Τρίτη 5 Μαΐου 2015

Αυξάνει ο δυϊσμός στην γερμανική αγορά εργασίας


του Κώστα Μελά
Η σημαντική μεγέθυνση της γερμανικής οικονομίας μετά το 2005, σε σχέση με τα προηγούμενα έτη μετά την ενοποίηση της Γερμανίας, στηρίχθηκε προφανώς στις αλλαγές που επέφερε η κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου  Gerhard Schröder (2005) στην αγορά εργασίας,  με τη λεγόμενη μεταρρύθμιση  Hartz.
Η μεταρρύθμιση μείωσε τη μέγιστη διάρκεια κάλυψης των ανέργων  σε 12 μήνες. Επιπλέον συνέδεσε – αλληλεξάρτησε την αγορά εργασίας με τα μέσα άσκησης της κοινωνικής πολιτικής. Ειδικότερα συνέδεσε τα εργασιακά επιδόματα ανεργίας με τα επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας. Έτσι το κάθε οικονομικά ενεργό άτομο , ηλικίας μεταξύ 15 ετών και συντάξιμης ηλικίας θα απολαμβάνει επίδομα ανεργίας  (το ονομαζόμενο ‘Arbeitslosengeld II’ ή ‘HartzIV’).

Επιπροσθέτως εισήχθηκε η δυνατότητα ύπαρξης ενός επιδόματος μισθού σε όσους εργαζομένους μειώνονται οι ώρες εργασίας κατά την κάθοδο του οικονομικού- επιχειρηματικού κύκλου. Η επιτρεπόμενη χρονική διάρκεια χορήγησης αυτού του επιδόματος ήταν αρχικά 6 μήνες. Όταν άρχισε η οικονομική κρίση (2008) η γερμανική κυβέρνηση επέκτεινε τη χρονική περίοδο χορήγησης σε 24 μήνες. Ο αριθμός των εργαζομένων που υπήχθησαν στη ρύθμιση αυτή  έφτασε 1,4 εκατομμύρια.
Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε ένα δίχτυ προστασίας την περίοδο της κρίσης. Ο αριθμός των εργαζομένων με κάλυψη από το κοινωνικό σύστημα προστασίας  αυξήθηκε από το χαμηλό επίπεδο των 26 εκατομμυρίων το 2005 σε περίπου 30,7 εκατομμύρια το 2014. Επίσης αυξήθηκε ο αριθμός των εργαζομένων με πλήρες ωράριο από 37% το 2006 σε 41% το 2012. Οι συμβάσεις πλήρους απασχόλησης εξακολουθούν να  αποτελούν την κύρια μορφή απασχόλησης  (60,0%).
Οι άτυπες μορφές εργασίας (προσωρινή , μερική, ή άλλες μορφές απασχόλησης) επίσης αυξήθηκαν τα τελευταία  έτη στις οποίες περιλαμβάνονται πολλές μη ασφαλισμένες χαμηλόμισθες εργασίες  από επιχειρήσεις  δανεισμού, κυρίως στη μεταποίηση και η γνωστή μορφή ως Mini job (ελάχιστη απασχόληση) στις υπηρεσίες  με ύψος μισθού χαμηλότερου των 450 ευρώ αφορολόγητα για τους εργαζόμενους (οι εργοδότες καταβάλουν 20,0% επί του ύψους του μισθού στο οποίο περιλαμβάνονται: 8% για την ασφάλιση, 10% για συντάξεις και 2% για φόρους). Για τις οικιακές βοηθούς το συνολικό ύψος ανέρχεται σε 18%. Ο αριθμός  των εταιριών «ενοικίασης εργαζομένων» αυξήθηκε από 200000 το 1997 σε 815000 το 2013.  Επίσης ο αριθμός των εργαζομένων με τη μορφή mini-jobs (μοναδική πηγή εισοδήματος) αυξήθηκε από 4,3 εκατομμύρια το 2000 σε 4,9εκατομμύρια το 2015 ενώ ο αριθμός των εργαζομένων με τη μορφή mini-jobs (δεύτερη  πηγή εισοδήματος) αυξήθηκε από 1,1 εκατομμύρια το 2003 σε 2,4 εκατομμύρια το 2015.  
Οι μόνιμες θέσεις μερικής απασχόλησης αυξήθηκαν από 8% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού το 1996 στο 11% το 2012. Επίσης οι εργασίες με σύμβαση έργου αυξήθηκαν από 4% το 2004 σε 7% το 2007.

Η Γερμανία δεν είναι πια χώρα υψηλών μισθών, δεδομένου ότι το ποσοστό χαμηλών μισθών και των μη κοινωνικά καλυμμένων έχει αυξηθεί. Συνολικά υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 5 εκατομμύρια γερμανών εργαζομένων εργάζονται σε προσωρινές εργασίες  με πολύ χαμηλούς μισθούς.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου