Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Ποιος φοβάται τους Μερκαντιλιστές;


Ο Μερκαντιλισμός είναι η οικονομική αντίληψη ότι ο πλούτος είναι κάτι το οποίο συσσωρεύεται. Όσο περισσότερα αγαθά (γή, εμπορεύματα, χρυσάφι) συσσώρευε κάποιος, τόσο πιο πλούσιος θεωρούνταν. Ο μερκαντιλισμός απαξιώθηκε από τον Adam Smith και τον David Ricardo με τα έργα τους An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations καιThe Priciples of Political Economy αντίστοιχα, οι οποίοι αντιμετώπισαν τον πλούτο ως ροή εισοδήματος και όχι ως απλή συγκέντρωση. Η επιρροή τους είναι εμφανής στο κυρίαρχο μέγεθος μέτρησης πλούτου μιας χώρας που είναι το ΑΕΠ της, το οποίο δεν αντικατοπτρίζει τη συγκέντρωση πλούτου, αλλά την παραγωγή του μέσα σε ένα συγκεκριμένο έτος.
Από το ξεκίνημα της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη μια χώρα ηγείται ξεκάθαρα της λήψης αποφάσεων στην Ευρωζώνη. Η Γερμανία. Στο πλευρό της τάσσονται άλλες βορειοευρωπαϊκές χώρες. Η Ολλανδία, η Αυστρία, η Φινλανδία. Το κοινό τους χαρακτηριστικό; Ένα θετικό εμπορικό ισοζύγιο. Οι χώρες αυτές είναι πλεονασματικές, είναι οι χώρες – παραγωγοί. Οι χώρες που παράγουν περισσότερα από όσα καταναλώνουν και δανείζουν τα πλεονάσματά τους στις ελλειμματικές χώρες. Στη διελκυστίνδα μεταξύ πλεονασματικών και ελλειμματικών χωρών το πάνω χέρι ή το μαστίγιο όπως εξελίσσονται τα πράγματα για την Ελλάδα το έχουν φαινομενικά οι δανειστές. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Ας εξετάσουμε λίγο καλύτερα τη σχέση πλεονασματικού – ελλειμματικού.
Τα τελευταία 40 χρόνια η παγκόσμια οικονομία στηρίζεται σε μια συμφωνία μεταξύ πλεονασματικών και ελλειμματικών, παραγωγών και καταναλωτών, δανειστών και δανειζόμενων. Κάποια κράτη όπως η Κίνα, η Ιαπωνία και η Γερμανία δουλεύουν σκληρά και παράγουν περισσότερα από όσα καταναλώνουν. Το πλεόνασμά τους αυτό το εξάγουν σε άλλες χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ισπανία και η Ελλάδα, οι οποίες έχουν αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο.

Για τους Μερκαντιλιστές το κύριο συστατικό της οικονομικής επιτυχίας είναι ένα πλεονασματικό ισοζύγιο. Τα άλλα κράτη μπορεί να διατηρούν ένα αρνητικό ισοζύγιο, πράγμα που τους καθιστά τρόπο τινά τα τζιτζίκια της παγκόσμιας οικονομίας, αντίθετα με τα πλεονασματικά κράτη που αναλαμβάνουν το ρόλο των μυρμηγκιών. Τα πλεονάσματα που συγκεντρώνονται δεν επενδύονται, ούτε μένουν μέσα στην πλεονασματική χώρα, η οποία συνήθως προσπαθεί να διατηρήσει τα πλεονεκτήματά της έναντι των ελλειμματικών χωρών, κρατώντας το εργατικό κόστος της σε χαμηλά επίπεδα. Τα πλεονάσματα αντίθετα χρησιμοποιούνται για την παροχή δανείων προς τις ελλειμματικές χώρες, έτσι ώστε αυτές να συνεχίσουν να είναι σε θέση να καταναλώνουν τα προϊόντα των πλεονασματικών χωρών.
Γιατί όμως οι μερκαντιλιστικές χώρες επέτρεπαν τη συνέχιση αυτής της ανισοβαρής κατάστασης; Η απάντηση είναι απλή. Αυτή η κατάσταση ευνοεί τη δημιουργία θέσεων εργασίας στο εσωτερικό τους. Η διαίσθησή μας μας λέει ότι η ισχύς θα έπρεπε να είναι στα χέρια των παραγωγών. Οι χώρες – καταναλωτές θα έπρεπε να ζουν παρασιτικά ελπίζοντας να μπορέσουν να συνεχίσουν να καταναλώνουν με τα δάνεια που παίρνουν από τις πλεονασματικές χώρες, έτσι ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν να ζουν πέρα από τις δυνατότητές τους. Στην πραγματικότητα όμως οι ισχυροί σε αυτή τη σχέση, ακόμα και αν δε το καταλαβαίνουν, είναι οι χώρες – καταναλωτές. Η μοναδικές ελλειμματικές χώρες που φαίνεται να έχουν αντιληφθεί την ισχύ τους είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες και σε μικρότερο βαθμό το Ηνωμένο Βασίλειο.
Το γεγονός ότι η ισχύ βρίσκεται στα χέρια των ελλειμματικών χωρών μπορεί να εξηγήσει το γεγονός ότι τα κεφάλαια συρρέουν από την Κίνα, την Ιαπωνία, τη Γερμανία και τις άλλες πλεονασματικές χώρες στις κεφαλαιαγορές των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου. Αν πραγματικά η ισχύ βρισκόταν στην πλευρά των πλεονασματικών χωρών η ροή των κεφαλαίων θα ήταν αντίστροφα. Η Κίνα είναι μια χώρα με ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 10% ετησίως για πάνω από μια δεκαετία. Η πιο δυναμική οικονομία στον κόσμο όμως αντί να αποτελεί πόλο έλξης κεφαλαίων, εξάγει τα πλεονάσματά της, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελώντας μεταξύ άλλων τον μεγαλύτερο κάτοχο ομολόγων του αμερικάνικου δημοσίου παγκοσμίως. Το γεγονός ότι τα κεφάλαια φεύγουν από τη γοργά αναπτυσσόμενη Κίνα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελεί από μόνο του παράδοξο, σύμφωνα τουλάχιστον με την κλασική οικονομική θεωρία.
Τα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου, στα οποία η Κινεζική Κεντρική Τράπεζα τοποθετεί τρισεκατομμύρια αποδίδουν 0,5%. Αντίθετα η κινέζικη οικονομία, η οποία παρά το ότι βρίσκεται σε επιβράδυνση εξακολουθεί να παρουσιάζει ρυθμούς ανάπτυξης 7,5%, θα έπρεπε να παρουσιάζει περισσότερο επικερδής ευκαιρίες επενδύσεων. Γιατί λοιπόν οι Κινέζοι δεν κρατάνε τα λεφτά τους μέσα στη χώρα τους; Την εποχή προ του 2008 οι οικονομολόγοι θα υποστήριζαν ότι οι Κινέζοι προτιμούν να επενδύουν στη Wall Street, επειδή οι δυτικές κεφαλαιαγορές ήταν περισσότερο ανεπτυγμένες και προσέφεραν μεγαλύτερη σταθερότητα και ασφάλεια. Μετά το 2008 όμως είναι πλέον ξεκάθαρο ότι αυτοί οι ισχυρισμοί έχουν πάψει να ισχύουν. Αν το δολάριο υποτιμηθεί οι Κινέζοι θα υποστούν τεράστιες ζημιές. Για πιο λόγο είναι λοιπόν οι Κινέζοι περισσότερο απελπισμένοι να δανείσουν χρήματα στις ΗΠΑ, από όσο είναι οι Αμερικάνοι να δανειστούν;
Η απάντηση είναι απλή. Οι Κινέζοι δανείζουν χρήματα στις ΗΠΑ, έτσι ώστε αυτές να μπορούν να συνεχίσουν να καταναλώνουν τα προϊόντα τους. Η Κινεζική Κεντρική Τράπεζα δεν έχει άλλη επιλογή από το να πουλάει ρενμίνμπι και να αγοράζει δολάρια. Διαφορετικά το ρενμίνμπι θα ανατιμηθεί και οι κινεζικές εξαγωγές θα βυθιστούν.
Την ίδια τακτική είχαν ακολουθήσει οι Ιάπωνες και οι Γερμανοί τη δεκαετία του 50’ και οι Νοτιοκορεάτες τη δεκαετία του 80’. Αποτελεί κλασική στρατηγική διατήρησης της αύξησης των εξαγωγών η διατήρηση ενός υποτιμημένου νομίσματος, έτσι ώστε τα προϊόντα που παράγονται να παραμένουν ελκυστικά και ταυτόχρονα φθηνότερα, ενώ η διείσδυση ξένων στην εσωτερική αγορά παραμένει στην ουσία ένα άπιαστο όνειρο. Το υποτιμημένο νόμισμα επιτελεί στην ουσία τον ίδιο ρόλο που επιτελούσαν παλαιότερα οι δασμοί στα ξένα προϊόντα. Δανείζοντας αμύθητα ποσά στους Αμερικάνους οι Κινέζοι εξασφαλίζουν τη διατήρηση της χαμηλής ισοτιμίας του ρενμινμπι, επιδοτώντας στην ουσία τις εξαγωγές τους και δημιουργώντας 30 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας το χρόνο για τους εργάτες τους που θέλουν να ξεφύγουν από την απόλυτη φτώχεια που συνεπάγεται η παραμονή τους στην αγροτική κινέζικη επαρχία, μακριά από τα βιομηχανικά κέντρα των παραλίων.
Ποιος όμως έχει το πάνω χέρι σε αυτή τη συμβιωτική σχέση; Κάθε μήνα εισρέουν στις ΗΠΑ αγαθά αξίας μεταξύ 30 και 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων, προερχόμενα από την Κίνα. Την αντίθετη διαδρομή ακολουθούν αγαθά και υπηρεσίες αξίας μόλις 9 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι ΗΠΑ λοιπόν εξάγουν στην Κίνα λιγότερο από το 1/3 από ότι εισάγουν και το συνολικό τους χρέος προς την ασιατική χώρα ξεπερνάει το 10% του ΑΕΠ τους. Η Κινέζικη κυβέρνηση μόνο έχει στην κατοχή της ομόλογα του αμερικάνικου δημοσίου αξίας άνω του ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων. Στην ουσία το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού των ΗΠΑ χρηματοδοτείται από κινέζικα χρήματα. Επιπρόσθετα χωρίς τα φτηνά κινέζικα προϊόντα ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ θα ανέβαινε ενώ χωρίς το άφθονο κινέζικο χρήμα τα επιτόκια θα ανέβαιναν αισθητά. Η διαίσθησή μας μας λέει ότι οι Αμερικάνοι θα έπρεπε να είναι απόλυτα εξαρτημένοι από τους Κινέζους. Τα πράγματα όμως είναι πιο περίπλοκα.
Ας εξετάσουμε αυτή τη συμβιωτική σχέση και ας δούμε ποιες θα ήταν οι συνέπειες αν αυτή διακοπτόταν, αν δηλαδή οι Κινέζοι σταματούσαν να παρέχουν δανεικά και οι Αμερικάνοι να καταναλώνουν. Το εμπόριο ετήσιας αξίας 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως μεταξύ των δύο χωρών θα κατέρρεε. Στις ΗΠΑ δε θα υπήρχε πλέον η δυνατότητα να εισάγονται προϊόντα από το εξωτερικό και οι Αμερικάνοι θα αναγκαζόταν να αναπτύξουν τη βιομηχανία τους για να καλύψει το κενό. Οι τιμές στα καταστήματα θα εκτοξευόταν, μιας και τα αγαθά πλέον θα έπρεπε να παράγονται στην εγχώρια αγορά πληρώνοντας μισθούς ΗΠΑ και όχι στην Κίνα με μισθούς Κίνας.
Όσο κι αν αυτό θα προκαλούσε αναστάτωση για μια περίοδο στις ΗΠΑ στην απέναντι όχθη του Ειρηνικού τα πράγματα θα ήταν ακόμα χειρότερα. Εργοστάσια θα έκλειναν αφήνοντας πίσω τους δεκάδες ίσως και εκατοντάδες εκατομμύρια ανέργους. Με την εξάλειψη της ζήτησης για κινέζικες εξαγωγές στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ η κινέζικη βιομηχανία θα κατέρρεε. Η κινεζική κυβέρνηση δεν είναι σίγουρο ότι θα μπορούσε να επιβιώσει. Το κινέζικο κομουνιστικό κόμμα διατηρεί την εμπιστοσύνη του λαού επειδή υπόσχεται συνεχή οικονομική ανάπτυξη, η οποία βγάζει εκατομμύρια Κινέζους από την ανέχεια της αγροτικής ζωής το χρόνο. Αν αυτή η τάση αντιστρεφόταν ολόκληρο το κινέζικο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό οικοδόμημα θα κατέρρεε.
Ο τερματισμός αυτής της σχέσης θα ήταν επώδυνος για τους Αμερικάνους, οι οποίοι θα βίωναν μια αναστάτωση, όμως το αμερικανικό οικοδόμημα θα επιζούσε. Με κανένα τρόπο δε μπορεί να ισχυριστεί κανείς το ίδιο για την Κίνα. Οι σημερινοί παραγωγοί χρειάζονται τους καταναλωτές περισσότερο από ότι οι καταναλωτές χρειάζονται τους παραγωγούς.
Στην Ευρώπη η Γερμανία παίζει το ρόλο της Κίνας. Κατά την περίοδο μέχρι το 2008, οι Γερμανικές τράπεζες δάνειζαν χρήματα στην Ευρωπαϊκή περιφέρεια, η οποία τα χρησιμοποιούσε για να εισάγουν αγαθά που παρήγαγαν οι Γερμανικές βιομηχανίες. Χωρίς αυτά τα δάνεια, τα γερμανικά εργοστάσια θα υπολειτουργούσαν. Μια διάλυση του Ευρώ θα ήταν καταστροφικότερη για το γερμανικό βιομηχανικό μοντέλο, παρά για το ισπανικό καταναλωτικό. Αν το Ευρώ διαλυθεί και οι χώρες της Ευρωζώνης επιστρέψουν στα νομίσματά τους, η περιφέρεια θα κερδίσει αυτομάτως σε ανταγωνιστικότητα. Το αναγεννημένο γερμανικό μάρκο δε θα κρατιέται πλέον σε χαμηλά επίπεδα από τις αδύναμες οικονομίες της περιφέρειας και θα ανατιμηθεί δραστικά, πράγμα που θα πλήξει σφοδρά το εξαγωγικό εμπόριο της Γερμανίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το φθινόπωρο του 2008, όταν έσκασαν οι φούσκες των ακινήτων και το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα φλέρταρε με την κατάρρευση, δεν ήταν οι οικονομίες των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας που αντιμετώπισαν τη μεγαλύτερη κάμψη, αλλά οι οικονομίες της Γερμανίας και της Κίνας, που πουλούσαν αγαθά στα ελλειμματικά κράτη.
Το 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα η μεγάλη Βρετανία αντιμετώπιζε ένα τεράστιο έλλειμμα στο εμπορικό της ισοζύγιο με την Κίνα. Οι Βρετανοί καταναλωτές ζητούσαν τσάι και πορσελάνες από την Κίνα ενώ αντίθετα οι Κινέζοι ήταν παντελώς αδιάφοροι για οποιοδήποτε βρετανικό προϊόν. Το μόνο που ενδιέφερε τους Κινέζους ήταν το ασήμι. Η δύση λοιπόν έπαιρνε τις πορσελάνες και το μετάξι και σε αντάλλαγμα οι Κινέζοι παίρναν λαμπερά κομμάτια μετάλλου. Σήμερα η ανταλλαγή που γίνεται είναι ανάλογη. Η δύση παίρνει βιομηχανικά προϊόντα και οι Κινέζοι παίρνουν αμερικάνικο χρέος. Υπόσχεση δηλαδή ότι μια μέρα θα πάρουν πράσινα χαρτάκια.
Μπορεί λοιπόν η διαίσθησή μας να μας λέει ότι ο δανειστής έχει το μαχαίρι και το καρπούζι, αυτή η υπόθεση όμως είναι πλέον παρωχημένη. Σήμερα η Κίνα χρειάζεται την Αμερική περισσότερο από ότι η Αμερική την Κίνα.
Γιατί όμως η χώρα μας είναι σε τόσο δεινή θέση; Εδώ ισχύει το αμερικάνικο ρητό. Αν χρωστάς 100.000 ανήκεις στην τράπεζα, αν χρωστάς 100.000.000, η τράπεζα σου ανήκει. Η Ελλάδα σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι μικρό ψάρι. Χρωστάει στην τράπεζα 100.000, οπότε και ανήκει στην τράπεζα. Η μεγάλη αποτυχία της Ελλάδας είναι ότι δεν κατάφερε να συνασπίσει με το μέρος της κανένα από τα υπόλοιπα «μικρά ψάρια».
Ο μερκαντιλιστικός ευρωπαϊκός βοράς κατόρθωσε να αποκλείσει κάθε τέτοιο ενδεχόμενο κατορθώνοντας να διαχωρίσει την ευρωπαϊκή περιφέρεια σε διαφορετικές φαινομενικά περιπτώσεις. Η Ελλάδα είχε υψηλό δημόσιο χρέος για το οποίο ευθυνόταν το διεφθαρμένο και σπάταλο δημόσιο.. Η Ισπανία έπεσε θύμα μιας άνευ προηγουμένου φούσκας ακινήτων. Η Ιρλανδία ήταν σε παρόμοια κατάσταση με την Ισπανία με ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα που βύθισε τη χώρα. Η Πορτογαλία δεν ήταν ανταγωνιστική. Η Κύπρος ήταν κέντρο ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Η Ιταλία είχε υψηλό δημόσιο χρέος. Η Γαλλία δύσκαμπτη αγορά εργασίας.
Καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι από τις παραπάνω χώρες μόνο οι μικρές μπήκαν σε καθεστώς επιτήρησης. Οι μεγάλες, Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία την έχουν προς το παρόν γλιτώσει. Πρώτος στόχος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (και οικονομικής) θα έπρεπε να είναι η δημιουργία ενός ισχυρού πυρήνα μικρών ελλειμματικών χωρών, οι οποίες θα μπορούσαν, όλες μαζί να σχηματίσουν ένα «μεγάλο ψάρι» που θα χρωστάει πλέον 100.000.000. μια τέτοια κίνηση θα βελτίωνε ταυτόχρονα την κατάσταση αυτών των χωρών και είναι σχεδόν σίγουρο ότι και τα άλλα μεγάλα ελλειμματικά ψάρια αργά ή γρήγορα θα έσπευδαν να συνασπιστούν μαζί τους.

Το άρθρο αποτελεί μετάφραση – προσαρμογή – επέκταση του Who’ s afraid of the Mercantilists? Του Tom Streithost.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου