Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

"Ελληνικές Συστημικές Τράπεζες, απο την θεωρία στην πράξη (Μέρος Β΄)"

Banking News



Από την Νούλα Χρυσσοχοῒδου

Συστημική τράπεζα είναι η τράπεζα η οποία αν για παράδειγμα καταρρεύσει, τότε θα υπάρξουν συνέπειες και πχ σε άλλες τράπεζες ή και στο κράτος, κλπ.  Η συστημική τράπεζα αν πάθει κάτι, τότε οι συνέπειες της μεταδίδονται και αλλού.   Είναι με πολύ απλά λόγια δηλαδή, αυτή που αποτελεί "γρανάζι" του συστήματος: αν σταματήσει να δουλεύει τότε θα κάνει κι άλλα "γρανάζια" να σταματήσουν να δουλεύουν.  Ο όρος συστημικός αναφέρετε στο μεταδοτικός: ό,τι συμβαίνει σε κάποιον που είναι συστημικός, μεταδίδεται και αλλού, έτσι γίνεται και με τις συστημικές τράπεζες.


            Ανακεφαλαιοποίηση είναι μία διαδικασία κατά την οποία πχ μία τράπεζα, λαμβάνει χρήματα από έξω (και όχι από δικά της κεφάλαια), για να αυξήσει το κεφάλαιό της.  Μία τράπεζα για παράδειγμα, για να μπορεί να δανείζει και γενικά να λειτουργεί, χρειάζεται χρήματα. Αυτά τα χρήματα συνήθως τα έχει από τις καταθέσεις των πολιτών. 
            Όταν όμως αυτά δεν αρκούν για να συνεχίζει να "πουλάει" τα προϊόντα της, τότε χρειάζεται να γίνει ανακεφαλαιοποίηση ώστε να συμπληρωθούν τα χρήματα που της λείπουν για να μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί κανονικά, να μην κινδυνεύει να "στερέψει" από μετρητά και να είναι "υγιής".  Αν δεν γίνει ανακεφαλαιοποίηση, τότε για να μην πτωχεύσει, μπορεί να αναγκαστεί να κάνει κούρεμα καταθέσεων ώστε να βρει τα χρήματα που της χρειάζονται.

HAIRCUT
Haircut είναι το κούρεμα το οποίο χρησιμοποιείται μεταφορικά στον τομέα της οικονομίας. Υπάρχει το κούρεμα καταθέσεων (deposits haircut), που σημαίνει ότι θα αποσπάσουν κάποια χρήματα από τα λεφτά των καταθετών που βρίσκονται στην τράπεζα. Επίσης, άλλος τύπος κουρέματος με παραπλήσια εννοιολογία, είναι το κούρεμα χρέους (debt haircut) το οποίο σημαίνει ότι το χρέος μίας χώρας θα μειωθεί επειδή θα παραγραφεί ένα ποσό. Αυτό συνήθως γίνεται με κούρεμα ομολόγων (ανταλλαγή ομολόγων με τέτοια χαμηλότερης αξίας).


MNHMONIO
            Μνημόνιο είναι μία έκθεση - αναφορά - έγγραφο το οποίο υπογράφουν δύο μεριές: αυτή που το επιβάλλει και αυτή που δεσμεύεται να το εφαρμόσει.  Πρόκειται για μία σειρά από μέτρα τα οποία επιβάλλει ο Α ο οποίος "κρατάει στη ζωή" τον Β, ώστε ο Β να μπορέσει να εξυγιανθεί. Αν ο Β δεν το τηρήσει, τότε είναι πολύ πιθανόν ο Α να σταματήσει να τον βοηθάει κι έτσι να επέλθει το μοιραίο.  Για παράδειγμα, εν καιρό οικονομικής κρίσης, τα κράτη που έχουν οικονομικά προβλήματα υπογράφουν μνημόνια ώστε να δεσμευτούν ότι θα κάνουν τις απαραίτητες ενέργειες που θα τους υποδειχθούν, ώστε να καταφέρουνε να εξυγιάνουν τα δημοσιονομικά τους και να συνεχίζουν να λαμβάνουν οικονομική βοήθεια για να μην καταρρεύσουν.  Είναι δηλαδή σαν ένα συμβόλαιο με κάποιους όρους που θα πρέπει να τηρήσει η μεριά που δεσμεύεται να το εφαρμόσει.  Αυτός που επιβάλλει το μνημόνιο, είναι στην ουσία σαν να επεμβαίνει στη διακυβέρνηση μίας χώρας, μιας και ορίζει σε μεγάλο βάθος τι θα λειτουργήσει και πως.

            Μια νέα σελίδα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα ξεκίνησε με την επιτυχημένη ολοκλήρωση της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης των τεσσάρων μεγάλων συστημικών τραπεζών και με την επιτυχή ολοκλήρωση της διαδικασίας αύξησης μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς. Είχαν προηγηθεί οι επιτυχημένες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου της Alpha Bank και της Εθνικής Τράπεζας, ενώ στην περίπτωση της Eurobank η ανακεφαλαιοποίηση της τράπεζας έγινε εξ ολοκλήρου από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ).  Οι τράπεζες Εθνική, Alpha Bank και Πειραιώς κατάφεραν να ξεπεράσουν τον στόχο που είχε τεθεί για κάλυψη του 10% των κεφαλαιακών τους αναγκών με ιδιωτικά κεφάλαια, χωρίς έτσι να καταστεί απαραίτητη η χρήση των ακριβών λόγω του υψηλού επιτοκίου τους μετατρέψιμων ομολογιών (CoCos), διατηρώντας ταυτόχρονα και το μάνατζμεντ των τραπεζών τους.  Στην περίπτωση της Eurobank, το ΤΧΣ ανέλαβε την πλήρη κάλυψη της αύξησης, που είχε ως αποτέλεσμα και την αλλαγή της διοικητικής της δομής της.
                        Σύμφωνα με συγκλίνουσες εκτιμήσεις διοικητικών στελεχών των τραπεζών αυτών, που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, η επιτυχημένη ολοκλήρωση της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης τους θα τις οδηγήσει σταδιακά στο να έχουν πρόσβαση στη διατραπεζική αγορά, εξασφαλίζοντας ρευστότητα, που με την σειρά τους θα μπορέσουν να διοχετεύσουν στην πραγματική οικονομία. Μια ρευστότητα που θεωρείται μια από τις βασικές προϋποθέσεις που πρέπει να εξασφαλιστεί προκειμένου να κερδηθεί το μεγάλο στοίχημα της επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας. Τόσο οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις όσο και τα νοικοκυριά, μετά από μια μακρά περίοδο όπου οι στρόφιγγες δανεισμού των τραπεζών είχαν σχεδόν κλείσει, θα έχουν πλέον τη δυνατότητα, να απευθυνθούν στο τραπεζικό σύστημα προκειμένου να αντλήσουν την απαιτούμενη ρευστότητα που χρειάζονται τόσο για την εξυπηρέτηση των τρεχουσών αναγκών τους όσο και την υλοποίηση αναπτυξιακών τους σχεδίων.
            Σημαντικό θεωρείται και το γεγονός ότι στη διαδικασία αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών έλαβαν μέρος και πολλά ξένα θεσμικά χαρτοφυλάκια με εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, κάτι που θεωρείται ως ψήφος εμπιστοσύνης τόσο για τις περαιτέρω προοπτικές του εγχώριου τραπεζικού συστήματος όσο και της πορείας της οικονομίας γενικότερα.
            Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, ξεκίνησε και ο νέος κύκλος ανασυγκρότησης του εγχώριου χρηματοπιστωτικού κλάδου. Η προσοχή θα στραφεί στο σχέδιο για το νέο τραπεζικό χάρτη και ειδικότερα στις κινήσεις που σχεδιάζει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), αναφορικά με το μέλλον της Eurobank, του Νέου Ταχυδρομικού Ταμιευτήριου και της Νέας Proton Bank.

            Σχεδόν δεδομένη θα πρέπει να θεωρείται η παρουσία των τεσσάρων συστημικών τραπεζών της Ελλάδας στην ελίτ του ευρωπαϊκού banking. Βέβαια, για να απολαύσουν οι πιστωτικοί όμιλοι τα προνόμια που τους εξασφαλίζει η είσοδος στο… πρώτο ράφι των ευρωπαϊκών τραπεζών θα πρέπει να ξεπεράσουν τον «σκόπελο» εν ονόματι stress tests.
            Το «έπαθλο» από αυτή την… προαγωγή είναι τεράστιο, δεδομένου ότι οι τράπεζες που θα βρεθούν μεταξύ των κορυφαίων στην Ευρώπη θα λειτουργούν με τις «πλάτες» του ευρωπαϊκού ταμείου εγγύησης καταθέσεων. Και πλέον η φράση «εγγύηση καταθέσεων» είναι… ιερή για το χρηματοπιστωτικό σύστημα. 
Αντίθετα, αν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες της Ελλάδας αν δεν κατορθώσουν να μπουν και να μείνουν στην Α’ κατηγορία, τότε η εγγύηση των καταθέσεων θα εναπόκειται στα εθνικά συστήματα, γεγονός που θα προκαλέσει ανησυχίες και κατ’ επέκταση φυγή κεφαλαίων προς τις τράπεζες που στηρίζονται από το ευρωπαϊκό ταμείο εγγύησης καταθέσεων. Γι’ αυτό, οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να εξασφαλίσουν «φρέσκα» κεφάλαια και να περάσουν με την καλύτερη δυνατή βαθμολογία τα τεστ κοπώσεως. Ξέρουν πως αν τα καταφέρουν θα πρόκειται για τεράστια επιτυχία- εφάμιλλη με την ανακεφαλαιοποίηση, μέσω της οποίας θα εξασφαλίζουν το «εισιτήριο» για το…. ευρωπαϊκό κλειστό τραπεζικό κλαμπ.
Είναι γνωστό άλλωστε πως η εικόνα των ξένων επενδυτών για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αλλάζει και είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ξεφύγουν οριστικά από τη «δίνη» στην οποία εγκλωβίστηκαν πριν από δυο χρόνια, λόγω της συμμετοχής τους στο «κούρεμα» των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Τα κριτήρια για την είσοδο στην τραπεζική ελίτ σχετίζονται με το ενεργητικό, μιας και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει θέσει κατώτατο όριο τα 40 δισ. ευρώ. Αυτή είναι η πρώτη προϋπόθεση, την οποία όχι μόνο δεν πληρούν, αλλά ξεπερνούν κατά τουλάχιστον δυο φορές. Η δεύτερη, ωστόσο, συνθήκη είναι προφανής και αφορά την επιτυχία τους στα stress tests, αφού τυχόν «ατύχημα» μπορεί να οδηγήσει μέχρι και σε bail in. Και μετά την Κύπρο η λέξη αυτή είναι ο μεγαλύτερος «πονοκέφαλος» όχι μόνο για τις ελληνικές ή τις αδύναμες τράπεζες, αλλά και για ευρωπαϊκούς κολοσσούς.  
Πάντως υπάρχει αισιοδοξία, μιας και σύμφωνα με ξένους αναλυτές οι ελληνικές τράπεζες όχι μόνο θα περάσουν με επιτυχία τα stress tests , αλλά θα «πλασαριστούν» μεταξύ των τραπεζών με την μεγαλύτερη αξιοπιστία. Σε αυτό συμβάλλουν οι εξουθενωτικοί έλεγχοι της BlackRock και η ανακεφαλαιοποίηση μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Η τοποθέτηση των monitoring trustees στις συστημικές τράπεζες από την αρχή του χρόνου, σε συνδυασμό με το διαρκές και ασφυκτικό pressing της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Κομισιόν, ανεβάζει κατηγορία τους ελληνικούς ομίλους. Αυτό όμως, που κάνει τη διαφορά και ξεχωρίζει τις ελληνικές τράπεζες από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές, είναι το Troubled Asset Review, δηλαδή η αξιολόγηση των πρακτικών διαχείρισης των προβληματικών χορηγήσεων. Αυτό γιατί η συγκεκριμένη «άσκηση» της BlackRock δίνει την δυνατότητα στις ελληνικές τράπεζες να αντιμετωπίσουν με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα ένα πρόβλημα που δεν είναι ελληνικό. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ισπανία δημιούργησε ολόκληρη «bad» bank στην προσπάθεια της να αναχαιτίσει την ενίσχυση του φαινομένου των «κόκκινων» δανείων. Επίσης, σημαντικό πλεονέκτημα των ελληνικών τραπεζών αποτελεί η ελάχιστη έκθεση που έχουν σε κρατικούς τίτλους, δεδομένου ότι τα ελληνικά κρατικά ομόλογα που είχαν στην κατοχή τους αντικαταστήθηκαν, στο πλαίσιο του PSI, με ομόλογα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που είναι κορυφαίας αξιολόγησης.

Τα τελευταία δύο χρόνια διάφορα συστημικά μέτρα κινδύνου έχουν προταθεί παρ΄όλα αυτά δύο φαίνεται να προσελκύουν το ενδιαφέρον της ακαδημαϊκής κοινότητας. Α) Το οριακό αναμενόμενο έλλειμμα (MES), και β) η Υπο συνθήκη αξία σε κίνδυνο. Όμως για να γίνουν αυτά τα μέτρα κατανοητά θα πρέπει να αναλυθεί ένα προγενέστερο εργαλείο εκτίμησης του συστημικού κινδύνου όπως είναι το CAPM.

Οι βασικές υποθέσεις κάτω από τις οποίες ισχύει το Υπόδειγμα Αποτίμησης Περιουσιακών Στοιχείων είναι οι ακόλουθες:

1. Οι επενδυτές επιχειρούν να μεγιστοποιήσουν τη χρησιμότητα τους (ορθολογικοί) και θα επιλέξουν μεταξύ χαρτοφυλακίων, με κριτήρια τον κίνδυνο και την αναμενόμενη απόδοση.
2. Όλοι οι επενδυτές μπορούν να δανείζουν και να δανείζονται χωρίς περιορισμούς κεφάλαια στο επιτόκιο χωρίς κίνδυνο της αγοράς (rfr).
3. Όλοι οι επενδυτές έχουν τις ίδιες εκτιμήσεις για τις αναμενόμενες αποδόσεις, διακυμάνσεις και συνδιακυμάνσεις μεταξύ των αποδόσεων των μετοχών. Άρα υπάρχει ομοιογένεια στις προσδοκίες τους.
4. Δεν υπάρχει κόστος συναλλαγών, τα χρεόγραφα είναι πλήρως και άμεσα ρευστοποιήσιμα και τα περιουσιακά στοιχεία είναι πλήρως διαιρετά.
5. Δεν υπάρχει φορολογία.
6. Οι τιμές δίνονται εξωγενώς σε όλους και κανείς ατομικά ή σε ομάδες δεν μπορεί να τις επηρεάσει.
7.  Οι ποσότητες των περιουσιακών στοιχείων είναι προσδιορισμένες.
8. Ο πληθωρισμός θεωρείται μηδενικός, τα επιτόκια και οι κεφαλαιαγορές βρίσκονται σε ισορροπία.
Βάσει των ανωτέρω προϋποθέσεων προκύπτει ότι η αγορά είναι τέλεια και δεν υπάρχουν εμπόδια στις επενδύσεις. Συνεπώς έχουμε ένα ελεγχόμενο περιβάλλον με ένα κεντρικό σημείο ισορροπίας από το οποίο μετράμε τις αποκλίσεις.

 AΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ
Οι πρώτες εμπειρικές μελέτες για την ισχύ του Υποδείγματος Αποτίμησης Περιουσιακών Στοιχείων έδειξαν αποτελέσματα που ήταν σύμφωνα με τη θεωρία του. Ακολούθως, μετά την πρώτη δεκαετία ένας σημαντικός αριθμός εμπειρικών μελετών αμφισβητεί τη ρεαλιστικότητα του Υποδείγματος CAPM, διότι όπως προκύπτει υπάρχουν αρκετές αποκλίσεις από τα πραγματικά εμπειρικά δεδομένα. Οι περισσότερες μελέτες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα προβλήματα είναι αποτέλεσμα των προϋποθέσεων ισχύως του, κάτω από τις οποίες δημιουργούνται πολλές απλουστεύσεις.
            Μία από τις πρώτες μελέτες «αμφισβήτησης», είναι η εργασία του S. Basu (1977), ο οποίος έλεγξε τους λόγους (P/E), Price/Earnings. Ενώ η υπόθεση της αποτελεσματικής αγοράς δεν αποδέχεται την πιθανότητα κέρδους υπερβαλουσών αποδόσεων, οι λόγοι (P/E), και ειδικότερα για χρεόγραφα για τα οποία οι επενδυτές έχουν υπερβολικές προσδοκίες, μπορεί να είναι δείκτες της μελλοντικής απόδοσης των επενδύσεων.
            Οι I. Friend, R. Westerfield και M. Granito (1978), έκαναν αρκετά εμπειρικά τεστ δύο τύπων: α) αντικαθιστώντας τις αναμενόμενες (ex ante) με τις πραγματικές (ex post) μετρήσεις των αποδόσεων για τις περιόδους 1972, 1974, 1976 και 1977 και β) χρησιμοποίησαν δεδομένα δεικτών ομολόγων και ένα αρκετά μεγάλο δείγμα από μεμονωμένες ομολογίες ώστε να βρουν βελτιωμένες μετρήσεις της απόδοσης του χαρτοφυλακίου για περιουσιακά στοιχεία στον κίνδυνο της αγοράς. Τα συμπεράσματά τους είναι ότι υπάρχει χάσμα ανάμεσα στη θεωρία και τις μετρήσεις.
            Οι εμπειρικές έρευνες των E. Fama και K. French (1992), έδωσαν αποτελέσματα βάσει των οποίων ο συντελεστής β μόνο, δεν εξηγεί τις διαστρωματικές αποδόσεις όλου του χαρτοφυλακίου. Εάν τα περιουσιακά στοιχεία αποτιμώνται ορθολογικά, τα αποτελέσματά τους δείχνουν ότι οι κίνδυνοι του χαρτοφυλακίου είναι πολυδιάστατοι. Μία διάσταση του κινδύνου προσδιορίζεται από το μέγεθος ME (Market Equity, Η τιμή μιάς μετοχής * τα μερίδια που κυκλοφορούν). Μία άλλη διάσταση του κινδύνου προσδιορίζεται από τον λόγο BE/ME, τον λόγο της (book value of common Equity to its market value). Γενικότερα είναι κοινή διαπίστωση ότι οι χρηματιστηριακές αγορές λειτουργούν στην πραγματικότητα με ιδιαίτερα σύνθετο και – κυρίως – μη γραμμικό δυναμικό τρόπο (non-linear dynamics).
            Ωστόσο, παρά τις αδυναμίες του, το Υπόδειγμα Αποτίμησης Περιουσιακών Στοιχείων παραμένει δημοφιλές, αφού η εφαρμογή του συνεχίζεται εκτεταμένα σε διάφορους τομείς της χρηματοοικονομικής, καθώς παρέχει ένα απλό και εύχρηστο εργαλείο για μία κατά προσέγγιση τουλάχιστον, εκτίμηση του κινδύνου μίας μετοχής σε σχέση με τη χρηματιστηριακή αγορά μέσω του συντελεστή και συνεπώς και της αποτίμησης της υποκείμενης μετοχής.
  

            Στο πλαίσιο της επεκτατικής οικονομικής πολιτικής της Γερμανίας, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) στην Ελλάδα έρχεται να επαληθεύσει τον ρόλο του ως άκρως αισχροκερδούς μηχανισμού / οργανισμού που αποσκοπεί στη τεχνητή διατήρηση της σταθερότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος μέσω της ενίσχυσης της κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων. Με απλά λόγια: σε περίπτωση που οι 4 συστημικές τράπεζες  δεν καταφέρουν να αυξήσουν το μετοχικό τους κεφάλαιο κατά 10%, τότε το ΤΧΣ θα αναλάβει τη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης και θα καταστεί ο βασικός μέτοχος των τραπεζών.
 Η πιθανή αυτή εξέλιξη οδηγεί σε μια επικείμενη κρατικοποίηση των τραπεζών και μπορεί να δώσει τη δυνατότητα στη κυβέρνηση να καθορίζει την τραπεζική πολιτική. Δηλαδή, το κράτος αφενός επεμβαίνει πλήρως στις πολιτικές του τραπεζικού τομέα σε επίπεδο διοίκησης, αφετέρου καταφέρνει με «μαγικό» τρόπο να δεσμεύσει για ακόμη μία φορά τους πολίτες με τις επιλογές του. Αυτό γίνεται διασφαλίζοντας την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών με χρήματα του ΤΧΣ  "παγώνοντας" το κούρεμα των καταθέσεων των πολιτών για να το χρησιμοποιήσει ως μέλλουσα πολιτική όταν προκύψει ανάγκη.
            Το συμπέρασμα είναι βέβαια πως όσα εκτυλίσσονται από τις διαπραγματεύσεις με τη τρόικα αφενός κλονίζουν ανεπανόρθωτα την τραπεζική πίστη, αφετέρου παγιώνουν ένα νομικό και πρακτικό προηγούμενο, που δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι εφεξής οι καταθέτες είναι και θα είναι το επόμενο πεδίο εκμετάλλευσης. Η κεφαλαιακή επάρκεια μιας τράπεζας είναι μια έννοια πολύ σχετική στην εφαρμογή της στην πραγματική οικονομία. Και αυτό διότι δεν ορίζεται από το άμεσα ρευστοποιήσιμο κεφάλαιο που διαθέτει, αλλά στο πόσο μικρή είναι η "τρύπα" μεταξύ του άμεσα ρευστοποιήσιμου κεφαλαίου της και του ύψους δανειοδότησής της. Επειδή όμως καμία συστημική τράπεζα δεν έχει άμεσα ρευστοποιήσιμο κεφάλαιο ίσο ή μεγαλύτερο των δανείων που έχει λάβει, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ποτέ οι τράπεζες δεν θα έχουν κεφαλαιακή επάρκεια, παρά μόνο σε συνθήκες ιδανικής οικονομίας. Συνθήκες δηλαδή που υφίστανται μόνο σε θεωρητικό επίπεδο, και όχι στην πραγματική οικονομία και την αγορά.
            Βάσει όλων αυτών, όλα τα μέτρα που λαμβάνονται για τη διάσωση του τραπεζικού συστήματος δεν μπορεί να έχουν παρά βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα, πολλώ δε μάλλον όταν δεν υπάρχει ανάπτυξη, δεν γίνονται επενδύσεις, και δεν κυκλοφορεί ρευστό στην αγορά. Πολύ απλά, το τραπεζικό σύστημα θα κατέρρεε, όχι τόσο από τα ποσά εκροής, όσο από την ταχύτητα δράσης, τον πανικό, και την αναστάτωση που θα δημιουργούσε αυτή η ανεξέλεγκτη ψυχολογία της μάζας και η διαχειριστική ανικανότητα του τραπεζικού συστήματος συνολικά.
            Κατά συνέπεια πρέπει να αντιληφθούμε ότι κάποια βασικοί κανόνες των συναλλαγών και της οικονομικής και τραπεζικής πίστης διαμορφώθηκαν για να διασφαλίσουν μεταξύ άλλων και την οικονομική και καταθετική ασφάλεια των πολιτών. Αυτό  προς το παρόν τουλάχιστον  δεν αλλάζει. Εκείνο όμως που αλλάζει είναι τα εμπόδια που μπαίνουν καθημερινά στις συναλλαγές και στις οικονομικές προοπτικές προκειμένου να αυξηθεί η ανασφάλεια. Η ανασφάλεια οδηγεί σε εσφαλμένη και βεβιασμένη κρίση, σε πανικό, και εν τέλει σε άνευ όρων παράδοση των (μεγαλό) καταθετών που σε σημαντικό βαθμό αντί να επιλέξουν την οδό της μετακίνησης κεφαλαίου σε άλλο ασφαλή προορισμό, επιλέγουν να ρίξουν χρήμα στην αγορά για να την κινητοποιήσουν έστω και προσωρινά. Το χρήμα αυτό δεν οδηγεί δομικά σε επενδυτική ανάπτυξη, αλλά διαχέεται πρόχειρα, άτακτα, χωρίς πλάνο και προοπτική, καταφέρνοντας τελικά να ευνοήσει το ίδιο το σύστημα συντήρησης αυτού του παντελούς αναποτελεσματικού μοντέλου άσκησης πολιτικής που λέγεται "λιτότητα". Πρέπει όμως εδώ να συνειδητοποιήσει κανείς ότι άλλο η κρατική χρεοκοπία και άλλο η πραγματική οικονομική χρεοκοπία της κοινωνίας. Και αυτή είναι η κεφαλαιώδης διαπίστωση που μπορεί να ανατρέψει τον τίτλο του παρόντος κειμένου και να τον κάνει: συστηματική επιβίωση και συστημική απάτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου