Τρίτη 12 Μαΐου 2015

IΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΔΙΑΓΡΑΦΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΡΕΟΥΣ

iskra


Του ΚΑΛ. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ*
Η πράξη της άρνησης πληρωμής του δημόσιου χρέους αποτελεί έννομη πράξη, κατά το διεθνές δίκαιο, ενώ αρκετές χώρες, κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων, έχουν προσφύγει σε αυτή, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας που έχει κηρύξει ήδη τέσσερις επίσημες πτωχεύσεις. Οι πιστωτές μπορούν να διεκδικήσουν βέβαια την αποπληρωμή του χρέους, ασκώντας το δικαίωμα προσφυγής στα διεθνή ή εσωτερικά δικαστήρια των χωρών. Πρόσφατες χαρακτηριστικές περιπτώσεις χωρών, με αντιφατικές εμπειρίες, που αρνήθηκαν στην πορεία την «αρωγή» του ΔΝΤ ή και διέγραψαν μέρος του χρέους για να αναδειχθούν τα προβλήματα εφαρμογής των «προγραμμάτων αρωγής» καθώς και οι δυνατότητες που υπάρχουν στην αντιμετώπιση της κρίσης χρέους, είναι αυτές της Αργεντινής και του Ισημερινού-Εκουαδόρ. Ακόμη, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Γερμανίας που, σύμφωνα με τη συνθήκη του Λονδίνου του 1953, διέγραψε το 63% του δημόσιου χρέους της επιτρέποντας τη γρήγορη ανάκαμψή της από τις στάχτες του Παγκόσμιου Πολέμου, που η ίδια προκάλεσε και επέβαλε, και στη συνέχεια τη μεταπολεμική πανευρωπαϊκή κυριαρχία της.
1. Αργεντινή: Τη χρονική περίοδο 1999-2002, η Αργεντινή κλονίσθηκε από μια φοβερή κοινωνικο-οικονομική κρίση, που ξεκίνησε στο τέλος μιας δεκαετίας μεγάλης πτώσης του πληθωρισμού, σταθεροποίησης των τιμών και σταδιακής αύξησης του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της χώρας λόγω της πολιτικής σύνδεσης του αργεντίνικου νομίσματος πέσο με το αμερικανικό δολάριο. Η χώρα, είχε ιστορικό υπερ-πληθωρισμού επί δεκαετίες και η σύνδεση αυτή των δύο νομισμάτων είχε εκληφθεί ως λύση που επέλυε όλα τα προβλήματα. Παρά την τιθάσευση όμως του πληθωρισμού, η παραγωγικότητα της οικονομίας της έμενε στάσιμη ενώ η παραγωγικότητα εμπορικών εταίρων της Αργεντινής (ΗΠΑ, Ευρώπη, Ν.Α. Ασία, Κίνα, άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής) βελτιωνόταν με γρήγορους ρυθμούς. Η σταθερή σύνδεση πέσο–δολαρίου δεν επέτρεπε τις απαραίτητες υποτιμήσεις του νομίσματος, που ήταν αναγκαίες, για να εξακολουθήσουν να παραμένουν ανταγωνιστικά τα προϊόντα της Αργεντινής συγκριτικά με τα ξένα ανταγωνιστικά. Οι εισαγωγές προϊόντων ήταν φθηνές, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητα των εγχώριων προϊόντων και οδηγώντας σε σταδιακή μείωση της παραγωγικής δραστηριότητας της χώρας και διόγκωση της ανεργίας, χειροτερεύοντας το εμπορικό ισοζύγιο και μειώνοντας τα κρατικά έσοδα, με συνέπεια τη διαρκή αύξηση των εμπορικών ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους. Λόγω όμως της εισροής ξένων κεφαλαίων και εξαιτίας των σχετικά χαμηλών τιμών γης και άλλων περιουσιακών στοιχείων, δεν ήταν εμφανές το μέγεθος του προβλήματος, που έμοιαζε διαχειρίσιμο. Όταν όμως άρχισε η έξοδος των ξένων επενδυτών αλλά και των εγχώριων εισοδηματιών, με φυγή κεφαλαίων και ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων, συνειδητοποιήθηκε η τεράστια έκταση του προβλήματος.

Η τότε κυβέρνηση της Αργεντινής αντί της άμεσης αποσύνδεσης του πέσο από το δολάριο και της άμεσης υποτίμησής του, σε τέτοιο βαθμό ώστε να υπάρξει ισορροπία, προτίμησε να αρχίσει το δανεισμό τεράστιων ποσών από ιδιώτες και το ΔΝΤ. Ως στόχο είχε τη διαφύλαξη της σύνδεσης της ισοτιμίας πέσο-δολαρίου με λόγο 1 προς 1, υπό την ασφυκτική πίεση και καθοδήγηση του ΔΝΤ. Όταν ολοκληρώθηκε η έξοδος των χρημάτων των ξένων και εγχώριων επενδυτών από τη χώρα (λόγω της διατήρησης σταθερής της νομισματικής ισοτιμίας 1 προς 1), το σύστημα κατέρρευσε ολοσχερώς (1999), και το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε κατά 4%, που ήταν το πρώτο στάδιο μιας τριετούς περιόδου ύφεσης που κατέληξε σε πλήρη διάλυση του πολιτικού και οικονομικού σκηνικού.
Όταν το 2001 οι κάτοικοι, ευρισκόμενοι σε κατάσταση πανικού, άρχισαν την μαζική απόσυρση των καταθέσεών τους από τις τοπικές τράπεζες και τη μεταφορά τους σε τράπεζες του εξωτερικού, η κυβέρνηση του Φερνάντο ντε λα Ρούα αποφάσισε το «πάγωμα» των καταθέσεων επί 12μηνο, προκαλώντας τεράστια κοινωνική αναταραχή και βίαιες διαδηλώσεις, με συνέπεια τη φυγάδευσή του από τη χώρα με ελικόπτερο το Δεκέμβριο του 2001. Ο Αδόλφο Ροντρίγκες Σάα, που διαδέχθηκε στην προεδρία τον αποδράσαντα Φερνάντο ντε λα Ρούα, προσπάθησε να εφαρμόσει ένα νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα, που δεν απέφερε τα αναμενόμενα και εξαναγκάσθηκε σε παραίτηση.
Την περίοδο 2001-2002 το ΑΕΠ μειώθηκε 21%, η επίσημη ανεργία ανήλθε στο 23% του εργατικού δυναμικού, το ποσοστό του ευρισκόμενου κάτω από το όριο της φτώχειας πληθυσμού ήταν 57% του συνόλου και το δημόσιο χρέος ανήλθε σε 140 δισ. δολάρια. Τον Ιανουάριο του 2002, λόγω της αδήριτης οικονομικής πραγματικότητας, τερματίσθηκε η πολιτική της σταθερής ισοτιμίας και το πέσο οδηγήθηκε σε ελεύθερη πτώση, με συνέπεια την αύξηση του πληθωρισμού και της ανεργίας σε δυσθεώρητα ύψη. Η ποιότητα ζωής του μέσου πολίτη μειώθηκε κατακόρυφα, πληθώρα επιχειρήσεων οδηγήθηκε σε πτώχευση και τα εισαγόμενα προϊόντα έγιναν σε πραγματικές τιμές απλησίαστα, ενώ η ονομαστική αξία των μισθών είχε παραμείνει στα επίπεδα που ήταν πριν από την κρίση. Εξαιτίας όμως της «γενναίας» υποτίμησης του πέσο, οι εξαγωγές έγιναν φθηνές και ο τουρισμός αυξήθηκε, οδηγώντας την οικονομία στην επανάκτηση της ανταγωνιστικότητάς της. Επίσης λόγω της αύξησης της τιμής της σόγιας στην παγκόσμια αγορά, καθώς και άλλων προϊόντων (κρέατα-δημητριακά), που προκλήθηκε από την ανάπτυξη της Κίνας, υπήρξε μαζική εισροή κεφαλαίων στην οικονομία της χώρας, που υπήρξε τονωτική ένεση, οδηγώντας την σε επανεκκίνηση.
Το 2003 ο νεοεκλεγείς πρόεδρος της Αργεντινής Νέστωρ Κίρχνερ, μετά από περίοδο φοβερής πολιτικής αστάθειας και κοινωνικής εξαθλίωσης, λόγω της εφαρμογής των προγραμμάτων του ΔΝΤ, κήρυξε μονομερή στάση πληρωμών, υποτίμησε περαιτέρω το πέσο κατά 28% και εθνικοποίησε σημαντικούς τομείς της οικονομίας, αρνούμενος την αναγνώριση του δημόσιου χρέους. Το επιχείρημά του ήταν ότι το χρήμα που δανείσθηκε η χώρα δεν χρησιμοποιήθηκε προς όφελος του λαού, αλλά διοχετεύθηκε στην εξυπηρέτηση επιχειρηματικών συμφερόντων. Μια ομάδα εξουσιοδοτημένων από τον ΟΗΕ επιθεωρητών, αφού έλεγξαν το περιεχόμενο του χρέους, έκριναν ότι το μεγαλύτερο μέρος δεν μπορούσε να θεωρηθεί νόμιμο. Το 2005, μετά από σειρά σκληρών διαπραγματεύσεων, η χώρα κατόρθωσε να επιτύχει την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους προς τους ιδιώτες επενδυτές με έκπτωση της τάξης του 25%-35% της αρχικής ονομαστικής αξίας των ομολόγων, με επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής (μέσω ανταλλαγής των παλαιών ομολόγων με νέα μικρότερης αξίας και μεγαλύτερης διάρκειας).
Σε αντίθεση με τους ιδιώτες επενδυτές, το ΔΝΤ κράτησε αρχικά σκληρή στάση μη αποδεχόμενο επαναδιαπραγμάτευση των όρων του δανείου του. Μετά όμως από πολύμηνες σκληρές διαπραγματεύσεις με το ΔΝΤ, έγινε κατορθωτή η περικοπή του 70% του χρέους του και συμφωνήθηκε η αποπληρωμή του υπολοίπου με δεσμευτικούς όρους. Το Δεκέμβριο του 2005, ο Κίρχνερ ανακοίνωσε ότι τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας επαρκούσαν για την κάλυψη των υποχρεώσεών της και το 2006, εκμεταλλευόμενη η χώρα τα πλεονάσματα λόγω της οικονομικής ανάπτυξης, αποπλήρωσε με το ποσό των 9,5 δισ. δολαρίων το χρέος της προς το ΔΝΤ.
Την περίοδο εκείνη το ΔΝΤ, λόγω της παταγώδους αποτυχίας του τόσο στην περίπτωση της Αργεντινής όσο και σε εκείνη της κρίσης της Ν.Α. Ασίας, υπέστη φοβερή απαξίωση και κόντεψε να παύσει να υφίσταται, ώσπου η κρίση της Ελλάδας και των λοιπών χωρών της Ευρωζώνης το κατέστησε ξανά ενεργό στη διεθνή οικονομική πραγματικότητα. Με αφορμή την κήρυξη επιλεκτικής χρεοκοπίας από τους περιώνυμους διεθνείς οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης τον Αύγουστο του 2014, λόγω άρνησης υποταγής της χώρας σε μια παράλογη απόφαση αμερικάνικου δικαστηρίου που δικαίωσε ένα αμοιβαίο κεφάλαιο-«γύπα» το οποίο αρνήθηκε να αποδεχθεί τη συμφωνία της συντριπτικής πλειοψηφίας των διεθνών επενδυτών με τη χώρα, να επισημάνουμε ότι αν και είναι αποκλεισμένη από τις διεθνείς ομολογιακές αγορές από τότε, αναπτύσσεται ταχύτατα με κατά κεφαλή ΑΕΠ 14.760 δολάρια το 2013 έναντι 3.285 δολαρίων το 2002, με τελευταίους ρυθμούς ανάπτυξης 8,9% το 2011, 1,9% το 2012 και 3,5% το 2013, έχοντας βρει αλλού χρηματοδότες των επενδυτικών της σχεδίων (BRICS και ειδικότερα Κίνα και Ρωσία), και συνολικό δημόσιο χρέος που ανέρχεται σε μόλις 44% του τρέχοντος ΑΕΠ της με περίπου 70% αυτού να είναι σε πέσος και ευρώ και όχι σε δολάρια.
2. Ο Ισημερινός-Εκουαδόρ: Με πρωτοβουλία του σημερινού πρωθυπουργού Ραφαέλ Κορέα, πρώην υπουργού Οικονομικών και προέδρου της χώρας, που επέστεψε στην εξουσία το 2007, κάλεσε το ΔΝΤ για επαναδιαπραγμάτευση του χρέους. Δεν προέβη σε άρνηση πληρωμής του χρέους αμέσως, αλλά ξεκίνησε τη διαδικασία του διεθνούς λογιστικού ελέγχου με τη συγκρότηση διακομματικής επιτροπής υπό τον γενικό εισαγγελέα της χώρας με τη συμμετοχή ενός ανώτερου κληρικού και τη συνεργασία Μη-κυβερνητικής Οργάνωσης, ξένων οικονομολόγων και νομικών αυξημένου κύρους. Έπειτα από σχεδόν ένα έτος εργασίας, η επιτροπή λογιστικού ελέγχου συνέστησε στην κυβέρνηση του Ισημερινού να κηρύξει στάση πληρωμών για τα 3,2 δισ. δολάρια εξωτερικού χρέους, που αφορούσαν στα λεγόμενα «διεθνή ομόλογα» (Global Bonds), που έληγαν το 2012, το 2015 και το 2030 και ήταν αποτέλεσμα προηγούμενης αναδιάρθρωσης χρέους το 2000, μετά τη στάση πληρωμών του 1999.
Ο Κορέα, ακολουθώντας τη σύσταση της επιτροπής και επικαλούμενος συγκεκριμένες σκανδαλώδεις συμβάσεις, κήρυξε στάση πληρωμών το Δεκέμβριο του 2008. Απευθύνθηκε επίσης στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, που υποστήριξε την επιλογή του και αναγνώρισε το δικαίωμα της χώρας να μην αποπληρώσει χρέη που δημιουργήθηκαν από προηγούμενες διεφθαρμένες κυβερνήσεις.
Οι ρίζες της κρίσης χρέους του Ισημερινού, ανάγονται στην περίοδο 1976-1979, όταν το τότε δικτατορικό καθεστώς της χώρας συνομολόγησε χρέος 3,4 δισ. δολαρίων. Τα 2/3 του χρέους αυτού κατευθύνθηκαν στη χρηματοδότηση στρατιωτικών εξοπλισμών. Μόνο το 2007, ο Ισημερινός πλήρωνε περισσότερα από 1,75 δισ. δολάρια για την εξυπηρέτηση του χρέους, περισσότερα από όσα η κυβέρνηση δαπάνησε για την υγεία, την κοινωνική πρόνοια, την κατοικία, την αστική ανάπτυξη και το περιβάλλον μαζί. Ο λογιστικός έλεγχος του χρέους κατέληξε σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Όπως ότι εκπρόσωποι των τραπεζών Smith Barney (ανήκει σήμερα στη Citigroup) και JP Morgan προχώρησαν σε αναδιάρθρωση χρέους το 2000 χωρίς την έγκριση της χώρας, χρεώνοντας επιτόκια 10% και 12%. Απέδειξε επίσης ότι υπήρξαν παρατυπίες στην έκδοση ομολόγων, που έρχονταν σε αντίθεση ακόμη και με αυτούς τους κανονισμούς της πανίσχυρης Αμερικανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Ακόμη οι συμφωνίες έκδοσης ομολόγων δεν ήταν σύννομες με το Σύνταγμα της χώρας και οι ανάδοχοι της έκδοσης είχαν ασυλία έναντι οποιωνδήποτε ζημιών που είχαν σχέση με την έκδοση των «διεθνών ομολόγων», απαλλάσσοντάς τους από οποιαδήποτε έκθεση σε κίνδυνο.
Η απόφαση στην αρχή προκάλεσε κάποιες αναταράξεις στις διεθνείς αγορές, χωρίς όμως ιδιαίτερη συνέχεια, όπως σε άλλες κρίσεις ομολόγων, π.χ. αυτήν του Μεξικού το 1994. Η στάση πληρωμών του Κορέα, συνοδεύθηκε από αναδιάρθρωση χρέους (το Εκουαδόρ θα πληρώσει 35 σεντς για κάθε δολάριο χρέους) και βέβαια από ριζική αναθεώρηση του οικονομικού προσανατολισμού της χώρας, με έλεγχο επί των πλουτοπαραγωγικών πηγών της.
Ο Ισημερινός αποκλείσθηκε από τις αγορές, συνήψε ωστόσο διμερείς συμφωνίες δανεισμού με την Κίνα ύψους 3 δισ. δολαρίων, με αντάλλαγμα τις εξαγωγές πετρελαίου και τη χρηματοδότηση ενός υδροηλεκτρικού έργου. Χωρίς βέβαια να έχουν λυθεί τα οξύτατα προβλήματα φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, η οικονομία της χώρας αναπτύχθηκε κατά 4,5% τα δύο πρώτα έτη της διακυβέρνησης Κορέα, με ανάλογη συνέχεια, παρά τη διεθνή οικονομική ύφεση-κρίση.
3. Η Γερμανία: Με τη συμφωνία για το γερμανικό δημόσιο χρέος, που υπογράφηκε και από την Ελλάδα, στο Λονδίνο στις 27 Φεβρουαρίου του 1953 επί καγκελαρίας Κόνραντ Αντενάουερ, 32 χώρες και οι ΗΠΑ δέχθηκαν τη διαγραφή-απομείωση της ονομαστικής αξίας του διακρατικού δημόσιου χρέους κατά 63%. Το υπόλοιπο χρέος διευθετήθηκε με ευνοϊκούς όρους βάσει της ίδιας συμφωνίας (πληρωμή σε γερμανικό νόμισμα, επιμήκυνση χρόνου αποπληρωμής, καθορισμός «πλαφόν» στα ποσά που κατέληγαν για την εξυπηρέτησή του με ρήτρες ανάπτυξης, χαριστικά επιτόκια της τάξης του 0%-0,5%), που η Γερμανία αποπλήρωσε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Επιπλέον συμφωνήθηκε η αναστολή αποπληρωμής των γερμανικών οφειλών προς την Ελλάδα (κατοχικό υποχρεωτικό δάνειο) μέχρι την επανένωση της Γερμανίας...
Πηγή: rproject.gr
*Ο Καλλίνικος Νικολακόπουλος είναι Οικονομολόγος - αναλυτής πληροφοριακών συστημάτων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου