Πέμπτη 7 Μαΐου 2015

Το ΑΕΠ και η καταβαράθρωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας

kontranews


ΜΕΡΟΣ Β’
του Γιώργου Βάμβουκα
Στο προχθεσινό άρθρο ασχοληθήκαμε διεξοδικά με την έννοια του πραγματικού ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) ή ΑΕΠ σε σταθερές τιμές. Στην ανάλυσή μας δείξαμε γιατί ο ετήσιος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας, προσδιορίζεται από το ετήσιο ποσοστό μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ. Οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης της οποιασδήποτε χώρας του κόσμου, εξαρτώνται από τον ρυθμό αύξησης της ποσότητας των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών. Χώρες που παράγουν ανταγωνιστικά προϊόντα, έχουν τη δυνατότητα να αυξάνουν τις πωλήσεις τους στις διεθνείς αγορές, συντελώντας έτσι στην πραγματοποίηση ικανοποιητικών αναπτυξιακών ρυθμών. Το πραγματικό ΑΕΠ δίδεται από την ακόλουθη απλή μαθηματική σχέση: Υ= P×Q, όπου Υ= Πραγματικό ΑΕΠ, P= Επίπεδο τιμής αγαθών και υπηρεσιών στο έτος βάσης (π.χ. 2010) και Q= Ποσότητα πωλούμενων αγαθών και υπηρεσιών. Από αυτή τη σχέση συνάγεται ότι η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ (Υ) στο μακροχρόνιο, εξαρτάται από τη διαχρονική άνοδο της παραγόμενης ποσότητας αγαθών και υπηρεσιών. Άρα, η επίτευξη αξιόλογων αναπτυξιακών ρυθμών προϋποθέτει την ανοδική τάση της συνολικής ποσότητας των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών.

Χρονική
Περίοδος
Ρυθμός
Οικονομικής
Ανάπτυξης
Ποσοστό
Ανεργίας
Χρονική
Περίοδος
Ρυθμός
Οικονομικής
Ανάπτυξης
Ποσοστό
Ανεργίας
1950-2014
1950-1980
1980-2014
1950-1960
1960-1970
3,4%
6,1%
1,0%
6,9%
8,5%
5,9%
3,8%
10,1%
5,7%
5,0%
1970-1980
1980-1990
1980-1993
1993-2007
2007-2014
4,6%
0,7%
0,5%
3,7%
-4,8%
2,2%
6,4%
6,8%
9,2%
18,1%

Παρατηρήσεις: Τα στατιστικά στοιχεία του πίνακα αφορούν την Ελλάδα. Τα στατιστικά δεδομένα του πίνακα βασίζονται σε επεξεργασία στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ και κυρίως της Eurostat. Το μέσο ποσοστό ανεργίας της περιόδου 1950-1960, έχει υπολογιστεί λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία του ΟΑΕΔ και στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που προέρχονται από τις Απογραφές του Ελληνικού Πληθυσμού των ετών 1951 και 1961.    
Τα αγαθά και οι υπηρεσίες παράγονται από τις επιχειρήσεις. Αν οι ελληνικές επιχειρήσεις ήταν ανταγωνιστικές και παρήγαγαν προϊόντα που θα χαρακτηρίζονταν για τον υψηλό βαθμό διείσδυσής τους στις παγκόσμιες αγορές, αναπόφευκτα η άνοδος των πωλήσεών τους σε αγαθά και υπηρεσίες, θα συντελούσε στην επίτευξη ικανοποιητικών αναπτυξιακών ρυθμών της εθνικής οικονομίας. Η παραγωγή ανταγωνιστικών προϊόντων από την πλευρά των επιχειρήσεων, συνιστά την ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ώθηση του οικονομικού συστήματος μιας χώρας σε ταχύρυθμη αναπτυξιακή τροχιά. Όταν λέμε ανταγωνιστικά προϊόντα εννοούμε προϊόντα προσιτά στην τιμή, εξαίρετης ποιότητας, άρτιας τυποποίησης και συσκευασίας, κ.λπ. Στις διεθνείς αγορές, τα ελληνικά προϊόντα έχουν να ανταγωνιστούν τα αντίστοιχα προϊόντα άλλων χωρών. Από τη διεύρυνση του εξαγωγικού εμπορίου εξαρτάται η επίτευξη σημαντικών αναπτυξιακών ρυθμών. Όσο πιο ανταγωνιστικά προϊόντα παράγουν οι ελληνικές επιχειρήσεις, τόσο οι πωλήσεις τους και άρα οι εξαγωγές της Ελλάδας αυξάνουν στις διεθνείς αγορές, συμβάλλοντας έτσι στην πραγματοποίηση υψηλών αναπτυξιακών επιδόσεων. Η αναβάθμιση της ανταγωνιστικότητας των παραγόμενων προϊόντων από τις ελληνικές επιχειρήσεις, προσδιορίζεται άμεσα από την αποτελεσματικότητα του εξαγωγικού τους μάρκετινγκ, την ευελιξία του υιοθετούμενου μάνατζμεντ, το επίπεδο έρευνας, κ.λπ.
Ο πίνακας που περιλαμβάνεται στο κείμενο, απεικονίζει τους μέσους ετήσιους αναπτυξιακούς ρυθμούς και τα μέσα ετήσια ποσοστά ανεργίας σε διάφορες χρονικές περιόδους. Αν και την περίοδο 1950-2014, η Ελλάδα αναπτυσσόταν με 3,4% κάθε χρόνο και το μέσο ετήσιο ποσοστό ανεργίας ήταν 5,9%, εντούτοις στις υποπεριόδους 1950-1980 και 1980-2014 παρατηρούνται αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις. Ενώ την περίοδο 1950-1980 ο μέσος ετήσιος αναπτυξιακός ρυθμός της χώρας ήταν 6,1% και το μέσο ποσοστό ανεργίας μόλις 3,8%, απεναντίας την περίοδο 1980-2014 ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης πέφτει μόλις στο 1% και το μέσο ετήσιο ποσοστό ανεργίας αυξάνει σε 10,1%. Στην καταβαράθρωση της ανταγωνιστικότητας του οικονομικού μας συστήματος οφείλεται η καθίζηση της εθνικής μας οικονομίας κατά την περίοδο 1980-2014. Ναι μεν κατά τη διάρκεια της περιόδου 1993-1997, η χώρα αναπτυσσόταν με 3,7% κάθε χρόνο, ωστόσο το υψηλό ποσοστό ανεργίας του 9,2%, υποδήλωνε ότι ο συγκεκριμένος αναπτυξιακός ρυθμός ήταν συγκυριακός και δεν αποδιδόταν στην αναβάθμιση της ανταγωνιστικότητας του οικονομικού μας συστήματος. Κατά την περίοδο 1993-2007, η ασύστολη χορήγηση καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων από τις τράπεζες στους πολίτες, συνέβαλε στην ενίσχυση της εγχώριας τελικής ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών, πυροδοτώντας μια στρεβλή και άγονη αναπτυξιακή διαδικασία, σε συνθήκες διαρκούς επιδείνωσης των Δημοσίων Οικονομικών της χώρας. Από τα στοιχεία του πίνακα μπορούν να εξαχθούν πολύ χρήσιμα συμπεράσματα και γι’ αυτό σύντομα θα επανέλθουμε στο συγκεκριμένο θέμα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου