Σάββατο 23 Μαΐου 2015

ΦΠΑ: εμμονές και ιδεοληψίες


Ο ΦΠΑ είναι ο σημαντικότερος έμμεσος φόρος και εισπράττεται στην πώληση αγαθών και υπηρεσιών. Έχει ταξικά στοιχεία καθώς πλούσιοι και φτωχοί, εργαζόμενοι και άνεργοι, έχοντες και μη, τον πληρώνουν. Ταυτόχρονα «ενεργεί» ως μέσο φοροδιαφυγής, καθώς το κίνητρο «μη πληρωμής» είναι μεγάλο και είναι άμεσα συνδεόμενο με το ύψος του φόρου και την οικονομική κατάσταση του προσώπου που τον καταβάλει.
του Γιάννη Μάρκοβιτς*
Όσο υψηλότερος είναι ο συντελεστής ΦΠΑ και όσα λιγότερα χρήματα έχει ο καταναλωτής, τόσο ευκολότερη είναι η απόφαση αποφυγής πληρωμής του. Ο καταναλωτής σε συνεργασία με τον πωλητή «συμφωνούν» να προχωρήσουν στην εμπορική συναλλαγή χωρίς να εκδοθεί το νόμιμο φορολογικό στοιχείο που την αποδεικνύει. Το «δώρο» είναι η έκπτωση που ζητάει ο αγοραστής και συμφωνεί να δώσει ο πωλητής ή η έκπτωση που προτείνει ο πωλητής και αποδέχεται ο αγοραστής. Η μη έκδοση στοιχείου πώλησης είναι επωφελής για τον αγοραστή, καθώς πληρώνει λιγότερα χρήματα για την αγορά και ταυτόχρονα ωφελεί τον πωλητή, καθώς δηλώνει λιγότερες πωλήσεις. Ποιός ζημιώνει από αυτή τη συναλλαγή; Το κράτος γιατί εισπράττει λιγότερους φόρους και η κοινωνία γιατί υπάρχουν λιγότερες κοινωνικές παροχές.

Ο ΦΠΑ καταβάλλεται στο κράτος από τον πωλητή αφού συμψηφιστούν αγορές-πωλήσεις, οπότε για να μην πληρώσει ο επιχειρηματίας-επιτηδευματίας, επιλέγει τον «δρόμο» της μη έκδοσης φορολογικών στοιχείων πώλησης, αγοράζοντας αγαθά ή υπηρεσίες χωρίς να εκδίδονται αντίστοιχα φορολογικά στοιχεία ή αναγράφοντας σε αυτά μικρότερες ποσότητες ή χαμηλότερες τιμές. Η φοροδιαφυγή γίνεται «αλυσιδωτά» καθώς ο ένας πουλάει στον άλλον χωρίς να εκδίδονται τιμολόγια πώλησης ή εκδίδοντας εικονικά στοιχεία. Οι συναλλασσόμενοι κερδίζουν, ενώ το κράτος και η κοινωνία χάνουν.
Ο ΦΠΑ ως φόρος ενσωματωμένος στην τιμή πώλησης, «εισρέει» στο ταμείο άμεσα με την πώληση. Αυτό είναι ένα ταμειακό κίνητρο καθώς όσο υψηλότερο είναι το ποσό του ΦΠΑ τόσο μεγαλύτερη η ρευστότητα. Μόνο που τα χρήματα από τον ΦΠΑ δεν είναι έσοδά της επιχείρησης, αλλά οφειλή της προς το κράτος. Όσο μεγαλύτερο είναι το πρόβλημα της χρηματικής ρευστότητας, τόσο μεγαλύτερο είναι το κίνητρο για παράνομη κράτηση του ΦΠΑ.
Όλα τα παραπάνω φτιάχνουν ένα εκρηκτικό «μείγμα»: μέρος του ΦΠΑ από τις πωλήσεις δεν δηλώνεται και δεν αποδίδεται στο κράτος, ενώ σε εκείνο που δηλώνεται, ο εισπραττόμενος ΦΠΑ δεν αποδίδεται. Μονά-ζυγά χαμένοι είναι κράτος και κοινωνία.
Όσον αφορά στους συντελεστές ΦΠΑ, η ύπαρξή τους «οδηγεί» στο ταξικό ερώτημα: Ποιοί επιβαρύνονται ή ωφελούνται από τους διαφορετικούς συντελεστές; Η απάντηση δεν είναι τεχνοκρατική, αλλά πολιτική. Για παράδειγμα, ο χαμηλός συντελεστής πρέπει να υπάρχει, γιατί σε αυτόν εντάσσονται τα φάρμακα που, ως επί το πλείστον, καταναλώνονται από τα γηραιότερα και φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού (η αύξησή του θα οδηγήσει σε νέα επιδείνωση της ήδη κακής οικονομικής κατάστασής τους). Η δε μείωση του ανώτερου συντελεστή κάνει φτηνότερα τα καύσιμα, τα είδη ένδυσης και υπόδησης και πολλά είδη οικιακής κατανάλωσης. Οπότε αναμένεται ελάφρυνση των χαμηλότερων εισοδημάτων, βοηθώντας αυτά να προβούν σε μεγαλύτερη κατανάλωση θέρμανσης και δημιουργώντας υψηλότερο κίνητρο αγορών στην ένδυση, υπόδηση, οικιακά αγαθά/υπηρεσίες, δηλαδή, στην αγορά που βιώνει μια, χωρίς προηγούμενο, ύφεση (το αποτέλεσμα είναι η αύξηση της εσωτερικής κατανάλωσης).
Παρόλα αυτά, μια σειρά βασικών καταναλωτικών αγαθών θα αυξηθούν λόγω αύξησης του μεσαίου συντελεστή, τα οποία επί το πλείστον πωλούνται μέσω σούπερ μάρκετ και πολυκαταστημάτων. Εκεί η εμπορική και τιμολογιακή πολιτική είναι συνήθως ρυθμισμένη και ελεγχόμενη (ολιγοπωλιακή πολιτική). Άρα η αύξηση του μεσαίου συντελεστή δεν «οδηγεί» κατ’ ανάγκη σε αύξηση τιμών, εξαιτίας της ύπαρξης οικονομικής ύφεσης, των χαμηλών καταναλωτικών εισοδημάτων και της συρρικνωμένης αγοραστικής δύναμης. Οι μεγάλες επιχειρήσεις του χώρου, μπορούν να απορροφήσουν την αύξηση μέσω εμπορικών και προωθητικών ενεργειών, στοχεύοντας στην αύξηση των πωλήσεων (μέσω της ενίσχυσης της ζήτησης).
Κλείνοντας, η φοροδιαφυγή, η φοροαποφυγή και η παρακράτηση του ΦΠΑ είναι «μελανά» σημεία στην οικονομία και στην κοινωνία. Η άμεση αντιμετώπισή τους είναι επιτακτική. Μια οικονομία σε κρίση, με την κοινωνία σε αποδόμηση και τα εισοδήματα στο όριο της φτώχειας, δεν μπορούν με ταξικό ΦΠΑ και σε εμμονές ότι όσο υψηλότερος είναι, τόσα περισσότερα χρήματα εισπράττονται από το κράτος, αλλά και σε ιδεοληψίες ότι τα φτωχά στρώματα τον πληρώνουν, ενώ οι πλούσιοι τον γλυτώνουν.
*Ο Γιάννης Μάρκοβιτς κατέχει διδακτορικό δίπλωμα στο μάνατζμεντ (Aston Business School, Βρετανία) και είναι οικονομικός επιθεωρητής στο Υπουργείο Οικονομικών.
Πηγή tvxs

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου