Παρασκευή 3 Απριλίου 2015

Η Ιστορία δικαιώνει τον Πλάτωνα

Νέα Πολιτική


του Μελέτη Η. Μελετόπουλου
Το πνευματικό και ηθικό επίπεδο των κυβερνώντων συναρτάται άμεσα με την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης. Την τριακονταετία 1910-1940,κατά την οποία το Ελληνικό κράτος εκσυγχρονίσθηκε, επεκτάθηκε και υπήρξε υπολογίσιμος γεωπολιτικός παίκτης, την πολιτική του ηγεσία αποτέλεσαν διακεκριμένες πνευματικές προσωπικότητες.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετέφρασε τον Θουκυδίδη κατά την διάρκεια της αυτοεξορίας του στο Παρίσι, η δε μετάφρασή του θεωρείται κλασσική.Οι συνεργάτες του υπήρξαν κι αυτοί σημαντικοί διανοούμενοι. Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου έκανε κοινωνιολογικές μεταπτυχιακές σπουδές στην Γερμανία και έφερε την ιδέα της κοινωνικής πολιτικής του καθηγητού Gustav Schmoller στην Ελλάδα, ιδρύοντας επιστημονικό περιοδικό και επιστημονική εταιρεία. Αντίστοιχη ακαδημαϊκή παιδεία είχε ο Γεώργιος Παπανδρέου. Ο Θεμιστοκλής Σοφούλης ήταν αρχαιολόγος με γερμανική παιδεία. Στο πλευρό του Βενιζέλου στοιχήθηκαν άλλωστε και πολλοί νεαροί διανοούμενοι που αργότερα αυτονομήθηκαν,όπως ο κοινοτιστής Κωνσταντίνος Καραβίδας,ο σοσιαλιστής Ν.Γιαννιός,ο πρωτομαρξιστής Γ.Κωνσταντινίδης(Σκληρός), η τριάδα των δημοτικιστών Δελμούζος,Τριανταφυλλίδης και Γληνός κ.ά.

Στην αντιβενιζελική πλευρά, αναδείχθηκαν επίσης σημαντικές πνευματικές προσωπικότητες. Ο Δημήτριος Γούναρης έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Γερμανία και επέστρεψε με ισχυρές σοσιαλιστικές και σε ορισμένα σημεία μαρξιστικές επιδράσεις, εισάγοντας την έννοια της κοινωνικής πολιτικής στην Δεξιά και καθιερώνοντας ως πρωθυπουργός τα πρώτα ασφαλιστικά ταμεία. Ο Παναγής Τσαλδάρης ήταν διακεκριμένος νομικός με γερμανικές μεταπτυχιακές σπουδές, ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης ήταν καθηγητής του ΕΜΠ με γαλλική παιδεία, ο Ιωάννης Μεταξάς είχε διακριθεί στην στρατιωτική επιστήμη, και μετεκπαιδεύθηκε στην πρωσσική ακαδημία πολέμου. Ασφαλώς κορυφαίος πνευματικά όλων των αντιβενιζελικών της εποχής του ήταν ο Ίων Δραγούμης, που δολοφονήθηκε το 1920.
Στον χώρο της Αριστεράς, γνήσιοι διανοούμενοι ήταν οι σημαντικώτεροι ηγέτες του ΚΚΕ στην προζαχαριαδική περίοδο: ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος, ο μεταφραστής του Μαρξ Παντελής Πουλιόπουλος, ο ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας Σεραφείμ Μάξιμος κ.ά. Την εποχή 1920-1932 το ΚΚΕ προσέλκυσε πλήθος νέων χάρις στην πνευματική ακτινοβολία των ηγετών του.
Ο εγκάθετος της Μόσχας Ζαχαριάδης, όμως, τους εκπαραθύρωσε όλους από το κόμμα κατά την δεκαετία του ΄30, με βραχυπρόθεσμο μεν αποτέλεσμα την εμπέδωση σταλινικής πειθαρχίας, με μεσοπρόθεσμη όμως συνέπεια την αποψίλωση του ΚΚΕ από θεωρητικούς και στοχαστές που θα μπορούσαν να ασκήσουν μία ευρύτερη επίδραση. Έτσι επόμενο ήταν στο ΚΚΕ να αναδειχθούν ηγέτες χωρίς πνευματικό και ηθικό κύρος. Το 1943-5, όμως, το ΚΚΕ συσπείρωσε στο πλαίσιο του ΕΑΜ σημαντικούς μεγαλοαστούς διανοουμένους(Σβώλος, Αγγελόπουλος, Κόκκαλης, Σημίτης κλπ.), και δεν είναι τυχαίο ότι τότε ακριβώς βρέθηκε στο ζενίθ της επιρροής του. Αλλά γρήγορα αυτοί παραμερίστηκαν, όταν ο Ζαχαριάδης επανήλθε από την εξορία. Υπ’αυτές τις συνθήκες, το ΚΚΕ ούτε κοινοβουλευτικό ρόλο μπορούσε να παίξει, αφού έλειπαν οι προσωπικότητες και οι ρήτορες, ούτε να επικρατήσει στρατιωτικά, αφού έλειπαν ηγέτες με γεωστρατηγική σκέψη τύπου Τίτο ή Δημητρώφ.
Η απουσία ή ο εξοβελισμός πνευματικών προσωπικοτήτων υπήρξε έκτοτε μόνιμο χαρακτηριστικό του ΚΚΕ. Αλλά και στην ανανεωτική αριστερά, που συσπείρωσε τα πλέον διανοούμενα στοιχεία του κομμουνιστικού χώρου, η προσωπικότητα του κορυφαίου (διεθνώς) μαρξιστή Νίκου Πουλαντζά δεν αναδείχθηκε στον ηγετικό κύκλο. Οι γνήσιοι διανοούμενοι παρέμειναν περιφερειακοί στον χώρο του ΚΚΕ(ες), μετέπειτα Συνασπισμού.
Αυτή η καχυποψία της ελληνικής αριστεράς έναντι των διανοουμένων ασφαλώς υπήρξε μία από τις αιτίες της μόνιμης πολιτικής καχεξίας της, της αδυναμίας της να αναλύσει σωστά τις εξελίξεις και να διατυπώσει μία πειστική και σοβαρή αντιπρόταση.
Αντιθέτως, μεταπολεμικώς, η Δεξιά αξιοποίησε τους διανοουμένους της. Υπό τις διαδοχικές ηγεσίες Παπάγου-Καραμανλή-Κανελλόπουλου(1951-1967), σημαντικοί διανοούμενοι, επιστήμονες με διεθνείς περγαμηνές και συγγραφείς αξιοσημείωτων έργων διετέλεσαν κορυφαίοι υπουργοί. Πρώτος όλων ασφαλώς ο διεθνώς αναγνωρισμένος κοινωνιολόγος, ιστορικός και φιλόσοφος Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αλλά και ο νομικός και διεθνολόγος Παναγής Παπαληγούρας, τον οποίον μνημονεύει ο Raymon Aron, ο φιλόσοφος Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο λογοτέχνης Ευάγγελος Αβέρωφ, ο ιστορικός Σπύρος Μαρκεζίνης, ο πολιτειολόγος Κωνσταντίνος Καλλίας,ο νομικός και κοινωνιολόγος Γρηγόριος Κασιμάτης, ο ιστορικός Παναγιώτης Πιπινέλης κ.ά. είχαν σημαντικό συγγραφικό έργο. Έτσι η Δεξιά μπορούσε να δίνει μάχες στο πεδίο των ιδεών.
Η παρακμή της Δεξιάς μετά το 1974, οι αλλεπάλληλες εκλογικές της ήττες και οι δύο ατυχείς κυβερνητικές της θητείες το 1990-3 και το 2004-09 ασφαλώς σχετίζονται με την καταβαράθρωση του πνευματικού επιπέδου των στελεχών της. Η ιδεολογική ηγεμονία θεωρήθηκε ζήτημα άνευ σημασίας. Αντί για διανοουμένους αναδεικνύονταν πλέον πρόσωπα χωρίς θεωρητική συγκρότηση, κάτι που δεν είναι άσχετο ασφαλώς με την συντριπτική ήττα από το ΠΑΣΟΚ στο πεδίο των ιδεών.
Θα αναφερθούμε στην συνέχεια σε δύο παραδείγματα κορυφαίων διανοουμένων, που υπήρξαν χαμένες ευκαιρίες γιά την Ελλάδα, διότι δεν υπήρξαν οι εκλεκτοί του κατεστημένου και των προστατιδών δυνάμεων, αλλά ακόμα κι έτσι, τα σύντομα διαστήματα κατά τα οποία ήσκησαν εξουσία επέδειξαν εξαιρετικά επιδόσεις. Ο ένας είναι ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο άλλος είναι ο Σπύρος Μαρκεζίνης.
Το παράδειγμα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου
Στο ερώτημα εάν η εμπλοκή των διανοουμένων στην νεοελληνική πολιτική ζωή υπήρξε θετική ή αρνητική,θεωρώ κορυφαίο παράδειγμα τον βίο και την πολιτεία του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, που υπήρξε ταυτόχρονα πρωταγωνιστής τόσο στην πολιτική όσο και στην πνευματική ζωή της Ελλάδας κατά τον Εικοστό Αιώνα. Όσοι τον γνώρισαν μετά το 1974, αποστασιοποιημένο πια από την τρέχουσα πολιτική, δεν είχαν άμεσες εντυπώσεις από τον Κανελλόπουλο ως ηγέτη της σκληρής μετεμφυλιακής Δεξιάς, και μπόρεσαν να δουν σ’αυτόν κάτι πολύ σημαντικώτερο: έναν χαρισματικό συγγραφέα και δάσκαλο.
Ο Κανελλόπουλος (1902-1986) είναι κυρίως γνωστός για το opus magnum του, την Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος. Πρωτοεκδόθηκε σε δίτομη μορφή από τις εκδόσεις ΑΕΤΟΣ το 1941, και ο Κανελλόπουλος συνέχισε να το ξαναγράφει, να το διορθώνει, να το εμπλουτίζει και να το επανεκδίδει σε όλο και περισσότερους τόμους μέχρι τον θάνατό του,όπως συνήθως συμβαίνει με τα μεγάλα έργα. Είναι ένα έργο κολοσσιαίο και σε όγκο και σε ποιότητα, αντίστοιχο ή και υπέρτερο κλασσικών ευρωπαϊκών συγγραμμάτων. Η μελέτη του μετασχηματίζει τα κριτήρια, εμβαθύνει την οντολογία, οξύνει την κρίση, διευρύνει την αντίληψη, προσδίδει ιστορικό βάθος στην σκέψη. Θέτει την Ελληνική συνείδηση στο ευρωπαϊκό της πλαίσιο. Και το αντίστροφο.
Πριν συγγράψει την Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, ο Κανελλόπουλος είχε προλάβει να ολοκληρώσει, σε νεαρότατη ηλικία, από το 1923 μέχρι το 1940, σημαντικό κοινωνιολογικό έργο (έχει επανεκδοθεί από τις εκδόσεις Γιαλλελή στην πεντάτομη έκδοση ΄Απαντα Κοινωνιολογικά Παναγιώτη Κανελλόπουλου). Γυρίζοντας από την Γερμανία της Βαϊμάρης, κι έχοντας γνωρίσει από κοντά όλους τους πνευματικούς γίγαντες της εποχής εκείνης, ο Κανελλόπουλος έφερε μαζί του ως σκευή τον τότε σύγχρονο κοινωνιολογικό στοχασμό της εποχής του. Στην διδασκαλία του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από το 1929 έως το 1935, καθώς και σε δεκάδες μελέτες και συγγράμματα, τον αναπαρήγαγε με απίστευτη ευχέρεια και πολυμάθεια, κριτικά και δημιουργικά. Μέγα μέρος του κοινωνιολογικού έργου του Κανελλόπουλου αφορά την Κοινωνιολογία του Πνεύματος, δηλαδή την ανάλυση των πνευματικών επιτευγμάτων με βάση το κοινωνικό και ιστορικό τους πλαίσιο. Αυτό υπήρξε βασικό εφόδιο του Κανελλόπουλου, που του επέτρεψε στην συνέχεια να συγγράψει την Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, στην οποία συσχετίζει τα πνευματικά και καλλιτεχνικά ρεύματα της Ευρωπαϊκής ιστορίας με το πολιτικοκοινωνικό τους πλαίσιο.
Το ενδιαφέρον του Κανελλόπουλου στράφηκε μεταπολεμικά στην Ιστορία και στην Φιλοσοφία, χώρους στους οποίους επίσης διέπρεψε, συγγράφοντας έργα με ανθρωπιστικό και ιδεαλιστικό προσανατολισμό.
Επανέρχομαι στην συνάρτηση του πνευματικού ανθρώπου με τον πολιτικό ηγέτη. Ο ίδιος ο Κανελλόπουλος εκτιμούσε ότι η ενασχόληση ενός πολιτικού άνδρα με πνευματική δραστηριότητα «δροσίζει το πνεύμα, διακόπτει την μονοτονία και κάνει τον πολιτικό να μην είναι και τόσο εξαρτημένος από την ικανοποίηση της φιλοδοξίας του. Γίνεται πιο αντικειμενικός, πιο αμερόληπτος και πιο ελεύθερος από προσωπικές φιλοδοξίες….» (Π.Κανελλόπουλος, Η ζωή μου, εκδ.Γιαλλελή, Αθήνα 1985, σ.142). Από την άλλη, ο Κανελλόπουλος, που πίστευε ακράδαντα στην ελευθερία του πνεύματος, καταπιέστηκε από την συμμετοχή του έστω και ως αρχηγού σε κομματικούς σχηματισμούς. «Και ο πιο προικισμένος αρχηγός ενός κόμματος δεν είναι απόλυτα ελεύθερος. Είναι σε μεγάλο βαθμό οπαδός των οπαδών του. Είναι αναγκασμένος να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες και καμμιά φορά και στα πάθη των οπαδών του. Και αυτό βεβαίως το έζησα κυρίως στην περίοδο 1963-1967, όταν ήμουνα αρχηγός της ΕΡΕ» (έ.,α.,σ.204-5).
Ο Κανελλόπουλος ήταν σταθερά αντίθετος σε κάθε μορφής δικτατορίες, διώχθηκε από το Πανεπιστήμιο διότι αντιτάχθηκε στην πραξικοπηματική παλινόρθωση της Μοναρχίας το 1935, ενώ εξορίστηκε σε νησιά από την δικτατορία Μεταξά. Μπορούσε,ως ανιψιός του ιδρυτού του Λαϊκού Κόμματος Δ.Γούναρη, να σταδιοδρομήσει άκοπα στην πολιτική, προτίμησε όμως να ιδρύσει μόνος του, το 1935, το Εθνικόν Ενωτικόν Κόμμα, ένα πολιτικό σχήμα με εξαιρετική ποιότητα και νέα στελέχη, που φιλοδοξούσε να πραγματοποιήσει υπέρβαση του μεσοπολεμικού δικομματισμού. Ιδεολογικά πρότεινε έναν τρίτο δρόμο μεταξύ του κομμουνισμού και του καπιταλισμού και είχε ως σύνθημα «μαύρο στα κοράκια του εθνικού διχασμού». Η επίδοσή του στις εκλογές του 1936 ήταν ασήμαντη (πήρε λιγώτερες από 5.000 ψήφους), αλλά η πνευματική απήχησή του στην νεολαία της εποχής τεράστια.
Το 1940 ο Κανελλόπουλος πολέμησε εθελοντής στην Αλβανία και το 1941 ίδρυσε την αντιστασιακή οργάνωση ΠΕΑΝ, η οποία συσπείρωσε, μαζί με την επίσης κανελλοπουλική Ιερά Ταξιαρχία, το μεγαλύτερο μέρος των νέων που δεν εντάχθηκαν στο ΕΑΜ. Η πνευματική του ακτινοβολία επέδρασε σαφέστατα στην ένταξη των νέων της εποχής σε οργανώσεις εθνικής αντιστάσεως.
Από το 1951, που εντάχθηκε στον Συναγερμό του Στρατάρχη Παπάγου, ο Κανελλόπουλος έγινε βασικός παράγων της μεταπολεμικής Δεξιάς παρατάξεως, διετέλεσε κατ’επανάληψιν υπουργός, αντιπρόεδρος των κυβερνήσεων Παπάγου και Καραμανλή, αρχηγός της ΕΡΕ μετά την παραίτηση του Καραμανλή το 1964, πρωθυπουργός για λίγες εβδομάδες το 1967, μέχρι την βίαιη ανατροπή του από την χούντα των συνταγματαρχών. Ως ηγέτης της Δεξιάς, ο Κανελλόπουλος αναμφισβήτητα και σφάλματα διέπραξε και υπερβασίες και αστοχίες. Αλλά, διαδεχόμενος τον Καραμανλή το 1963, δημιούργησε προϋποθέσεις εσωκομματικής δημοκρατίας, διαλόγου, ελεύθερης έκφρασης όλων και ανοχής των ποικίλων απόψεων, κάτι πρωτοφανές για τον αυταρχισμό των προκατόχων του. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπ’όψιν ότι πολιτεύθηκε σ’ένα πολιτικό περιβάλλον πελατειακό, φαυλοκρατικό, διχαστικό, με έντονη την όψη της υστερίας. Αυτός αντιθέτως ήταν ιδεαλιστής, μαθητής και φίλος του Ferdinand Tonnies, του Karl Jaspers,του Alfred Weber. Είχε ευρωπαϊκή πνευματική συνείδηση σε μία κοινωνία με βαλκανικά χαρακτηριστικά, και πίστευε στην πνευματική ανάπτυξη σε εποχές σφοδρών κοινωνικοπολιτικών συγκρούσεων.
Ο Κανελλόπουλος ήταν κορυφαίος ρήτωρ, μιλούσε πάντα από στήθους και οι λόγοι του διακρίνονταν από αρχιτεκτονική, καλλιέπεια, φιλοσοφικό βάθος, λιτότητα, σαφήνεια και ουσία. Επέλεγε τους συνεργάτες του αξιοκρατικά, δεν είναι δε τυχαίο ότι οι ποιοτικώτερες προσωπικότητες του μεταπολεμικού πολιτικού συστήματος ήταν δικοί του συνεργάτες (Κ.Τσάτσος,Π.Παπαληγούρας,Κ.Καλλίας κ.ά.). Ήταν ανιδιοτελής, ζούσε με ακραία λιτότητα, ηρνείτο την οικονομική ενίσχυση από ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες ώστε να είναι ηθικά ανεξάρτητος και το μόνο του εισόδημα ήταν ο μισθός του. Όλα αυτά πήγαζαν φυσικά από την ολοκληρωμένη πνευματική του προσωπικότητα, που του έδιδε μακροπρόθεσμη οπτική των πραγμάτων και υπαγόρευε σε κάθε του πράξη κριτήρια ήθους και ποιότητας.
Ο Κανελλόπουλος ήταν ένας πολιτικός ευρωπαϊκού διαμετρήματος, με ποιότητα και πνευματικά χαρακτηριστικά αντίστοιχα ενός Αντενάουερ ή ενός Σπάακ. Με τους κορυφαίους Ευρωπαίους πολιτικούς και διανοουμένους μιλούσε ισότιμα, χωρίς κανένα επαρχιωτικό σύνδρομο, και χωρίς να υπάρχουν πολιτισμικές διαφορές που θα επηρέαζαν και την εικόνα της χώρας του. Πιστεύω ότι η Ελλάδα θα είχε ενταχθεί στην μεταπολεμική Ευρώπη οργανικά, δηλαδή κοινωνιολογικά και πολιτισμικά, υπό την ηγεσία του Κανελλόπουλου, κάτι που απέτυχε να πραγματοποιήσει ο περιορισμένης παιδείας και ανύπαρκτης πνευματικής ακτινοβολίας Καραμανλής. Υπ’ αυτήν την έννοια, θεωρώ την πρόωρη και σχεδιασμένη ανατροπή του Κανελλόπουλου από την πρωθυπουργία το 1945 και το 1967 και την μη διακυβέρνηση της χώρας από αυτόν ως την μεγάλη χαμένη ευκαιρία γιά την μεταπολεμική Ελλάδα.
Το παράδειγμα του Σπύρου Μαρκεζίνη
Αντιστοίχως ο Σπύρος Μαρκεζίνης υπήρξε μια πολύπλευρη αν και πιο ιδιόρρυθμη προσωπικότητα, με χαρακτηριστικά ιδιοφυίας. Ο Μαρκεζίνης ήταν κι αυτός γόνος πολιτικής οικογένειας όπως ο Κανελλόπουλος, και όπως και ο Κανελλόπουλος έτσι και αυτός προτίμησε να εγκαταλείψει μία ασφαλή και προβλέψιμη πολιτική σταδιοδρομία στο Λαϊκό Κόμμα και αντιθέτως να ιδρύσει έναν ανανεωτικό, μοντέρνο πολιτικό φορέα, το Νέον Κόμμα, μετά το τέλος της Κατοχής. Όπως και ο Κανελλόπουλος, έτσι και ο Μαρκεζίνης εντάχθηκε στον Εθνικό Συναγερμό του στρατάρχη Παπάγου, και ανέλαβε το 1952 το υπουργείο Συντονισμού, που είχε ιδρυθεί μεταπολεμικά για να οργανώσει την ελληνική οικονομική ανάπτυξη. Το 1953 προώθησε ένα πλέγμα μέτρων, με κυριώτερο την υποτίμηση-σοκ της δραχμής, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να εισέλθει σε μία ιλλιγγιώδη οικονομική ανάπτυξη.
Το 1954 ο Μαρκεζίνης εθεωρείτο από πολλούς ο αδιαμφισβήτητος διάδοχος του Παπάγου, αλλά σε ένα υπουργικό συμβούλιο εκείνης της χρονιάς ο Μαρκεζίνης συγκρούσθηκε με τον Παπάγο για ασήμαντη αφορμή και παραιτήθηκε. Από εκεί και πέρα ακολούθησε μια δική του, αυτόνομη πορεία: ίδρυσε το Κόμμα των Προοδευτικών, στο οποίο συγκέντρωσε εκλεκτά στοιχεία της αστικής τάξης, και διαμόρφωσε ένα πλέγμα πρωτοποριακών και ρηξικέλευθων προτάσεων για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας και την μετατροπή της υπανάπτυκτης βαλκανικής Ελλάδας σε οργανικό μέρος της ευρωπαϊκής πραγματικότητας.
Προτάσεις όπως η δημιουργία Αγροτοπόλεων, που θα συγκρατούσαν τον πληθυσμό στην ύπαιθρο και θα εκσυγχρόνιζαν και θα τόνωναν τον πρωτογενή τομέα, εντυπωσίασαν για τον καινοτόμο και ταυτόχρονα τεχνκρατικό χαρακτήρα τους. Αλλά το εκλογικό σώμα, εγκλωβισμένο στα πελατειακά δίκτυα των μεγάλων κομμάτων, δεν ακολούθησε τον Μαρκεζίνη, με αποτέλεσμα το Κόμμα των Προοδευτικών να παραμείνει σταθερά ένα μικρό σχήμα του 2-3% με μικρή κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.
Το 1973, όταν ο δικτάτωρ Παπαδόπουλος αποφάσισε να προχωρήσει σε ελεγχόμενη πολιτικοποίηση του καθεστώτος του, ανέθεσε την πρωθυπουργία στον Μαρκεζίνη. Ο Μαρκεζίνης έμεινε στην δοτή, όπως ο ίδιος την ονόμασε, εξουσία του, μόλις σαράντα μέρες. Στις 25 Νοεμβρίου του 1973 ανατράπηκε μαζί με τον Παπαδόπουλο, συνεπεία των γεγονότων του Πολυτεχνείου. Κάποιον σκοτεινό ρόλο έπαιξε ασφαλώς η άρνηση του διδύμου Παπαδόπουλου-Μαρκεζίνη να επιτρέψουν την χρήση της βάσης της Σούδας σε αμερικανικά αεροπλάνα που είχαν ως αποστολή να ενισχύσουν το Ισραήλ στο πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, που είχε εκραγεί ακριβώς τότε.
Αυτό ήταν κατ’ ουσίαν και το πολιτικό τέλος του Μαρκεζίνη. Συνέχισε να πολιτεύεται χωρίς επιτυχία, αν και εξέλεξε έναν ευρωβουλευτή το 1981. Ταυτόχρονα εξέδωσε και μία πολύτομη νεοελληνική πολιτική ιστορία. Αλλά είναι ασφαλώς ατυχία για την Ελλάδα ότι δεν την κυβέρνησε ο άνθρωπος, γιά τον οποίον ο Παπάγος είχε δηλώσει, όταν υπό την πίεση του Μαρκεζίνη αποφάσισε να πολτευθεί: «Κατέρχομαι εις τας εκλογάς διά να κυβερνήση τον τόπον μία μεγαλοφυία».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου