Παρασκευή 8 Μαΐου 2015

Το νόημα της διαγραφής χρεών-analyst.gr

analyst

Το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη ρευστότητας, ούτε οι περιορισμοί της ΕΚΤ – αλλά η καταστροφή της πιστοληπτικής ικανότητας του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, χωρίς την σταδιακή αποκατάσταση της οποίας δεν θα υπάρξει ανάπτυξη. 

Ο υπουργός οικονομικών της χώρας μας έχει ασφαλώς τις καλύτερες των προθέσεων, ενώ είναι εξαιρετικός στον τομέα της επικοινωνίας, παρά τις κατηγορίες εναντίον του – γεγονός που αποδεικνύεται από το ότι, κατάφερε μέσα σε τρεις μόλις μήνες να αυτοπροβληθεί στον υπέρτατο βαθμό, με αποτέλεσμα από εντελώς «άσημος» να γίνει διάσημος διεθνώς, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο τη σημασία της ελληνικής κρίσης για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Αρκετοί βέβαια θα προτιμούσαν να ήταν καλύτερος στα οικονομικά παρά στην επικοινωνία – διαπιστώνοντας τα μεγάλα λάθη του, τα οποία θεωρούνται πολύ πιο επικίνδυνα επειδή η κυβέρνηση που υπηρετεί, δεν διακρίνεται ιδιαίτερα για τις οικονομικές της γνώσεις, εμπειρίες και δεξιότητες. Εύλογα βέβαια ένας θεωρητικός καθηγητής, χωρίς καμία πρακτική επαγγελματική εμπειρία, έχει άγνοια της πράξης – με αποτέλεσμα να «ανασυντάσσεται» συνεχώς, να αλλάζει με πολύ μεγάλη συχνότητα τις τοποθετήσεις του, να κάνει λάθη στις διαπραγματεύσεις με τους συναδέλφους του (χωρίς συμμάχους όλες οι διαπραγματεύσεις είναι εκ των προτέρων καταδικασμένες), να επικεντρώνεται στη λανθασμένη λύση των ελληνικών προβλημάτων κοκ.

Ειδικότερα, είναι λάθος οι ισχυρισμοί του, σύμφωνα με τους οποίους η μη λήψη υφεσιακών μέτρων εκ μέρους της κυβέρνησης θα οδηγήσει τη χώρα στην ανάπτυξη – επειδή αφενός μεν τα προηγούμενα μέτρα παραμένουν ακόμη σε ισχύ, αφετέρου απαιτούνται αναπτυξιακά μέτρα για να μπορέσει να ανακάμψει, πόσο μάλλον για να αναπτυχθεί η ελληνική οικονομία.
Το βασικότερο τώρα αναπτυξιακό μέτρο δεν είναι άλλο από τη διαγραφή μέρους τόσο των δημοσίων, όσο και των ιδιωτικών χρεών, την οποία έχει πάψει να απαιτεί η κυβέρνηση – αφού, πριν από κάθε τι άλλο, πρέπει να αποκατασταθεί η χαμένη πιστοληπτική ικανότητα του κράτους, καθώς επίσης των ιδιωτών (τραπεζών, επιχειρήσεων και ιδιωτών).
Όπως έχουμε τονίσει λοιπόν στο παρελθόν, το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη ρευστότητας, ούτε ο περιορισμός της από την ΕΚΤ – επειδή το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ποσότητας χρήματος δημιουργείται από το πουθενά, μέσω του δανεισμού της οικονομίας από τις τράπεζες.
Το πρόβλημα είναι η έλλειψη αξιόχρεων οφειλετών, τους οποίους να μπορούν να δανείζουν οι τράπεζες, χωρίς να διακινδυνεύουν να χάσουν τα χρήματα τους – κάτι που ισχύει και για τις ίδιες τις τράπεζες ως οφειλέτες, καθώς επίσης για το κράτος, το οποίο διαμαρτύρεται όσον αφορά την άρνηση της ΕΚΤ να τις δανείζει όχι λόγω των αναγκών της πραγματικής οικονομίας, αλλά αποκλειστικά και μόνο εξ αιτίας των δικών του αναγκών.
Περαιτέρω, για να αποκατασταθεί η απαιτούμενη πιστοληπτική ικανότητα κράτους, τραπεζών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών, η οποία κυριολεκτικά καταστράφηκε από την πολιτική των μνημονίων που επιβλήθηκε στη χώρα (ανάλυση), με την κατάρρευση των εισοδημάτων, των τιμών των παγίων περιουσιακών στοιχείων κοκ.,απαιτείται η ριζική μείωση των χρεών – η οποία δεν είναι δυνατόν να δρομολογηθεί πλέον με τεχνητούς τρόπους, όπως θα μπορούσε το 2010 ή το 2011, ακόμη και στα μέσα του 2014 (επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής με χαμηλά επιτόκια κλπ.), αλλά οφείλει να είναι πραγματική.
Με απλά λόγια, εάν το δημόσιο χρέος της Ελλάδας (ανάλογα των επιχειρήσεων, των ιδιωτών κοκ.), δεν μειωθεί από τα σημερινά 320 δις € στα 160 δις € για παράδειγμα, εάν δηλαδή δεν αποφασισθεί η ονομαστική διαγραφή του κατά 50%, η χώρα δεν θα μπορέσει να καταφύγει στις αγορές για την εξασφάλιση του δανεισμού της, όπως όλες οι υπόλοιπες – οπότε θα παραμείνει στον ορό της Ευρωζώνης, θα συνεχίσει να αποτελεί αντικείμενο εξευτελισμού, δεν θα αναπτύσσεται, θα δημιουργεί ελλείμματα τα οποία θα απαιτούν τη λήψη νέων μέτρων για να αντιμετωπισθούν κοκ.
Όσον αφορά τώρα την ανάπτυξη μέσω της αύξησης των μισθών και της κατανάλωσης, κάνει επίσης μεγάλο λάθος ο υπουργός – επειδή η αύξηση των μισθών θα μειώσει ακόμη πιο πολύ την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, δημιουργώντας μία κατάσταση όπως αυτή που οδήγησε τη χώρα μας στη χρεοκοπία (ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών λόγω της μη ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας καθώς επίσης της κατάρρευσης του παραγωγικού ιστού, οπότε της αυξημένης κατανάλωσης ξένων προϊόντων κοκ.).
Η άνοδος των μισθών θα είχε τότε μόνο νόημα, όπως έχει αναλυθεί σε προηγούμενο άρθρο, εάν παράλληλα η Γερμανία αύξανε τους μισθούς των δικών της εργαζόμενων, οπότε δεν θα δημιουργούταν πρόβλημα στην ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας – η οποία όμως δεν είναι χαμηλότερη μόνο λόγω των μισθών αλλά, επίσης, εξ αιτίας των υψηλών επιτοκίων δανεισμού, της μη διενέργειας επενδύσεων, μεταξύ άλλων εξαιτίας των προβλημάτων της δημόσιας διοίκησης (γραφειοκρατία, διαφθορά, ασταθές φορολογικό πλαίσιο), της πολύ κακής πιστοληπτικής ικανότητας του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα κοκ.
Συνεχίζοντας, θα μπορούσε εύλογα να ισχυρισθεί κανείς πως η κυβέρνηση αναίρεσε την απαίτηση διαγραφής του δημοσίου χρέους, παρά το ότι ήταν η βασικότερη προεκλογική της δέσμευση (χωρίς τη διαγραφή δημοσίου χρέους είναι αδύνατη η διαγραφή του ιδιωτικού), επειδή δεν θα γινόταν αποδεκτή από τους εταίρους και δανειστές της.
Εν τούτοις, έχει αιτιολογηθεί γιατί η μοναδική χώρα που καταστράφηκε από τα μνημόνια το δικαιούται (ανάλυσηάρθρο), ενώ έχει τονισθεί πως δεν γίνονται πιστευτά τα μέτρα που προτείνει, ακριβώς επειδή το χρέος είναι μη βιώσιμο - οπότε είναι ανέφικτη η αποκατάσταση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, ως προϋπόθεση της ανάκαμψης και ανάπτυξης. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και όταν αδυνατεί να επιβάλλει τη διαγραφή η κυβέρνηση, θα πρέπει να την τοποθετεί στο πρόγραμμα που υποβάλλει στην Ευρώπη – έτσι ώστε να μην θεωρείται αναξιόπιστη και ανόητη.
Με απλά λόγια λοιπόν, η σημερινή στρατηγική που ακολουθεί η κυβέρνηση είναι ακριβώς η αντίθετη, από αυτήν που χρειάζεται η χώρα – με την έννοια πως απαιτεί την εφαρμογή ενός προγράμματος κόστους 12 δις € (δηλώσεις Θεσσαλονίκης) χωρίς τη λήψη μέτρων και χωρίς τη διαγραφή χρέους, ενώ θα έπρεπε να ζητάει τη διαγραφή χρέους, έτσι ώστε να μπορέσει αργότερα να υιοθετήσει τα μέτρα που προτείνει. Σε λογικά πλαίσια βέβαια, χρηματοδοτούμενη από τις αγορές και χωρίς να έχει ανάγκη την έγκριση κανενός –όπως αρμόζει σε ένα κράτος που δεν θέλει πραγματικά να εξευτελίζεται και όχι τυπικά.
Ολοκληρώνοντας, προφανώς δεν θα υπήρχε λόγος διαγραφής εάν δεν είχε προηγηθεί το έγκλημα των μνημονίων ή εάν η Γερμανία μας εξοφλούσε τα χρέη της (ανάλυση), τα οποία αποδέχθηκε πρόσφατα ο πρόεδρος της. Εν τούτοις, η καγκελάριος είναι απρόθυμη να τιμήσει τα χρέη της, παρά το ότι απαιτεί από τους άλλους να το κάνουν – οπότε δεν έχουμε απολύτως καμία άλλη δυνατότητα.
ΣυγγραφέαςΆρης ΟικονόμουSenior Analyst (finance & markets)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου