Σάββατο 18 Απριλίου 2015

Summers: Γιατί οι ΗΠΑ χάνουν το «πάνω χέρι»

Ιστορικό λάθος διαπράττουν οι ΗΠΑ, τονίζει ο πρώην υπουργός Οικονομικών. Η άρνηση αλλαγών στο ΔΝΤ και η ανάδυση του αντίβαρου μέσω της «Ασιατικής Επενδυτικής Τράπεζας». Πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην επένδυση αντί της λιτότητας και στη μεσαία τάξη, τονίζει.
O περασμένος μήνας μπορεί να μείνει στην ιστορία ως το σημείο που οι ΗΠΑ έχασαν το ρόλο τους ως o σημαντικότερος πιστωτής του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος.
Σίγουρα υπήρξαν και παλαιότερα αρκετές περίοδοι αγανάκτησης έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και περιπτώσεις μιας συμπεριφοράς εκ μέρους τους που κάθε άλλο παρά συνεργατική θα την αποκαλούσε κανείς, όπως όταν το 1971 ο Νίξον κατάργησε την συμπεφωνημένη στο Bretton Woods ανταλλαξιμότητα του δολαρίου με χρυσό.
Αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ κανένα γεγονός, από το Bretton Woods και μετά, συγκρίσιμο με τον τωρινό συνδυασμό γεγονότων: από τη μία, την προσπάθεια της Κίνας να εγκαθιδρύσει έναν νέο κεντρικό θεσμό και, από την άλλη, την αποτυχία των ΗΠΑ να πείσει πολλούς παραδοσιακούς τους συμμάχους, αρχής γενομένης από την Μεγάλη Βρετανία, να μην εμπλακούν σε αυτόν. Αυτή η στρατηγική και τακτική αποτυχία προετοιμαζόταν βέβαια για καιρό και θα έπρεπε να οδηγήσει σε μία εκ βάθρων αναθεώρηση της προσέγγισης των ΗΠΑ στα θέματα παγκόσμιας οικονομίας.
Όταν το οικονομικό μέγεθος της Κίνας συναγωνίζεται αυτό της Αμερικής και όταν οι αναδυόμενες αγορές είναι πλέον υπεύθυνες για το μισό της παγκόσμιας παραγωγής, η αρχιτεκτονική του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος χρειάζεται ουσιαστική προσαρμογή. Πολύ περισσότερο δε, όταν οι πολιτικές πιέσεις που ασκούνται στο εσωτερικό των ΗΠΑ από όλες τις πλευρές καθιστούν την παρούσα αρχιτεκτονική όλο και πιοδυσλειτουργική.

Λόγω αντιρρήσεων κυρίως από τα δεξιά, οι ΗΠΑ είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που δεν έχει εγκρίνει μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, μεταρρυθμίσεις που ωστόσο η ίδια η Ουάσιγκτον ζήτησε το 2009.
Αυτές οι μεταρρυθμίσεις, με την συνεπακόλουθη ενίσχυση των πόρων του ΔΝΤ, θα είχαν τονώσει την εμπιστοσύνη στην παγκόσμια οικονομία. Και το πιο σημαντικό, θα είχαν δώσει σε χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία ένα μερίδιο ψήφων συμβατό με το νέο οικονομικό τους βάρος. Ταυτόχρονα, οι αντιρρήσεις από τα αριστερά έχουν οδηγήσει σε εκτεταμένους περιορισμούς σε πρότζεκτ υποδομών με πόρους από τις ήδη υπάρχουσες επενδυτικές τράπεζες, οδηγώντας τες κατά συνέπεια στο να υποχωρήσουν ως χρηματοδότες, ακόμα κι αν η εξωτερική επιδότηση για έργα υποδομών είναι για πολλές αναπτυσσόμενες χώρες η βασικότερη χρηματοδοτική ανάγκη.
Έτσι, αφού οι δεσμεύσεις των ΗΠΑ δεν υλοποιήθηκαν και αφού οι πολιτικές που οι ΗΠΑ υποστηρίζουν έχουν μπλοκάρει τις αναγκαίες χρηματοδοτήσεις που οι άλλες χώρες θέλουν να παράσχουν ή να λάβουν από τους υπάρχοντες θεσμούς, άνοιξε ο δρόμος για την Κίνα, ώστε να ιδρύσει την Ασιατική Αναπτυξιακή Τράπεζα Επενδύσεων (Asian Infrastructure Investment Bank). Μπορεί κανείς να πει πολλά για την τακτική προσέγγιση που θα έπρεπε να ακολουθηθεί, τη στιγμή που ανακοινώθηκε αυτή η πρωτοβουλία. Ωστόσο, το μεγάλο ερώτημα τώρα αφορά στην στρατηγική. Και ως προς αυτήν, οι αρχές που θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους οι ΗΠΑ από εδώ και στο εξής είναι τρεις:
Πρώτον, η Αμερικανική πολιτική ηγεσία θα πρέπει να αναπτύξει μία διακομματική βάση στο εσωτερικό, να απελευθερωθεί δηλαδή από τη γενικευμένη υποκρισία και να περιοριστεί στην επιδίωξη του συμφέροντος της χώρας. Για όσο καιρό το ένα από τα δύο μας μεγάλα κόμματα ουσιαστικά αντιτίθεται σε όλες τις εμπορικές συμφωνίες, και το άλλο αντιστέκεται στη χρηματοδότηση μεγάλων διεθνών οργανισμών, οι ΗΠΑ δε θα είναι σε θέση να διαμορφώνουν το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.
Δικαιολογημένα οι άλλες χώρες αγανακτούν όταν οι ΗΠΑ τους ζητούν να αναπροσαρμόσουν τις πολιτικές τους και μετά επιμένουν οι ίδιοι οι αμερικανικοί ελεγκτικοί μηχανισμοί, οι ανεξάρτητες αρχές και οι πιο σημαντικές δικαστικές αποφάσεις, να μην υπόκεινται σε κανέναν εξωτερικό έλεγχο. Πόσω μάλλον, όταν πολλές ξένες επιχειρήσεις διαβεβαιώνουν ότι η δράση των ΗΠΑ πολλές φορές εγείρουν σοβαρά ζητήματα δικαίου.
Η νομιμοποίηση του ηγετικού ρόλου των ΗΠΑ στον κόσμο συναρτάται ευθέως με την ικανότητα να αντισταθούμε στον πειρασμό της κατάχρησής αυτού του ρόλου προς επιδίωξη στενού τοπικού συμφέροντος, ακόμα κι όταν αυτό φαντάζει όλο και πιο δελεαστικό.
Δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι το δολάριο θα παραμείνει το κυρίαρχο νόμισμα στο παγκόσμιο σύστημα εάν είμαστε τόσο επιθετικοί στους περιορισμούς χρήσης του για συγκεκριμένους σκοπούς που αφορούν π.χ. στην ασφάλεια.
Δεύτερον, τόσο στην παγκόσμια όσο και στην εγχώρια πολιτική, αυτό που μετράει περισσότερο είναι ημεσαία τάξη. Πολλές φορές φαίνεται ότι η τρέχουσα ατζέντα συνδυάζει το συμφέρον των ελίτ, π.χ. θέματα όπως η πνευματική ιδιοκτησία, η προστασία των επενδύσεων και η εναρμόνιση των ρυθμιστικών πλαισίων, με τα ηθικά προβλήματα που αφορούν στην παγκόσμια φτώχεια και στις επόμενες γενιές, προσφέροντας όμως λίγα στη μεσαία τάξη. Τέτοιου είδους προσεγγίσεις, οι οποίες δεν υπηρετούν την τάξη των εργαζομένων στις βιομηχανικές χώρες (και στους αυξανόμενους αστικούς πληθυσμούς των αναπτυσσόμενων χωρών) δεν είναι και πολύ πιθανόν να λειτουργήσουν σε βάθος χρόνου.
Τρίτον, πιθανόν βαίνουμε προς έναν κόσμο όπου το κεφάλαιο είναι άφθονο και οι τάσεις αποπληθωρισμού είναι σημαντικές. Η ζήτηση θα κρατήσει για κάμποσο καιρό. Σε καμία μεγάλη βιομηχανική χώρα οι αγορές δεν αναμένουν τα πραγματικά επιτόκια να είναι και πολύ πάνω από το μηδέν το 2020 ή οι εξαγγελθέντες στόχοι για τον πληθωρισμό να επιτευχθούν.
Στο μέλλον, προτεραιότητα θα πρέπει να είναι η προώθηση των επενδύσεων και όχι η επιβολή της λιτότητας. Ο κόσμος απαιτεί πλέον ένα πιο συμμετρικό σύστημα όπου θα ασκείται πίεση και στις λεγόμενες «πλεονασματικές» χώρες.
Οι παραπάνω αρχές είναι απλώς μια αφετηρία, και πολλά ερωτήματα μένουν ακόμη αναπάντητα. Επιπλέον, εγείρονται ζητήματα για τα δημόσια αγαθά, για τη δυνατότητα δράσης με ταχύτητα και σαφήνεια όπως το απαιτεί η εποχή μας, για τη συνεργασία μεταξύ κυβερνητικών και μη κυβερνητικών φορέων, και πολλά άλλα. Αυτό που είναι όμως σημαντικό, είναι ότι τα γεγονότα του περασμένου μήνα θα θεωρηθούν από τους μελλοντικούς ιστορικούς όχι ως τέλος εποχής, αλλά ως ένα ευεργετικό κάλεσμα να ξυπνήσουμε από το βαθύ ύπνο.

* Ο συγγραφέας είναι κάτοχος της έδρας Charles W. Eliot στο Πανεπιστήμιο του Harvard και πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ.

ΠΗΓΗ: FT.com
Copyright The Financial Times Ltd. All rights reserved.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου