Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

Η κρίση του 1907 και η γέννηση της FED


Τον Οκτώβριο του 1907 οι Ηνωμένες Πολιτείες κλονίστηκαν από μια σημαντικού μεγέθους οικονομική κρίση. Η αποτυχία ενός κερδοσκοπικού εγχειρήματος  για τη χειραγώγηση των μετοχών μιας εταιρείας παραγωγής χαλκού και η φήμη ότι ένας από τους συνεταίρους και πρόεδρος μιας τράπεζας με έδρα το Brooklyn έχασε 50 εκατομμύρια δολάρια, τα περισσότερα δανεισμένα, έδωσε το έναυσμα για πανικό στους καταθέτες της τράπεζάς του. Μέχρι το τέλος του μήνα ο πανικός είχε επεκταθεί σε ολόκληρη την πόλη και μια σειρά τραπεζών αντιμετώπιζε προβλήματα. Ανάμεσα στις τράπεζες που αντιμετώπιζαν προβλήματα είναι και το Knickerborger Trust Company, η τρίτη μεγαλύτερη τράπεζα της πόλης.
Εκείνη την εποχή οι ΗΠΑ ήταν η μοναδική μεγάλη οικονομική δύναμη χωρίς κεντρική τράπεζα. Κατά τη διάρκεια της ιστορίας τους οι ΗΠΑ είχαν επιδείξει μια αμφιταλάντευση στο θέμα της ύπαρξης ή μη κεντρικής τράπεζας. Οι τραπεζίτες της ανατολικής ακτής, οι οποίοι κατά κανόνα υπήρξαν δανειστές κεφαλαίων, ήταν υπέρ της ιδέας της ανάθεσης της εποπτείας του χρηματοπιστωτικού συστήματος από μία εποπτεύουσα κεντρική τράπεζα. Στην αντίθετη πλευρά, οι αγρότες, οι οποίοι υπήρξαν χρεωμένοι υποστήριζαν ότι η εναπόθεση τόσο μεγάλης εξουσίας σε ένα οργανισμό ήταν αντιδημοκρατική και αντι αμερικάνικη. Εξ’ αιτίας αυτής της διάστασης απόψεων η τραπεζική πολιτική που ακολουθούσαν οι ΗΠΑ ταλανιζόταν από το ένα άκρο στο άλλο.

Το 1791 ο υπουργός οικονομικών Alexander Hamilton είχε δημιουργήσει την πρώτη κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ, με το όνομα First Bank of the United States. Το πεδίο δράσης της ήταν βέβαια πολύ περιορισμένο καθώς εκείνη την περίοδο λειτουργούσαν στην αμερικάνικη επικράτεια μόλις τέσσερις τράπεζες. Το 1811, όταν εξέπνευσε το, διάρκειας 20 ετών, καταστατικό της First Bank, χωρίς να ανανεωθεί από τον τότε πρόεδρο James Madison. Το 1816 η χώρα προσπάθησε ξανά συστήνοντας την Second Bank of the United States. Το 1936 όμως η ένωση αμφιταλαντεύτηκε ξανά και ο πρόεδρος Andrew Jackson δεν ανανέωσε το καταστατικό της Second Bank, το οποίο εξέπνευσε όπως και αυτό της προκατόχου της. Για περισσότερα από 70 χρόνια οι ΗΠΑ επέζησαν και αναπτύχθηκαν χωρίς της ύπαρξη κεντρικής τράπεζας, παρά το γεγονός ότι η ύπαρξη ενός πρωτόγονου, κατακερματισμένου και ασταθούς τραπεζικού συστήματος τις κατέστησε επιρρεπείς σε συχνούς τραπεζικούς πανικούς και οικονομικές κρίσεις.
Το 1907 με τη μία τράπεζα να καταρρέει μετά την άλλη και χωρίς κεντρική τράπεζα να λειτουργήσει ως δανειστής έκτακτης ανάγκης, η χρηματοοικονομική κοινότητα της Ν. Υόρκης στράφηκε στον J. Pierpont Morgan, τον κορυφαίο τραπεζίτη της εποχή του. Ο Morgan είχε τη μεγαλύτερη εμπειρία χειρισμού κρίσεων από οποιονδήποτε άλλο τραπεζίτη, έχοντας βιώσει και την κρίση του 1895, όταν είχε διασώσει την ίδια την κυβέρνηση των ΗΠΑ, δανείζοντάς της έτσι ώστε να αποφευχθεί μια χρεοκοπία των χρεών της προς την Ευρώπη. Μπορεί η τράπεζά του, η J. P. Morgan & Co, να μην ήταν η μεγαλύτερη τράπεζα στις ΗΠΑ, ο ίδιος όμως είχε αποκτήσει μια αύρα αυθεντίας η οποία το έδινε το δικαίωμα και ταυτόχρονα την υποχρέωση παρέμβασης για την επίλυση χρηματοοικονομικών κρίσεων. Σε αυτό βοηθούσε η πεποίθηση ότι ήταν εξαιρετικά πλούσιος, παρά το γεγονός ότι μετά το θάνατό του, το 1913, αποδείχτηκε ότι η προσωπική του περιουσία δεν υπερέβαινε τα 80 εκατομμύρια δολάρια, σε αντίθεση με άλλους μεγιστάνες της εποχής, όπως οι Rockfeller, οι  Vanderbilt και ο Andrew Carnegie, η περιουσία των οποίων μπορεί και να προσέγγιζε το ένα δισεκατομμύριο δολάρια.
Ο Morgan μάζεψε μια ομάδα από τους ικανότερους χρηματιστές για να εξακριβώσουν ποιες τράπεζες έπρεπε να διασωθούν και ποιες έπρεπε να αφεθούν να χρεοκοπήσουν και για να δεσμευτούν να στηρίξουν οικονομικά τις τράπεζες που έπρεπε να διασωθούν. Παρά το γεγονός ότι δέσμευσε 3 εκ. δολάρια από την προσωπική του περιουσία, 8 εκ. από άλλες τράπεζες, 25 εκ από το υπουργείο οικονομικών και 10 εκ. από τον ίδιο τον John Rockfeller ο Morgan δεν κατόρθωσε να περιορίσει την κρίση. Στις 3 Νοεμβρίου μάζεψε στη βιβλιοθήκη του σπιτιού του, στη γωνία της Madisson και της 36ης Λεωφόρου, τους προέδρους των μεγαλύτερων τραπεζών στη Ν. Υόρκη και κλείδωσε τις πόρτες. Ο Morgan αρνήθηκε να ανοίξει τις πόρτες μέχρι οι συγκεντρωμένοι τραπεζίτες να δεσμευτούν να συνεισφέρουν ακόμα 25 εκ. στην προσπάθεια διάσωσης.
Ο πανικός του 1907 εξέθεσε τις αδυναμίες του τραπεζικού συστήματος των ΗΠΑ. Παρά το γεγονός ότι τα χειρότερα αποφεύχθηκαν εξ’ αιτίας των πρωτοβουλιών του J.P. Morgan, έγινε πλέον φανερό ότι μια ολόκληρη χώρα δε μπορούσε να συνεχίσει να βασίζεται αποκλειστικά σε έναν άνθρωπο, ο οποίος ήταν πλέον 70 ετών και προτιμούσε να περνάει το χρόνο του στο σκάφος του με μια σωρεία από μεσήλικες ερωμένες.
Η κρίση κινητοποίησε το κογκρέσο, το οποίο το 1908 συνέστησε τη νομισματική επιτροπή, αποτελούμενη από εννέα γερουσιαστές με επικεφαλής τον Nelson Aldrich, για να μελετήσει το πρόβλημα και να προτείνει τρόπους αντιμετώπισης. Η επιτροπή, μετά από χρόνια εργασιών κατέληξε σε μια ογκώδη μελέτη για τον τρόπο λειτουργίας των κεντρικών τραπεζών στην Ευρώπη, αλλά τίποτε παραπέρα. Εν τω μεταξύ οι μνήμες της κρίσης απομακρυνόταν και η υπόθεση βάλτωσε.
Το 2010 ο Henry Davidson, συνέταιρος στη JP Morgan, απογοητευμένος από τη μηδαμινή πρόοδο και φοβούμενος ότι ο επόμενος πανικός θα προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερες απώλειες, αποφάσισε να προσκαλέσει μια ομάδα ειδικών έτσι ώστε να καταρτιστεί ένα σχέδιο για τη δημιουργία κεντρικής τράπεζας στις ΗΠΑ. Οι προσκεκλημένοι ήταν μόνο πέντε. Εκτός από τον ίδιο τον Davidson προσκλήθηκε ο γερουσιαστής Aldrich, ο Frank Vanderlip, πρόεδρος της National City Bank, της μεγαλύτερης τράπεζας της χώρας, ο Paul Warburg, της πανίσχυρης οικογένειας τραπεζιτών από το Αμβούργο, ο οποίος μόλις είχε μετακομίσει στη Ν. Υόρκη ως συνέταιρος στην Kuhn Loeb και ήταν ο μεγαλύτερος ειδικός στη λειτουργία των κεντρικών τραπεζών στις ΗΠΑ, ο Piat Andrew Jr, στέλεχος του υπογείου οικονομικών και ο 39χρονος τότε Benjamin Strong, μετέπειτα πρόεδρος της FED.
Ο Davidson ανησυχούσε ότι μια τέτοια συνάθροιση θα προκαλούσε αντιδράσεις και για αυτό το λόγο την κράτησε μυστική. Η συνάντηση έλαβε χώρα στο ιδιωτικό νησί Jekyll Island, στα ανοιχτά των ακτών της Georgia. Οι συμμετέχοντες ταξίδεψαν ξεχωριστά ο ένας από τον άλλο, στις 22 Νοεμβρίου,  νύχτα, σε ιδιωτικό βαγόνι τραίνου, χρησιμοποιώντας μόνο τα μικρά ονόματά τους, μια πρακτική που διατήρησαν και κατά την εβδομαδιαία παραμονή τους στο Jekyll Island, έτσι ώστε να μην αντιληφθούν οι υπηρέτες στο νησί ποιοι ήταν και διαρρεύσουν τα ονόματά τους. Αυτός ήταν και ο λόγος που αργότερα αυτή η συνάθροιση ονομάστηκε First Name Club. Η δικαιολογία με την οποία κάλυψαν την απουσία τους ήταν ότι πήγαν για κυνήγι πάπιας.
Οι πέντε συμμετέχοντες δούλεψαν μαζί για 10 ημέρες, γιορτάζοντας μαζί και τη γιορτή των ευχαριστιών (thanksgiving), συντάσσοντας το νομοσχέδιο για τη δημιουργία κεντρικής τράπεζας στις ΗΠΑ. Με το πέρας των εργασιών τους αναχώρησαν ξεχωριστά ο ένας από τον άλλο δίνοντας όρκο σιωπής. Παρά το γεγονός ότι η συνάντηση αυτή δημοσιοποιήθηκε σε ένα περιοδικό μετά από τέσσερα χρόνια, κανένας από τους συμμετέχοντες δε την παραδέχτηκε για πάνω από 20 χρόνια.
Το σχέδιο δημοσιοποιήθηκε στο κοινό στις 16 Ιανουαρίου 1911 και έγινε γνωστό ως σχέδιο Aldrich. Στο επίκεντρό του είχε τη National Reserve Association. Η κεντρική αυτή τράπεζα θα είχε παραρτήματα σε ολόκληρη τη χώρα και θα αποτελούσε στην ουσία συνεταιρισμό με μέλη τα τραπεζικά ιδρύματα. Αποστολή της θα ήταν η έκδοση νομίσματος και η λειτουργία της ως έσχατος δανειστής για τις υπόλοιπες τράπεζες.
Ο γερουσιαστής Aldrich μπορεί μεν να ήταν ο μεγαλύτερος γνώστης σε τραπεζικά θέματα στη γερουσία, αλλά δεν ήταν ο ιδανικός για να προωθήσει το συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Ήταν υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων και κατά της ρύθμισης της αγοράς. Ο ίδιος ήταν ένας από τα πλουσιότερα μέλη της γερουσίας, μιας γερουσίας η οποία είχε αποκτήσει τη φήμη ενός κλαμπ εκατομμυριούχων. Είχε τεράστια περιουσία, ενώ η κόρη του, Abby, είχε παντρευτεί τον John D. Rockfeller Jr. Με λίγα λόγια ήταν η προσωποποίηση όλων όσων φοβόταν οι αντίπαλοι της ιδέας μιας κεντρικής τράπεζας.
Τους επόμενους μήνες προοδευτικοί και δημοκρατικοί από τις μεσοδυτικές πολιτείες κατόρθωσαν να σταματήσουν το νομοσχέδιο[1].
Παρ’ όλα αυτά στις αρχές του 2013, με τους δημοκρατικούς πλέον στην εξουσία, ο γερουσιαστής Carter Glass διέσωσε την ιδέα, τροποποιώντας την. Αντί για μία κεντρική τράπεζα θα ιδρύονταν 12 αυτόνομοι οργανισμοί. Θα ονομαζόταν Federal Reserve Banks. Η επικράτεια θα χωριζόταν σε 12 τμήματα και το κάθε ένα θα είχε και τη δική του κεντρική τράπεζα, η οποία θα ελεγχόταν από τους τοπικούς τραπεζίτες. Η κάθε τράπεζα θα έπαιρνε μετοχές της κεντρικής τράπεζας της περιοχής της ανάλογα με το μέγεθός της. Οι τοπικές FED λοιπόν είναι ιδιωτικές και διοικούνται από τους τοπικούς τραπεζίτες. Επιπρόσθετα θεσπίστηκε ένας εποπτικός κρατικός οργανισμός, το Federal Reserve Board, τα μέλη του οποίου διορίζονται από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, σκοπός του οποίου είναι η εποπτεία του συστήματος.
Το τελευταίο έδωσε δημοκρατική νομιμοποίηση στη FED και μαζί με τον κατακερματισμό της σε 13 κομμάτια έκαμψε τις ανησυχίες των αντιδρώντων. Οι τραπεζίτες της ανατολικής ακτής, κυρίως της Νέας Υόρκης, συμβιβάστηκαν με τη νέα προτεινόμενη δομή, αναγνωρίζοντας ότι ήταν καλύτερη από το τίποτε και στήριξαν τη δημιουργία της FED.
Η FED λοιπόν δεν είναι ένας οργανισμός, αλλά αντίθετα 12 ξεχωριστοί και αυτόνομοι ιδιωτικοίοργανισμοί, οι οποίοι έχουν ένα κοινό εποπτικό συμβούλιο, το οποίο διορίζεται από τον εκάστοτε πρόεδρο.

[1] Ο λόγος που οι μεσοδυτικές πολιτείες ήταν αντίθετες στην ιδέα μιας κεντρικής τράπεζας ήταν επειδή (ορθώς) πίστευαν ότι στην καρδιά αυτού του πανίσχυρου οργανισμού θα υπερεκπροσωπούνταν οι τραπεζίτες της ανατολικής ακτής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου