Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

Η διπλή τραγωδία-analyst.gr

analyst

Η κυβέρνηση της χώρας μας, παρά το ότι έχει απόλυτο δίκιο όσον αφορά τις αντιθέσεις της, έχει χάσει όλους της τους συμμάχους – το δεύτερο λάθος της είναι το ότι, δεν λέει καθαρά τι ακριβώς θέλει, φάσκοντας και αντιφάσκοντας πολύ συχνά

Το δεύτερο μεγάλο λάθος της ελληνικής κυβέρνησης είναι το ότι, δεν λέει καθαρά τι ακριβώς θέλει, φάσκοντας και αντιφάσκοντας πολύ συχνά
«Πρέπει να λυπάται κανείς σήμερα την Ελλάδα. Αρχικά, μετά το 2009, μετατράπηκε σε μία «πειραματική περιοχή» της Τρόικας η οποία, με την πολιτική της, επιδείνωσε την κρίση στην οικονομία της χώρας. Στο τέλος οι Έλληνες εξέλεξαν μία κυβέρνηση, η οποία είναι φανερά αποφασισμένη να οδηγήσει την Ελλάδα στην πλήρη καταστροφή της – στον απόλυτο γκρεμό.
Εν τούτοις, η καινούργια κυβέρνηση της χώρας, υπό την ηγεσία του πρωθυπουργού της,  είχε στο ξεκίνημα της θητείας της μία πολύ μεγάλη ευκαιρία – την οποία δυστυχώς, υπό τη μέθη της εκλογικής νίκης, έχασε μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Ειδικά επειδή ακόμη και μεταξύ των συντηρητικών της Γερμανίας είχε τότε αλλάξει η επικρατούσα διάθεση, προς την κατεύθυνση της ελάφρυνσης της πολιτικής λιτότητας της Τρόικας. 

Τόσο η γερμανική κυβέρνηση, ιδίως δε η καγκελάριος, είχαν προβληματιστεί σε σχέση με τα αναμφίβολα πια αρνητικά πολιτικά επακόλουθα της λιτότητας στον ευρωπαϊκό νότο – τα οποία έθεταν σε κίνδυνο της σταθερότητα της ΕΕ και της Ευρωζώνης (κάτι που, κρίνοντας από την Ισπανία, έχει περάσει πλέον, μετά τα λάθη της ελληνικής κυβέρνησης).  
Από την άλλη πλευρά, η καινούργια κυβέρνηση της Ελλάδας είχε καταφέρει δίκαια να παρουσιαστεί ως η μεγάλη ευκαιρία της Ευρώπης, όσον αφορά την ανάγκη αλλαγής της εφαρμοζόμενης πολιτικής – δίνοντας την εντύπωση πως ήθελε πραγματικά, σοβαρά, να επιβάλλει μία σειρά ευρέων μεταρρυθμίσεων στη χώρα της, με στόχο τον εκσυγχρονισμό της.
Ακόμη και οι απαραίτητες «κοινωνικές αλλαγές» προς όφελος των φτωχότερων Πολιτών της Ελλάδας, προκάλεσαν τη συμπάθεια και την κατανόηση των Ευρωπαίων  – συναισθήματα που θα γινόταν ισχυρότερα, εάν η ελληνική κυβέρνηση είχε ξεκινήσει με τον περιορισμό των υπερβολικά υψηλών εξοπλιστικών δαπανών,με στόχο την άμεση εξοικονόμηση πόρων για την ενίσχυση των αδυνάτων, όπως θα περίμενε εύλογα κανείς από ένα αριστερό κόμμα.
Η ευκαιρία όμως αυτή χάθηκε από την καινούργια κυβέρνηση της Ελλάδας, επειδή δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε να κατανοήσει τη διαφορά, μεταξύ του προεκλογικού αγώνα και της διακυβέρνησης της χώρας. Η αιτία είναι το ότι, εντός του ριζοσπαστικού πολιτικού ορίζοντα της κυβέρνησης, η επιστροφή στο ρεαλισμό θεωρείται πιθανότατα ως προδοσία. 
Σε αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται η ουσιώδης διαφορά μεταξύ της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης. Η αντιπολίτευση επιτρέπεται να εύχεται, να υπόσχεται και να ονειρεύεται. Η κυβέρνηση όμως είναι υποχρεωμένη, κάτω από δεδομένες προϋποθέσεις, σε μη ιδανικούς κόσμους και σε μη θεωρητικά συστήματα, να πράττει – να επιχειρεί.
Όσο πιο επιτυχημένα τώρα μία αντιπολίτευση υπόσχεται και πείθει τους εκλογείς, τόσο μεγαλύτερο είναι το χάσμα μεταξύ των υποσχέσεων και της πραγματικότητας. Όταν δε τελικά, μέσω των δημοκρατικών εκλογών, η αντιπολίτευση γίνεται κυβέρνηση, τότε τόσο η ίδια, όσο και η χώρα που την εκλέγει, έχει ένα σοβαρότατο πρόβλημα.
Οι μαρξιστές, σαν καλοί οπαδοί του Hegel και της διαλεκτικής, χαρακτηρίζουν αυτή τη μεγάλη διαφοροποίηση ως τη διαφορά μεταξύ της θεωρίας και της πράξης – η οποία είναι ουσιώδους σημασίας.
Όταν κάποιος θέλει να διαπραγματευθεί με τους διεθνείς δανειστές του, τα χρήματα των οποίων του είναι απαραίτητα για να αποφύγει τη χρεοκοπία, μία καινούργια συμφωνία, τότε πολύ δύσκολα θα τα καταφέρει, καταστρέφοντας την ίδια του την αξιοπιστία – πόσο μάλλον βρίζοντας και κατηγορώντας τους. Αυτό τουλάχιστον διδάσκει η γενικότερη εμπειρία – η ιστορία και τα βιβλία.
Με ένα μείγμα, αποτελούμενο από εγωπάθεια, ιδεοληψία και απειρία, μπορεί να ερμηνεύσει κανείς τη ρητορική της νέας κυβέρνησης – δεν μπορεί όμως να αιτιολογήσει τη συνεργασία της με ένα άκρως συντηρητικό κόμμακαι όχι με κάποιο φιλοευρωπαϊκό κεντρώο που θα ήταν πρόθυμο να το κάνει.
Αναρωτιέται λοιπόν εύλογα κανείς, εάν πίσω από τη συγκεκριμένη συνεργασία κρύβεται μία «εθνικιστική πλατφόρμα» τόσο στην εσωτερική, όσο και στην εξωτερική πολιτική, η οποία διατηρείται μυστική – μία αλλαγή συμμαχιών. Εύχομαι βέβαια να μην συμβαίνει κάτι τέτοιο, αφού θα ήταν το ίδιο επώδυνο για την Ελλάδα και για την Ευρώπη. 
Εν τούτοις, οι υποψίες ενισχύονται αφενός μεν από το φλερτ με τη Ρωσία, αφετέρου λόγω των προσπαθειών απομόνωσης της Γερμανίας από τους εταίρους της – κάτι που φυσικά δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει ποτέ…Έχει τοποθετηθεί ήδη το πλαίσιο για την ελληνική τραγωδία – η αντίστροφη μέτρηση συνεχίζεται, επειδή οι επόμενες πληρωμές των οφειλών της είναι δεδομένες.
Οι χαοτικές συζητήσεις (η δημιουργική ασάφεια) δεν θα βοηθήσουν να αποφύγει η Ελλάδα το παραπάτημα εκτός της Ευρωζώνης – μία πολύ μεγάλη απειλή σήμερα….Η Ελλάδα χρειάζεται βαθιές μεταρρυθμίσεις, ανεξάρτητα από την Τρόικα και την Ευρωζώνη, εάν θέλει να σταθεί στα πόδια της – κάτι που απαιτεί χρόνο. Η Ελλάδα χρειάζεται χρήματα και μάλιστα πολύ γρήγορα – ενώ η Ευρώπη χρειάζεται επιτέλους αναπτυξιακές προοπτικές.
Επί πλέον, όλες οι πλευρές είναι εκτεθειμένες σε μεγάλες εσωτερικές πιέσεις που μπορούν να εξισορροπηθούν μόνο μέσω συμβιβασμών – οι οποίοι κοστίζουν πολιτικό κεφάλαιο, με την έννοια πως απαιτούν εξηγήσεις εκ μέρους όλων των κυβερνήσεων, προς τους Πολίτες των χωρών τους.
Πρόκειται για το μέλλον της Ελλάδας στην Ευρώπη, καθώς επίσης για το κοινό ευρωπαϊκό εγχείρημα – οπότε δεν πρέπει να χρησιμοποιήσει κανείς την ελληνική κρίση ούτε για να αλλάξει τους πολιτισμούς συσχετισμούς στην Ευρώπη, ούτε για να διώξει την αριστερή κυβέρνηση της Ελλάδας από τη εξουσία» (πηγή: Project Syndicate, J. Fisher, μέρος κειμένου σε ελεύθερη μετάφραση).
.

Άποψη

Θεώρησα σκόπιμο να παρουσιάσω το παραπάνω, πρόσφατο άρθρο του πρώην υπουργού εξωτερικών και αντικαγκελαρίου της Γερμανίας (1998-2005), ηγέτη των πρασίνων, για να φανεί πώς περίπου σκέφτονται πολλοί Γερμανοί στη χώρα – οι οποίοι δεν συμφωνούν (θεωρητικά) ούτε με την πρωσική κυβέρνηση, αλλά ούτε και με τις ενέργειες της νέας ελληνικής κυβέρνησης.
Δεν θέλω να κρίνω εάν έχει δίκιο ή άδικο, αφού τις περισσότερες φορές οι Γερμανοί προσπαθούν να στηρίξουν τη χώρα τους, μέσω των έντεχνων δημοσιευμάτων, καθώς επίσης των συμμαχιών με τις άλλες χώρες – έτσι ώστε να μην δημιουργούν εχθρούς, προάγοντας καλύτερα τα συμφέροντα τους (ανάλυση).
Κατά την άποψη μου, αυτό είναι ακριβώς το πλεονέκτημα της Γερμανίας απέναντι στην Ελλάδα σήμερα – αφούη κυβέρνηση της χώρας μας, παρά το ότι έχει απόλυτο δίκιο όσον αφορά τις αντιθέσεις της στην πολιτική που μας επιβλήθηκε, έχει χάσει όλους της τους συμμάχους (οπότε πολύ δύσκολα θα βρει τελικά το δίκιο της).
Το δεύτερο μεγάλο λάθος της ελληνικής κυβέρνησης είναι το ότι, δεν λέει καθαρά τι ακριβώς θέλει, φάσκοντας και αντιφάσκοντας πολύ συχνά - με αποτέλεσμα να χάνει εντελώς την αξιοπιστία της. Στα πλαίσια αυτά, όπως έχει ήδη γραφεί (ΒΒ), τα εξής:
«Είναι πολύ δύσκολο να περιμένει κανείς βοήθεια από την Ευρώπη – παρά το ότι μία ανεξέλεγκτη χρεοκοπία της Ελλάδας θα μπορούσε να θέσει σε μεγάλη δοκιμασία τόσο τη νομισματική ένωση, όσο και το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Αν μη τι άλλο, για να μπορέσει να βοηθηθεί η Ελλάδα, για την καταστροφή της οποίας συνευθύνεται η πολιτική που της επιβλήθηκε (ανάλυση), θα έπρεπε να ζητήσει αυτά που πραγματικά χρειάζεται – τη διαγραφή χρέους, καθώς επίσης αναπτυξιακά μέτρα, παρέχοντας τα εύλογα ανταλλάγματα που θα απαιτηθούν.
Όταν όμως η κυβέρνηση επιμένει σε ανόητες «κόκκινες γραμμές», όπως για παράδειγμα στη μη αύξηση του ΦΠΑ στα νησιά, γνωρίζοντας πως σε περίπτωση μη συμφωνίας με τους δανειστές η χώρα θα χρεοκοπήσει, οπότε δεν θα υπάρχουν καν τουρίστες για να πληρώσουν τον όποιο ΦΠΑ, ενώ δεν ζητάει το αυτονόητο, την ονομαστική διαγραφή του χρέους, τότε είναι καλύτερα να προετοιμάζεται κανείς για τα χειρότερα – την επιστροφή στη δραχμή η οποία, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, αφού έχουν δηλαδή προηγηθεί έξι χρόνια ύφεσης, με την ανεργία στο ζενίθ, χωρίς παραγωγικό ιστό και με τα ταμεία άδεια, θα είναι συνώνυμη με την επί γης κόλαση«.
ΣυγγραφέαςΙάκωβος Ιωάννου, για το Analyst.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου