Πέμπτη 7 Μαΐου 2015

Τα καινούργια ρούχα του βασιλιά

oikonomica


Το κεντρικό σημείο αναφοράς της κρίσης που βιώνουμε από το 2008 και μετά είναι το τραπεζικό σύστημα. Όσο και αν γίνεται προσπάθεια από τα κυρίαρχα ΜΜΕ στην Ευρώπη να αποδοθεί η κρίση στα κρατικά ελλείμματα των χωρών της Ευρωπαϊκής περιφέρειας, η αλήθεια είναι ότι η κρίση που βιώνουμε είναι κυρίως τραπεζική. Πως μπόρεσαν όμως τραπεζικοί και ασφαλιστικοί κολοσσοί όπως η Lehman Brothers και η AIG να καταρρεύσουν; Φταίει η απερίσκεπτη πολιτική των διοικήσεών τους ή μήπως το πρόβλημα είναι όπως πολλοί λένε συστημικό. Αν πάλι είναι συστημικό τι είναι αυτό που κάνει το «σύστημα» τόσο ευάλωτο;
Τα στοιχεία που κάνουν τις τράπεζες τόσο ευάλωτες έχουν να κάνουν κυρίως με δύο στοιχεία. Τη φύση των στοιχείων του ισολογισμού τους και ο δείκτης μόχλευσής τους.
Έχουμε αναφερθεί στο παρελθόν στην κεφαλαιακή δομή των τραπεζών. Ας ρίξουμε μια ματιά τι επιπτώσεις έχει η φύση των στοιχείων του ισολογισμού της τράπεζας στη σταθερότητά του ή μάλλον καλύτερα στην αστάθειά τους. Το κυρίαρχο κομμάτι του ενεργητικού της τράπεζας αποτελείται από δάνεια, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων δεν είναι άμεσα απαιτητά από την τράπεζα. Αντίθετα η πλειοψηφία του παθητικού αποτελείται από καταθέσεις και από βραχυπρόθεσμο δανεισμό, στοιχεία τα οποία είναι άμεσα απαιτητά από τους δανειστές της τράπεζας.

Αν για κάποιο λόγο οι καταθέτες και οι βραχυπρόθεσμοι δανειστές απαιτήσουν τα χρήματά τους η τράπεζα θα αντιμετωπίσει τεράστιο πρόβλημα ρευστότητας, το οποίο μπορεί να οδηγήσει στο πάγωμα των καταθέσεών της ή ακόμα και στο κλείσιμό της.
Στην ουσία η τράπεζα παίζει το ρόλο του ταχυδακτυλουργού, ο οποίος προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στα δύο, το βραχυπρόθεσμο των υποχρεώσεών της και το μακροπρόθεσμο των απαιτήσεών της. Αυτός είναι και ο λόγος που προσφέρουν μεγαλύτερα επιτόκια στις προθεσμιακές καταθέσεις. «Δένοντας» στην ουσία τις καταθέσεις των πελατών τους εξαλείφουν ένα μέρος της αβεβαιότητας που δημιουργείται από το γεγονός ότι οι καταθέσεις όψεως είναι άμεσα απαιτητές.
Το δεύτερο στοιχείο που κάνει τις τράπεζες ευάλωτες είναι ο δείκτης μόχλευσής τους. Ο ισολογισμός τους αποκαλύπτει ένα δείκτη μόχλευσης περίπου 10:1. Αν δε τα στοιχεία του ενεργητικού τους αποτυπωθούν στην πραγματική τους αξία η κατάσταση χειροτερεύει. Οι τράπεζες της ευρωπαϊκής περιφέρειας καταλήγουν με αρνητικά ίδια κεφάλαια ενώ ακόμα και οι τράπεζες των χωρών του σκληρού πυρήνα της ΕΕ παρουσιάζουν μόχλευση πολύ μεγαλύτερη του 10:1. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η πανίσχυρη Deutsche Bank, η οποία είναι μοχλευμένη 50:1. Τι σημαίνει όμως για μια επιχείρηση ένας τόσο μεγάλος δείκτης μόχλευσης;
Μια τόσο μεγάλη μόχλευση πρακτικά σημαίνει ότι μία μικρή πτώση της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού μιας τράπεζας, της τάξης του μόλις 2% στην περίπτωση της Deutsche Bank, μπορεί να εξαλείψει την καθαρή της θέση. Αν δε οι πιστωτές συνειδητοποιήσουν ότι η τράπεζα έχει «βυθιστεί» και τα στοιχεία του ενεργητικού της δεν είναι αρκετά για να τους καλύψουν όλους μπορεί να σπεύσουν να ζητήσουν τα χρήματά τους και να οδηγήσουν την τράπεζα στη χρεοκοπία, αφού σίγουρα δε θα μπορέσει να τους καλύψει όλους.
Εδώ θα πρέπει να κάνουμε μια σημαντική διάκριση μεταξύ των προβλημάτων ρευστότητας που μπορεί να δημιουργηθούν από το γεγονός ότι οι υποχρεώσεις της τράπεζας είναι άμεσα απαιτητές και τα στοιχεία του ενεργητικού της όχι και των προβλημάτων φερεγγυότητας που προκαλούνται από την απομείωση της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της. Τα προβλήματα ρευστότητας δεν είναι τόσο σοβαρά και μπορούν να αντιμετωπιστούν με βοήθεια από την κεντρική τράπεζα, η οποία και μπορεί να παρέχει ρευστότητα σε περίπτωση που μια τράπεζα αντιμετωπίζει δυσκολίες.
Αντίθετα τα προβλήματα φερεγγυότητας δεν αντιμετωπίζονται με ευκολία και απαιτούν συνήθως την εισροή νέων κεφαλαίων. Οι τράπεζες, όπως και κάθε επιχείρηση θα κάνουν τα πάντα για να πείσουν τους πιστωτές του ότι τα όποια προβλήματα αντιμετωπίζουν είναι προσωρινά προβλήματα ρευστότητας και όχι φερεγγυότητας. Αν δημιουργηθεί η εντύπωση ότι μια τράπεζα αντιμετωπίζει προβλήματα φερεγγυότητας οι πιστωτές της θα σπεύσουν να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους πρώτοι για να προλάβουν έναν ενδεχόμενοτραπεζικό πανικό, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει στο κλείσιμο της τράπεζας και στην απώλεια των χρημάτων τους.
Όπως είδαμε παραπάνω μια τράπεζα με δείκτη μόχλευσης 50:1 είναι πολύ εύκολο να αντιμετωπίσει προβλήματα φερεγγυότητας με μια μόλις 2% μείωση της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της. Αν δε συνυπολογίσουμε και τα διάφορα συμβόλαια παραγώγων που κρατούν και τα οποία ανεβάζουν το δείκτη μόχλευσης ακόμα περισσότερο με τρόπους οι οποίοι δεν μπορούν να υπολογιστούν με μια απλή ματιά στους ισολογισμούς τους, οι τράπεζες είναι εκτεθειμένες σε πάρα πολλούς κινδύνους που τις καθιστούν εξαιρετικά ευάλωτες.
Ποια είναι όμως η λύση, η οποία θα εξάλειφε μεγάλο μέρος αυτής της αστάθειας του τραπεζικού συστήματος; Η απάντηση είναι απλή. Αν οι τράπεζες είχαν μεγαλύτερο ποσοστό ιδίων κεφαλαίων προς το ενεργητικό τους, δηλαδή μικρότερη μόχλευση, θα ήταν πολύ δυσκολότερο να παρουσιάσουν προβλήματα φερεγγυότητας. Η μέση επιχείρηση παρουσιάζει δείκτη μόχλευσης 3:1. Υπάρχουν εταιρείες που δεν καταφεύγουν καθόλου στο δανεισμό και δουλεύουν μόνο με ίδια κεφάλαια, αποτελούν βέβαια εξαιρέσεις, αλλά υπάρχουν.
Η ύπαρξη σημαντικών ιδίων κεφαλαίων μάλιστα αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση δανείων από τις ίδιες τις τράπεζες όταν χορηγούν ένα δάνειο. Χαρακτηριστικά ήταν τα τιμολόγια των στεγαστικών δανείων. Το επιτόκιο που χρεωνόταν όταν ο δανειολήπτης συνεισέφερε πάνω από το 30% της αξίας του ακινήτου ήταν σημαντικά μικρότερο από το επιτόκιο που χρεωνόταν σε περίπτωση που συνεισέφερε λιγότερο από το 10%. Οι τράπεζες αναγνώριζαν το μεγαλύτερο κίνδυνο και χρέωναν υψηλότερο επιτόκιο. Πως όμως οι τράπεζες που απαιτούσαν από τους δανειολήπτες 30% ίδια κεφάλαια λειτουργούσαν τόσα χρόνια με λιγότερο από 10%, ενώ σήμερα βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα ή ακόμα και στο μείον;
Η απάντηση που θα έδινε σε αυτό το ερώτημα ένας τραπεζίτης ήταν απλή. Τα ίδια κεφάλαια είναι πολύ ακριβά, θα έλεγε και αυτό θα αύξανε τα επιτόκια χορηγήσεων. Τι ακριβώς σημαίνει όμως αυτό;
Τα ίδια κεφάλαια συνεισφέρονται από τους μετόχους, οι οποίοι και απαιτούν κάποιες αποδώσεις από τα κεφάλαιά τους. Αν οι μέτοχοι θέλουν απόδοση 3% ετησίως από τα κεφάλαιά τους, τότε ο τραπεζίτης θα πρέπει να χρησιμοποιεί αυτά τα κεφάλαια σε επενδύσεις που αποφέρουν άνω του 3%, έτσι ώστε να καλύπτει τα κόστη του και να αποδίδει το μέρισμα που επιθυμούν οι μέτοχοι. Τα δάνεια λοιπόν που θα χορηγεί θα πρέπει να είναι με επιτόκιο μεγαλύτερο του 5%. Αντίθετα όταν δανείζεται με επιτόκιο 1% ή χαμηλότερο, όπως συνέβαινε τόσα χρόνια, μιας και αυτό ήταν το επιτόκιο στη διατραπεζική, ενώ το επιτόκιο καταθέσεων ήταν ακόμη χαμηλότερο, είχε την ευχέρεια να δανείζει με 3% επιτόκιο, ρίχνοντας έτσι το κόστος του δανεισμού.
Πώς όμως οι τράπεζες είχαν πρόσβαση σε δανεισμό με τόσο χαμηλά επιτόκια όταν λειτουργούσαν με τόσο μεγάλη μόχλευση και η παραμικρή πτώση της αξίας του ενεργητικού τους μπορούσε να τους προκαλέσει προβλήματα φερεγγυότητας; Και ας υποθέσουμε ότι οι καταθέτες δε τα γνώριζαν τον κίνδυνο. Τα άλλα πιστωτικά ιδρύματα που τους δάνειζαν δεν έβλεπαν τον κίνδυνο;
Η απάντηση είναι απλή. Τον έβλεπαν. Υπήρχε όμως πάντα η πεποίθηση ότι αν τα πράγματα στράβωναν το κράτος θα επενέβαινε, όπως και το έκανε, για να αποτρέψει τη χρεοκοπία μιας τράπεζας, ενώ ακόμα και αν μια τράπεζα χρεοκοπούσε θα αποζημίωνε όλους τους πιστωτές της. Η πεποίθηση λοιπόν ότι το κράτος θα κάλυπτε τις όποιες ζημιές μη αφήνοντας μια τράπεζα να καταρρεύσει στην ουσία εξάλειφε τον κίνδυνο και μείωνε τα επιτόκια δανεισμού των τραπεζών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της παρέμβασης του κράτους για την εγγύηση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος αποτελούσαν μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 90’ οι Landesbanken στη Γερμανία, οι οποίες λειτουργούσαν με την άμεση εγγύηση του γερμανικού δημοσίου για όλες τις υποχρεώσεις τους. Αυτή η εγγύηση καταργήθηκε βέβαια μετά από παρέμβαση της ΕΕ, μιας και σωστά θεωρήθηκε ως άμεση επιδότηση αυτών των επιχειρήσεων από τη Γερμανική κυβέρνηση. Κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαμάχης, η οποία οδήγησε στην τελική άρση αυτής της εγγύησης οι οίκοι αξιολόγησης δημοσίευαν δύο αξιολογήσεις για τα ομόλογα που εξέδιδαν οι Landesbanken. Μία υψηλή αξιολόγηση που αντικατόπτριζε την εγγύηση του γερμανικού δημοσίου, το οποίο θα κάλυπτε τους ομολογιούχους, ό,τι και να συνέβαινε και μια χαμηλή η οποία αντικατόπτριζε το πραγματικό αξιόχρεο αυτών των τραπεζών χωρίς την εγγύηση του γερμανικού δημοσίου.
Η εγγύηση του δημοσίου ήταν λοιπόν στην ουσία αυτή που χαμήλωνε τα επιτόκια δανεισμού των τραπεζών και ακολούθως τα επιτόκια χορηγήσεων. Το κόστος των χαμηλών επιτοκίων ήταν κάτι το οποίο επωμιζόταν στην ουσία ολόκληρη η κοινωνία.
Μετά το 2010 και ακόμα περισσότερο μετά την κατάρρευση της Κύπρου, όταν έγινε αντιληπτό, ότι το δημόσιο δεν έχει τη δυνατότητα να καλύπτει τους πάντες σε περίπτωση κατάρρευσης των τραπεζών, οι ιδιώτες απέσυραν μαζικά τις καταθέσεις τους από τις τράπεζες της περιφέρειας ενώ ο δανεισμός τους στη διατραπεζική αγορά πάγωσε τελείως. Ο δε τράπεζες έχουν μείνει παντελώς ανίσχυρες, κεφαλαιακά μόνο δυστυχώς, εξαρτώμενες αποκλειστικά από το κράτος για την επιβίωσή τους.
Η κρίση στην Ευρωζώνη έχει αποδείξει ότι τα ρούχα του βασιλιά δεν ήταν αόρατα, αλλά στην πραγματικότητα δεν υπήρξαν ποτέ. Ο βασιλιάς είναι γυμνός.

Αφορμή για το άρθρο αποτέλεσε η ανάγνωση του βιβλίου The Bankers’ New Clothes: What’s Wrong with Banking and What to Do about It των Anat Admati και Martin Hellwig

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου