατικής του κίνησης ο Βενιζέλος είχε υποδείξει κάποιον Έλληνα πολιτικό, τον Στέφανο Δραγούμη ή τον Αλέξανδρο Ζαΐμη ως αντικαταστάτη του Πρίγκιπα Γεωργίου. Η επιλογή του Ζαΐμη στις 1 / 14 Αυγούστου 1906 ικανοποιούσε πλήρως τις προσδοκίες του.

Δ. Η Αναθεώρηση του Συντάγματος

Η συνταγματική αναθεώρηση του 1906 - 1907 έφερε σε μεγάλο βαθμό τη σφραγίδα της πολιτικής σκέψης του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της εφαρμογής του το Σύνταγμα του 1899 είχε παρουσιάσει δυσλειτουργίες, κυρίως όσον αφορούσε τις ασάφειες σχετικά με τις αρμοδιότητες του ανώτατου άρχοντα. Η πολιτική κρίση που είχε ξεσπάσει το 1901 γύρω από το εθνικό θέμα αποκάλυψε τις δυσλειτουργίες αυτές. Μέλος και της επιτροπής που είχε συντάξει το πρώτο Σύνταγμα, γνώριζε πολύ καλά τις αδυναμίες του και τον τρόπο θεραπείας τους. Ο Βενιζέλος, παρότι συμμεριζόταν την γενικά αποδεκτή άποψη ότι το πολίτευμα της Κρήτης είχε προσωρινό χαρακτήρα, πίστευε ότι έπρεπε να γίνει πιο λειτουργικό και πιο δημοκρατικό.

Η κρίση του Θερίσου αποτελούσε γι' αυτόν την κατάλληλη ευκαιρία, καθώς και η έκθεση της Διεθνούς Επιτροπής στα τέλη Μαρτίου 1906 και η απόφαση της 10/23 Ιουλίου κατέληγαν σε αυτό το συμπέρασμα. Η ανάκληση του Πρίγκιπα Γεωργίου που αντιδρούσε ομαλοποίησε τη διαδικασία. Η Β’ συντακτική Συνέλευση όρισε εικοσαμελή επιτροπή για την εκπόνηση του σχεδίου των αναθεωρητέων διατάξεων και, στις 26 Νοεμβρίου 1906 ψήφισε το τελικό κείμενο το οποίο κυρώθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1907. Αντίθετα από ότι συνέβη με το Σύνταγμα του 1899, το κείμενο δεν υπεβλήθη στις Προστάτιδες Δυνάμεις για έγκριση.

Οι συντάκτες του κειμένου, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, τόνιζαν ότι το νέο Σύνταγμα είχε ως πρότυπο το Σύνταγμα του Βασιλείου της Ελλάδος, το Σύνταγμα δηλαδή του 1864. Ωστόσο διαπνέεται πολύ περισσότερο από εκείνο από σύγχρονες πολιτικές και κοινωνικές αρχές που εισήχθησαν στην Ελλάδα με τη συνταγματική αναθεώρηση του 1911. Και εκείνο το Σύνταγμα έφερε τη σφραγίδα της πολιτικής σκέψης του Ελευθερίου Βενιζέλου, ιδίως ως προς την εισαγωγή της αρχής του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Βασικά χαρακτηριστικά του ήσαν:
  • Η διεύρυνση των εγγυήσεων προσωπικής ελευθερίας και η ενίσχυση της ελευθεροτυπίας. 
  • Η καθιέρωση ετήσιας συνόδου της Βουλής και δυνατότητα επαναψήφισης νομοσχεδίου που έχει απορρίψει ο Ύπατος Αρμοστής. 
  • Ο καθορισμός των εξουσιών του Ύπατου Αρμοστή, ο οποίος «δεν έχει άλλας εξουσίας ει μη όσας τω απονέμουσι ρητώς το Σύνταγμα και οι συνάδοντες προς αυτό ιδιαίτεροι νόμοι». 
  • Η θέσπιση αιρετών νομαρχιακών συμβουλίων. 
  • Η συνταγματική κατοχύρωση των μουσουλμανικών δημογεροντιών με αρμοδιότητα για τα θρησκευτικά ιδρύματα, τα μουσουλμανικά σχολεία, η επιτροπεία ανηλίκων και η απαλλοτρίωση βακουφικών κτημάτων. 
  • Η κατοχύρωση της αυτοδιοίκησης της δικαιοσύνης. 

Παρά την αρτιότητά του, το Σύνταγμα του 1907 έφερε και αυτό συνειδητά το χαρακτήρα της προσωρινότητας. Χαρακτηριστικά το άρθρο 119 ορίζει ότι "Όταν παραστή η ώρα να ερωτηθή ο Κρητικός Λαός περί της τελικής αυτού αποκαταστάσεως, εάν μεν υπάρχη εκλελεγμένη Βουλή θέλει πράξη τούτο αυτή, εάν δε μη θα συγκαλήται προς τούτο η προηγηθείσα". Αλλά ο κρητικός λαός κατέλυσε το Σύνταγμα αυτό πριν από την "τελική αποκατάσταση". Ήδη με το ψήφισμα της 24 Σεπτεμβρίου 1908, ο κρητικός λαός κατέλυσε το Σύνταγμα του 1907 και το πολιτειακό καθεστώς, υιοθέτησε το Σύνταγμα της Ελλάδος, ενώ το νησί κυβερνήθηκε προσωρινά από Εκτελεστική Επιτροπή στο όνομα του Βασιλιά των Ελλήνων.

Ε. Οι Πολιτικές Αρχές του Βενιζέλου

Σε μνημειώδη αγόρευσή του στη Συνέλευση στις 10 Νοεμβρίου 1906 ο Βενιζέλος εξέθεσε με τον πιο γλαφυρό και σαφή τρόπο τις πολιτικές του αρχές και κυρίως τις απόψεις του για τη θέση του ανώτατου άρχοντα, για την ανάγκη η Κυβέρνηση την οποία διορίζει να έχει διαθέτει την εμπιστοσύνη της λαϊκής αντιπροσωπείας και εν γένει για την ανάγκη της λειτουργίας ενός συστήματος ελέγχου και ισορροπιών στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα. Συνειδητά εξέθεσε τον εαυτό του ενώπιον των πολιτών:

''Εγώ από του βήματος τούτου κάμνω ομολογίαν πολιτικής πίστεως, ίνα έχητε το δικαίωμα να μου είπητε αυτά μας είπες τότε. Τώρα πώς θέλεις να μας εφαρμόσης κατ’ αυτόν τον τρόπον το Πολίτευμα; Υπό το νέον πολίτευμα, το οποίον και άνευ αναγραφής ειδικής περί τούτου διατάξεως καθιεροί την κυριαρχίαν του λαού και την εκπόρευσιν όλων των εξουσιών παρ’ αυτού, ο Ύπατος Αρμοστής δεν θα διανοηθή βεβαίως ποτέ, αν γίνωνται προς αυτόν παραστάσεις κατ’ ενάσκησιν του δικαιώματος του αναφέρεσθαι, να είπη προς τους αναφερομένους ότι καταπατεί το Σύνταγμα, διότι έτσι το θέλει.

Υπό το νέον πολίτευμα ο Ύπατος Αρμοστής δεν θα διανοηθή βεβαίως ποτέ να γείνη ηγέτης πολιτικού κόμματος και προσωπικός ανταγωνιστής άλλου κόμματος.Υπό το νέον πολίτευμα ο Ύπατος Αρμοστής δεν θα διανοηθή ποτέ να θεωρήση εαυτόν ανώτερον των Νόμων και στραγγαλιστήν αυτών, αλλά θα αντιλαμβάνηται ότι είναι υπηρέτης των νόμων.Τον θέλομεν προασπιστήν της προσωπικής ελευθερίας των πολιτών κατά των υπερβασιών και των καταχρήσεων των αρχών.Τον θέλομεν προστάτην της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων.Η δράσις αύτη του Υπάτου Αρμοστού συμβιβάζεται άριστα προς την ελευθερίαν της δράσεως των πολιτικών κομμάτων.

Η ελευθερία των πολιτικών κομμάτων είναι σχεδόν απεριόριστος εν τη θέσει των Νόμων, διότι με όλην την διαφύλαξιν του δικαιώματος της αρνησικυρίας υπέρ του Υπάτου Αρμοστού δεν δύναται εν ορθώς λειτουργούντι κοινοβουλευτικώ πολιτεύματι να αρνηθή ακινδύνως ο Αρμοστής την κύρωσιν νόμου, εκπορευομένου εκ της λαϊκής θελήσεως και συμφώνως προς το Σύνταγμα. Τα πολιτικά λοιπόν κόμματα έχουσι την ελευθερίαν της κινήσεώς των εν τη συγγραφή των Νόμων, ως επίσης έχουσι την αυτήν ελευθερίαν και να εκτελέσωσι τον άπαξ τεθέντα νόμον".

Για τον Βενιζέλο εγγύηση της λειτουργίας του πολιτεύματος αποτελούν η οργάνωση της δημόσιας διοίκησης από μονίμους υπαλλήλους, η διοικητική αποκέντρωση με τη σύσταση αιρετών νομαρχιακών συμβουλίων, η οργάνωση των πολιτικών κομμάτων και η άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας από Κυβέρνηση προερχόμενη από οργανωμένα κόμματα.

ΣΤ. Εκτελεστική Εξουσία και Οργάνωση της Πολιτοφυλακής

Σύμφωνα με το άρθρο 26 του νέου Συντάγματος, την εκτελεστική εξουσία ασκούσε ο Ύπατος Αρμοστής δια των Συμβούλων, τεσσάρων τον αριθμό, τους οποίους όριζε εκείνος. Αρχικά λειτουργούσαν ως ανεξάρτητοι σύμβουλοι του Αρμοστή και όχι ως συλλογικό όργανο, ο δε ρόλος του Προέδρου της Κυβέρνησης δεν προβλεπόταν από το Σύνταγμα. Μόνο αφού διαπιστώθηκε ότι η ρύθμιση αυτή υπονόμευε την συνοχή της Κυβέρνησης ψηφίστηκε νόμος που όριζε ότι η ολομέλεια των Συμβούλων αποτελούσε το Συμβούλιο του Υπάτου Αρμοστή και ότι ο Πρόεδρος του Συμβουλίου διοριζόταν από τον Αρμοστή.

Η διακοίνωση των Δυνάμεων της 10 / 23 Ιουλίου 1906 προέβλεπε, ως ένα από τα μέτρα για την αποκατάσταση της τάξης, την οργάνωση πολιτοφυλακής από Έλληνες αξιωματικούς. Αποστολή της θα ήταν να αναλάβει την τήρηση της τάξης στην Κρήτη μετά από την αποχώρηση των διεθνών στρατευμάτων.

Ο Ρόλος των Δυνάμεων στην Εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος

Οι Προστάτιδες Δυνάμεις, για να επιβάλουν τη διεθνή γαλήνη στην Κρήτη, είχαν καταλήξει στις αποφάσεις που αποτέλεσαν τη βάση για το κείμενο της 10 / 23 Ιουλίου 1906. Την εικόνα της προόδου που είχε συντελεστεί τα δύο χρόνια που είχαν μεσολαβήσει από τότε, σκιαγράφησε ο ίδιος ο άλλοτε Πρόεδρος της Διεθνούς Εξεταστικής Επιτροπής που είχε επισκεφτεί την Κρήτη το 1906, ο Sir Edward Fitzgerald Law, σε ένα νέο υπόμνημα. Συντάκτης αυτού του υπομνήματος ήταν ο γραμματέας του Law στην Εξεταστική Επιτροπή Αναστάσιος Αδοσίδης, γιος του πρώτου χριστιανού Γενικού Διοικητή της Κρήτης Κωστάκη Αδoσίδη Πασά.

Το υπόμνημα του 1908 έδινε μια πολύ θετική εικόνα της εσωτερικής κατάστασης στην Κρήτη.Βασισμένες στη γενική εκτίμηση που είχαν αλλά και στο υπόμνημα Law οι Δυνάμεις αποφάσισαν να αρχίσουν την απομάκρυνση των στρατευμάτων τους από την Κρήτη. Το χρονοδιάγραμμα στο οποίο κατέληξαν οι Προστάτιδες Δυνάμεις στις αρχές Ιουλίου προέβλεπε ότι η εκκένωση όλων των τομέων θα ολοκληρωνόταν μέχρι τις αρχές Ιανουαρίου του 1909. Κατόπιν θα παρέμενε στα Χανιά μία δύναμη 250 ανδρών, η οποία θα αποχωρούσε τον Ιούλιο.

Η προσέγγιση της ημερομηνίας της οριστικής αποχώρησης επέβαλε στις Προστάτιδες Δυνάμεις να αντιμετωπίσουν το καθεστωτικό μέλλον του νησιού. Η υπόνοια ότι η παντελής απουσία ξένης στρατιωτικής δύναμης στην Κρήτη θα οδηγούσε σε ένωσή της με την Ελλάδα προκάλεσε την αντίδραση της Πύλης και την ανησυχία των Δυνάμεων.

Α. Η Θέση της Κρητικής Πολιτείας

Η αποχώρηση των πρώτων Αγγλικών και Ρωσικών στρατευμάτων άρχισε μέσα σε ζωηρές εκδηλώσεις χαράς στις 15 / 28 Ιουλίου 1908. Αναμένοντας την οριστική αποχώρηση των διεθνών στρατευμάτων ο Ζαΐμης τηρούσε σιγή ιχθύος. Διακήρυττε μόνο ότι μετά την αποχώρηση των στρατευμάτων δεν έπρεπε να παραμείνει ούτε καν ένα μικρό άγημα για τη φρούρηση της Τουρκικής σημαίας, καθώς ο Ύπατος Αρμοστής ήταν εγγυητής της προστασίας της σημαίας. Πέρα από αυτή τη δημόσια θέση, δεν είναι γνωστό τι σχεδίαζε να πράξει ο Ζαΐμης, όταν τον Ιούλιο του 1909 θα είχε ολοκληρωθεί η αποχώρηση και του τελευταίου ξένου στρατιώτη. Τα γεγονότα που μεσολάβησαν, τοπικά και διεθνή, οδήγησαν το Κρητικό ζήτημα σε απρόβλεπτες εξελίξεις.

Β. Το Κίνημα των Νεοτούρκων

Οι εξελίξεις στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επηρέασαν καθοριστικά την εξέλιξη του Ανατολικού Ζητήματος και του Κρητικού ειδικότερα. Στις αρχές Ιουλίου του 1908, εκδηλώθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα στην περιοχή του Μοναστηρίου το οποίο σύντομα εξαπλώθηκε στη Μακεδονία. Στις 11 / 24 Ιουλίου καταπτοημένος ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β' υπέκυψε στα αιτήματα των επαναστατών. Με την αναβίωση του Συντάγματος και μετά τις εκλογές που διενεργήθηκαν το νέο καθεστώς παγιώθηκε.

Η νέα ισχυρή πολιτική ομάδα, που έγινε γνωστή με το όνομα Νεότουρκοι προερχόταν κυρίως από τις τάξεις των νεαρών αξιωματικών του Οθωμανικού στρατού και συγκρότησε τον κομματικό πυρήνα «Επιτροπή Ένωση και Πρόοδος». Η Επανάσταση των Νεοτούρκων χαιρετίστηκε απ’ άκρου εις άκρον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και από τους Τούρκους εθνικιστές που προσέβλεπαν στη δημιουργία ενός σύγχρονου συγκεντρωτικού εθνικού κράτους κατά τα δυτικά πρότυπα της εποχής και από τις εθνότητες της Αυτοκρατορίας, για τους οποίους η πτώση του Αβδούλ Χαμίτ και η αναβίωση του Συντάγματος σήμαινε το τέλος της απολυταρχίας και την απαρχή μιας νέας εποχής ελευθερίας, ισότητας και συνταγματικών θεσμών.

Και στην Ελλάδα και στην Κρήτη υπήρξαν φωνές που χαιρέτισαν με αυτό το σκεπτικό την Επανάσταση των Νεοτούρκων. Την επομένη της εκχώρησης του συντάγματος Βενιζέλος έγραφε στον "Κήρυκα":

"Δεν ημπορούμεν βέβαια να προΐδωμεν από τούδε οποία έσονται τα αποτελέσματα της ριζικής ταύτης μεταβολής εν τω πολιτικώ βίω το Οθωμανικού κράτους. Αλλ’ ανεξαρτήτως της χαράς ήν αισθανόμεθα, διότι καταλύεται ούτω το τελευταίον εν Ευρώπη δεσποτικόν και τυραννικόν καθεστώς, πεποίθαμεν ότι η ειλικρινής εφαρμογή του συνταγματικού πολιτεύματος θα αποβή από πάσης απόψεως ευεργετική εις το εν Τουρκία διαβιούν πολυπληθέστατον και από πάσης απόψεως αξιολογώτατον Ελληνικόν στοιχείον, του οποίου τα συμφέροντα είνε τόσον στενώς συνυφασμένα με τα συμφέροντα του Οθωμανικού κράτους. 

Αλλ’ είνε δυνατόν να ελπίση τις, ότι η εκβιασθείσα ανακήρυξις του Συντάγματος αποδεικνύει ειλικρινή διάθεσιν του Σουλτάνου προς εφαρμογήν ελευθέρου πολιτεύματος; Θα αναδειχθώσιν εν Τουρκία οι πολιτικοί εκείνοι άνδρες, οίτινες θα δυνηθώσι, αιρόμενοι εις το ύψος τω περιστάσεων, να οργανώσουν το Τουρκικόν κράτος εις πολιτείαν συνταγματικήν, ασφαλίζουσαν την ισοπολιτείαν μεταξύ πάντων των συνοίκων λαών; Και δεν θα αντιταχθώσιν εξωτερικαί αντιδράσεις, όπως ματαιώσουν την απόπειραν της ανακαινίσεως της Τουρκίας εις "Νέαν Τουρκίαν"; Την απάντησιν εις τα ερωτήματα ταύτα μόνον ο χρόνος δύναται να δώση".

Οι Απαρχές της Νέας Διεθνούς Αναταραχής

Με ορίζοντα την απομάκρυνση των διεθνών στρατευμάτων, εντελώς αθόρυβα ο Ζαΐμης συνέχιζε το έργο του. Στις 20 Μαρτίου / 2 Απριλίου 1908, ένα μήνα πριν από την πρώτη παρέλαση της Κρητικής πολιτοφυλακής, ο Ζαΐμης ειδοποίησε τους Προξένους ότι εφόσον η οργάνωση και λειτουργία της χωροφυλακής και της πολιτοφυλακής είχαν ολοκληρωθεί, οι Δυνάμεις έπρεπε να εκπληρώσουν τη δέσμευση που είχαν αναλάβει στις 10 / 23 Ιουλίου 1906 και να αποσύρουν τα στρατεύματά τους. Μία μέρα μετά την πανηγυρική παρέλαση της πολιτοφυλακής, στις 29 Απριλίου / 11 Μαΐου 1908, οι Πρόξενοι ειδοποίησαν το Ζαΐμη ότι με σταδιακές μειώσεις και μέσα σε διάστημα ενός έτους τα διεθνή στρατεύματα θα εγκατέλειπαν την Κρήτη.

Η είδηση της απόφασης δημιούργησε ενθουσιασμό στην Κρήτη και την Ελλάδα και ανησυχία στην Τουρκία. Η προοπτική της αποχώρησης των διεθνών δυνάμεων από την Κρήτη δημιουργούσε στη μεν Ελλάδα ελπίδες για προσάρτησή της, στη δε Πύλη φόβους για αλλαγή του διεθνούς καθεστώτος και ιδιαίτερα για την τύχη του μόνου εναπομείναντος συμβόλου της, της τουρκικής σημαίας.

Η Αγγλία ήταν κυρίως αυτή που διαβεβαίωνε την Πύλη ότι δεν επρόκειτο να αλλάξει το καθεστώς της Κρήτης, όπως είχε ρυθμιστεί το 1898 και πίεζε τον Έλληνα Πρωθυπουργό Γεώργιο Θεοτόκη να κατευνάσει τον πατριωτικό ενθουσιασμό στην Αθήνα και την Κρήτη. Το χρονοδιάγραμμα της εκκένωσης καθορίστηκε στα μέσα Ιουλίου του 1908. Η εκκένωση των τομέων θα είχε ολοκληρωθεί μέχρι τον Ιανουάριο του 1909. Στα Χανιά θα παρέμενε δύναμη 250 ανδρών που θα αποχωρούσε τον Ιούλιο. Η εκκένωση άρχισε με την αποχώρηση Ρωσικών και Βρετανικών αγημάτων στις 15 / 28 Ιουλίου 1908 μέσα σε κλίμα μεγάλου ενθουσιασμού.

Α. Συνέπειες της Επανάστασης των Νεοτούρκων σε Ελλάδα και Κρήτη

Στην Ευρώπη και στα Βαλκάνια το κίνημα των Νεοτούρκων εγκαινίασε περίοδο αβεβαιότητας. Μέχρι ποιου σημείου θα έφτανε η αφομοιωτική διεργασία στο πλαίσιο του νέου συνταγματικού καθεστώτος; Θα επιτυγχανόταν η συνύπαρξη των διαφόρων εθνοτήτων σε περιβάλλον ισοπολιτείας στο πλαίσιο του νέου συνταγματικού πολιτεύματος; Ή θα επικρατούσε η ισχυρή τάση της μεταμόρφωσης της πολυεθνικής Αυτοκρατορίας σε ένα εθνικά ομοιογενές κράτος με την καταπάτηση των δικαιωμάτων των εθνοτήτων; Γενικά στην αρχή και η Κυβέρνηση Θεοτόκη στην Αθήνα αλλά και στην Κρήτη ο Βενιζέλος, αρχηγός τότε της αντιπολίτευσης, αντιμετώπισαν το νέο καθεστώς με επίδειξη καλής θέλησης.

Αυτό ίσχυε ακόμη και όταν, εκμεταλλευόμενοι το κλίμα φιλίας, Νεοτουρκικοί κύκλοι έφταναν να ισχυρίζονται ότι το κρητικό ζήτημα δεν αποτελούσε πλέον σημείο τριβής μεταξύ των δύο κρατών, ότι ζήτημα προσάρτησης στην Ελλάδα δεν συζητιόταν και ότι το ζήτημα θα λυνόταν με την είσοδο των Κρητών βουλευτών στο Οθωμανικό κοινοβούλιο. Στο πνεύμα του κλίματος φιλίας που διήπε τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις το καλοκαίρι του 1908, ο Βενιζέλος σημείωνε στα μέσα Αυγούστου:

''Ότι η Ελλάς, μετά την επελθούσαν μάλιστα εν Τουρκία μεταβολήν, ουδέν θέλει επιχειρήσει εν Κρήτη, το δυνάμενον να διαταράξη τας μεταξύ Ελλάδος και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σχέσεις, αίτινες ελπίζομεν ότι θα είνε εν τω μέλλοντι στενώς φιλικαί και αρμονικαί, ουδείς πρέπει να αμφιβάλη περί τούτου. Ότι όμως η επαναφορά του συντάγματος εν Τουρκία λύει το Κρητικόν ζήτημα δεν δυνάμεθα να το εννοήσωμεν. 

Η εγκαθίδρυσις του συνταγματικού πολιτεύματος εν Τουρκία πρέπει να ευχώμεθα, Τούρκοι και Έλληνες, όπως προλάβη εν τω μέλλοντι την διάπραξιν των σφαλμάτων του παρελθόντος, δι’ ών θα ηδύνατο να διακινδυνεύση η ακεραιότης του Οθωμανικού κράτους. Αλλ’ αι χώραι όσαι, αγωνιζόμεναι κατά της τουρκικής κακοδιοικήσεως, απέκτησαν αυτόνομον πολιτικόν βίον, μόνον οι εν εγρηγόρσει ονειρευόμενοι ημπορούν να φαντάζονται ότι δύνανται να θυσιάσουν την αυτονομίαν των δια να απολαύσουν τα μήπω, άλλως τε, δοκιμασθέντα αγαθά του οθωμανικού συντάγματος. 

Η Κρήτη απέναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ευρίσκεται εις την αυτήν ακριβώς θέσιν εις ην και η Βουλγαρία. Είνε χώρα καθ’ ολοκληρίαν αυτόνομος, συνδεομένη μετά του λοιπού κράτους δια του δεσμού της ψιλής και ονομαστικής επικυριαρχίας. Όσον ανόητον θα ήτο να φαντασθή τις, ότι η Βουλγαρία μετά την ανακήρυξιν του τουρκικού συντάγματος θα γίνη πάλιν επαρχία του οθωμανικού κράτους, άλλο τόσον ανόητον είνε να φαντασθή τις τούτο δια την Κρήτην''.

Β. Η Στάση του Γεωργίου Θεοτόκη

Ενθαρρυμένος από την προοπτική της πλήρους αποχώρησης των ξένων στρατευμάτων, στα τέλη Μαΐου, ο Έλληνας Πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης αναζητούσε τρόπους να επεκτείνει την Ελληνική κυριαρχία στο νησί, με τους ελάχιστους δυνατούς κλυδωνισμούς από την αλλαγή του καθεστώτος:

"Γιατί να αλλάξουμε το καθεστώς;" αναρωτιόταν συζητώντας με στον Άγγλο Πρεσβευτή στην Αθήνα. "Γιατί να μη συνεχίσει η Τουρκική σημαία να κυματίζει στο νησί της Σούδας, όπως κυματίζει τώρα, όταν η Κρήτη θα έχει περάσει υπό Ελληνική διοίκηση; Αν δεν αντιστρατεύεται την αξιοπρέπεια της Αυστροουγγαρίας το να αναγνωρίζει την επικυριαρχία του Σουλτάνου στη Βοσνία, δεν μπορεί να υπάρχει τίποτε το μειωτικό για την Ελλάδα αν κάνει το ίδιο στην Κρήτη". Πρότεινε μάλιστα την ενσωμάτωση της Κρητικής Βουλής στην Ελληνική. Ήταν εμφανές ότι Θεοτόκης είχε υποψη του τα προηγούμενα της αναίμακτης ενσωμάτωσης της Επτανήσου το 1864 και της Θεσσαλίας το 1881.

Αλλά δεν ήταν δυνατό να εφαρμοσθεί, καθώς οι Δυνάμεις αποφάσισαν να διαθέσουν ένα πολεμικό στον κόλπο της Σούδας για την προστασία της σημαίας. Ο Θεοτόκης αποφάσισε ότι έπρεπε να αναλάβει άλλες πρωτοβουλίες μέσα στα χρονικά περιθώρια που του έθετε το χρονοδιάγραμμα της εκκένωσης που επρόκειτο να ολοκληρωθεί μέχρι τα μέσα Ιουλίου του 1909. Αλλά οι πρωτοβουλίες αυτές δεν έπρεπε να εκθέτουν την Ελληνική Κυβέρνηση, ούτε και να δημιουργούν κίνδυνο επιπλοκών στα Βαλκάνια. Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίστηκε την κρίση, όταν αυτή ξέσπασε, ήταν συνταγή αποτυχίας.

ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1908 - 1912

Εισαγωγή

Το καθεστώς που προέκυψε από την Επανάσταση του 1908, παρόλο που δεν εξασφάλισε τη διεθνή αναγνώριση, δημιούργησε νέες προϋποθέσεις για την Κρήτη. Η μόνιμη απουσία του Ύπατου Αρμοστή και η de facto κατάργηση του αξιώματός του σήμαιναν ότι, έστω και de facto, οι εκπρόσωποι των Δυνάμεων αναγνώριζαν την Εκτελεστική Επιτροπή και επικοινωνούσαν μαζί της.

Η υιοθέτηση του Ελληνικού Συντάγματος και της Ελληνικής νομοθεσίας, επιλογές που δεν μπορούσαν να παρεμποδίσουν οι Προστάτιδες Δυνάμεις, αποτελούσαν για την Κρητική Πολιτεία ουσιαστικό και συμβολικό βήμα προς την ένωση. Αλλά η οριστική λύση προσέκρουε στην ανυπέρβλητη αντίδραση, την απειλή της Τουρκίας ότι θα επιτεθεί στην Ελλάδα, απειλή που οι Προστάτιδες Δυνάμεις ήθελαν πάση θυσία να αποτρέψουν. Η οριστική λύση δόθηκε, στο πλαίσιο ευρύτερης λύσης του Ανατολικού Ζητήματος τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1912.

Η Διεθνής Αστάθεια

Το κίνημα των Νεοτούρκων στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούλιο του 1908 είχε κλονίσει τη σταθερότητα στην περιοχή. Αμέσως μετά την επικράτησή του έκαναν την εμφάνισή τους στην αποσταθεροποιημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία ισχυρές κεντρόφυγες δυνάμεις. Οι δύο από τις Μεγάλες Δυνάμεις που είχαν εδαφικές βλέψεις στην Αυτοκρατορία, η Ρωσία και η Αυστροουγγαρία αποφάσισαν να αντιδράσουν δυναμικά για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους.

Η Αυστροουγγαρία και η Βουλγαρία, σε προφανή συνεννόηση, κινήθηκαν άμεσα: στις 22 Σεπτεμβρίου / 5 Οκτωβρίου 1908 ο μεν Φερδινάνδος της Βουλγαρίας ανακήρυξε την ανεξαρτησία της Βουλγαρίας και στέφθηκε Βασιλιάς, η δε Αυστροουγγαρία προσάρτησε την επαρχία της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης, την οποία κατείχε ήδη στρατιωτικά. Η κίνηση αυτή δεν οδήγησε σε γενικότερη αποσταθεροποίηση στα Βαλκάνια αλλά είχε άμεσο αντίκτυπο στην Κρήτη.

Το Κίνημα του 1908

Με την έναρξη της απομάκρυνσης των διεθνών στρατευμάτων από την Κρήτη η Ελληνική Κυβέρνηση αναζητούσε αφορμή για την προώθηση της ενωτικής της πολιτικής. Και, το βασικότερο, όπως και στις προηγούμενες κρίσεις του 1878 και του 1885 - 1886, δεν ήταν διατεθειμένη να επιτρέψει στη Βουλγαρία να εκμεταλλευθεί προς όφελός της την αστάθεια στην Βαλκανική χωρίς ανταλλάγματα για την Ελλάδα. Το εξαιρετικά ρευστό κλίμα που επικράτησε σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά την Επανάσταση των Νεοτούρκων είχε δημιουργήσει προσδοκίες και στις άλλες όμορες επικράτειες της Βαλκανικής.

Η Ελληνική Κυβέρνηση και οι Κρήτες παρακολουθούσαν τις εξελίξεις με σκοπό να αντλήσουν κάποιο όφελος σε ενδεχόμενη διεθνή κρίση. Και όμως, στις 20 Σεπτεμβρίου / 3 Οκτωβρίου 1908, μετά από διαβεβαίωση του Πρωθυπουργού της Ελλάδας Γεωργίου Θεοτόκη, ότι δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας, ο Αρμοστής Αλέξανδρος Ζαΐμης έφυγε από την Κρήτη για τις προγραμματισμένες διακοπές του. Δύο μέρες αργότερα, στις 22 / 5 του μηνός, η Βουλγαρία προχώρησε αιφνίδια σε ανακήρυξη της ηγεμονίας σε βασίλειο. Η κίνηση αυτή κατέλαβε εξ απήνης την ηγεσία της Κρητικής Πολιτείας που βρέθηκε ακέφαλη, λόγω της απουσίας του Ζαΐμη.

Ο μοναδικός εκπρόσωπος της Κυβέρνησης στα Χανιά και μοναδικός de facto αναπληρωτής του Ζαΐμη, ο γραμματέας του Αλέξανδρος Ραγκαβής, έλαβε την ίδια μέρα εντολές από το Θεοτόκη, που όριζαν ότι, αν η Τουρκία δεν κήρυττε τον πόλεμο κατά της Βουλγαρίας, η Κρήτη θα προέβαινε σε κήρυξη της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Το σχέδιο του Θεοτόκη προέβλεπε η όλη ενέργεια να φαίνεται ότι προέρχεται από τον Κρητικό λαό, ώστε να μην εκτεθεί η Ελληνική Κυβέρνηση. Την επομένη, όταν ο Θεοτόκης βεβαιώθηκε ότι πράγματι η Πύλη θα έμενε αδρανής, έστειλε τις οριστικές του οδηγίες στα Χανιά.

Οι αρχηγοί των κομμάτων της Κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης να προχωρήσουν στην άμεση κήρυξη της ανεξαρτησίας και της Ένωσης με την Ελλάδα. Η διοίκηση να ασκηθεί στο όνομα του Βασιλιά των Ελλήνων και σύμφωνα με την Ελληνική νομοθεσία. Μετά από ολονύχτια σύσκεψη με τον Πρόεδρο της Κυβέρνησης Γ. Παπαμαστοράκη στο αρχηγείο της Χωροφυλακής ο Ραγκαβής πρότεινε, εφόσον η Βουλή δεν μπορούσε να συγκληθεί, η ένωση να κηρυχθεί σε συλλαλητήριο, το οποίο θα επέδιδε ψήφισμα στην Κυβέρνηση και τους Προξένους.

Ο Παπαμαστοράκης μετέφερε την πρόταση του Ραγκαβή στους αρχηγούς των κομμάτων και, στις 02:30 το πρωί της επομένης 24 Σεπτεμβρίου, επέστρεψε για να ανακοινώσει στον Ραγκαβή την συμφωνία των πολιτικών κομμάτων. Το πρωί κυκλοφόρησε προκήρυξη την οποία υπέγραφαν οι Χανιώτες πολιτικοί Ελ. Βενιζέλος, Εμμ. Ξηράς, Χ. Πλουμιδάκης, Εμμ. Παπαγιαννάκης, οι οποίοι καλούσαν σε Παγκρήτια συγκέντρωση στα Χανιά για την κήρυξη της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες των Προξένων να το αποτρέψουν, το συλλαλητήριο πραγματοποιήθηκε όπως είχε σχεδιαστεί.

Στις 2 το απόγευμα στο Πεδίον του Άρεως το συγκεντρωμένο πλήθος, 800 - 1.000 άτομα, ενέκρινε το ενωτικό ψήφισμα. Κάνοντας χρήση του άρθρου 119 του συντάγματος του 1907 ο Κρητικός λαός συγκάλεσε τη Βουλή, η οποία συνήλθε σε έκτακτη σύνοδο και εξέδωσε το ψήφισμα της 30ής Σεπτεμβρίου με το οποίο:
  • Κήρυξε την ένωση
  • Κάλεσε τον βασιλιά Γεώργιο να αναλάβει τη διακυβέρνηση της Κρήτης και
  • Αντικατέστησε την Κυβέρνηση με πενταμελή Εκτελεστική Επιτροπή. 

Οι Πρόξενοι, φανερά ενοχλημένοι, αρνήθηκαν να συνεννοηθούν με την Κυβέρνηση και δήλωσαν ότι οι Δυνάμεις επρόκειτο να ανακαταλάβουν το νησί.

Α. Η πολιτική Κρίση στην Κρήτη

Η διοργάνωση του κινήματος αποφασίστηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση και η υλοποίησή της στα Χανιά έγινε υπό τις οδηγίες της. Ο Βενιζέλος, ο σημαντικότερος από τους αρχηγούς της αντιπολίτευσης, ήταν αντίθετος στην εσπευσμένη κήρυξη της Ένωσης υπό το κράτος των εξελίξεων στη Βουλγαρία, γιατί πίστευε ότι η ενέργεια αυτή θα έθετε σε κίνδυνο το δρομολογημένο στόχο της απομάκρυνσης των ξένων στρατευμάτων. Πίστευε αντίθετα ότι ορόσημο για την προώθηση του ενωτικού στόχου ήταν η οριστική τους απομάκρυνση τον Ιούλιο του 1909.

Υποχώρησε, ωστόσο, εφόσον την ευθύνη έφερε ο Γεώργιος Θεοτόκης. Το συλλαλητήριο της 24 Σεπτεμβρίου 1908 προκλήθηκε εσπευσμένα από τις οδηγίες της Κυβέρνησης Θεοτόκη. Αλλά στη συνέχεια ο Θεοτόκης αρνήθηκε να αναλάβει τις πολιτικές συνέπειες αυτής της ενέργειας. Αντίθετα, συνέστησε στα Χανιά να λάβουν κάθε μέτρο που θα απέτρεπε την αναταραχή. Να διαλυθεί αμέσως μετά την επικύρωση του ψηφίσματος η Βουλή που είχε συγκληθεί για το σκοπό αυτό και να μη γίνουν άλλα συλλαλητήρια. Αλλά το συλλαλητήριο των Χανίων είχε προκαλέσει γενική αναταραχή, που ήταν δύσκολο να ελεγχθεί, ιδιαίτερα μετά από την αδράνεια της Αθήνας.

Ο Πρόεδρος της Κυβέρνησης Παπαμαστοράκης επέμενε να ασκεί τα καθήκοντά του και μετά την έκδοση του ενωτικού ψηφίσματος, και κάλεσε την Ελληνική Κυβέρνηση να δεχθεί την ένωση και να αναλάβει από εκείνον το ταχύτερο τη διακυβέρνηση του νησιού την οποία, μέχρι την κατάργησή της, θα ασκούσε εκείνος. Η αντιπολίτευση ισχυριζόταν ότι στην εφαρμογή του ενωτικού ψηφίσματος έπρεπε να συμπράξει και εκείνη. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση διαφωνούσαν σε όλα: από τη συγκρότηση μικτής Κυβέρνησης μέχρι τη διάρκεια των εργασιών της Βουλής.

Τελικά, η Βουλή συνήλθε στις 29 Σεπτεμβρίου μόνο για να κηρύξει την ένωση και διέκοψε τις εργασίες της χωρίς να επέλθει συμφωνία για το σχηματισμό νέας Κυβέρνησης. Την επομένη, 30 Σεπτεμβρίου, μπροστά στον κίνδυνο της ακυβερνησίας, οι βουλευτές των κομμάτων της αντιπολίτευσης του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Εμμανουήλ Λογιάδη σχημάτισαν Εκτελεστική Επιτροπή με την εξής σύνθεση:
  • Πρόεδρος: Αντώνιος Μιχελιδάκης
  • Μέλη: Χαράλαμπος Πωλογιώργης, Εμμανουήλ Λογιάδης, Ελευθέριος Βενιζέλος και Μίνως Πετυχάκης.


Η κυβερνητική παράταξη με πρώτο τον Παπαμαστοράκη αναγκάστηκε να αποδεχθεί το τετελεσμένο γεγονός.Σύμφωνα με το καταστατικό διάταγμα η Εκτελεστική Επιτροπή θα ασκούσε προσωρινή εξουσία «μέχρις ου η Ελληνική Κυβέρνησις αναλάβη την διοίκησιν της Νήσου» και θα απαρτιζόταν από πέντε Ανώτατες Διευθύνσεις που κατανέμονταν ως εξής:
  • Ο Πρόεδρος Αντώνιος Μιχελιδάκης ανέλαβε και τη Δημόσια Ασφάλεια.
  • Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέλαβε τη Δικαιοσύνη και τις Εξωτερικές υποθέσεις.
  • Ο Εμμανουήλ Λογιάδης ανέλαβε τις Οικονομικές υποθέσεις.
  • Ο Χαράλαμπος Πωλογιώργης ανέλαβε τις Εσωτερικές υποθέσεις.
  • Ο Μίνως Πετυχάκης ανέλαβε τις υποθέσεις της Παιδείας.

Το κίνημα του Σεπτεμβρίου 1908 ήταν μια απρόοπτη εξέλιξη του Κρητικού ζητήματος, που κινδύνευσε να προκαλέσει σοβαρό πολιτικό κλυδωνισμό. Ωστόσο, το κυβερνητικό σχήμα που προέκυψε αποδείχθηκε σταθερό και, παρά τις συνήθεις πολιτικές έριδες, λειτούργησε στο εξής με αξιοθαύμαστη συνοχή.

Β. Η Κρήτη Μετά το 1908

Οι Προστάτιδες Δυνάμεις δεν αναγνώρισαν την καθεστωτική αλλαγή του Σεπτεμβρίου 1908, γιατί αυτό θα σήμαινε νέο άνοιγμα του ακανθώδους Κρητικού ζητήματος και νέες δυσχέρειες με την Πύλη. Παρόλα αυτά πρόβλημα δημιουργούσε και μόνη η απουσία του Αλέξανδρου Ζαΐμη και η απροθυμία της Εκτελεστικής Επιτροπής να επιτρέψει την επιστροφή του, καθώς είχε δημιουργηθεί ένα κενό εξουσίας. Αντικατάσταση του Ζαΐμη πριν από τη λήξη της θητείας του δεν ήταν σκόπιμη. Οι Πρόξενοι παρέκαμψαν το σκόπελο με το να καταφύγουν στη λύση της επικοινωνίας με τον ιδιαίτερο γραμματέα του Ύπατου Αρμοστή, ένα νεαρό υπάλληλο της Ελληνικής διπλωματικής υπηρεσίας, τον οποίο είχε πάρει μαζί του στα Χανιά ο Ζαΐμης, τον Αλέξανδρο Ραγκαβή.

Από το 1908 και εξής ο Ραγκαβής ανέλαβε ουσιαστικά το ρόλο του συνδέσμου με τους Προξένους των Δυνάμεων. Την εξουσία στην Κρήτη ασκούσε πλέον η Εκτελεστική Επιτροπή, εν ονόματι του Βασιλιά των Ελλήνων. Η εφημερίδα της Κυβέρνησης δεν ονομαζόταν πλέον «Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας» αλλά "Εφημερίς του Βασιλείου της Ελλάδος Παράρτημα της Κρητικής Πολιτείας". Στο εξής κάθε πράξη του νέου καθεστώτος αντλούσε τη νομιμοποίησή της από το "υπό χρονολογίαν 30 Σεπτεμβρίου 1908 Ψήφισμα της Βουλής των Κρητών".

Παρά την αβεβαιότητα για το διεθνές καθεστώς της Κρήτης, το κίνημα του 1908 δεν προκάλεσε αναταραχή στο εσωτερικό. Η τάξη δεν διασαλεύτηκε, οι Μουσουλμάνοι δεν εθίγησαν από την κινητοποίηση του Σεπτεμβρίου, ενώ η χωροφυλακή είχε εμπεδώσει το αίσθημα ασφάλειας.

Γ. Η Συνέχεια της Πολιτικής Δραστηριότητας

Στις 2 / 15 Οκτωβρίου 1908, οι Προστάτιδες Δυνάμεις ενημέρωσαν τους Κρήτες ότι αν τηρούσαν την εσωτερική τάξη και αν σέβονταν την ασφάλεια των Μουσουλμάνων, εκείνες θα συζητούσαν το Κρητικό ζήτημα με την Πύλη. Ωστόσο, για τον Υπουργό Εξωτερικών της Βρετανίας Sir Edward Grey το ζήτημα δεν είχε ωριμάσει. «Δεν είναι επείγον να λύσουμε το ζήτημα πριν από τον Ιούλιο, όταν θα αποσυρθούν τα στρατεύματα. Αν αφήσουμε να νοηθεί ότι θα λυθεί μέχρι τότε, η Κρήτη και η Ελλάδα θα μείνουν ήσυχες στο ενδιάμεσο διάστημα».

Η αδράνεια της Κυβέρνησης Θεοτόκη, ο οποίος ήλπιζε ότι θα έλυνε το ζήτημα μέσω Ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων, δεν οδηγούσε σε πρόοδο. Αντίθετα, τον Μάιο του 1909, ενόψει της επικείμενης αποχώρησης των διεθνών στρατευμάτων, ο Τούρκος Υπουργός των Στρατιωτικών Μαχμούτ Σεφκέτ απειλούσε με στρατιωτική δράση, συγκέντρωνε στρατεύματα στην περιοχή της Θεσσαλίας και της Θεσσαλονίκης και πραγματοποιούσε ναυτικές ασκήσεις.

Η Αποχώρηση των Διεθνών Στρατευμάτων

Το νησί επέστρεψε σε περίοδο ηρεμίας αναμένοντας την ολοκλήρωση της αποχώρησης των ξένων στρατευμάτων. Η αποχώρηση ολοκληρώθηκε στις 15 / 28 Ιουλίου 1909, όπως είχε προγραμματιστεί. Τονίζοντας τη δραματικότητα της στιγμής ο Βενιζέλος δήλωσε την επομένη:

"Από επτά όλων αιώνων, αφ’ ης η Κρήτη κατελήφθη υπό των Ενετών, πρώτην φοράν από της χθες το κρητικόν έδαφος δεν πατείται υπό ξένου στρατιώτου. Βεβαίως τα ευρωπαϊκά στρατεύματα δεν κατείχον την νήσον ως Κατακτηταί, αλλ’ ως Ελευθερωταί και προστάται. Παρά την ιδιότητά των όμως ταύτην τα ευρωπαϊκά στρατεύματα είχον και την ιδιότητα των Κηδεμόνων, υπό την κηδεμονίαν δε ταύτην η ελευθερία ημών και η αυτοτέλεια είχον τόσην πραγματικήν αξίαν, όσην εκάστοτε προηρείτο να αποδίδη αυτή η ευμένεια των προστατών''.

Στο νησί παρέμειναν μόνο τέσσερα πλοία στον κόλπο της Σούδας για την προστασία της σημαίας, του μόνου συμβόλου της Οθωμανικής επικυριαρχίας στο νησί. Η στιγμή της αποχώρησης των στρατευμάτων είχε θεωρηθεί από την Ελληνική Κυβέρνηση, αλλά και από την κρητική ως χρονική αφετηρία για την προώθηση της ένωσης. Λύσεις όπως το προηγούμενο της Ανατολικής Ρωμυλίας ή το πιο πρόσφατο της Βοσνίας -  Ερζεγοβίνης προτείνονταν δημόσια. Η σταθερή τακτική του Βενιζέλου ήταν να προωθεί το ζήτημα μέσω μικρών ελιγμών, που πάντως δεν θα προκαλούσαν τη διεθνή τάξη σε τέτοιο βαθμό που να επιφέρουν επιστροφή των διεθνών στρατευμάτων.

Την τακτική αυτή ακολούθησε και ως υπεύθυνος επί των Εξωτερικών υποθέσεων στην Εκτελεστική Επιτροπή. Με την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων ξέσπασε νέα κρίση, η οποία ξέφυγε από τον έλεγχό του. Η κρίση αυτή αφορούσε ζήτημα συμβολικού χαρακτήρα, το ζήτημα της ύψωσης της Ελληνικής σημαίας στα δημόσια κτήρια της Κρήτης. Το κανονιστικό διάταγμα της 21 Ιουλίου 1909 όριζε ότι «Η Εθνική Σημαία ανυψούται καθ’ εκάστην μεν επί του φρουρίου» της πρωτεύουσας. Η σημαία υψώθηκε στο φρούριο της πρωτεύουσας χωρίς αντιδράσεις.

Όταν ωστόσο η σημαία υψώθηκε στο Φιρκά, στην είσοδο του λιμένα των Χανίων, οι Πρόξενοι θεώρησαν ότι το γεγονός συνιστούσε μεταβολή του καθεστώτος και ζήτησαν την άμεση υποστολή της. Ο υπεύθυνος επί των Εξωτερικών Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος ασκούσε προσωρινά χρέη Προέδρου, αρνήθηκε να την υποστείλει, δεσμεύθηκε όμως ενώπιον των Προξένων ότι η Κρήτη θα σεβόταν το διεθνές καθεστώς και ότι δεν έκανε καμία απόπειρα αποστολής Κρητών πληρεξουσίων στην Ελληνική Βουλή μέχρι τη διενέργεια εκλογών στο νησί το Μάρτιο του 1910. Η Εκτελεστική Επιτροπή πιεζόμενη από τους Προξένους δέχθηκε να υποστείλει τη σημαία από το Φιρκά.

Ωστόσο, ο λαός εξακολουθούσε να αντιστέκεται στην πίεση των Δυνάμεων, φρουρώντας τη σημαία και απαγορεύοντας στις αρχές να προβούν στην υποστολή της. Η αναταραχή στην Κρήτη είχε προκαλέσει αντιδράσεις στην Κωνσταντινούπολη, η οποία απηύθυνε διακοινώσεις στην Αθήνα. Στις 31 Ιουλίου 1909, η Εκτελεστική Επιτροπή απηύθυνε έκκληση προς το λαό για συμμόρφωση στην ανακοίνωση των Προξένων. Όπως έγραφε ο Βενιζέλος στον "Κήρυκα" της 30 Ιουλίου:

"Επιβάλλεται να πράξωμεν ό,τι δυνατόν, όπως εις την κρίσιμον ταύτην περίστασιν επικουρήσωμεν την κινδυνεύουσαν μητέρα. Η αποτελεσματικωτέρα δε επικουρία συνίσταται εις το να προσαρμοσθώνεν προς την απαίτησιν των προστατίδων Δυνάμεων επί του όλως δευτερεύοντος ζητήματος της εις την είσοδον του λιμένος υψουμένης σημαίας, όπως εξασφαλίσωμεν αποτελεσματικωτέραν την παρέμβασιν αυτών προς αποτροπήν του κινδύνου, όστις επικρέμαται επί της Ελλάδος εκ της νεοτουρκικής ορμής".

Μπροστά στην αδυναμία της να εισακουστεί από το λαό η Εκτελεστική υπέβαλε την παραίτησή της. Στη θέση της η Βουλή διόρισε τριμελή Εκτελεστική Επιτροπή απαρτιζόμενη από δικαστικούς. Στο μεταξύ, Ευρωπαϊκά αγήματα προερχόμενα από τα ξένα πλοία αντικατέστησαν την Ελληνική σημαία με τη σημαία της Κρητικής Πολιτείας. Η κρίση περιορίστηκε εν αναμονή του επόμενου σημαντικού γεγονότος, που ήταν οι σχεδιαζόμενες εκλογές του Μαρτίου 1910. Οι εκλογές αυτές είχαν προγραμματισθεί να συμπέσουν με τις εκλογές για την Ελληνική Βουλή.

Ο Βενιζέλος στον "Κήρυκα" διακήρυττε ότι παρόλο που η Κρήτη ήταν υποχρεωμένη να συμμορφώνεται προς τις διεθνείς της υποχρεώσεις, η οριστική λύση δεν μπορούσε να παραταθεί πέρα από τις εκλογές του Μαρτίου.

Α. Η Κρίση στην Ελλάδα

Η κρίση της σημαίας στα Χανιά είχε δραματικές πολιτικές συνέπειες στην Αθήνα. Κατά το πρότυπο των Νεοτούρκων, μία ομάδα νέων αξιωματικών είχε συγκροτήσει μυστική οργάνωση, τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο, ο οποίος προφασιζόμενος προσβολές της Πύλης προς την Ελληνική εθνική αξιοπρέπεια με αφορμή τα γεγονότα στην Κρήτη αλλά και στη Μακεδονία, οργάνωσε κίνημα στο Γουδί στις 15 Αυγούστου 1909, ανέτρεψε την ενδοτική, όπως τη θεωρούσε, Κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη και εγκαθίδρυσε νέα υπό τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, ηγέτη του μικρού Δηλιγιαννικού κόμματος.

Ήταν σαφές ότι παρότι η Βουλή συνέχισε να λειτουργεί και υπήρχε Κυβέρνηση, η εξουσία είχε περιέλθει στον Στρατιωτικό Σύνδεσμο, ο οποίος αγανακτούσε με τις χρονοβόρες διαδικασίες της Βουλής, και αναζητούσε εξωκοινοβουλευτικές λύσεις για να αποτρέψει το επαπειλούμενο αδιέξοδο. Μία λύση που προτάθηκε ήταν να καταστήσουν τον Ελευθέριο Βενιζέλο απόλυτο δικτάτορα, αναθέτοντάς του εν λευκώ τη διακυβέρνηση της χώρας. Ο Βενιζέλος αρνήθηκε να δεχθεί την προσφορά αυτή, δέχθηκε όμως να επισκεφθεί την Αθήνα, να μελετήσει επιτόπου την πολιτική κατάσταση και να προτείνει λύση.

Ο Βενιζέλος επισκέφθηκε την Αθήνα στα τέλη Δεκεμβρίου και μετά από μία σειρά επαφών με όλους τους πολιτικούς αρχηγούς, τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο και τον Βασιλιά Γεώργιο επέτυχε μία συμφωνία της οποίας η εφαρμογή έβγαζε τη χώρα από το πολιτικό αδιέξοδο. Η συμφωνία προέβλεπε:
  • Σχηματισμό Κυβέρνησης από τον Στέφανο Δραγούμη της οποίας έργο ήταν η προκήρυξη εκλογών για διπλή Αναθεωρητική Βουλή.
  • Αναθεώρηση του Συντάγματος το 1864.
  • Διάλυση του Στρατιωτικού Συνδέσμου.

Το διάταγμα της 17 Μαρτίου για προκήρυξη των εκλογών στις 8 Αυγούστου ακολούθησε η διάλυση του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Ο διαφαινόμενος στόχος, η προοπτική της επιστροφής στην κοινοβουλευτική ομαλότητα μέσω μιας διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος, ικανοποιούσε το γενικευμένο αίσθημα δυσαρέσκειας προς τους φθαρμένους θεσμούς. Ωστόσο, αποτελούσε και ένα έμμεσο τέχνασμα για αναβολή των προγραμματισμένων για τον Μάρτιο του 1910 βουλευτικών εκλογών και απέτρεψε τον κίνδυνο της αποστολής Κρητών βουλευτών στην Αθήνα. Μετά την ολοκλήρωση της συμφωνίας ο Βενιζέλος, αναγνωρισμένος ηγέτης πλέον και στην Ελληνική πολιτική σκηνή, επέστρεψε στα Χανιά.

Β. Η Κρήτη το 1910

Κατά τη διάρκειας ενός μηνός παρουσία του στην Αθήνα, ως προσκεκλημένος του Στρατιωτικού Συνδέσμου, ο Βενιζέλος είχε επιβληθεί με τη διαπραγματευτική του δεινότητα και το κύρος του σε όλους τους πολιτικούς παράγοντες: Πολιτικούς αρχηγούς, Στρατιωτικό Σύνδεσμο και Θρόνο. Όταν επέστρεψε στα Χανιά στις 22 Ιανουαρίου 1910 είχε κατακτήσει πλέον ηγετική θέση στον πολιτικό κόσμο της Ελλάδας. Η πολιτική ζωή στην Κρήτη είχε αρχίσει να κινείται στους ρυθμούς των ταυτόχρονων εκλογών του Μαρτίου 1910.

Στις 7 Μαρτίου έγιναν οι προγραμματισμένες εκλογές αλλά η αναβολή των εκλογών της Αθήνας σήμαινε ότι οι εκλογές της Κρήτης δεν θα είχαν την πολιτική σημασία που τους είχε αρχικά αποδοθεί, καθώς δεν υπήρχε δυνατότητα αποστολής βουλευτών στην Αθήνα. Στις εκλογές ο Βενιζέλος απέσπασε ισχνή πλειοψηφία και ορίστηκε Πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής. Κατά την έναρξη των εργασιών της Συνέλευσης στις 26 Απριλίου, ξέσπασε νέα εσωτερική κρίση, καθώς οι Μουσουλμάνοι πληρεξούσιοι αρνήθηκαν να δώσουν τον όρκο στο όνομα του Βασιλιά των Ελλήνων, όπως απαιτούσε το Ελληνικό Σύνταγμα που ίσχυε στην Κρήτη μετά την μεταβολή του 1908.

Η κρίση παρατάθηκε μέχρι τις 6 Μαΐου, όταν οι Μουσουλμάνοι πληρεξούσιοι αποκλείστηκαν και, μπροστά στο αδιέξοδο, η Συνέλευση διέκοψε τις εργασίες της για σαράντα ημέρες. Όταν συνήλθε πάλι στις 26 Ιουνίου, ο Βενιζέλος είχε βρει συμβιβαστική λύση στο πολιτικό αδιέξοδο επιτρέποντας την είσοδο στους Μουσουλμάνους με ταυτόχρονη νέα διακοπή για τέσσερις μήνες.Ήταν προφανές ότι η πολιτική κρίση γύρω από το ζήτημα του όρκου των Μουσουλμάνων πληρεξουσίων υπονόμευε τη λειτουργία του προσωρινού πολιτεύματος της Κρήτης.

Ο Βενιζέλος στην Αθήνα

Η θητεία του Βενιζέλου ως Προέδρου της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κρήτης έληξε απότομα όταν εξελέγη πρώτος βουλευτής Αττικοβοιωτίας στις Ελληνικές εκλογές της 8 Αυγούστου 1910 και αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Εκεί ανοιγόταν γι’ αυτόν μια νέα σταδιοδρομία που τον απομάκρυνε οριστικά από την ενεργό πολιτική δραστηριότητα της Κρήτης. Παραιτήθηκε από την Εκτελεστική Επιτροπή και στις 5 Σεπτεμβρίου επέστρεψε στην Αθήνα, όπου ο Βασιλιάς Γεώργιος του ανέθεσε το σχηματισμό Κυβέρνησης. Μία από τις προτεραιότητες του Βενιζέλου ως Έλληνα πρωθυπουργού ήταν να προετοιμάσει τη χώρα οικονομικά, στρατιωτικά και διπλωματικά για την επερχόμενη νέα κρίση του Ανατολικού Ζητήματος.

Στο αρχικό της στάδιο αυτή η πολιτική συνεπαγόταν άμεσα μέτρα για τη βελτίωση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων που είχαν διαταραχθεί από την πολιτική αστάθεια της προηγούμενης περιόδου και την απόφαση του Βενιζέλου και άλλων Κρητών να θέσουν υποψηφιότητα για τις Ελληνικές βουλευτικές εκλογές. Σε όλους τους τόνους και με κάθε ευκαιρία δήλωνε ότι η Ελλάδα σκοπεύει να καταστεί παράγοντας ειρήνης στην Ανατολή και ότι διακατέχεται από πνεύμα φιλίας προς την Τουρκία. Η πολιτική αυτή είχε άμεση σχέση με τη στάση που τηρούσε απέναντι στις ενέργειες των Κρητών.

Το Διπλωματικό Παρασκήνιο (1909 - 1912) έως την Ολοκλήρωση της Ένωσης 

Το Κίνημα στο Γουδή δημιούργησε νέα δεδομένα στην Ελληνική πολιτική σκηνή. Παρά τον προβληματικό χαρακτήρα που είχε το στρατιωτικό κίνημα της νύχτας της 15ης Αυγούστου 1909 και το κακό προηγούμενο που δημιουργούσε στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας, υπήρξε ένας καταλύτης των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων. Οι στρατιωτικοί, αντιλαμβανόμενοι την αδυναμία τους να κυβερνήσουν, στράφηκαν προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο, το νέο ανερχόμενο αστέρι του Ελληνικού πολιτικού στερεώματος.

Ένας από τους πιο σημαντικούς ηγέτες του κινήματος των Κρητών για την αποτίναξη του Οθωμανικού ζυγού και κεντρικός ηγέτης της αντιπολίτευσης ενάντια στην πολιτική του ύπατου αρμοστή πρίγκιπα Γεωργίου. Η σθεναρή του στάση στο ζήτημα αυτό μαγνήτισε τα βλέμματα των φιλελεύθερων, αντιμοναρχικών και δημοκρατικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Πολλοί στρατιωτικοί τότε θεώρησαν ότι ο Βενιζέλος ήταν η κατάλληλη απάντηση στο αυλικό κατεστημένο και το Παλάτι και θέλησαν να τον προωθήσουν στην πρωθυπουργία. Ο Βενιζέλος, ευφυώς σκεπτόμενος, δεν δέχτηκε την πρόταση των στρατιωτικών και επιφύλαξε για τον εαυτό του ρόλο συμβουλευτικό.

Δεν ήθελε, προφανώς, να ξεκινήσει την πολιτική του σταδιοδρομία στην Ελλάδα υπό την κηδεμονία του στρατού αλλά να αναδειχθεί μέσα από εκλογές. Οι εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910 αποτέλεσαν έναν εκλογικό θρίαμβο των φιλελεύθερων, προοδευτικών, αστικών δυνάμεων υπό την ηγεσία του Βενιζέλου έναντι του συνασπισμού των παλαιών συντηρητικών κομμάτων. Ο νέος πρωθυπουργός είχε ήδη δώσει δείγματα γραφής για μια στροφή προς πιο ρεαλιστικές, συμβιβαστικές θέσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η επιμονή για τη σύγκληση αναθεωρητικής και όχι συντακτικής εθνοσυνέλευσης, ώστε να μην τεθεί πολιτειακό θέμα, απογοητεύοντας ίσως τους ριζοσπαστικότερους υποστηρικτές του.

Η διαπίστωση του Βενιζέλου ήταν ότι η Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη σε στρατιωτικό, οικονομικό και διπλωματικό επίπεδο για μια νέα αναμέτρηση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ειδικότερα μόνη της. Έπρεπε, λοιπόν, να κερδηθεί πολύτιμος χρόνος για την προπαρασκευή της χώρας σε όλα τα επίπεδα ή ακόμη και να επιτευχθεί μια προσέγγιση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ρεαλιστική στροφή του Βενιζέλου για έναν προσεκτικό παρατηρητή είχε ήδη διαφανεί από την τελευταία περίοδο της δραστηριότητάς του ως ηγέτη της αντιπολίτευσης στην Κρήτη. Σε άρθρο του στην εφημερίδα «Κήρυξ», στις 11 Αυγούστου 1908, τόνιζε μεταξύ άλλων:

''Η συναίσθηση αύτη της κοινότητος των συμφερόντων και των κινδύνων πρέπει βασίμως να ελπίζωμεν ότι θα οδηγήση Τούρκους και Ελληνας, εις στενωτέραν οσημέραι και ειλικρινεστέραν συνεργασίαν, προς στερέωσιν και ανάπτυξιν της αναγεννωμένης Ανατολής, της οποίας οι Τούρκοι και οι Ελληνες αποτελούσι τα ασύγκριτως σπουδαιότερα στοιχεία του πληθυσμού''.

Σε νέο άρθρο του στην ίδια εφημερίδα, στις 20 Ιανουαρίου 1909, επανερχόταν στο ίδιο θέμα με ιδιαίτερο σχολιασμό στο Κίνημα των Νεοτούρκων:

''Όλος ο Ελληνισμός, άμα τη μεταπολιτεύσει του παρελθόντος Ιουλίου, συνησθάνθη βαθύτατα και ως εξ ενστίκτου ότι η επιτυχία του Νεοτουρκικού κινήματος έσωζεν όχι μόνο το Τουρκικόν κράτος, αλλά και τον Ελληνισμόν από του διαμελισμού και της καταστροφής. Επειδή δε ο Ελληνισμός δεν υπήρξε ποτέ δύναμη κατακτητική, αλλά εκπολιτιστική, έσχεν αμέσως την συναίσθησιν ότι η παγίωσις του Συνταγματικού Πολιτεύματος εν Τουρκία απετέλει, υπό άλλον βεβαίως τύπον, πολύ μετριόφρονα, αλλά τον οποίον πλήρως απεδέχετο η Ελληνική συνείδησις, πραγμάτωσιν της Μεγάλης Ιδέας. 

Αφού το εν Τουρκία διαβιούν τω λόγω μεγαλύτερον μέρος του Ελληνισμού, ηδύνατο ούτω, εν ελευθέρα συνταγματική πολιτεία, να επιτελέση εξίσου την εκπολιτιστικήν του αποστολήν, με το όχι ευκαταφρόνητον πλεονέκτημα της εξωτερικής ασφαλείας, την οποία εγγυάται εις αυτόν η αναγέννησις της ευρείας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας''. 

Επανερχόμενοι, λοιπόν, στο χρονικό σημείο αποχώρησης των περισσότερων ξένων στρατιωτικών δυνάμεων στις 24 Ιουλίου 1908, παρατηρούμε ότι ο Βενιζέλος επιλέγει μια παρόμοια στάση στο Κρητικό Ζήτημα, καθώς θεωρεί ότι η επίλυσή του είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις εξελίξεις στη Βαλκανική Χερσόνησο και τις τύχες της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Βενιζέλος αντιλήφθηκε γρήγορα ότι η αποχώρηση των ξένων αγημάτων δεν ήταν αναγκαία και ικανή συνθήκη για την επίτευξη της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα.

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ερεθιζόταν ακόμη με την προοπτική αυτή και υπήρχε πάντοτε το ενδεχόμενο νέας στρατιωτικής και ναυτικής επέμβασής της, αν οι Κρήτες ήταν βιαστικοί ή απρόσεκτοι, ειδικότερα, καθώς το Ελληνικό κράτος δεν ήταν ισχυρό ακόμη για να αντιπαραχθεί με την Οθωμανική ισχύ. Ακολουθώντας μια κατευναστική πολιτική, ο Βενιζέλος πήρε θέσεις που αποτέλεσαν δυσάρεστη έκπληξη για αρκετούς οπαδούς του. Για παράδειγμα, εναντιώθηκε στην παραμονή της Ελληνικής σημαίας πάνω στον ιστό του φρουρίου των Χανίων και την υποχρέωση των Μουσουλμάνων βουλευτών να ορκιστούν πίστη στο Ελληνικό Στέμμα, μετά τις εκλογές του Μαρτίου 1910.

Το ενδεχόμενο αυτό δημιούργησε μια επικίνδυνη κλιμάκωση καθώς ο Οθωμανικός στόλος κατήλθε πλησίον της Κρήτης αναγκάζοντας τις Μεγάλες Δυνάμεις να εξετάσουν την επιστροφή στρατιωτικών τμημάτων τους στην Κρήτη. Η κρίση κορυφώθηκε κατά την έναρξη των εργασιών της νέας Κρητικής Βουλής. Η πλειοψηφούσα συντηρητική παράταξη του Μιχελιδάκη απαιτούσε τον εξαναγκασμό με τη βία των Μουσουλμάνων βουλευτών να δώσουν τον όρκο, κίνηση που όξυνε σε μεγάλο βαθμό τα πνεύματα στη νήσο. Οι Μουσουλμάνοι αντέδρασαν έντονα στις απαιτήσεις αυτές αλλά προχώρησαν παραπέρα, απορρίπτοντας ακόμη και το καθεστώς της αυτονομίας και ζητώντας την επιστροφή στο προηγούμενο καθεστώς της Οθωμανικής διοίκησης.

Η κατάσταση απαιτούσε δραστικά μέτρα. Ο Βενιζέλος υπέδειξε στην Ελληνική πλευρά τη λύση του οριστικού αποκλεισμού των Μουσουλμάνων βουλευτών από τη Βουλή. Η κίνηση αυτή εξόργισε την Οθωμανική πλευρά, η οποία απείλησε με στρατιωτική επέμβαση, με αποτέλεσμα να αναλάβουν επιδιαιτητικό ρόλο οι Μεγάλες Δυνάμεις. Σε αυστηρό τόνο, με υπόμνημά τους προς την Κρητική κυβέρνηση στις 25 Μαΐου / 8 Ιουνίου, οι μεγάλες Δυνάμεις διεμήνυαν την κοινή απόφασή τους για στρατιωτική επέμβαση και προστασία των «κυριαρχικών δικαιωμάτων» (αντί για επικυριαρχία, μία θέση σαφώς δυσμενής για τα ελληνικά συμφέροντα) του σουλτάνου στην Κρήτη.

''Εάν οι Μουσουλμάνοι βουλευταί και δημόσιοι υπάλληλοι δεν γίνουν δεκτοί άνευ όρκου, αντικειμένου εις τα αισθήματά των, ήθελον λάβει μέτρα, άτινα θα εθεώρουν απαραίτητα''. 

Απέναντι στη σθεναρή στάση των μεγάλων Δυνάμεων η προσωρινή Ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε σε υποχώρηση, όπως αποδεικνύεται από τις θέσεις του ίδιου του Βενιζέλου ''Πάσα πολιτική, πλην της υποκύψεως εις τας αξιώσεις των Δυνάμεων, θα ήτο πολιτική αυτοκτόνος. Η κυβέρνησις, γνωρίζουσα ότι ο εθνικός αγών δεν είναι δυνατόν να λήξει αισίως ουδέ μετά αρτίαν στρατιωτικήν παρασκευήν του ελευθέρου βασιλείου, εφ’ όσον δεν συνέτρεχε και η ευμένεια των Δυνάμεων, έθηκεν ως βάσιν της πολιτικής της, ότι δεν έπρεπε να πραχθή τι, όπερ ηδύνατο να αποξενώση τον Κρητικόν λαόν της ευμενείας ταύτης''.

Εν τέλει, η θέση Βενιζέλου είχε απήχηση στην Κρητική Βουλή, η οποία ενέκρινε την πρόταση για το μη εξαναγκασμό των Μουσουλμάνων βουλευτών και δημοσίων λειτουργών σε λήψη όρκου πίστεως στον Έλληνα βασιλιά. Στην ψηφοφορία που διεξήχθη η πρόταση έλαβε 55 ψήφους υπέρ, τέσσερις κατά, ενώ η συντηρητική πλειοψηφία απείσχε της διαδικασίας διαμαρτυρόμενη ρητώς για τη διατύπωση περί κυριαρχικών δικαιωμάτων του σουλτάνου στη διακοίνωσή τους. επρόκειτο για την τελευταία πράξη της πολιτικής σταδιοδρομίας του Βενιζέλου ως πολιτικού της Κρήτης, ο οποίος αναλάμβανε πρωθυπουργός της Ελλάδας από τις 6 οκτωβρίου 1910.

Ωστόσο, η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Βενιζέλο αποτέλεσε νέο σημείο τριβής ανάμεσα στο Ελληνικό Βασίλειο και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία αντιδρούσε στο γεγονός ότι κάποιος Κρητικής καταγωγής (και, κατά συνέπεια, Οθωμανός υπήκοος) αναλάμβανε μία δεσπόζουσα θέση στην Ελληνική πολιτική ζωή. Βέβαια, ο Βενιζέλος είχε φροντίσει να παραιτηθεί πρωτύτερα από την ιδιότητά του ως υπηκόου της Κρητικής πολιτείας, ώστε να μην υπάρχει κανένα νομικό κώλυμα.

Ωστόσο, οι πραγματικές αιτίες της έντονης αντίδρασης των Οθωμανών πρέπει να αναζητηθούν στην άνοδο του εθνικισμού στη χώρα. οι νεότουρκοι άφηναν να πέσει το «προσωπείο» της δημοκρατικότητας και του φιλελευθερισμού και αποκάλυπταν την πραγματική τους ατζέντα, που δεν ήταν άλλη από τη βίαιη δημιουργία ενός ενιαίου κράτους, στο πλαίσιο της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στο οποίο θα ζούσε ένα και μόνο έθνος, το Τουρκικό. Κατά συνέπεια, οι Έλληνες και οι υπόλοιποι Χριστιανοί της Ανατολής αποτελούσαν εμπόδιο στα σχέδιά τους, το οποίο έπρεπε να παραμεριστεί με οποιονδήποτε τρόπο ή να εξολοθρευτεί.

Ήδη τα πρώτα σημάδια είχαν δοθεί με την εκτόπιση Χριστιανικών πληθυσμών από τις πατρογονικές εστίες τους και τον αποκλεισμό των Ελλήνων εμπόρων και αγαθών από τις αγορές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το κλίμα επιδεινωνόταν μέρα με τη μέρα και οι όποιες ψευδαισθήσεις ανάμεσα στους Χριστιανούς υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και τα Χριστιανικά Βασίλεια της Βαλκανικής Χερσονήσου εξανεμίζονταν με ταχείς ρυθμούς. Η σκλήρυνση της στάσης των Νεοτούρκων έγινε ξεκάθαρη μέσα στο 1910. Βασιζόμενοι σε κατ’ επίφασιν κινήσεις της Ελλάδας ή των χριστιανών της Κρήτης εναντίον των Τουρκικών συμφερόντων.

Συστάθηκαν κυβερνητικές επιτροπές στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη, στη Σμύρνη και άλλα εμπορικά και αστικά κέντρα του Οθωμανικού κράτους, με αντικείμενο την εφαρμογή διατάξεων με στόχο τον αποκλεισμό των Ελλήνων εμπόρων απ’ αυτά. Βιαιοπραγίες και διώξεις εναντίον των Ελλήνων και των υπόλοιπων Χριστιανών της Ανατολής έγιναν καθημερινό φαινόμενο, οργανωμένο και υποκινούμενο με άνωθεν εντολές.

Καταστροφές εις βάρος της περιουσίας τους, προσβολές της τιμής και της αξιοπρέπειάς τους και επιθέσεις εναντίον της σωματικής ακεραιότητάς τους, που πολύ συχνά κατέληγαν στην απώλεια ζωής πολλών Χριστιανών, έστελναν το μήνυμα στην Ελλάδα και τα άλλα Χριστιανικά Βασίλεια της Βαλκανικής Χερσονήσου ότι η άνοδος των Νεοτούρκων σηματοδοτούσε μια άκρως επιθετική στροφή στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το ενδεχόμενο πολεμικής αναμέτρησης στα Βαλκάνια ήταν κάτι παραπάνω από ορατό. Οι προπαρασκευές σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο ήταν πυρετώδεις.

Ενδεικτική της έντασης στην περιοχή ήταν η αύξηση των στρατιωτικών δυνάμεων σταθμευμένων στα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την Ελλάδα, τη Βουλγαρία και τη Σερβία. Η κυβέρνηση Βενιζέλου με διάβημά της προς τις κυβερνήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων ζήτησε τη συντεταγμένη διπλωματική αρωγή τους και την άσκηση πίεσης προς την Οθωμανική κυβέρνηση «προς τερματισμόν καταστάσεως αντιστρατευομένης προς τα ανθρώπινα δίκαια και τας υφιστάμενας διεθνείς συνθήκας». Στο Ελληνικό αίτημα ανταποκρίθηκε η Γαλλία, η οποία είχε κοινά συμφέροντα με την Ελλάδα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Εξάλλου, είχαν ήδη ξεκινήσει διαβουλεύσεις μεταξύ των δύο χωρών με αντικείμενο τη στενότερη συνεργασία σε στρατιωτικό επίπεδο, μεταξύ των οποίων περιελάμβανε την αποστολή Γαλλικής στρατιωτικής αποστολής με σκοπό την εκπαίδευση του Ελληνικού στρατού και την αγορά Γαλλικού εξοπλισμού από την Ελλάδα. Η Γαλλία προέβη σε διάβημα προς την Οθωμανική κυβέρνηση μέσω του υπουργού Εξωτερικών S. Pichon. Ένα από τα κύρια Γαλλικά αιτήματα ήταν η απαίτηση για την αναστολή των εχθρικών πολιτικών απέναντι στους Χριστιανικούς πληθυσμούς της Ανατολής. Προφανώς, οι Γαλλικές θέσεις ήταν συνέπεια αυτής ακριβώς της ταύτισης συμφερόντων μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας στην περιοχή.

Η Γαλλική στάση βρήκε συμπαραστάτες στις κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας και της Ρωσίας. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Αυστρουγγαρίας συντάχθηκαν με το πλευρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όχι μόνο δεν προέτρεψαν την Υψηλή Πύλη στη διακοπή της αδιάλλακτης στάσης της, αλλά, αντίθετα, την ενεθάρρυναν να συνεχίσει αυτή την πολιτική. Νέα διπλωματική προσπάθεια της Γαλλίας το 1911 απέβη παρομοίως άκαρπη, καθώς συνάντησε τη σθεναρή στάση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υποδαυλιζόμενη από τις παροτρύνσεις των Αυστριακών και των Γερμανών.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στη βάση της Γερμανικής και Αυστροουγγρικής θεώρησης βρισκόταν η θέση ότι η Ελλάδα αποτελούσε «προκεχωρημένο φυλάκιο» των δυτικών Ευρωπαϊκών χωρών και της Ρωσίας, σε δεύτερο επίπεδο, στην Ανατολική Μεσόγειο. Γύρω από τη διπλωματική και οικονομική όξυνση των σχέσεων μεταξύ του Ελληνικού Βασιλείου και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συσσωρεύονταν οι αντικρουόμενες επιδιώξεις των δύο μεγάλων Ευρωπαϊκών μπλοκ. Από τη μια μεριά, βρίσκονταν οι Δυτικοευρωπαίοι και η Ρωσία, που θα σχημάτιζαν αργότερα τη συμμαχία της Αντάντ (Entente Cordiale).

Από την άλλη μεριά βρίσκονταν οι κεντρικές Ευρωπαϊκές Αυτοκρατορίες και οι Οθωμανοί που θα σχημάτιζαν τη συμμαχία των Κεντρικών Δυνάμεων. Τέσσερα χρόνια αργότερα, τα δύο αυτά μπλοκ θα αναμετρώνταν στα πεδία των μαχών συμπαρασύροντας και άλλες χώρες στο λεγόμενο Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Εν τέλει, η (προσωρινή) λύση δόθηκε με τον Ιταλοτουρκικό πόλεμο στις 16 / 29 Σεπτεμβρίου 1911 με αφορμή τα περιοριστικά μέτρα εις βάρος των Ιταλών εμπόρων στην Τριπολίτιδα. Στο επίκεντρο της Ιταλοτουρκικής διένεξης βρισκόταν η διεκδίκηση της Λιβύης από την Ιταλία, η οποία είχε λάβει την έγκριση της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας για την κίνηση αυτή.

Ο πόλεμος κατέληξε να επηρεάσει άμεσα τα Ελληνικά συμφέροντα, καθώς οι Ιταλοί κατέλαβαν τα Δωδεκάνησα τον Μάιο του 1912, προκαλώντας ενθουσιασμό στον Ελληνικό πληθυσμό που τους είδε ως απελευθερωτές. Το ψήφισμα του Εθνικού Πανδωδεκανησιακού Συνεδρίου, από την Ιερά Μονή της Πάτμου, τον Ιούνιο του 1912, διατράνωνε το αίσθημα των Ελλήνων της Δωδεκανήσου για ένωση με την Ελλάδα: Το κοινόν των Νησιωτών του Αιγαίου, αποτελούμενον εκ των πληρεξουσίων των υπό της Ιταλίας καταληφθεισών νήσων, συνελθόν εν Πάτμω κατ’ εντολή του Ελληνικού λαού αυτών, ψηφίζει:

Α'. Ευχαριστεί κατά πρώτον τους Ιταλούς, διότι πιστεύει ότι η επέμβασίς των ήτο ευεργετική και αι υποσχέσεις των ειλικρινείς.

Β'. Διαδηλοί την στερεάν απόφασιν του λαού των Χριστιανικών τούτων νήσων όπως υποστή πάσα θυσίαν, ίνα μη επανέλθη υπό το καταλυθέν Τουρκικόν καθεστώς.

Γ'. Διακηρύσσει τον προαιώνιον εθνικόν των Νησιωτών πόθον της ενώσεως αυτών μετά της μητρός των Ελλάδος.

Δ'. Κηρύσσει μέχρι της εθνικής αποκαταστάσεως των Δωδεκανήσων την πλήρη αυτονομίαν των απελευθερωθεισών νήσων.

Ε'. Ονομάζει το σύνολον των ούτω αυτονομουμένων νήσων ''Πολιτεία του Αιγαίου''.

ΣΤ'. Ορίζει ως σύμβολο μεν της Πολιτείας σημαίαν κυανήν μετά λευκού εν τω μέσω σταυρού, ως έμβλημα δε τον Απόλλωνα Ήλιον.

Οι εξελίξεις αυτές προκάλεσαν προβληματισμό στην Αθήνα. Μήπως είχε έρθει η ώρα για μια νέα πολεμική σύγκρουση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία; Ο Βενιζέλος δεν απέκλειε ακόμη και τη σύμπτυξη ενός κοινού Ελληνοϊταλικού μετώπου απέναντι στους Τούρκους με παράλληλη δράση στη Μακεδονία και το Αιγαίο. Η επιστολή Βενιζέλου προς τον Γεώργιο Πλουμίδη είναι ενδεικτική των Ελληνικών αμφιταλαντεύσεων και ανησυχιών για μια πρόωρη έκρηξη στα Βαλκάνια και κατά πόσο η Ελλάδα ήταν έτοιμη να αναλάβει το μερίδιό της σ’ αυτή την πρόκληση:

''Τι δύναται να προέλθη από τον Ιταλοτουρκικόν πόλεμον είναι άγνωστον. Εάν δεν λήξη ταχέως και παραταθή μέχρι της ανοίξεως, δύσκολο είναι να μην μεταδοθή το πυρ και εις την Βαλκανικήν χερσόνησον. Και τότε είναι πιθανόν, το Ανατολικό ζήτημα, όσον αφορά την Ευρωπαϊκή αυτού πλευράν, να λυθή τελειωτικώς''.

Παρόλα αυτά, οι Ιταλοί έδειξαν απροθυμία σε μια πιθανή Ελληνοϊταλική συμμαχία και πολεμική σύμπραξη, φοβούμενοι το ενδεχόμενο ανάμιξης της Αυστροουγγαρίας ή της Σερβίας και της Βουλγαρίας. Ωστόσο, ο Ιταλοτουρκικός πόλεμος αποδείχθηκε ωφέλιμος για την Ελληνική πλευρά, καθώς μετέφερε το ενδιαφέρον των Τούρκων σε άλλο μέτωπο και μετριάστηκε η πίεση στα Ελληνικά εμπορικά συμφέροντα στην Αυτοκρατορία και τους Έλληνες της ανατολής. επιπλέον, οι Τουρκικές ήττες στη Λιβύη κατέδειξαν την Τουρκική στρατιωτική ανεπάρκεια στους Χριστιανικούς λαούς της Βαλκανικής οπλίζοντάς τους με θάρρος για την επικείμενη πολεμική αναμέτρηση στα υπό Τουρκική κυριαρχία Ευρωπαϊκά εδάφη.

Τέλος, χάρισε χρόνο στην Ελλάδα για να προετοιμαστεί κατάλληλα σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο, ενώ, παράλληλα, ο Βενιζέλος διαβεβαίωνε τους Τούρκους ότι δεν σκόπευε να αναμιχθεί η Ελλάδα στην Ιταλοτουρκική διαμάχη, ζητώντας σε αντάλλαγμα την άρση των ανθελληνικών μέτρων στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας. Οι Τούρκοι ανταποκρίθηκαν -έστω, με δισταγμό- αποσύροντας μέρος των στρατιωτικών δυνάμεών τους από τα Ελληνοτουρκικά σύνορα (και συνεπώς, αποδυναμώνοντας την άμυνά τους) και αναστέλλοντας το στρατιωτικό νόμο που ίσχυε σ’ αυτές τις περιοχές. Η κρίση στην Τριπολίτιδα εξαπλώθηκε στην Ανατολική Μεσόγειο επηρεάζοντας άμεσα τις τύχες του Ελληνισμού.

Δίπλα στους Κρήτες προστέθηκαν και οι Δωδεκανήσιοι, οι οποίοι απέβλεπαν σ’ ένα μεταβατικό στάδιο αυτονομίας πριν από την ένωση με την Ελλάδα. Εξάλλου, η Ιταλία διαβεβαίωνε ότι σκοπός της δεν ήταν η κατάκτηση των Δωδεκανήσων αλλά αποτελούσε κίνηση τακτικής στον πόλεμο για την κατάκτηση της Λιβύης και δεν είχε καμία αντίρρηση στο ενδεχόμενο πλήρους αυτονομίας των Δωδεκανήσων ή ένωσής του με την Ελλάδα. Ωστόσο, οι Μεγάλες Δυνάμεις εναντιώθηκαν σ’ αυτή την προοπτική, φοβούμενες ότι μια τέτοια εξέλιξη θα αναμόχλευε τα «πάθη» στα Βαλκάνια και θα άνοιγε τον «ασκό του Αιόλου».

Απέτρεψαν την Ιταλία από την κατάκτηση άλλων νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, π.χ. της Λέσβου ή της Χίου. Η λύση τελικά προήλθε ακριβώς από το σημείο που οι Μεγάλες Δυνάμεις φοβούνταν την αναμόχλευσή του, τα Βαλκάνια. Το ξέσπασμα του Α' Βαλκανικού Πολέμου επιτάχυνε τις εξελίξεις με δραματική ταχύτητα. Οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να υπογράψουν συνθηκολόγηση στη Λοζάνη, στις 15 Οκτωβρίου 1912, αποδίδοντας τη Λιβύη στην Ιταλία, ενώ τα Δωδεκάνησα επέστρεφαν σ’ αυτούς. Στις παραμονές του Α' Βαλκανικού Πολέμου, η Αθήνα διακατεχόταν από απαισιοδοξία, όσον αφορά στο Κρητικό Ζήτημα.

Οι συσχετισμοί δυνάμεων στα Βαλκάνια, η απομόνωση και η ανετοιμότητα της Ελλάδας σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο, η θέση των Μεγάλων Δυνάμεων περί διατήρησης του status quo στην ευρύτερη περιοχή και η ισχύς τής -έστω λαβωμένης από τον πόλεμο στην Τριπολίτιδα- Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν άφηναν περιθώρια πολλών ελιγμών στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Σε επιστολές που ανταλλάχθησαν ανάμεσα στο βασιλιά Γεώργιο Α' και τον Βενιζέλο, ο πρώτος μεταβίβαζε τις θέσεις του Γάλλου πρωθυπουργού Πουανκαρέ για το Κρητικό Ζήτημα «άμα τη συνθηκολογήσει της ειρήνης μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας, αι Δυνάμεις θα επιληφθώσι του Κρητικού Ζητήματος».

Ο Βενιζέλος δεν συμμεριζόταν την ευπιστία του Γεωργίου, θεωρώντας ότι η λήξη του Ιταλοτουρκικού πολέμου δεν θα επιτάχυνε θετικές εξελίξεις για τα Ελληνικά δίκαια στην Κρήτη, διότι, αφενός, η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα ήταν αποδυναμωμένη εδαφικά και στρατιωτικά, άρα πιο αδιάλλακτη στο ενδεχόμενο νέων παραχωρήσεων, και, αφετέρου, οι ίδιες οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν θα επιθυμούσαν μια εξέλιξη που θα επιδείνωνε ραγδαίως την κατάσταση του «Μεγάλου Ασθενούς». Ωστόσο, αυτοί δεν ήταν οι μόνοι «πονοκέφαλοι» της Ελληνικής κυβέρνησης σχετικά με το Κρητικό Ζήτημα.

Παράλληλα, οι Χριστιανοί Κρήτες βουλευτές αποφάσισαν να συμμετάσχουν μονομερώς στις εργασίες της νέας Ελληνικής εθνοσυνέλευσης, προσδοκώντας ότι έτσι θα επισφραγιζόταν η ένωση με την Ελλάδα. Ο Βενιζέλος είχε ζωηρές αντιρρήσεις για μια τέτοια εξέλιξη, θεωρώντας την ως έναν άκομψο εκβιασμό των Μεγάλων Δυνάμεων. Απέστειλε μήνυμα στον Ραγκαβή, αντιπρόσωπο της Ελληνικής κυβέρνησης στην Κρήτη, στο οποίο, μεταξύ άλλων, ανέφερε:

''Δεν επιτρέπεται να θυσιασθούν τα κεκτημένα διά της σπουδής. Δεν είναι εντροπή διά την μικράν Κρήτη να μιμηθή μέγιστα έθνη και να υπομείνη. Ουδείς γνωρίζει τι εκπλήξεις θα προκύψουν εκ του ιταλοτουρκικού πολέμου. Οι Κρήτες λησμονούν ότι τίθενται αντιμέτωποι όχι μόνον της Τουρκίας και των Μεγάλων Δυνάμεων αλλά και αυτού τούτου του Ελευθέρου Βασιλείου, του οποίου η κυβέρνησις δεν ευνοεί να αποδεχθή το Κρητικόν πραξικόπημα και να έλθη εις άκαιρον ρήξιν με την Τουρκίαν. Συντόνως και άνευ απωλείας μίας ημέρας ασχολουμένη με την στρατιωτική συγκρότησιν της χώρας, η κυβέρνησις αξιοί όπως εις την γνώμην της προσαρμοσθή η γνώμη των πολιτικών αρχηγών της Κρήτης''.

Ωστόσο, οι εκκλήσεις Βενιζέλου προς την Κρητική ηγεσία ήταν «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Οι εκλογές στην Κρήτη διεξήχθησαν την ίδια μέρα με αυτές στην Ελλάδα και η συντηρητική πτέρυγα, σθεναρώς αντιπολιτευόμενη του Βενιζέλου, υπερίσχυσε και κατέκτησε 46 έδρες έναντι της φιλελεύθερης πτέρυγας που κατέκτησε 23 έδρες. Οι νεοεκλεγεθέντες Κρήτες βουλευτές ταξίδεψαν για την Αθήνα και αποβιβάσθησαν στον Πειραιά, παρά την προσπάθεια των Άγγλων να τους αποτρέψουν. Οι Κρήτες βουλευτές ήταν αποφασισμένοι να εισέλθουν με κάθε μέσο στην πρώτη συνέλευση της Ελληνικής Βουλής.

Ο Βενιζέλος τούς έδωσε μια τελευταία ευκαιρία να αναθεωρήσουν τη στάση τους μεταθέτοντας την ημερομηνία έναρξης των εργασιών της Ελληνικής εθνοσυνέλευσης για τις 19 Μαΐου 1912. Ωστόσο, αυτοί παρέμειναν αμετάπειστοι. Τότε, ο Βενιζέλος δεν δίστασε να διατάξει δυνάμεις του Στρατού και της Αστυνομίας να τους απωθήσουν βιαίως. Η δραματική αυτή χειρονομία του Βενιζέλου καταδεικνύει την αποφασιστικότητά του να μην ενδώσει στις συναισθηματικές εξάρσεις και πιέσεις των συμπατριωτών του, αλλά και πολλών Ελλήνων, προτάσσοντας το εθνικό συμφέρον, παρά το μεγάλο πολιτικό κόστος που συνεπαγόταν μια τέτοια στάση.

Σε απάντησή του προς το προεδρείο της Ελληνικής Βουλής, όσον αφορά στο αίτημα εισόδου και συμμετοχής των Κρητών βουλευτών στην Ελληνική εθνοσυνέλευση, ο Βενιζέλος θα τονίσει την αναγκαιότητα υποταγής της θέλησης των Κρητών για χάρη του γενικού καλού:

''Της Ελλάδος μη αποδειχθείσης εισέτι το Κρητικόν κήρυγμα της ενώσεως, η Κρήτη ούτε από απόψεως εσωτερικού δημοσίου δικαίου πολύ δε ολιγώτερον από απόψεως διεθνούς δικαίου, δύναται να θεωρηθή αποτελούσα μέρος της Ελληνικής Επικρατείας, ώστε να δικαιούται ν’ αντιπροσωπεύηται κατά το Σύνταγμα εν τω εν Αθήναις Βουλευτηρίω. Η Κυβέρνησις είναι αδύνατον να δεχθή όπως παρεδρεύσουν οι αναφερόμενοι μετά των νομίμων αντιπροσώπων του Ελληνικού λαού, υπομιμνήσει δ’ ότι απόπειρα τυχόν αυτών, όπως βιαίως πραγματοποιήσωσι τους σκοπούς των. 

Θ’ απετέλει έγκλημα κατά της εν Ελλάδι καθεστηκυίας τάξεως, την οποία έχει η κυβέρνησις καθήκον να προασπίση και αν ακόμη ευρεθή εις την λυπηροτάτην ανάγκην να χρησιμοποιήση προς τούτο την ένοπλον δύναμιν. Η κυβέρνησις άλλως τε ελπίζει ότι οι Κρήτες αντιπρόσωποι δεν θα φθάσουν να ωθήσουν τα πράγματα μέχρι τοιαύτης ακρότητος και ότι ο εγνωσμένος αυτών πατριωτισμός θα τους αγάγη εις την αναγνώρισιν ότι ο επιδιωκόμενος υπ’ αυτών Εθνικός σκοπός ήκιστα δύναται να υπηρετηθή διά προκλήσεως εσωτερικών αταξιών και ανωμαλιών''. 

Η επίκληση στην κοινή λογική όλων των ενδιαφερόμενων μερών δεν εισακούστηκε. Για μία ακόμη φορά η Ελληνική κοινή γνώμη παρασυρόταν από το συναισθηματισμό, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο να επαναληφθούν τα σφάλματα που οδήγησαν στον καταστροφικό για την Ελλάδα πόλεμο του 1897. Η σύγκληση της εθνοσυνέλευσης αναβλήθηκε για τον Οκτώβριο του 1912, παρατείνοντας έτσι την αβεβαιότητα στο πολιτικό προσκήνιο. Ωστόσο, ο Βενιζέλος θα κέρδιζε πολύτιμο πολιτικό και διπλωματικό χρόνο για να οργανώσει το Στρατό και γενικότερα τη χώρα εν όψει του επικείμενου και αναπόφευκτου πολέμου με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Εν τέλει, το ξέσπασμα του Α' Βαλκανικού Πολέμου έδωσε αυτομάτως λύση στο αδιέξοδο. Η Ελλάδα πλέον μαχόταν μαζί με τη Σερβία, τη Βουλγαρία και το Μαυροβούνιο ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στο μέτωπο της Μακεδονίας και της Ηπείρου, ενώ ο Ελληνικός στόλος θριάμβευε εναντίον του Τουρκικού στη ναυμαχία του Ελλησπόντου και απελευθέρωνε το ένα μετά το άλλο τα Ελληνικά νησιά του Αιγαίου. Πλέον, ο Βενιζέλος δεν είχε κανένα λόγο να ακολουθεί μια συγκαταβατική πολιτική με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι Μεγάλες Δυνάμεις έρχονταν προ τετελεσμένων εξαιτίας του πολέμου και των συμμαχικών νικών.

Η Ελληνική Βουλή ενέκρινε παμψηφεί, σ’ ένα κλίμα πατριωτικού ενθουσιασμού, την είσοδο των Κρητών βουλευτών πραγματοποιώντας ένα μεγάλο βήμα προς την ένωση. Ο Πρόεδρος της Βουλής ανάγνωσε συγκινημένος ψήφισμα προς την ελληνική εθνοσυνέλευση, με το οποίο «η Ελλάς αποδέχεται όπως του λοιπού ενυπάρχη κοινόν Κοινοβούλιον διά το ελεύθερον Βασίλειον και την νήσον Κρήτην». Όμως ακόμη τίποτα δεν είχε κριθεί στο πεδίο μαχών. Οι συγκρούσεις ήταν αμφίρροπες και η σχέση μεταξύ των συμμάχων προβληματική. Κατά συνέπεια, ο Βενιζέλος γνώριζε ότι οι επόμενες κινήσεις της Ελληνικής κυβέρνησης έπρεπε να ήταν προσεκτικές ώστε να μην οξύνει τις σχέσεις με τις Μεγάλες Δυνάμεις.

Προς το παρόν, αρκέστηκε στο διορισμό του έμπειρου πολιτικού Στέφανου Δραγούμη ως γενικού διοικητή της Κρήτης στις 12 Οκτωβρίου, προσδοκώντας την τελική νίκη του Ελληνικού στρατού και τη διπλωματική κατοχύρωση των επιτυχιών του. Η λήξη των δύο Βαλκανικών Πολέμων έφερε και την οριστική λύση του Κρητικού Ζητήματος. Στις 14 Φεβρουαρίου 1913 υπεστάλησαν οι σημαίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Μεγάλων Δυνάμεων από το φρούριο της Σούδας στα Χανιά. Η Συνθήκη του Λονδίνου, τον Μάιο του 1913, κατοχύρωσε επισήμως μεταξύ άλλων την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.

Την 1η Δεκεμβρίου 1913, κατά τη διάρκεια της επίσημης τελετής για την πολυπόθητη ένωση, υψώθηκε η Ελληνική σημαία στο φρούριο Φιρκά, παρουσία του νέου βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, γόνου της Κρητικής γης. Ήταν η μέρα που τα όνειρα των Κρητικών έπαιρναν εκδίκηση. Έμελλε δε να συμπέσουν η ένωση της Κρήτης και η αρχή της ελευθερίας της με τη στιγμή που στο πηδάλιο της Ελλάδας βρέθηκε ένας Κρητικός. Ανεγέρθη επίσης μια μαρμάρινη επιγραφή που συνόψιζε τις θυσίες, τους αγώνες, τις ελπίδες και την ανακούφιση του Κρητικού λαού, που συνέτριβε επιτέλους τα δεσμά του και έβλεπε τον πόθο του για λευτεριά να γίνεται πραγματικότητα.

Η Κρητική Πολιτεία Χωρίς τον Βενιζέλο

Στην Κρήτη μετά την παραίτηση του Βενιζέλου σχηματίστηκε Κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Μανούσο Κούνδουρο. Από την Αθήνα και από την υπεύθυνη θέση του Προέδρου της Ελληνικής Κυβέρνησης, ο Βενιζέλος εξακολουθούσε να χειρίζεται το Κρητικό ζήτημα με άμεσο στόχο την ένωση, με την ίδια τακτική που υιοθετούσε σταθερά στην Κρήτη - μικρές τακτικές κινήσεις που δεν θα εξέθεταν την Κρήτη στον κίνδυνο επιστροφής των διεθνών στρατευμάτων. Η Κρήτη ωστόσο, όπου κυριάρχησαν οι πολιτικοί του αντίπαλοι και λιγότερο οξυδερκείς πολιτικοί εν γένει, πέρασε αμέσως σε περίοδο μεγάλης αναταραχής. Στις 10 Νοεμβρίου 1910 η Συνέλευση επανέλαβε τις εργασίες που είχαν διακοπεί με ψήφισμα υπέρ της Ένωσης.

Η πράξη αυτή αποτελούσε υπονόμευση της προσπάθειας του Βενιζέλου να κερδίσει χρόνο μέχρι την επόμενη κρίση του Ανατολικού Ζητήματος προκειμένου να αναδιοργανώσει την Ελλάδα οικονομικά και στρατιωτικά και να διαπραγματευθεί τις αναγκαίες Βαλκανικές συμμαχίες. Παράμετρος της προσπάθειας να κερδίσει χρόνο ήταν η καλλιέργεια καλών σχέσεων με την Πύλη. Διαμήνυσε στους πολιτικούς του φίλους στην Κρήτη να εγκαταλείψουν κάθε σκέψη για μονομερή ενέργεια, διότι η Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη να διεξαγάγει πόλεμο με την Τουρκία. Αλλά η Συνέλευση επέμεινε.

Συνέστησε μάλιστα ειδικό ταμείο για τη χρηματοδότηση πολιτοφυλακής που θα απέτρεπε οποιαδήποτε απόπειρα των Δυνάμεων να επαναφέρουν τα κυριαρχικά δικαιώματα του Σουλτάνου. Η πράξη αυτή εξόργισε τη Βρετανία, που σχολίασε ότι αντί οι Κρήτες να σπαταλούν χρήματα για εξοπλισμούς, έπρεπε να πληρώσουν τα χρέη τους. Παρά την κατακραυγή που προκάλεσε, αυτή η πρωτοβουλία έμεινε χωρίς αποτέλεσμα, καθώς ο αρχικός ενθουσιασμός υποχώρησε.

Α. Η Κρήτη στη Δίνη του Ανατολικού Ζητήματος

Τον Σεπτέμβριο του 1911 η επίθεση της Ιταλίας στην χερσόνησο της Λιβύης, μιας απομακρυσμένης επαρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σήμανε νέα όξυνση του Ανατολικού Ζητήματος που είχε άμεσες επιπτώσεις στο Κρητικό ζήτημα. Η κρίση αυτή συνέπεσε μάλιστα με ένα σταθμό στη θεσμική εξέλιξη του νησιού. Τον Σεπτέμβριο του 1911 έληγε η θητεία του Ύπατου Αρμοστή, ο οποίος, αν και απών, δεν είχε αντικατασταθεί. Εν όψει της λήξης της θητείας του και ο Βενιζέλος και η Πύλη ζητούσαν από τις Δυνάμεις να λύσουν το ζήτημα. Ο Βενιζέλος επέμενε στο να διατηρήσει ο Βασιλιάς των Ελλήνων το δικαίωμα διορισμού.

Οι Κρήτες πάλι αρνούνταν να δεχθούν είτε ανανέωση της θητείας είτε αντικατάσταση του Ζαΐμη από άλλο πρόσωπο. Τελικά, για να αποφύγουν νέες επιπλοκές οι τέσσερις Δυνάμεις αποφάσισαν, λίγο πριν από τη λήξη της θητείας του Ζαΐμη, ότι «αναλαμβάνουν την ευθύνη για ορισμένες πράξεις της Εκτελεστικής που υπό κανονικές συνθήκες και βάσει του κρητικού Συντάγματος αποτελούσαν μέρος των καθηκόντων του Ύπατου Αρμοστή», κυρίως ως προς τις σχέσεις της με την Πύλη.

Πρακτικά αυτό σήμαινε ότι ούτε θα ανανέωναν τη θητεία του Ζαΐμη ούτε θα τον αντικαθιστούσαν αλλά θα εγκαινίαζαν επίσημες σχέσεις με την Εκτελεστική Επιτροπή και ότι σε περίπτωση ταραχών θα επενέβαιναν όχι πλέον μέσω του εντολοδόχου τους Αρμοστή αλλά μέσω των Προξένων τους. Η απόφαση αυτή αποτελούσε θεσμική αναβάθμιση της Εκτελεστικής Επιτροπής.

Β. Η Τελευταία Ταραγμένη Χρονιά

Σε γενικές γραμμές, από την κρίση του Σεπτεμβρίου του 1908 και ιδιαίτερα από την αποχώρηση του Βενιζέλου τον Σεπτέμβριο του 1910, στην Κρήτη δεν σημειώθηκαν μεγάλες πολιτικές αναταραχές. Στις αρχές Αυγούστου 1911, και ενόψει της λήξης της θητείας του Ζαΐμη, ο Αντώνιος Μιχελιδάκης ζήτησε τη σύγκληση της Συνέλευσης για να ανατρέψει τον Κούνδουρο και να ζητήσει προκήρυξη εκλογών. Ο Κούνδουρος ανέβαλε τη σύγκληση της Συνέλευσης μέχρι τις 26 Σεπτεμβρίου, οπότε το ζήτημα του Αρμοστή είχε λήξει. Ωστόσο, ο Ιταλοτουρκικός πόλεμος αναζωπύρωσε τις ελπίδες των θερμόαιμων για δυναμική λύση του Κρητικού ζητήματος.

Οι ελπίδες αυτές εκφράστηκαν πλέον μέσα στη Συνέλευση. Η αντιπολίτευση ζητούσε εκλογές για νέα Συνέλευση η οποία θα ψήφιζε την ένωση. Ο Κούνδουρος έχανε την επιρροή του και κυριαρχούσαν οι ακραίες φωνές. Μπροστά στο αδιέξοδο ο Βενιζέλος συνέστησε στους πολιτικούς του φίλους να αποσύρουν την υποστήριξη προς τον Κούνδουρο και να συστήσουν τη συγκρότηση μη κομματικής Κυβέρνησης. Παρά τις αντίθετες φωνές, η σύσταση του Βενιζέλου εισακούστηκε. Στις 8 Οκτωβρίου ένας πληρεξούσιος πρότεινε ψήφισμα υπέρ της ένωσης και αποστολή πληρεξουσίων στην Αθήνα και στις 17 του ίδιου μήνα η Συνέλευση αποδέχθηκε την πρόταση αλλά επιφυλάχθηκε να αποφασίσει για τα μέτρα υλοποίησής της.

Τελικά ωστόσο, την επομένη η Κυβέρνηση συνασπισμού υπέβαλε την παραίτησή της και αντικαταστάθηκε από μία νέα τριμελή μη κομματική Εκτελεστική Επιτροπή, απαρτιζόμενη από τους έγκριτους Πλουμίδη, Γιαμαλάκη και Ησυχάκη. Η σύσταση του Βενιζέλου είχε καρποφορήσει. Ωστόσο, γνώριζε ότι η επιρροή του δεν θα μπορούσε να αποτρέψει την αποστολή Κρητών πληρεξουσίων στην Αθήνα, όσο συνεδρίαζε η Συνέλευση. Γι΄ αυτό στις 24 Οκτωβρίου, σε μία θυελλώδη συνεδρίασή της, οι Βενιζελικοί πληρεξούσιοι απέσπασαν ψήφο για διάλυση της Συνέλευσης και προκήρυξη εκλογών στις 18 Μαρτίου 1912.

Παρότι ο Βενιζέλος επηρέαζε τις πολιτικές αποφάσεις στην Κρήτη, δεν μπορούσε να ελέγξει τις ακραίες συμπεριφορές. Ούτε και τα αξιοσέβαστα αλλά πολιτικά ανίσχυρα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής. Παρά τις έντονες συστάσεις του Βενιζέλου και του ίδιου του Βασιλιά Γεωργίου, το ακραίο ενωτικό κίνημα μεταφέρθηκε σε ένοπλες επαναστατικές συναθροίσεις που συγκρότησαν Επαναστατική Συνέλευση η οποία, στα τέλη Νοεμβρίου 1911, εξέλεξε 70 πληρεξουσίους για το ελληνικό κοινοβούλιο. Ο κίνδυνος για διεθνή ανακατάληψη του νησιού ήταν άμεσος.

Ο Βενιζέλος έδωσε την εντολή σε πολεμικά πλοία να συλλάβουν τους πληρεξουσίους αυτούς αν επιχειρούσαν να φθάσουν στον Πειραιά. Και οι Δυνάμεις ανέλαβαν να περιπολούν τις θαλάσσιες συγκοινωνίες. Στις 2 Δεκεμβρίου τα πλοία τους συνέλαβαν 24 από αυτούς πάνω σε Ελληνικό ατμόπλοιο και τους κράτησαν στη Σούδα. Ένας πληρεξούσιος που κατόρθωσε να φθάσει μέχρι την Αθήνα συνελήφθη και εστάλη πίσω.

Γ. Ο Βενιζέλος Αντιμέτωπος με την Κρητική Πολιτική

Από την αρχή της πολιτικής του σταδιοδρομίας ο Βενιζέλος γνώριζε ότι η βαθμιαία προώθηση του Κρητικού Ζητήματος προς τη λύση του έπρεπε να βασίζεται σε μία ρεαλιστική εξισορρόπηση ανάμεσα στις πιέσεις των Κρητών για δημιουργία τετελεσμένων, τις δυνατότητες υποστήριξης από την Ελληνική Κυβέρνηση και την πολιτική των Προστάτιδων Δυνάμεων. Η τακτική αυτή είχε αποδώσει μικρά μεν αλλά ουσιώδη βήματα. Απέμενε το τελευταίο βήμα της οριστικής απαλλαγής από την Οθωμανική κυριαρχία. Για το Βενιζέλο αυτή ήταν δυνατή μόνο στο πλαίσιο της συνολικής ρύθμισης του Ανατολικού Ζητήματος, για την οποία εργαζόταν τόσο η Ελληνική όσο και οι άλλες Βαλκανικές κυβερνήσεις.

Προϋπόθεση για την πραγματοποίηση της Ένωσης ήταν για τον Βενιζέλο ότι τη στιγμή της λύσης του Ανατολικού Ζητήματος η Κρήτη δεν θα βρισκόταν πάλι, με υπαιτιότητα των ίδιων των Κρητών, υπό διεθνή κατοχή. Από τη στιγμή της ανάληψης της Πρωθυπουργίας της Ελλάδας αυτό το αξίωμα ήταν ο άξονας της πολιτικής του στο Κρητικό Ζήτημα, αυτό τόνιζε στους συνομιλητές του στην Κρήτη. Οι συμπατριώτες του, κυρίως οι αντιπολιτευόμενοι που κυριαρχούσαν στην Κρητική πολιτική μετά την αναχώρησή του, δεν ήσαν συνεργάσιμοι συνομιλητές.

Η στάση τους όχι μόνο έθετε σε κίνδυνο την πορεία του κρητικού ζητήματος αλλά αποτελούσε εμπόδιο στην ομαλή κοινοβουλευτική ζωή της Ελλάδας. Οι εργασίες του Ελληνικού κοινοβουλίου υπό τη διαρκή απειλή εισόδου Κρητών βουλευτών από τις αρχές Δεκεμβρίου δεν ήταν δυνατόν να συνεχιστούν. Έτσι παρά τη θέλησή του ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να διαλύσει πρόωρα τη Βουλή και να προκηρύξει εκλογές για τις 11 Μαρτίου του 1912.

Δ. Η Κρήτη Προετοιμάζεται για νέα Αποστολή Πληρεξουσίων στην Αθήνα

Η διακοπή των εργασιών του Ελληνικού κοινοβουλίου ελάχιστα αποθάρρυνε τους πολιτικούς αντιπάλους του Βενιζέλου στην Κρήτη. Αντίθετα ενίσχυσε την αποφασιστικότητά τους. Η αδυναμία της Επαναστατικής Συνέλευσης να ελέγξει την Εκτελεστική Επιτροπή επέτεινε την πολιτική αποσύνθεση της Κρητικής Πολιτείας. Στις 20 Ιανουαρίου του 1912 η Επαναστατική Συνέλευση κατάργησε την Εκτελεστική, όρισε προσωρινή Επαναστατική Κυβέρνηση και μία μόνιμη Επιτροπή που να εποπτεύει την Κυβέρνηση και αποφάσισε να στείλει πάλι πληρεξούσιους στην Αθήνα τον Μάρτιο.

Ούτε οι έντονες συστάσεις του Βενιζέλου, ούτε η απειλή των Δυνάμεων για ανακατάληψη, που έλαβε τη μορφή ναυτικής επίδειξης στα μέσα Μαρτίου, πτοούσαν την Επαναστατική Συνέλευση. Μετέθεσαν την ημερομηνία των εκλογών από τις 18 στις 11 Μαρτίου, ώστε να συμπέσουν με τις Ελληνικές βουλευτικές εκλογές. Και το κυριότερο, ενόψει της ένωσης κατήργησαν εντελώς την εκτελεστική εξουσία της Κρήτης, αναθέτοντας την διαχείριση των καθημερινών υποθέσεων σε μία 72μελή Διαρκή Επιτροπή, πέντε μέλη της οποίας αναλάμβαναν θητεία για ένα μήνα.

Σε αυτό το στάδιο της πολιτικής αποσύνθεσης της Κρήτης μόνο η ηγετική φυσιογνωμία του Βενιζέλου και η εμπιστοσύνη που ενέπνευσε στις Προστάτιδες Δυνάμεις ότι ήταν σε θέση να διαχειριστεί αποτελεσματικά την κρίση απέτρεψαν τη διεθνή ανακατάληψη του νησιού.

Ε. Η Απόπειρα των Κρητών να Εισβάλουν στο Ελληνικό Κοινοβούλιο

Η αποφασιστική στάση του Βενιζέλου απέναντι στους Κρήτες επαναστάτες είχε το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που ανέμεναν οι αντίπαλοί του. Ενίσχυσε τη θέση του τόσο απέναντι στις Δυνάμεις όσο και απέναντι στο Ελληνικό εκλογικό σώμα. Οι εκλογές της 11 Μαρτίου ενίσχυσαν την πολιτική του επιρροή. Έτσι, με ανανεωμένο κύρος μπορούσε να αντιμετωπίσει τη νέα πρόκληση των Κρητών πληρεξουσίων να παραστούν στην έναρξη των εργασιών της νέας Βουλής. 69 πληρεξούσιοι έφυγαν από την Κρήτη, από αυτούς κάπου είκοσι έπεσαν στα χέρια των Βρετανών. Οι υπόλοιποι έφτασαν στην Αθήνα, όπου είχαν την υποστήριξη των κομμάτων της αντιπολίτευσης και του ίδιου του Δημάρχου Αθηναίων Σπυρίδωνα Μερκούρη.

Στις 13 Απριλίου η Κυβέρνηση εξέδωσε διάταγμα αναβολής της έναρξης των εργασιών της Βουλής για τις 19 Μαΐου. Η ύστατη έκκληση του Βενιζέλου να μην επιμείνουν οι πληρεξούσιοι σε μία ενέργεια που θα καθόριζε το μέλλον του νησιού δεν απέδωσε. Η ατμόσφαιρα στην Αθήνα ενέπνεε ανησυχία, καθώς ούτε η Διαρκής Επιτροπή, ούτε οι πληρεξούσιοι είχαν αποφασίσει ποια στάση θα τηρούσαν.Οι εικόνες που αντίκρισε η Αθήνα στις 19 Μαΐου ήσαν πρωτοφανείς. Τελικά επετράπη σε μία αντιπροσωπεία να δει την Κυβέρνηση. Στη συνάντησή τους με το Βενιζέλο, επέμειναν στην απόφασή τους να εκβιάσουν την είσοδό τους στη Βουλή.

Όταν εκείνος τους δήλωσε ότι θα ανέβαλε την έναρξη των εργασιών, εκείνοι αποφάσισαν να αποσυρθούν. Μέσα στην αίθουσα του Κοινοβουλίου ο Πρόεδρος διάβασε επιστολή με την οποία ο Βενιζέλος ανακοίνωνε την απόφασή του να μην επιτρέψει την είσοδο των Κρητών. Στη συνέχεια ο Βενιζέλος απέσπασε την έγκριση του σώματος για αναβολή των εργασιών της Βουλής μέχρι την 1η Οκτωβρίου. Για μία ακόμη φορά το Κρητικό Ζήτημα είχε προκαλέσει εμπόδιο στην ομαλή λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος στην Ελλάδα. Αλλά ο κίνδυνος της ανακατάληψης της Κρήτης από τα διεθνή στρατεύματα είχε αποτραπεί. Και λίγες μέρες αργότερα οι Βρετανοί απελευθέρωσαν τους πληρεξουσίους που κρατούσαν.

Η Βαλκανική Διάσταση της Κρίσης του Κρητικού Ζητήματος

Απομονωμένος στο νησί του ο πολιτικός κόσμος της Κρήτης, και ιδιαίτερα οι αντίπαλοι του Βενιζέλου εξακολουθούσαν να δημιουργούν προσκόμματα στον Πρωθυπουργό, χωρίς να διαθέτουν την ευρεία εποπτεία των διεθνών ζητημάτων. Ο Βενιζέλος αντίθετα γνώριζε ότι το Κρητικό Ζήτημα έπρεπε πάση θυσία να κρατηθεί χαμηλά στην ατζέντα των Ελληνικών διεκδικήσεων για πολλούς λόγους:
  • Πρώτον, ήταν ο λόγος τον οποίο επαναλάμβανε στους ίδιους τους συμπατριώτες του, ότι δηλαδή, τη στιγμή της επικείμενης οριστικής λύσης του ανατολικού ζητήματος έπρεπε η Κρήτη να βρεθεί απαλλαγμένη από ξένα στρατεύματα κατοχής, πράγμα που είχε πετύχει με τη συνετή πολιτική της τον Ιούλιο του 1909.
  • Δεύτερον, η λύση του Ανατολικού Ζητήματος προϋπέθετε τη στρατιωτική και διπλωματική προετοιμασία της Ελλάδας που δεν είχε ολοκληρωθεί.
  • Και τρίτον, στις μυστικές του διαπραγματεύσεις για συνθήκη αμυντικής συμμαχίας με τη Βουλγαρία ο Βενιζέλος αντιμετώπιζε την άρνηση του Βούλγαρου ομολόγου του Ivan Guesov να δεσμευθεί, διότι φοβόταν ότι μία απρόοπτη ανάφλεξη του Κρητικού Ζητήματος θα παρέσυρε τη Βουλγαρία σε άκαιρο πόλεμο κατά της Τουρκίας.

Παρά την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους από τον Βενιζέλο, οι ξαφνικές κρίσεις του Νοεμβρίου του 1911 και του Μαΐου του 1912 τεκμηρίωναν τους φόβους του. Για μεγάλο διάστημα ο Guesov επέμενε ότι αν ξεσπούσε πόλεμος με αφορμή το Κρητικό Ζήτημα, η Βουλγαρία δεν δεσμευόταν από τη συνθήκη παρά μόνο για ευμενή ουδετερότητα. Παρά τις Ελληνικές υποχωρήσεις η Βουλγαρία δεν δεχόταν να περιληφθεί η περίπτωση της Κρήτης στις προϋποθέσεις εφαρμογής της συνθήκης. Η μυστική συνθήκη αμυντικής συμμαχίας με τη Βουλγαρία υπογράφτηκε στη Σόφια στις 17 / 30 Μαΐου 1912, δύο ημέρες πριν από την κρίσιμη συνάντηση του Βενιζέλου με τους Κρήτες πληρεξουσίους.

Οποιαδήποτε άλλη λύση πλην αυτής που υιοθέτησε θα εξέθετε όχι μόνο την Κρήτη στον κίνδυνο διεθνούς κατοχής αλλά και την Ελλάδα στον κίνδυνο πολέμου με την Τουρκία χωρίς Βαλκανική υποστήριξη. Η λύση που έδωσε στη σοβαρότερη πρόκληση που δέχτηκε από τους συμπατριώτες του δύο μέρες αργότερα, η αναβολή έναρξης των εργασιών της Βουλής μέχρι την 1η Οκτωβρίου, ήταν μεν σοβαρό εμπόδιο στην ομαλή λειτουργία του κοινοβουλευτισμού αλλά μετέθετε για ευθετότερο χρόνο το αναπότρεπτο ξέσπασμα της κρίσης.

Η ΕΝΩΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 

Η Ώρα του Ψηφίσματος

Το 1908 ήταν ένα έτος - σταθμός για την πολιτική κατάσταση στα Βαλκάνια. Την άνοιξη του 1908 η επανάσταση των Νεοτούρκων δημιούργησε νέα δεδομένα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τους Βαλκανικούς λαούς. Οι διακηρύξεις της για ισονομία και συνταγματικές ελευθερίες βρήκαν θετική ανταπόκριση στη Βαλκανική και γέννησαν ελπίδες στους λαούς της. Το φθινόπωρο του 1908 η Βουλγαρία κήρυξε την ανεξαρτησία της και προσάρτησε την Ανατολική Ρωμυλία, μία περιοχή που φιλοξενούσε Ελληνικούς πληθυσμούς. Την ίδια εποχή η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία μεθόδευσε την ενσωμάτωση της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης, παρά τις αντιδράσεις της Ρωσίας και της γειτονικής Σερβίας.

Μέσα σε αυτό το ρευστό πολιτικό σκηνικό οι Κρήτες με την παρότρυνση και της Ελληνικής κυβέρνησης αποφάσισαν να διεκδικήσουν την ανεξαρτησία τους και την ένωση με την Ελλάδα. Η Ελληνική κυβέρνηση επισήμως δεν επιδοκίμαζε τις πρωτοβουλίες των Κρητών, διότι δεν ήθελε να προκαλέσει τους Τούρκους. Στο παρασκήνιο, όμως, οι δύο πλευρές συνεργάζονταν στενά. Η Αθήνα θεωρούσε απαραίτητη την κινητοποίηση των Κρητών για να διεκδικηθεί de facto η ένωση με την Ελλάδα. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδος Γεώργιος Θεοτόκης εισηγήθηκε στον ομόλογό του της Κρήτης Γεώργιο Παπαμαστοράκη την ανάγκη για κινητοποιήσεις, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός.

Ο Παπαμαστοράκης ήρθε σε επαφή με τον ηγέτη της αντιπολίτευσης Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος συμφώνησε με την πρόταση του Θεοτόκη. Πράγματι, στις 24 Σεπτεμβρίου (6 Οκτωβρίου) του 1908 πραγματοποιήθηκε ογκώδες συλλαλητήριο στα Χανιά, στο οποίο υπολογίζεται ότι συμμετείχαν 15.000 άνθρωποι. Ολα κύλησαν ομαλά παρά τις ανησυχίες της κρητικής κυβέρνησης. Παρόμοια εκδήλωση πραγματοποιήθηκε και στο Ηράκλειο. Επιτροπή των διαδηλωτών στα Χανιά επέδωσε ενωτικό ψήφισμα στον Παπαμαστοράκη, ο οποίος το αποδέχθηκε, διαβεβαιώνοντας το πλήθος που τον επευφημούσε ότι η καρδιά της κρητικής κυβέρνησης πάλλεται όπως η δική του στο ίδιο μήκος κύματος.

Ο Παπαμαστοράκης φρόντισε να συστήσει απόλυτο σεβασμό προς τα δικαιώματα των «συμπολιτών ημών Μουσουλμάνων και εν τη προστασία αυτών». Αντίγραφο του ψηφίσματος παρέλαβε και ο Βενιζέλος, ο οποίος στο δικό του χαιρετισμό χαρακτήρισε τη φάση στην οποία έμπαινε το Κρητικό Ζήτημα «κρισιμωτάτη», συνιστώντας με τη σειρά του αυτοσυγκράτηση και «παραδειγματική διαγωγή». Στη συνέχεια το ψήφισμα κυκλοφόρησε ως «Παράρτημα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως εν Κρήτη», ενώ στον υπέρτιτλο έγραφε «Βασίλειον της Ελλάδος».

Το λιτό ψήφισμα περιείχε τέσσερις θέσεις, κήρυσσε την ένωση με την Ελλάδα και καλούσε τον Γεώργιο Α' να αναλάβει τη διακυβέρνηση του νησιού. Προβλέποντας ότι κάτι τέτοιο δεν αναμενόταν να γίνει σύντομα, οι συντάκτες του ψηφίσματος δήλωναν ότι μέχρι ο βασιλέας της Ελλάδος να απαντήσει καταφατικά, τοπική κυβέρνηση θα διαχειριζόταν, αντ' αυτού, το νησί και μάλιστα καλούσε τις αρχές του νησιού να παραμείνουν αφοσιωμένες στα καθήκοντά τους. Το ψήφισμα υπέγραφαν ο Παπαμαστοράκης, ο σύμβουλος εσωτερικών θεμάτων Χαράλαμπος Πωλογεώργης και ο Εμμανουήλ Μοδάτσος, ως μέλη της κυβέρνησης.

Χωρίς χρονοτριβή, η λαϊκή βούληση των Κρητών, μετουσιωμένη σε επίσημο κείμενο, κοινοποιήθηκε στο βασιλέα και στην ελληνική κυβέρνηση. Ο Ζαΐμης εκείνη την εποχή βρισκόταν στην Ελλάδα και ειδοποιήθηκε να παραμείνει εκεί, αφού πλέον το αξίωμά του δεν είχε κάποιο ουσιαστικό αντίκρισμα.

Διεθνείς Αντιδράσεις

Η Βουλή των Κρητών έλαβε γνώση του ψηφίσματος και το ενέκρινε στις 29 Σεπτεμβρίου κατά τη διάρκεια έκτακτης συνόδου. Ομως, η Κρήτη ήταν πρακτικά μόνη της. Οι τουρκικές αντιδράσεις ήταν σφοδρές και τα διαβήματα προς τις προστάτιδες δυνάμεις έντονα. Οι δυνάμεις ακολούθησαν αρχικά ουδέτερη στάση, αλλά καθώς οι τουρκικές πιέσεις κλιμακώθηκαν, αρνήθηκαν να δεχθούν την κατάργηση του καθεστώτος της αρμοστείας. Η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα θα δυνάμωνε τη θέση της Ελλάδος στην περιοχή και θα ανέτρεπε τις ισορροπίες. Η αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σήμαινε ενδυνάμωση της Ρωσίας, δημιουργώντας μία κατάσταση που δεν θα ανέχονταν οι δυτικές δυνάμεις.

Συλλαλητήρια οργανώθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για να ματαιωθεί η ένωση. Οι Νεότουρκοι δεν θα ανέχονταν περαιτέρω απώλειες εδαφών. Κινδύνευε η αξιοπιστία της εξωτερικής τους πολιτικής, η οποία βασιζόταν στη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της Αυτοκρατορίας. Ομως, θετική εξέλιξη αποτέλεσε η συνέχιση της αποχώρησης των ξένων στρατευμάτων από το νησί. Η Αθήνα, απειλούμενη με αντίποινα από την τουρκική πλευρά, δεν αναγνώρισε την ένωση, τηρώντας «άψογον στάσιν», αλλά τουλάχιστον συνέχισε την παρασκηνιακή συνεργασία με την Κρήτη.

Οι Κρήτες όμως δεν πτοήθηκαν και προχώρησαν στη συγκρότηση διακομματικής κυβέρνησης, η οποία θα αντικαθιστούσε την κυβέρνηση Παπαμαστοράκη. Σε αυτή την Εκτελεστική Επιτροπή προήδρευε ο Αντώνης Μιχελιδάκης, αντιπρόεδρος και υπουργός Δικαιοσύνης ορίστηκε ο Βενιζέλος, ο Χ. Πωλογιώργης ανέλαβε υπουργός Εσωτερικών, ο Μανώλης Λογιάδης υπουργός Οικονομικών και ο Μ. Πετυχάκης υπουργός Παιδείας.

Η Ένωση

Οι αυθαιρεσίες του Αρμοστή Κρήτης Πρίγκιπα Γεώργιου προκάλεσαν την οργή των Κρητικών και το 1905 εξεγέρθηκαν εναντίον του πραγματοποιώντας τη περίφημη "Επανάσταση του Θέρισου". Αποτέλεσμα ήταν να αναγκαστεί σε παραίτηση ο παλιός αρμοστής και να οριστεί νέος ο Αλέξανδρος Ζαϊμης. Στα γεγονότα εκείνης της εποχής αναδείχθηκε η μεγάλη πολιτική φυσιογνωμία του Ελευθέριου Βενιζέλου που σφράγισε με τη παρουσία του την νεώτερη ιστορία της Ελλάδας. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1908 οι Κρητικοί κήρυξαν την Ένωση με την Ελλάδα, αλλά η Ελληνική Κυβέρνηση δεν τη δέχτηκε, γιατί φοβόταν πόλεμο με την Τουρκία.

Η Ένωση με την Ελλάδα, που τόσο αίμα και τόσα δάκρυα κόστισε στην ηρωική Μεγαλόνησο, πραγματοποιήθηκε με την κήρυξη του Βαλκανικού πολέμου στις 12 Οκτωβρίου 1912. Ειδικότερα, και μετά από όλα τα ως άνω, στις 17 / 30 Μαΐου 1913 επικυρώθηκε η τελική ένωση της Κρήτης με την υπόλοιπη Ελλάδα και υψώθηκε η Ελληνική σημαία στο νησί. Τον Σεπτέμβριο του 1908 ο Αυτοκράτορας της Αυστρουγγαρίας ανακοίνωσε την προσάρτηση της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης και ο ηγεμόνας της Βουλγαρίας την ανεξαρτησία της. Οι Κρητικοί δεν έχασαν την ευκαιρία. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1908 ξέσπασε επανάσταση στο νησί.

Χιλιάδες πολίτες των Χανίων και των γύρω περιοχών την ημέρα αυτή συγκρότησαν συλλαλητήριο, στο οποίο ο Βενιζέλος κήρυξε την οριστική ένωση της Κρήτης με την μητέρα Ελλάδα. Έχοντας συνεννοηθεί με την Ελληνική κυβέρνηση, ο Ζαΐμης αναχώρησε για την Αθήνα πριν από το συλλαλητήριο. Συγκλήθηκε η συνέλευση και κήρυξε την ανεξαρτησία της Κρήτης, η σημαία της κρητικής πολιτείας υποστάλληκε για να δώσει την θέση της στην Ελληνική, οι δημόσιοι υπάλληλοι ορκίσθηκαν πίστη στον βασιλιά Γεώργιο Α' της Ελλάδας, ενώ διορίστηκε πενταμελής εκτελεστική επιτροπή με την εντολή να κυβερνήσει το νησί εν ονόματι του βασιλιά των Ελλήνων και σύμφωνα με τους νόμους του Ελληνικού κράτους.

Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο Μιχελιδάκης με τον Βενιζέλο υπουργό Εξωτερικών και Δικαιοσύνης. Τον Απρίλιο του 1910 συγκλήθηκε νέα συνέλευση, της οποίας ο Βενιζέλος εκλέχθηκε πρόεδρος ενώ κατόπιν έγινε πρωθυπουργός. Όλα τα ξένα στρατεύματα έφυγαν από την Κρήτη και η εξουσία περιήλθε εξ ολοκλήρου στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Η Ελληνική κυβέρνηση, για να αποφύγει την τουρκική, αλλά και τις διεθνείς αντιδράσεις, δεν προχώρησε στην επίσημη αναγνώριση της Ένωσης. Αργότερα ο Βενιζέλος έφυγε από την Κρήτη για την Αθήνα, όπου έγινε πρωθυπουργός της Ελλάδας.

Το 1911 οργανώθηκαν ένοπλες λαϊκές συγκεντρώσεις, που έγιναν εντονότερες με την άρνηση του Βενιζέλου να δεχτεί την είσοδο των Κρητών βουλευτών στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, πράγμα που δεν επέτρεπαν οι συνθήκες. Με την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων το 1912, η Ελληνική Βουλή έκανε δεκτούς τους Κρήτες βουλευτές με ενθουσιασμό και θερμές εκδηλώσεις. Ο Πρόεδρος της Βουλής διάβασε ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο «η Ελλάς αποδέχεται όπως του λοιπού ενυπάρχη κοινόν Κοινοβούλιον δια το ελεύθερον Βασίλειον και την νήσον Κρήτην».

Ο Βενιζέλος δεν έπραξε τίποτε περισσότερο από το να στείλει ως Γενικό Διοικητή το Στέφανο Δραγούμη (12 Οκτωβρίου), ώστε να μη διαταράξει τις διπλωματικές σχέσεις με τις ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις και αναμένοντας την ήττα της οθωμανικής Τουρκίας στον πόλεμο. Η οριστική λύση του Κρητικού ζητήματος δόθηκε στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, το Φλεβάρη του 1913. Στις 14 του μηνός υπεστάλησαν από το φρούριο της Σούδας οι σημαίες των Μεγάλων Δυνάμεων και της Τουρκίας.

Με τη συνθήκη του Λονδίνου, το Μάιο του 1913, παραχωρήθηκε και τύποις η Κρήτη στην Ελλάδα, σύμφωνα με το άρθρο 4 της συνθήκης. Η ένωση έγινε με επίσημη τελετή στο φρούριο Φιρκά στις 1 Δεκεμβρίου 1913, παρουσία του βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Βενιζέλου. Τέλος, το 1923, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, έφυγαν και οι τελευταίοι Μουσουλμάνοι κάτοικοι του νησιού για την Μικρά Ασία.

Η Οριστική Λύση του Κρητικού Ζητήματος 

Εκείνο που δεν είχε κατορθώσει να λύσει η διπλωματία, το έλυσε ο πόλεμος. Ευθύς μετά την έκρηξη των Βαλκανικών πολέμων (Οκτώβριος 1912) οι πύλες του Ελληνικού Κοινοβουλίου άνοιξαν για τους Κρήτες βουλευτές, που έγιναν δεκτοί με εκδηλώσεις απερίγραπτου πατριωτικού ενθουσιασμού. Ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων ανέγνωσε Ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο «η Ελλάς αποδέχεται όπως του λοιπού ενυπάρχη κοινόν Κοινοβούλιον δια το ελεύθερον Βασίλειον και διά την νήσον Κρήτην». Αλλά ο Βενιζέλος δεν προχώρησε περισσότερο, για να μη διαταράξει τις σχέσεις του με τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις, εν όψει και του πολέμου που είχε αρχίσει.

Αρκέστηκε να αποστείλει στην Κρήτη ως Γενικό Διοικητή το φίλο του Στέφανο Δραγούμη, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 12 Οκτωβρίου 1912. Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ταχύτατα, καθώς ήταν πλέον ορατή η ήττα της Τουρκίας. Στην πράξη η ένωση είχε συντελεστεί και απλώς έμενε η επικύρωσή της με την υπογραφή μιας διεθνούς συνθήκης. Στις 14 Φεβρουαρίου 1913 αφαιρέθηκαν από το φρούριο της Σούδας οι σημαίες των Μ. Δυνάμεων και της Τουρκίας. Όλα τα σύμβολα της Τουρκικής επικυριαρχίας, αλλά και της κηδεμονίας των Μ. Δυνάμεων, είχαν πλέον εξαφανιστεί από την Κρήτη.

Η ευτυχής για την Ελλάδα έκβαση των Βαλκανικών πολέμων έδωσε και στο Κρητικό Ζήτημα την οριστική λύση του. Με το άρθρο 4 της Συνθήκης του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913) ο σουλτάνος παραιτήθηκε από όλα τα δικαιώματά του στην Κρήτη, την οποία παραχωρούσε στις Μ. Δυνάμεις της Ευρώπης. Με ιδιαίτερη συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας (14 Νοεμβρίου 1913) ο σουλτάνος παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμά του στην Κρήτη, η οποία έτσι εντάχθηκε στην Ελληνική επικράτεια ως οργανικό και αναπόσπαστο τμήμα της. Οι Μ. Δυνάμεις αποδέχθηκαν σιωπηρά τη λύση αυτή, δηλώνοντας απλώς ότι έλαβαν γνώση των ενεργειών της Ελληνικής κυβέρνησης. 

Παρ' όλες τις προσπάθειές τους, η de jure ενσωμάτωση της Κρήτης με την Ελλάδα απαίτησε ακόμη πέντε έτη αγώνων. Μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, οι Συνθήκες του Λονδίνου και του Βουκουρεστίου άνοιξαν το δρόμο για την ένωση. Οι διμερείς επαφές Ελλάδος - Τουρκίας κατέληξαν στη Συνθήκη των Αθηνών (1 / 14 Νοεμβρίου 1913), σύμφωνα με την οποία η Τουρκική επικυριαρχία στην Κρήτη έληξε. Η Ελληνική σημαία υψώθηκε στο ιστορικό φρούριο του Φιρκά και, στη θέση, όπου άλλοτε κυμάτιζε η Τουρκική σημαία, στήθηκε μαρμάρινη επιγραφή, που έγραφε: 

ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ ΕΝ ΚΡΗΤΗ 1669 - 1913
ΗΤΟΙ 267 ΕΤΗ, 7 ΜΗΝΕΣ, 7 ΗΜΕΡΑΙ 
ΕΤΗ ΑΓΩΝ


ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ 

Το 1910, ο Βενιζέλος καλείται και αναλαμβάνει τις τύχες της Ελλάδας. Κατά τα επόμενα χρόνια, η Κρήτη διοικήθηκε από τριμελείς επιτροπές, αλλά οι Κρήτες βουλευτές δεν γίνονταν δεκτοί στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Η Αρμοστεία στην Κρήτη καταργείται σιωπηρά και ακολουθείται από τη Γενική Διοίκηση, με πρώτο Γενικό Διοικητή το Στέφανο Δραγούμη. Το Κρητικό Ζήτημα έληξε με την ευτυχή κατάληξη των Βαλκανικών Πολέμων. Η ΄Ενωση είχε ήδη πραγματοποιηθεί στη πράξη, όταν στις 14 Φεβρουαρίου 1913 αφαιρέθηκαν από το φρούριο της Σούδας οι σημαίες των Μεγάλων Δυνάμεων και της Τουρκίας.

Με το Άρθρο 4 της Συνθήκης του Λονδίνου (30 / 5 / 1913) ο Σουλτάνος παραιτήθηκε των δικαιωμάτων του στην Κρήτη, παραχωρώντας τα στις Μεγάλες Δυνάμεις, ενώ με ιδιαίτερη Συνθήκη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (1 / 11 / 1913) παραιτήθηκε επίσης κάθε δικαιώματος επικυριαρχίας στο Νησί. Το πρωί της 1ης Δεκεμβρίου του 1913, ημέρα Κυριακή, έξω από το λιμάνι των Χανίων αγκυροβόλησε ο Ελληνικός στόλος με τη ναυαρχίδα του, το θρυλικό θωρηκτό «Αβέρωφ», υπό το ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη.

Στην αποβάθρα του λιμανιού αποβιβάστηκαν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α', ο διάδοχος πρίγκιπας Γεώργιος, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Βουλής Ζαβιτσάνος και πολλοί αξιωματούχοι του Ελληνικού κράτους. Τους υποδέχτηκαν ο Λουκάς Κανακάρης Ρούφος, Γενικός Διοικητής Κρήτης, ο Επίσκοπος Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελος, ο Δήμαρχος Χανίων Μανώλης Μουντάκης. οι γηραιοί αγωνιστές των Κρητικών επαναστάσεων, ο Γενικός Αρχηγός Κυδωνίας Χατζή Μιχάλης Γιάνναρης, και ο Αρχηγός Λάκκων Αναγνώστης Μάντακας, μαζί με πολλούς οπλαρχηγούς και αγωνιστές, αλλά και πλήθος λαού απ' όλο το νησί.

Από την αποβάθρα σχηματίστηκε πομπή που κατέληξε στο Μητροπολιτικό Ναό των Εισοδίων, όπου τελέστηκε δοξολογία. Μετά σχηματίστηκε και πάλι πομπή, με επικεφαλής τους επισήμους και όλοι μαζί, βαδίζοντας αργά και επιβλητικά, στο στολισμένο με μυρτιές και δάφνες λιμάνι των Χανίων, ανέβηκαν στο εσωτερικό του φρουρίου του Φιρκά. Στη βορειοανατολική γωνία του φρουρίου υπήρχε ο ιστός της σημαίας. Ο λιμενάρχης Χανίων Γεώργιος Κουρκούτης έδεσε την Ελληνική σημαία στο σχοινί του ιστού και παρέδωσε το σχοινί στο βασιλιά για να την υψώσει.

Ήταν η ίδια Ελληνική σημαία που είχε καταβιβασθεί βίαια από τον στόλο των Μεγάλων Δυνάμεων το 1909 και είχε διαφυλαχθεί από τον Γενικό Αρχηγό Κυδωνίας Χατζή Μιχάλη Γιάνναρη. Ο τελευταίος την είχε προσκομίσει, ύστερα από σχετικό έγγραφο των ανακτόρων, την 1η Δεκεμβρίου 1913, για να υψωθεί στον άλλοτε κομμένο ιστό του φρουρίου Φιρκά κατά την επίσημη τελετή της Ένωσης. Ο βασιλιάς, σε ένδειξη σεβασμού και τιμής προς όλους τους αγωνιστές της λευτεριάς της Κρήτης, έδωσε το σχοινί στους αρχηγούς Χατζή Μιχάλη Γιάνναρη και Αναγνώστη Μάντακα και μαζί ύψωσαν την Ελληνική σημαία στον ιστό, σύμβολο της Ένωσης της Κρήτης με τη Μητέρα Ελλάδα.

Οι δυο μάλιστα αγωνιστές παρασημοφορήθηκαν την ίδια ημέρα, με το "Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος" ο Χατζή Μιχάλης Γιάνναρης και με τον αργυρό ο Αναγνώστης Μάντακας. Οι λαϊκές εκδηλώσεις για την Ένωση υπήρξαν πρωτοφανείς, μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού και απερίγραπτης χαράς, με δεξιώσεις στο Φιλολογικό Σύλλογο "Χρυσόστομος" και το Διοικητήριο, λαμπαδηφορίες και λαϊκά ξεφαντώματα. Μακροσκελή δημοσιεύματα και περιγραφές των τελετών, λεπτό προς λεπτό, καταχωρούνται στις τρεις -διαφόρων πολιτικών αποχρώσεων- εφημερίδες των Χανίων, εκείνη την εποχή.

Μετά από τόσους αιώνες ξενικών κατοχών, επαναστάσεων, ηρωισμών και θυσιών στο βωμό της Πατρίδας, η Κρητική ψυχή ντυνόταν για πάντα το γαλάζιο της θάλασσας και το άσπρο της χαράς. Αιώνες αγώνων, αιμάτων και δακρύων είχαν βρει πια την ιστορική, την εθνική δικαίωσή τους. Κι η απελπισμένη κραυγή «Ένωσις ή Θάνατος» στις επαναστατικές σημαίες του παρελθόντος, έγινε τραγούδι αγαλλίασης στην ευλογημένη ώρα της Κρήτης, εμπνέοντας τον Κωστή Παλαμά αργότερα:

«Της αστραπής και της βροντής η Κρήτη
και των κελαϊδισμών και των αγώνων
των αιμάτων και των τροπαίων η Κρήτη
των τυράννων ακοίμητη φοβέρα η Κρήτη, η Κρήτη»

Ο ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ 

Το κλίμα εκείνης της ιστορικής ημέρας αποτυπώθηκε ανεξίτηλα στο δημοσίευμα της Αθηναϊκής εφημερίδας «Εστία»: «Η πόλις ηγρύπνησε στολιζομένη. Εορτάζει δε και ο ουρανός, αποκατασταθείσης από της νυκτός της γαλήνης και ανατείλαντος εαρινού ηλίου. Οι δρόμοι παρουσιάζουν όψιν λειμώνων ευωδιαζόντων από τας μυρσίνας. Παντού είναι ανηρτημέναι Βυζαντιναί σημαίαι μεταξύ των κυανολεύκων. Συνωστίζονται παντού χωρικοί υψηλόκορμοι ζώσαι εικόνες του Θεοτοκοπούλου. Τα Κρητικόπουλα εις σμήνη κυκλοφορούν με της φουφουλίτσες των.

Από του Νικηφόρου Φωκά του εκδιώξαντος εκ Κρήτης τους Αραβας πρώτην φοράν Ελλην βασιλεύς αποβιβάζεται εις την νήσον. Η αποβάθρα ξεχαρβαλωθείσα υπό της τριημέρου θυέλλης, ευπρεπίσθη το κατά δύναμιν. Μυρτοστολισμένη επίσης είναι και η έπαλξις του Φιρκά. Την πρωίαν η Κρητική χωροφυλακή διήλθε τας οδούς σαλπίζουσα το εωθινόν. Την 6ην πρωϊνήν κατέπλευσεν η ''Μυκάλη'' γεμάτη Κρήτας εγκατεστημένους εν Αθήναις και Πειραιεί. Την 7ην εσημειώθη ο ''Αβέρωφ''.

Ο γενικός θρησκευτικός αρχηγός των Μουσουλμάνων της νήσου Κρήτης Μεχμέτ Σεμουτλή, ιεροδικεύων ενταύθα, αρχηγός δε των χορευτών Δερβισών Μεβλεβήδων, προσφωνεί διά της ''Εστίας'' τον Βασιλέα Ελευθερωτήν ως εξής: Μεγαλειότατε! ''Ενθουσιά ο λαός της Κρήτης διά την έλευσιν της Υμετέρας Μεγαλειότητος εις την νήσον μας. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι εν όσω υπάρχει Κυβέρνησις δικαία, πάντες οι υπήκοοι της Υμ. Μεγαλειότητος θα ώσιν Αυτή ειλικρινώς αφωσιωμένοι, καθώς και ο εν τη νήσω ευρισκόμενος Μουσουλμανικός πληθυσμός.

Υπό την Υψηλήν αιγίδα της Υμ. Μεγαλειότητος ελπίζομεν οι Μουσουλμάνοι της Κρήτης να περνούν μετά των συμπατριωτών των εν αρμονία, και ότι και αυτοί θα ευτυχήσουν μαζή των. Ευχόμενοι τούτο, πάντες μια καρδία. Σας λέγομεν το: Καλώς ωρίσατε εξ όλης ψυχής. Ζήτω η Α.Μ. ο Βασιλεύς!'' Ο ενταύθα γενικός Πρόξενος της Ρωσσίας κ. Λαμπάτσωφ ως εξής εκφράζεται επί τω ευτυχεί γεγονότι: - ''Δεν έχω αμφιβολίαν ότι η άφιξις της Α.Μ. του Βασιλέως Κωνσταντίνου θέτει ένδοξον σφραγίδα εις την Κρητικήν εποποιΐαν. Η ηρωική νήσος βλέπει σήμερον το τέλος του μαρτυρίου της. Της εύχομαι εξ όλης ψυχής πάσαν ευημερίαν''.

Την 9ην ακριβώς ο ''Αβέρωφ'', αι ''Σπέτσαι'' και δύο αντιτορπιλλικά διαγράφουν καμπύλην προ της Χαλέπας και αγκυροβολούν προ των Χανίων, σημαιοστολιζόμενα. Δέκα λεπτά κατόπιν ο γεν. διοικητής κ. Ρούφος ανήλθεν επί του ''Αβέρωφ'' διά να χαιρετίση τον Βασιλέα. Οι πρόξενοι εν στολή αναμένουν εις την αποβάθραν μετά των Αρχών και των Σωματείων, φερόντων και τα λάβαρά των. Την εμφάνισιν του Ελληνικού στόλου χαιρετίζουν επί ημίωρον ήδη διά χαρμοσύνων κωδωνοκρουσιών οι κώδωνες όλων των Εκκλησιών της πόλεως.

Το Προεδρείον της Βουλής, αποβιβασθέν των ''Σπετσών'', αναμένει και αυτό μετά των προξένων και των άλλων αρχών εις την αποβάθραν, από της οποίας μέχρι του ναού είνε παρατεταγμένη η χωροφυλακή. Ο Βασιλεύς απεβιβάσθη ακριβώς την 10ην ώραν εν μέσω πανδαιμονίου κανονιοβολισμών θυέλλης ζητωκραυγών και συριγμάτων των σειρήνων των πλοίων. Ιδιαιτέρως χαρακτηριστικόν είνε, ότι ουδέ εις πυροβολισμός ερρίφθη ουδέ εν χειροκρότημα ηκούσθη. Ο Βασιλεύς απεβιβάσθη εις το Τελωνείον με την μεγάλην ατμάκατον του ''Αβέρωφ'', προσφωνήσαντος του Εισαγγελέως των Εφετών κ. Ζουρίδου.

Ο Βασιλεύς κατόπιν εχαιρέτησε τους Προξένους όπου δε διέκρινε το μάτι Του γέροντας αγωνιστάς, επροχώρει πρώτος και έσφιγγεν ανοικτόκαρδα καθενός το χέρι. Οι αγωνισταί αντί παντός άλλου χαιρετισμού δακρύοντες του εφώναζαν: - Χριστός Ανέστη Βασιληά! Η Μεγαλειότης του έφερε στολήν στρατηγού, ο Διάδοχος υπασπιστού και ο πρίγκηψ Αλέξανδρος την στολήν του βαθμού του. Ηγουμένου του Βασιλέως μετά των πριγκήπων, του Πρωθυπουργού μετά του προέδρου της Βουλής, του γεν. διοικητού, των προξένων και όλων των άλλων, η πομπή κατευθύνεται προς τον καθεδρικόν ναόν.

Ο Επίσκοπος Χανίων και Αποκορώνου Αγαθάγγελος φέρων λευκόν χρυσοποίκιλτον σάκκον προσφωνεί από της εξωθύρας του ναού των Εισοδίων της Παναγίας τον Βασιλέα, ιστάμενον επί της επί τούτω στηθείσης εξέδρας, ραινόμενον δε δι’ ανθέων υπό των μαθητριών του Παρθεναγωγείου εκ της προς την πλατείαν θυρίδος του γυναικωνίτου. Περίληψις της προσφωνήσεως του Επισκόπου έχει ως εξής: ''Μεγαλειότατε Βασιλεύ! Η Κρήτη η οποία υπέρ πάσαν Ελληνικήν γην ποταμούς έχυσεν αιμάτων υπέρ της ελευθερίας αυτής και εναγωνίως περιέμενε την ημέραν ταύτην, δονείται σήμερον από χαράν υποδεχομένη πανηγυρικώς εν τη πρωτευούση αυτής Σε, τον μεγαλουργόν Στρατηλάτην, τον τροπαιοφόρον μαχητήν, τον δαφνοστεφή Βασιλέα της!''

''Αι μακάριαι ψυχαί των ημιθέων ηρώων πατέρων και αδελφών ημών, οίτινες κατά καιρούς ηγωνίσθησαν υπέρ της ελευθερίας και διαπύρως επόθησαν να ίδουν την ημέραν ταύτην, πλην, φευ! δεν ηξιώθησαν, σήμερον, επί κεφαλής έχουσαι την μακαρίαν ψυχήν του αλήστου μνήμης αοιδίμου Πατρός Σου, ευλογούσι Σε πατούντα ως Βασιλέα το ιερόν έδαφος το συνέχον τα άγια αυτών λείψανα''. Ο Επίσκοπος εξακολουθεί εκφράζων την υπερηφάνειαν του Εθνους, ''διότι τοιούτον έχωμεν Βασιλέα'', επίσης δε και την ευγνωμοσύνην πάντων διά τους ''ενδόξους υπέρ Πατρίδος αγώνάς Του, τους εξασφαλίζοντας Αυτώ αναλλοίωτον την πίστιν και την αφοσίωσιν του Λαού Του''.

Η προσφώνησις του Επισκόπου τελειώνει με το ρητόν του Ησαΐου λέγοντος: Ενισχύσει Κύριος την χείρα αυτού εν τω εξάγειν εκ των εσμών τους δεδεμένους. Μετά την προσφώνησιν του Επισκόπου ο Βασιλεύς, κατερχόμενος της εξέδρας υπό τας μυριοστόμους ζητοκραυγάς και επευφημίας του λαού, εισέρχεται εις τον ναόν, ενώ οι χοροί ψάλλουν το ''Σώσον, Κύριε τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου''. Μετά το τέλος της δοξολογίας η πομπή ολόκληρος ηγουμένου του Σταυρού, κατευθύνεται προς την έπαλξιν του Φιρκά, όπου ο Βασιλεύς φθάνει ακριβώς την ενδεκάτην παρά τέταρτον και ανέρχεται εις την επί τούτου εξέδραν.

Επί του Φιρκά όταν έφθασεν η πομπή, ο Επίσκοπος Χανίων ετέλεσεν αγιασμόν, ενώ οι παρακολουθήσαντες από της Εκκλησίας χοροί έψαλλον το ''Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ εκουσίως''. Ο Επίσκοπος ερράντισεν ακολούθως τον Βασιλέα και καθηγίασε την σημαίαν, ενώ οι χοροί έψαλλον: ''Τη υπερμάχω εγείρονται τρόπαια χαίρε, δι’ ης εχθροί καταπίπτουσι''. Την στιγμήν καθήν η σημαία υψούτο υπό του Βασιλέως και τα πλοία του Ελληνικού στόλου εχαιρέτιζον αυτήν διά 101 κανονιοβολισμών, οι χοροί έψαλλον: ''Ανδρών ηρώων προμάχων πατρίδος των, πεσόντων ευσεβώς, αιωνία η μνήμη'' και τα πλήθη φρενητιωδώς εζητωκραύγαζον.

Η σημαία υψώθη ακριβώς την 11.50 π.μ. Το λευκοκύανον του Ελληνισμού σύμβολον παρέδωκαν εις τον Βασιλέα οι αγωνισταί Γιάνναρης και Μάντακας, προσέδεσε δε την σημαίαν η Α.Μ., ανασύραντος το σχοινίον κατόπιν του καπετάν Μάντακα. Θαυμασίως ωραία υπήρξε και η σκηνή καθήν επί του Φιρκά, ευθύς μετά την ανύψωσιν της Σημαίας, ο Βασιλεύς εκάρφωσεν ιδιοχείρως εις τα στήθη των γηραιών αγωνιστών Μάντακα και Χατζημιχάλη Γιάνναρη, 94 ετών του πρώτου 88 του δεύτερου, τον Χρυσούν Σταυρόν του Σωτήρος.

Ιδιαιτέρως χαρακτηριστικόν είνε ότι ο Χατζημιχάλης έχει και αναμνήσεις του Φιρκά, εις το φρούριον του οποίου εκρατήθη φυλακισμένος επί Τουρκοκρατίας επί χρόνον πολύν. Ο διαπρεπής και διάθερμος φιλέλλην Ιταλός βουλευτής κ. Ροβέρτος Γκάλλι απέστειλε την εσπέραν χθες προς τον κ. Ρούφον το εξής τηλεγράφημα: ''Από τριάκοντα και πλέον ετών υποστηρίζω όση εμοί δύναμις την ένωσιν της ηρωικής Κρήτης μετά της Μητρός Πατρίδος Ελλάδος. Μετέχω επομένως της αγίας τελετής της αύριον με ενθουσιώσαν ψυχήν''.

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ

Η Οικονομική Ενσωμάτωση της Νήσου μέχρι την Ανταλλαγή των Πληθυσμών

Eνα από τα πρώτα μελήματα της νεοσύστατης και ασταθούς αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας -που ας μην ξεχνάμε ότι ήταν αυτόνομη μόνο κατ’ όνομα, καθώς είχε τεθεί από την πρώτη στιγμή υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων- ήταν η οικονομική σταθεροποίησή της και η δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών για την οικονομική και νομισματική εναρμόνισή της με το Ελληνικό κράτος. Η επικείμενη ένωση με την Ελλάδα δημιουργούσε ένα έκτακτο καθεστώς στην Κρητική οικονομία. Παράλληλα, η Κρητική Πολιτεία επιθυμούσε να «αυτονομηθεί» και νομισματικά από την επικυριαρχία των Μεγάλων Δυνάμεων.

Το κύριο μέσο εφαρμογής της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής της Κρητικής Πολιτείας ήταν η ψήφιση και εφαρμογή έκτακτων νομοθετικών ρυθμίσεων και διαρθρωτικών διαταγμάτων. Καθορίστηκαν νέες ισοτιμίες με τα βασικά ξένα νομίσματα και την Ελληνική δραχμή. Πιο συγκεκριμένα, με διάταγμα του πρώτου ύπατου αρμοστή Κρήτης, πρίγκιπα Γεωργίου της Ελλάδος στις 17 Απριλίου 1900 (νόμος Κρητικής Πολιτείας υπ. αρ. 157β) ορίστηκε το δικαίωμα κοπής νομισμάτων ως αποκλειστικό προνόμιο της Κρητικής Πολιτείας. Σκοπός αυτού του διατάγματος ήταν η αντικατάσταση των τουρκικών νομισμάτων που ως τότε χρησιμοποιούνταν για τις συναλλαγές στην Κρήτη.

Ως κύριο και μοναδικό νόμισμα της Κρητικής Πολιτείας ορίστηκε η δραχμή της Κρητικής Πολιτείας, η οποία υποδιαιρείτο σε 100 λεπτά. Οι Κρητικές δραχμές ζύγιζαν το ίδιο με τις δραχμές του Ελληνικού κράτους και κατασκευάζονταν με τις ίδιες ακριβώς προδιαγραφές. Υπήρξε πρόβλεψη κοπής χάλκινων, χαλκονικέλινων, αργυρών και χρυσών κερμάτων (10 και 20 δραχμών). Ωστόσο, η κοπή των χρυσών νομισμάτων δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Η νομισματική αξία των κερμάτων υποδιαιρείτο σε 1, 2, 5, 10 και 20, 50 λεπτά καθώς και σε 1, 2 και 5 δραχμές.

Η έκδοση χαρτονομισμάτων εκχωρήθηκε εξ ολοκλήρου στην Τράπεζα Κρήτης, η οποία ιδρύθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 1899, με έδρα τα Χανιά, έχοντας ως σκοπό τη χάραξη της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής της νεοσυσταθείσας Κρητικής Πολιτείας. Για την ίδρυση της Τράπεζας Κρήτης χρησιμοποιήθηκαν τόσο Ελληνικά κεφάλαια (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος) καθώς και ξένα (κυρίως προερχόμενα από Βρετανικές τράπεζες) ύψους 10.000.000 δραχμών. Αρχικά, είχε αποφασιστεί η έκδοση χαρτονομισμάτων ονομαστικής αξίας 25, 50, 100 και 500 δραχμών. Ωστόσο, στη συνέχεια, η Τράπεζα Κρήτης προχώρησε στην έκδοση μόνο των χαρτονομισμάτων ονομαστικής αξίας 25 και 100 δραχμών.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Τράπεζα Κρήτης συνέχισε να εκδίδει χαρτονομίσματα και μετά την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα έως το 1919, τη χρονιά δηλαδή που αφομοιώθηκε από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Με παρόμοιο τρόπο, το Ελληνικό κράτος είχε επιτρέψει σε τράπεζες άλλων απελευθερωθέντων περιοχών, όπως τα Επτάνησα, η Ήπειρος και η Θεσσαλία, όταν διέρχονταν το μεταβατικό καθεστώς πριν από τη διοικητική αφομοίωσή τους από την Ελλάδα, να εκδίδουν και να κυκλοφορούν χαρτονομίσματα για μερικά ακόμη χρόνια μετά την ένωσή τους μ’ αυτό.

Δεδομένων των προδιαγραφών της κοπής της Κρητικής δραχμής, αυτή ήταν σε κυκλοφορία μέχρι τις 30 Ιουνίου 1923, οπότε και αποσύρθηκαν σύμφωνα με το διάταγμα της 6ης Μαρτίου 1923. Ωστόσο, η κυκλοφορία και η χρήση των αργυρών νομισμάτων παρατάθηκαν μέχρι και τις 23 Ιουλίου 1929, τα οποία επίσης αποσύρθηκαν βάσει σχετικού νόμου του ίδιου έτους. Δηλαδή, η κυκλοφορία της Κρητικής δραχμής παρατάθηκε έως και 16 χρόνια μετά την ένωση του νησιού με την Ελλάδα (1913). Ενδεικτικό παράδειγμα της εξάρτησης της Κρητικής Πολιτείας από τις Μεγάλες Δυνάμεις ήταν το γεγονός της κοπής των κερμάτων σε νομισματοκοπείο των Παρισίων το 1900 και το 1901.

Τα κέρματα σχεδιάστηκαν από τον Γάλλο χαράκτη Α. Βορέλ. Αυτά που είχαν νομισματική αξία ως και 20 λεπτά απεικόνιζαν τη βασιλική κορόνα στη μία όψη, η οποία περικλείεται από την επιγραφή ΚΡΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ. Στην άλλη όψη έφεραν την ονομαστική αξία του κέρματος περιστοιχισμένη από κλάδους ελιάς και δάφνης. Το κέρμα των 50 λεπτών, το μονόδραχμο, το δίδραχμο και το πεντάδραχμο απεικόνιζαν στη μία όψη την προτομή του ύπατου αρμοστή της Κρήτης, πρίγκιπα Γεωργίου της Ελλάδος. Στην άλλη όψη έφεραν επίσης την ονομαστική αξία του κέρματος πάνω στον Ελληνικό βασιλικό θυρεό, η οποία επίσης περικλείεται από την επιγραφή ΚΡΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ.

Η ιστορία της έκδοσης των χαρτονομισμάτων της Κρητικής Πολιτείας είναι παρόμοια μ’ αυτή των κερμάτων, καθώς και σ’ αυτή την περίπτωση τα νομίσματα εκδόθηκαν στο εξωτερικό, συγκεκριμένα από την «Bradbury Wilkinson & Co. Ltd.» που έδρευε στο Λονδίνο. Παράλληλα με τη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική, η Κρητική Πολιτεία οργάνωσε τελωνειακή διοίκηση και ταχυδρομείο. Ενδεικτικό παράδειγμα της σύγχυσης που επικρατούσε σε διάφορους τομείς μετά την επανάσταση του 1896 και μέχρι τη σύσταση της Κρητικής Πολιτείας είναι ότι στην Κρήτη λειτουργούσαν ταχυδρομεία από τις Ελληνικές, Οθωμανικές και Αυστριακές αρχές.

Μετά τη σύσταση της Κρητικής Πολιτείας προστέθηκαν τα ταχυδρομεία των Βρετανικών, Γαλλικών, Ιταλικών και Ρωσικών αρχών. Τα ταχυδρομεία των ξένων Δυνάμεων είχαν ως σκοπό κυρίως την κάλυψη των ταχυδρομικών αναγκών των υπηκόων τους και των στρατιωτικών που υπηρετούσαν στην Κρήτη αλλά και των πολιτών που ζούσαν στις ζώνες ευθύνης τους. Η Κρητική Πολιτεία ίδρυσε την «Κρητική Ταχυδρομική Υπηρεσία» την 1η Μαρτίου 1900 με σκοπό την πλήρη κάλυψη των αναγκών όλου του νησιού. Λειτούργησαν 35 ταχυδρομικά καταστήματα σε μόνιμη βάση και 79 αγροτικά καταστήματα, τα οποία κάλυπταν τις ανάγκες της υπαίθρου.

Τα μόνα ξένα ταχυδρομεία που συνέχισαν τη λειτουργία τους παράλληλα με την Ταχυδρομική Υπηρεσία της Κρητικής Πολιτείας ήταν αυτά των Αυστριακών, Γαλλικών και Ιταλικών αρχών, των οποίων η λειτουργία επεκτάθηκε έως και ένα χρόνο μετά την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, το 1914. Η έκδοση και η κυκλοφορία των γραμματόσημων της Κρητικής Πολιτείας, αλλά και η λειτουργία της Ταχυδρομικής Υπηρεσίας, έπαυσαν με την ένωση.

Τέλος, σε επίπεδο υποδομών, η Κρητική Πολιτεία μερίμνησε για τη διάνοιξη οδών, αποχετευτικών και αρδευτικών έργων καθώς και διοικητικών κτιρίων. Ανάμεσα στα κτίρια που ανεγέρθησαν επί Κρητικής Πολιτείας ξεχωρίζουν η Δημοτική Αγορά Χανίων. Αξίζει να σημειωθεί ότι το σχέδιο του ύπατου αρμοστή Γεωργίου για ανέγερση ανακτόρου στα Χανιά υπήρξε μία από τις αφορμές της σύγκρουσης με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, διότι ο τελευταίος το θεωρούσε ως πιθανό έμβλημα ενός μόνιμου χαρακτήρα της αρμοστειακής διοίκησης, ενώ ο απώτερος στόχος του Κρητικού λαού ήταν η πλήρης και η οριστική ένωση με την Ελλάδα.

Βέβαια, οι βαθύτερες αιτίες της σύγκρουσης μεταξύ των δύο ανδρών άπτονταν της σύγκρουσης που υπέβοσκε ανάμεσα στις συντηρητικές και φιλελεύθερες κοινωνικές δυνάμεις, τόσο στο πλαίσιο του Ελληνικού κράτους όσο και στις αλύτρωτες περιοχές. Οι πρώτες συσπειρώνονταν γύρω από το Παλάτι και την παραδοσιακή πολιτική τάξη, ενώ οι δεύτερες, που ασφυκτιούσαν μέσα στο πλαίσιο της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δυσανεξίας που επέβαλαν τα στενά όρια της Ελληνικής κρατικής οργάνωσης και των κοινωνικών δομών, αναζητούσαν τρόπους διεξόδου και έκφρασης μέσα από δυναμικές, προοδευτικές πολιτικές φυσιογνωμίες όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ











(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)




(ΜΕΡΟΣ Γ')


* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ : ΜΕΡΟΣ Α' - ΜΕΡΟΣ Β'





Ιστορία Ελληνική και Παγκόσμια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου