του Κώστα Μελά
Η σημαντική μεγέθυνση της γερμανικής οικονομίας μετά το 2005, σε σχέση με
τα προηγούμενα έτη μετά την ενοποίηση της Γερμανίας, στηρίχθηκε προφανώς στις
αλλαγές που επέφερε η κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Gerhard Schröder (2005) στην αγορά εργασίας, με
τη λεγόμενη μεταρρύθμιση Hartz.
Η μεταρρύθμιση μείωσε τη μέγιστη διάρκεια κάλυψης των ανέργων σε
12 μήνες. Επιπλέον συνέδεσε – αλληλεξάρτησε την αγορά εργασίας με τα μέσα
άσκησης της κοινωνικής πολιτικής. Ειδικότερα συνέδεσε τα εργασιακά επιδόματα
ανεργίας με τα επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας. Έτσι το κάθε οικονομικά ενεργό
άτομο , ηλικίας μεταξύ 15 ετών και συντάξιμης ηλικίας θα απολαμβάνει επίδομα
ανεργίας (το ονομαζόμενο ‘Arbeitslosengeld II’ ή ‘HartzIV’).
Επιπροσθέτως εισήχθηκε η δυνατότητα ύπαρξης ενός επιδόματος μισθού σε όσους
εργαζομένους μειώνονται οι ώρες εργασίας κατά την κάθοδο του οικονομικού-
επιχειρηματικού κύκλου. Η επιτρεπόμενη χρονική διάρκεια χορήγησης αυτού του
επιδόματος ήταν αρχικά 6 μήνες. Όταν άρχισε η οικονομική κρίση (2008) η
γερμανική κυβέρνηση επέκτεινε τη χρονική περίοδο χορήγησης σε 24 μήνες. Ο
αριθμός των εργαζομένων που υπήχθησαν στη ρύθμιση αυτή έφτασε 1,4
εκατομμύρια.
Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε ένα δίχτυ προστασίας την περίοδο της
κρίσης. Ο αριθμός των εργαζομένων με κάλυψη από το κοινωνικό σύστημα
προστασίας αυξήθηκε από το χαμηλό επίπεδο των 26 εκατομμυρίων το
2005 σε περίπου 30,7 εκατομμύρια το 2014. Επίσης αυξήθηκε ο αριθμός των
εργαζομένων με πλήρες ωράριο από 37% το 2006 σε 41% το 2012. Οι συμβάσεις
πλήρους απασχόλησης εξακολουθούν να αποτελούν την κύρια μορφή
απασχόλησης (60,0%).
Οι άτυπες μορφές εργασίας (προσωρινή , μερική, ή άλλες μορφές απασχόλησης)
επίσης αυξήθηκαν τα τελευταία έτη στις οποίες περιλαμβάνονται πολλές
μη ασφαλισμένες χαμηλόμισθες εργασίες από επιχειρήσεις δανεισμού,
κυρίως στη μεταποίηση και η γνωστή μορφή ως Mini job (ελάχιστη
απασχόληση) στις υπηρεσίες με ύψος μισθού χαμηλότερου των 450 ευρώ
αφορολόγητα για τους εργαζόμενους (οι εργοδότες καταβάλουν 20,0% επί του ύψους
του μισθού στο οποίο περιλαμβάνονται: 8% για την ασφάλιση, 10% για συντάξεις
και 2% για φόρους). Για τις οικιακές βοηθούς το συνολικό ύψος ανέρχεται σε 18%.
Ο αριθμός των εταιριών «ενοικίασης εργαζομένων» αυξήθηκε από 200000
το 1997 σε 815000 το 2013. Επίσης ο αριθμός των εργαζομένων με
τη μορφή mini-jobs (μοναδική πηγή εισοδήματος) αυξήθηκε από 4,3 εκατομμύρια το 2000 σε
4,9εκατομμύρια το 2015 ενώ ο αριθμός των εργαζομένων με τη μορφή mini-jobs (δεύτερη πηγή
εισοδήματος) αυξήθηκε από 1,1 εκατομμύρια το 2003 σε 2,4 εκατομμύρια το 2015.
Οι μόνιμες θέσεις μερικής απασχόλησης αυξήθηκαν από 8% του οικονομικά
ενεργού πληθυσμού το 1996 στο 11% το 2012. Επίσης οι εργασίες με σύμβαση έργου
αυξήθηκαν από 4% το 2004 σε 7% το 2007.
Η Γερμανία δεν είναι πια χώρα υψηλών μισθών, δεδομένου ότι το ποσοστό
χαμηλών μισθών και των μη κοινωνικά καλυμμένων έχει αυξηθεί. Συνολικά
υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 5 εκατομμύρια γερμανών εργαζομένων εργάζονται
σε προσωρινές εργασίες με πολύ χαμηλούς μισθούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου