Σάββατο 4 Απριλίου 2015

Οι βλαβερές συνέπειες του πελατειακού κράτους

Νέα Πολιτική


του Γιάννη Μαρίνου
Δυνάστες και ταυτόχρονα δυναστευόμενοι επί δύο αιώνες και πάντα αδιόρθωτοι
Σ υνταγή καταστροφής θεωρεί ο διάσημος Αμερικανοϊάπων ιστορικός Φράνσις Φουκου-γιάμα το παράδειγμα του ελληνικού πελατειακού κράτους και της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Και ισχυρίσθηκε ότι οι Έλληνες πιο εύκολα θα πουλούσαν την Ακρόπολη, παρά θα διέλυαν το πελατειακό σύστημα (Νέα, 10/10/2014). Ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης Κυριάκος Μητσοτάκης, σε επιστολή που μου απέστειλε, περιγράφει την διορθωτική προσπάθειά του, υποστηρίζοντας ότι η πολιτική πατρωνία των δημοσίων υπηρεσιών στην Ελλάδα έχει υποστεί καίριο πλήγμα. Όμως η υποψία των συμπαραστεκόμενων τον κ. Μητσοτάκη είναι ότι το πάθος με το οποίο αγωνίζεται η κυβέρνηση, αλλά και η αντιπολίτευση, για την κατάργηση των μνημονίων, συνδέεται με την προσδοκία ότι μόλις εκλείψει η εποπτεία της τρόικας θα αποκατασταθεί εν δόξει και τιμή και το πελατειακό σύστημα. Και ο φόβος αυτός είναι προφανώς βάσιμος, καθώς το πελατειακό σύστημα δεν είναι πρόσφατη «κατάκτηση» του πολιτικού μας συστήματος, αλλά έχει την αφετηρία του στις αρχές της γένεσης του νεοελληνικού κράτους. Δηλαδή αριθμεί σχεδόν 200 χρόνια αδιατάρακτης ζωής, επιβιώνοντας έναντι κάθε προσπάθειας να συμμαζευτεί.
Με την προσδοκία ότι η προσπάθεια αυτή του κ. Μητσοτάκη, παρ’ όλες τις αδυναμίες της (οριζόντιες περικοπές μισθών και μαζικές απολύσεις και διαθεσιμότητες χωρίς αξιολόγηση) θα ευδοκιμήσει επιτέλους οριστικά, ας μου επιτραπεί να προβώ σε μια αναδρομική περιγραφή του πελατειακού μας αυτού συστήματος -με μία δόση σατιρικής διάθεσης- με την καθοριστική βοήθεια του μεγάλου Εμμανουήλ Ροΐδη, ο οποίος προσδιόρισε ανεξίτηλα την ταυτότητα του εν τη γενέσει τότε φαύλου αυτού συστήματος. Συμμετέχω έτσι κατά τι στην, φοβούμαι, Σισύφεια προσπάθεια του αξιέπαινου υπουργού. Οι τακτικοί αναγνώστες μου στον Οικονομικό Ταχυδρόμο και στο Βήμα θα θυμούνται ότι κι εγώ, επί τρείς δεκαετίες, αποκαλύπτω τα έργα και ημέρες του φαύλου πελατειακού συστήματος, με την προσδοκία ότι θα βρεθεί επιτέλους κάποιος σύγχρονος Ηρακλής για να επιτελέσει τον άθλο του αφανισμού του. Μολονότι η έκταση του κειμένου μου αποθαρρύνει, προσδοκώ το ενδιαφέρον των αναγνωστών μου, υποσχόμενος ότι δεν διδάσκει μόνον αλλά και τέρπει.
 Όταν οι Μαρξ και Ένγκελς…

Όταν ο άεργος (προσοχή, όχι άνεργος) Κάρολος Μαρξ και ο επιστήθιος φίλος του βιομήχανος Φρήντριχ Ένγκελς μελετούσαν εμβριθώς τις δομές και τις συνέπειες της καπιταλιστικής κοινωνίας της εποχής τους (εδώ και 180 χρόνια δηλαδή), και κατέληξαν στα όποια συμπεράσματα κατέληξαν, δεν είχαν υπ’’ όψιν τους (και δεν μπορούσαν να έχουν) και δύο τινά: α) τι σημαίνει όταν στην θέση της ιδιωτικής παραγωγικής πρωτοβουλίας βάλεις το Κράτος με δημοσίους υπαλλήλους και β) πώς συγκροτείται και πώς λειτουργεί η ελληνική Δημόσια Διοίκηση, το ελληνικό Κράτος. Αν είχαν υπ όψιν τους αυτές τις δύο εμπειρίες, αντί να εφεύρουν τον επιστημονικό σοσιαλισμό (που εξευτέλισε, με τις απόλυτες αλήθειες του, και την έννοια της επιστήμης και τους επιστήμονες, όσους τουλάχιστον προσπάθησαν καλοπίστως να γίνουν ιεροφάντες του), θα προτιμούσαν να ασχοληθούν με την μελέτη των κοινωνιών των εντόμων. Αν μάλιστα είχαν κάποια επαφή με την φύση και την ζωή και τραβούσε την επιστημονική ερευνητική τους οξυδέρκεια η οργάνωση και λειτουργία της ζωής των κοινωνιών των μελισσών, θα είχαν έκτοτε ανακαλύψει, εκτός από την αποτελεσματικότητα του καπιταλιστικού συστήματος, και την πενιχρή χρησιμότητα των περί την βασίλισσα – μέλισσα κηφήνων. Έτσι, αντί να συνηγορήσουν υπέρ της αναθέσεως της διοίκησης και εποπτείας του έργου των εργατικών μελισσών στην ex officio αναποτελεσματικότητα των κηφήνων εραστών της εξουσίας, θα είχαν εμβαθύνει τις έρευνές τους προς την αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση. Πώς θα εξουδετερώσουν ακόμα περισσότερο τις αρνητικές συνέπειες για την κοινωνική κυψέλη της απλής υπάρξεως και ακατάσχετης βουλιμίας των εν μακαρία απραξία διαβιούντων θεραπόντων της εξουσίας. Δυστυχώς άλλα εμελέτησαν, και τα λανθασμένα συμπεράσματά τους τα πληρώνουν ακόμα και σήμερα πλήθος λαοί, ανάμεσα στους οποίους και ο Ελληνικός.
Οι μακαρίτες είναι ίσως αθώοι του αίματος (κυριολεκτικά). Όμως αποδείχθηκαν και εντελώς ανίκανοι να εκτιμήσουν σωστά την ανθρώπινη φύση και την εξ αυτής προκύπτουσα ανθρώπινη συμπεριφορά. Έτσι πίστεψαν ότι, αν τα μέσα παραγωγής περιήρχοντο στον έλεγχο του κράτους και της κοινωνίας και συνεπώς καταργείτο η ιδιωτική ιδιοκτησία, τότε αυτομάτως οι ανταγωνιστικές και εκμεταλλευτικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων θα εξαφανίζονταν ως διά μαγείας και θα αποκτούσε η γη κοινωνίες αγγέλων, οι οποίοι θα κατανάλωναν ό,τι έχουν ανάγκη και θα προσέφεραν ανιδιοτελώς και με ευσυνειδησία ιεραποστόλων την εργασία, τις γνώσεις και τις ικανότητές τους χάριν του πλησίον τους και της κοινωνίας ολόκληρης. Φυσικά, δεν υποβλήθηκαν στον κόπο να λάβουν υπ όψιν τους, ότι ο στόχος προς την κοινωνική αγιότητα δεν είναι δική τους εφεύρεση, αλλά όλων των θρησκειών και των περισσοτέρων φιλοσόφων και οραματιστών του καλού και αγαθού. Ένας στόχος ωραίος αλλά ανέφικτος. Αφού «ουδείς αναμάρτητος ή μη εις ο δυνάμενος». Και θεοί δεν έγιναν οι άνθρωποι ποτέ, μολονότι πολλοί εξ αυτών λατρεύθηκαν και λατρεύονται ως θεοί.
Τους διέφυγε και κάτι άλλο, περισσότερο ουσιώδες απ’ όλα. Ότι για να κάθονται και να μελετούν και να ονειρεύονται για μια πιο δίκαιη και ανθρώπινη κοινωνία χωρίς ανισότητες και στυγνή εκμετάλλευση, όπως και οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, κάποιοι άλλοι δούλευαν περίπου ως σκλάβοι για να παράγουν υπεραξία από την οποία επωφελούνταν, όχι μόνο οι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων, στις οποίες εργάζονταν, αλλά και οι κ.κ. Μαρξ και Ένγκελς, που δεν εργάζονταν.
 Ο άνθρωπος εκ φύσεως ρέπει στην μη εργασία. Εργάζεται, διότι έχει ανάγκη να αποκομίσει χρήματα για να ζήσει όσο γίνεται καλύτερα, και γιατί, αν δεν αποδίδει στην εργασία του, κινδυνεύει να απολυθεί και να μείνει χωρίς τον επιούσιο. Αν, όμως, μπορεί να εξασφαλίσει εισόδημα σίγουρο χωρίς κίνδυνο απόλυσης, γιατί να δουλέψει; Η απλή αυτή σκέψη διέπει ουκ ολίγους κρατικοδίαιτους μονίμους υπαλλήλους, που ο επιστημονικός σοσιαλισμός τούς εξασφάλισε πλήθος θεωρητικών επιχειρημάτων, για να διαστρέψουν ως ακολούθως τον γνωστό μαρξιστικό ορισμό του κομμουνισμού, όπως έχει καταλήξει: «Έκαστος ανάλογα με τις απεριόριστες ανάγκες του και από έκαστον με την λιγώτερη δυνατή προσπάθεια». Αρκεί να υπάρχει κάποιος άλλος, που μοχθεί για να ταΐζει κι εκείνους που διαλογίζονται φιλοσοφούντες και διαθέτουν και το μονοπώλιο της αληθείας. Όπως είχε γραφεί πριν 150 χρόνια: «Ο πολύς πληθυσμός της Ελλάδος συνίσταται εκ πεντήκοντα χιλιάδων ανθρώπων γνωριζόντων ανάγνωσιν και ανορθογραφίαν και τρεφομένων υπό ενός εκατομμυρίου αγραμμάτων φορολογουμένων».
Μολονότι ακόμα αναμασούμε την, συνήθως εκτός πραγματικότητας, έννοια του μονοπωλίου, που έχει συνδεθεί με τις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις και την ακαταμάχητη, υποτίθεται, δύναμη επιρροής τους και συνεπώς εκμετάλλευσης των κοινωνιών όπου λειτουργούν, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν πια καθημερινά στο πετσί τους ότι κάποια από τα στυγνότερα και πιο απάνθρωπα μονοπώλια είναι εκείνα, που στηρίζονται στην πανίσχυρη κρατική εξουσία, και που ο απόλυτος μονοπωλιακός τους χαρακτήρας μετατρέπει τους πολίτες των κοινωνιών σε ταπεινούς δούλους τους.
Μπορεί όλα αυτά να μην είχαν τις αναγκαίες προσλαμβάνουσες παραστάσεις για να τα σκεφτούν οι αείμνηστοι Μαρξ και Ένγκελς και οι μετ’ αυτούς απόστολοι, διότι άλλη ήταν η δομή και οι συνθήκες των κοινωνιών της εποχής τους. Όμως, σε κάποια ασήμαντη γωνίτσα της τότε πεπολιτισμένης Ευρώπης, έζησε ένας άνθρωπος, που είχε προφανώς και περισσότερη παρατηρητικότητα και περισσότερο πρακτικό μυαλό από τους Γερμανούς αυτούς οραματιστές. Και, μελετώντας καθημερινά την ελληνική κοινωνία και το πολιτικό της εποικοδόμημα, μπόρεσε να δει και να περιγράψει με την δηκτική πέννα του, αυτά που έκτοτε συνέβαιναν και εξακολουθούν να ισχύουν στην ελληνική πολιτεία, η οποία ασφαλώς δεν είναι μια εξαίρεση στο σύνολο των ανθρώπινων κοινωνιών, έστω και αν, ως ακραία περίπτωση, τσακίζει κόκκαλα.
Εννοούμε, όπως θα καταλάβατε ήδη από το προαναφερθέν τσιτάτο του, τον προσφιλή στον γράφοντα Εμμανουήλ Ροΐδη, ίσως τον πιο διεισδυτικό ανατόμο της ελληνικής κοινωνίας και ιδιαίτερα της πολιτικής εξουσίας στην χώρα μας, τον οποίο οι νεώτερες γενιές αγνοούν παντελώς μη μπορώντας να τον διαβάσουν. Περί αυτού φρόντισε επιμελώς η κατεστημένη αντίδραση, με το να τις αποκλείσει από την εκμάθηση της καθαρεύουσας, στην οποία έχει γράψει και ο Ροΐδης και πλήθος άλλοι σπουδαίοι Έλληνες διανοητές του 19ου και 20ου αιώνα. Άλλωστε, πώς να επιτραπούν αναδρομές στην πάντα επίκαιρη σκέψη του, αφού κάτι τέτοιο θα εξέθετε σε δεινή αμφιβολία την αξιοπιστία πολλών σύγχρονων κοινωνιολογικών αναλύσεων μαρξογενούς προέλευσης ή επιρροής και θα αποκάλυπτε βασικές αιτίες των δεινών που ταλανίζουν τηn χώρα μας και σήμερα και οι οποίες ισχύουν, έκτοτε, σταδιοδρομούσες αδιατάρακτα υπέρ των αρχουσών δημοσιοϋπαλληλικών τάξεων και των υφισταμένων σ’ αυτές πολιτικών δυνάμεων, σε μια σχέση αμοιβαίας εξάρτησης και αλληλοτροφοδότησης.
 Ας είναι καλά το διαδίκτυο
Θα διερωτηθείτε γιατί θεωρώ μείζον το θέμα αυτό, όταν μάλιστα ζούμε και δεινοπαθούμε από την κρίση που μαστίζει την Ελλάδα. Πολύ περισσότερο όταν το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα ταλανίζεται από τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος και από την αναζωπύρωση της πρωτόγονης βίας, που παρασύρει στην απάνθρωπη γοητεία της την σύγχρονη ανθρωπότητα, υποδαυλίζοντας και νέους ανελέητους θρησκευτικούς πολέμους, που ανατρέχουν για νομιμοποίησή τους σε προφητείες και οράματα μεταφυσικού κύρους. Ας είναι καλά το διαδίκτυο, που διδάσκει από την βρεφική ηλικία πώς να εγκληματείς χωρίς τιμωρία και με εγγυημένη την προστασία της ταυτότητάς σου από την ανωνυμία και τις παρεξηγημένες ή παραποιημένες ατομικές ελευθερίες.
Γιατί μια από τις βασικές προϋποθέσεις για να βγει από το σημερινό αδιέξοδο η ελληνική κοινωνία και να δημιουργηθούν οι συνθήκες για μια πορεία προς την πρόοδο -προς την οποία άλλοι λαοί καλπάζουν ήδη σε μια αναμέτρηση που κύριο στοιχείο της έχει τον ανταγωνισμό και την άμιλλα- είναι να ξεφύγουμε από το τέλμα στο οποίο είναι καταδικασμένη η ελληνική κοινωνία και το οποίο προσδιορίζεται από τον ατέλειωτο φαύλο κύκλο πολιτικής εξουσίας και δημοσιοϋπαλληλικής συντεχνίας, με την υπόγεια αργυρώνητη σύμπραξη διαπλεκόμενων συμφερόντων.
Στο άρθρο αυτό, λοιπόν, θα παραθέσουμε σειρά αποσπασμάτων από κείμενα του Ροΐδη (που τα αντλούμε από τα Άπαντά του στις εκδόσεις «Ερμής» του 1978, Τόμος Β΄) στα οποία, παρ’όλη την απόσταση δυο σχεδόν αιώνων αφ’ότου γράφηκαν, λίγες μόνον λέξεις θα άλλαζε ή εκσυγχρονισμούς θα χρειαζόταν να κάνει ο μελετητής τους, προκειμένου να έχει ανάγλυφη την σημερινή εικόνα της Ελλάδας.
Ο ρόλος των πολιτικών
Για να αποφύγει το σοκ ο αναγνώστης, τον προϊδεάζουμε με την υπόμνηση ότι το σημερινό αδιέξοδο δεν είναι καθ’ εαυτό τα ελλείμματα του δημοσίου τομέα, και η συνεπακόλουθη ασύνετη διόγκωση του δημοσίου χρέους, αλλά η αιτία τους. Στις άλλες χώρες, τουλάχιστον τις ευνομούμενες και αποτελεσματικά λειτουργούσες, οι δημόσιες υπηρεσίες και οργανισμοί, καθώς και οι δημόσιες θέσεις, δημιουργούνται και λειτουργούν για να διευκολύνουν την ομαλή και ειρηνική συμβίωση των πολιτών σε μια κοινωνία, την αποτροπή κινδύνων που μπορεί να απειλήσουν την υπόσταση και απρόσκοπτη λειτουργία της και για την υποβοήθηση της προόδου και ευημερίας του λαού. Δηλαδή οργανισμοί και θέσεις δημιουργούνται για να προσφέρουν κάποιες υπηρεσίες. Στην Ελλάδα συμβαίνει περίπου το ακριβώς αντίστροφο. Δημιουργούνται και συντηρούνται κρατικοί οργανισμοί, επιχειρήσεις και θέσεις, απλώς για να διορίζονται σ’ αυτές όσο γίνεται περισσότεροι προκειμένου να εξασφαλίζουν τα προς το ζην. Όχι γιατί πρέπει να προσφέρουν κάποιες υπηρεσίες. Οι τελευταίες είναι πρόσχημα, που παρεμπιπτόντως και σπανίως χρησιμοποιείται πια. Το μαρξιστικής εμπνεύσεως «δικαίωμα στην τεμπελιά» θεωρείται, από τους υπηρέτες του λαού, δημοκρατική κατάκτηση, όπως άλλωστε και το αριστερό «όχι στην εντατικοποίηση» για τους φοιτητές.
Ποιός έκανε, όμως, αυτούς τους διορισμούς; Μα οι πολιτικοί που εκλέγονται από τους ψηφοφόρους. ‹Αρα οι διορισμοί είναι ρουσφέτι (πάντοτε, όπως εύστοχα είχε παραδεχθεί πριν 25 χρόνια ο τότε πρόεδρος της ΑΔΕΔΥ Σπ. Γιατράς) για εξαγορά ψήφων. Άρα δεν έχει σημασία ποιος διορίζεται, αν έχει τα προσόντα και αν πρόκειται και μπορεί να προσφέρει τις υπηρεσίες που προβλέπει η θέση (αν προβλέπει κάτι τέτοιο), αλλά αν αυτός και τα μέλη της οικογένειάς του ανήκουν στο κόμμα και ιδιαίτερα στην εκλογική περιφέρεια όπου εκλέγεται ο διορίζων. Τα προσόντα και οι ικανότητες δεν θεωρούνται αναγκαία. Γι’ αυτό, άλλωστε, και το πτυχίο, που συχνά χρειάζεται ως τυπικό προσόν, δεν ήταν αναγκαίο να αντιπροσωπεύει και σχετικές γνώσεις ή να είναι γνήσιο. Τα κόμματα παριστάνουν ότι διορίζουν αναγκαίους δημόσιους λειτουργούς και οι διοριζόμενοι παριστάνουν ότι γνωρίζουν το αντικείμενο της υπηρεσίας, που υποτίθεται ότι καλούνται να προσφέρουν. Αν το γνωρίζουν κιόλας δεν βλάπτει, αφού άλλωστε κάποιοι πρέπει και να διεκπεραιώνουν κάποιες υποθέσεις με κάποιο αποτέλεσμα.
Είναι αλήθεια ότι η δημιουργία του ΑΣΕΠ περιόρισε τις δυνατότητες του πελατειακού συστήματος. Όμως το τελευταίο υπονόμευσε το ΑΣΕΠ, όποτε το μπόρεσε, και χρειάσθηκε να έλθει η συμφορά που μας έπληξε από την αδυναμία εξόφλησης των δανείων μας δια της τρόϊκας για να επιβληθεί δραστικός περιορισμός των διορισμών, αλλά προσωρινά, όπως οι πολλοί ελπίζουν, έως την έξοδο από τα μνημόνια.
Και αφού και οι μεν και οι δε γνώριζαν ότι άλλος είναι ο σκοπός του διορισμού και όχι η εξυπηρέτηση των πολιτών, γι’ αυτό και αδιαφορούν και για την ποιότητα και για την ίδια ακόμα την παροχή των υπηρεσιών από τους διοριζόμενους. Εκείνο που έχει σημασία είναι αν θα μας ψηφίσουν οι διορισθέντες και γενικά οι εξαρτημένοι από το δημόσιο (ο δημόσιος τομέας ελέγχει άμεσα ή έμμεσα τουλάχιστον το 70% της οικονομικής ζωής της χώρας). Άρα επ’ ουδενί λόγω πρέπει να τους δυσαρεστήσουμε.
Το αν υπάρχουν λεφτά για να πληρωθούν ή όχι δεν μετράει. Το αν εργάζονται ή δεν εργάζονται οι υπηρετούντες το δημόσιο εν ευρεία έννοια δεν υπολογίζεται. Το αν είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους ή αδιαφορούν δεν λαμβάνεται υπ’όψιν. Το αν είναι έντιμοι ή εκβιαστές ή λωποδύτες δεν διερευνάται. Άλλωστε η μονιμότητα και η de facto ουσιαστική κατάργηση της πειθαρχικής αντιμετώπισης των παρεκκλίσεων από τους νόμους και τους κανονισμούς, μαζί με την προς τα κάτω αναξιοκρατική εξίσωση των πάντων, εξασφαλίζει το δια βίου απυρόβλητο και την δια βίου λειτουργία του πρυτανείου του δημοσίου. Αυτός είναι ο πραγματικός λόγος της λυσσαλέας αντίδρασης προς κάθε αξιολόγηση στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα και την τοπική αυτοδιοίκηση.
Είδαμε σ’ όλη αυτήν την περίοδο που μας κυβέρνησαν κοινοπραξίες και υποτιθέμενες ισχυρές κυβερνήσεις (φθάσαμε ως και σε Οικουμενική) πόσο ανίσχυρα είναι τα κόμματα απέναντι της δημοσιοϋπαλληλικής συντεχνίας σε ευρεία έννοια και τις πανίσχυρες και στο απυρόβλητο ηγεσίες τους, τους συνδικαλιστές τους. Και είδαμε επίσης πώς κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος όλη η φιλολογία για τα αδιέξοδα ελλείμματα του Δημοσίου, και των πρωθυπουργών, και των κομμάτων που στήριξαν αυτές τις κυβερνήσεις, όταν βρίσκονταν αντιμέτωποι με αιτήματα των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα. Παράδοση άνευ όρων. Παροχές, ασταμάτητες παροχές από άδεια ταμεία, με ταυτόχρονη υποκριτική θρηνολογία και παραινέσεις προς τον ελληνικό λαό για περιορισμό της σπατάλης και λιτότητα λόγω πτωχεύσεως του δημοσίου.
Να, λοιπόν, που υπάρχουν λεφτά, διαπίστωναν εύλογα οι απλοί άνθρωποι. Αν δεν υπήρχαν, πώς θα έδιναν; Το ότι τα βρίσκουμε με επώδυνο δανεισμό από το εξωτερικό και με έκδοση (μέχρι να ενταχθούμε στην Ευρωζώνη) πληθωρικού χαρτονομίσματος, φαίνεται ότι δεν συγκινούσε κανένα. Έστω και αν έτσι αποδεικνύονταν και ανακόλουθοι προς τις διακηρύξεις και υποσχέσεις τους οι κυβερνώντες.
Μάλιστα, με τις οικουμενικές κοινοπραξίες των κομμάτων μας, απεδείχθη και κάτι άλλο, πρωτοφανές ίσως διεθνώς. Ότι, στην Ελλάδα, τα κόμματα δεν αντιπροσωπεύουν, έστω και στοιχειωδώς, διαφορετικά το καθένα ταξικά συμφέροντα, συγκρουόμενα και αλληλομαχόμενα. Όλα τα κόμματα αντλούν ψήφους από όλες ταυτόχρονα τις τάξεις και όλα είναι υποχείρια της δημοσιοϋπαλληλικής νομενκλατούρας και του δημοσίου τομέα γενικώτερα. Έχουν ψηφοφόρους απ’ όλες τις τάξεις και συνεπώς κανένας δεν θέλει να δυσαρεστήσει κανέναν.
 Τι είναι τα κόμματα
Κι έτσι ερχόμαστε πολύ φυσιολογικά πια στον Ροΐδη, ο οποίος από το 1876 διαπίστωνε ήδη: «Αλλαχού τά κόμματα γεννώνται, διότι εκεί υπάρχουν άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των Κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα, να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου. Αν υπήρχε λεξικόν της νεοελληνικής γλώσσης, νομίζομεν ότι ο ορισμός της λέξεως «κόμμα» ήθελεν είναι ο ακόλουθος: Ομάς ανθρώπων ειδότων ν’ αναγινώσκωσι και ν’ ανορθογραφώσιν, εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες, ενούμενοι υπό ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν’ αναβιβάσωσιν αυτόν διά παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παράσχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσιν». Μπορεί να ηχεί βάναυσα η διαπίστωση, αλλά όταν ο Ροΐδης αποτολμούσε υπό καθεστώς μοναρχίας τέτοια κριτική, εμείς αισθανόμαστε άνετα να τον επαναλάβουμε εν πλήρει δημοκρατία.
Αλλά και η συνέχεια, μετά την κατάληψη της εξουσίας, προσδιοριζόταν από τον Ροΐδη με αδίστακτη μεν, αλλά εύστοχη ωμότητα, που και σήμερα επιβεβαιώνεται από τα πράγματα:
«Κατά τον πολύν Μοντέσκιον (Μοντεσκιέ), έκαστος υπουργός, λαμβάνων την εξουσίαν, φροντίζει κατά μεν το πρώτον έτος περί εαυτού, κατά δε το δεύτερον περί της επαρχίας του, και έπειτα, τέλος πάντων, και περί του έθνους εν γένει. Ουδόλως, λοιπόν, πρέπει να δυσανασχετώμεν κατά των ημετέρων πολιτικών, αν δεν προφθάνουσι να πράξωσι το παραμικρόν υπέρ του τόπου, αφού ουδέ τας ιδίας των υποθέσεις αφήνομεν αυτοίς καιρόν να τελειώσωσιν».
Όσο για την ποιότητα των διοριζομένων, στην οποία αναφερθήκαμε προεισαγωγικά, ο Ροίδης είναι περισσότερο ωμός και καυστικός: «Ως ο Ιησούς εκήρυξεν ότι ήθελε σώσει τους αμαρτωλούς και ουχί τους δικαίους, ούτω και σήμερον παρ’ ημίν η αισχρότης της διαγωγής είναι πρόσθετος τίτλος εις τας ευεργεσίας του (πρωθυπουργού) κ. Κουμουνδούρου. Πολλοί μάλιστα λέγουσιν, ότι αυτή είναι παρ’ αυτώ απαραίτητον προσόν, ημείς όμως πιστεύομεν ότι και μόνη η ανικανότης αρκεί προς απόκτησιν της ευνοίας του, φθάνει μόνο να είναι αρκούντως αποδεδειγμένη».
Κάθε ομοιότητα με τα συμβαίνοντα και στην σύγχρονη Ελλάδα δεν είναι, βέβαια, διόλου συμπτωματική. Όπως, άλλωστε, και η ακόλουθη διαπίστωση: «Οσάκις εις τον ημέτερον πρωθυπουργόν γίνονται παρατηρήσεις περί του ποιού των υπ’ αυτού διοριζομένων, ότι είναι αμαθείς, βλάκες, υπόδικοι επί κλοπή ή κατάδικοι επί πλαστογραφία, εις τας ενστάσεις ταύτας η αγαθότης αυτού ευρίσκει στερεότυπον και όντως λακωνικήν απάντησιν: ‘‘Δεν πειράζει’’».
Μετά, πάντως, από τέτοιας ποιότητας διορισμούς, και με βάση τον σκοπό για τον οποίο γίνονταν (η εξασφάλιση εις τους διοριζόμενους των μέσων προς το ζην χωρίς να σκάπτωσιν) ήταν επόμενον να ισχύουν και τα ακόλουθα: «Εξ όλων των κατοικούντων επί του πλανήτου μας διπόδων, ο Έλλην στρατιώτης είναι το ολιγαρκέστερον, και εν πολλοίς το δαπανηρότερον. Αρκείται μεν εις άρτον και ελαίας, αλλά ίνα διοικηθή έχει, φαίνεται, ανάγκην στρατηγών, ταγματαρχών, λοχαγών, ανθυπασπιστών, λοχιών και δεκανέων δεκαπλασίων των αλλαχού, η δε απαραίτητος αύτη ανάγκη του καταδικάζει ημάς να μη έχωμεν στρατόν! Ό,τι ακολουθεί εις τον στρατόν συμβαίνει, δυστυχώς, και εις τους άλλους κλάδους. Τα ημέτερα δένδρα, μάλλον δυσφύλακτα, έχουσιν ανάγκην πλειόνων δασοφυλάκων, τα ημέτερα πλοία, μάλλον δύσπλοα, πλειόνων πλοιάρχων, αι ημέτεροι αλυκαί πλειόνων αλαταποθηκαρίων, τα ημέτερα δικαστήρια απειράκις πλειόνων δικαστικών γραφέων, αι ημέτεροι φόροι πλειόνων φοροφάγων».
Οι διαπιστώσεις ισχύουν περίπου και σήμερα, αλλά ο κατάλογος θα ήταν ατέρμων, αφού προστέθηκαν δεκάδες χιλιάδων νέες ειδικότητες και θέσεις στο δημόσιο για την εξυπηρέτηση (διάβαζε την αφαίμαξη) των πολιτών.
Αλλά ποιος ενδιαφέρεται γι’ αυτά στην Ελλάδα; Οι ελάχιστες εξαιρέσεις δεν άμβλυναν τον κανόνα. Εξ ου και ο παντεπόπτης Ροΐδης, με το ψευδώνυμο «Ασμοδαίος», διαπίστωνε: «Εν ήμισυ εκατομμύριον νοήμονος και φιλοπόνου λαού, οικούντος χώραν ευλογημένην, οία η Ελλάς, κατηνάλωσεν ολόκληρον τεσσαρακονταετίαν εις αγόνους συζητήσεις περί κομμάτων και κομματαρχών, άπαν δε το χρήμα του, αντί έργων χρησίμων προς πόλεμον ή προς ειρήνην, εδαπάνησεν εις συντήρησιν κοπαδιού κομματικών κηφήνων, χάριν των οποίων στέργει την πενίαν, την κακοπραγίαν, την ασημότητα και τους εμπαιγμούς του κόσμου όλου».
Αν το απόσπασμα αυτό μεταγλωττιζόταν στην δημοτική, δεν θα απέδιδε άριστα την σημερινή εικόνα της Ελλάδας, που κατατρίβεται σε άγονες και ατέρμονες συζητήσεις για κόμματα, εκλογικά συστήματα, προεδρολογία, αναλογίες εκπροσώπησης των κομμάτων σε επιτροπές και διάφορα δημόσια όργανα; Και μήπως και σήμερα δεν δαπανάται το δημόσιο χρήμα για την συντήρηση κοπαδιών κομματικών κηφήνων;
Όσο για την ασημότητα της χώρας μας και τους εμπαιγμούς του κόσμου, τα ζήσαμε και τα ζούμε ήδη καθημερινά και στο Κυπριακό, και στο Αιγαίο, και στις σχέσεις μας με τους εταίρους μας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και στην αδιαφορία των λαών του Τρίτου Κόσμου, των οποίων θελήσαμε να παραστήσουμε τον προστάτη και συνήγορο, στις εδαφικές διεκδικήσεις όλων περίπου των γειτόνων μας (Τούρκων, Σκοπιανών, Αλβανών) και στην ωμή κριτική των εκθέσεων όλων των διεθνών οικονομικών οργανισμών, που ελεεινολογούσαν την άφρονα οικονομική συμπεριφορά των κυβερνήσεών μας και το χαμηλό φορολογικό και συναλλακτικό ήθος του λαού μας.
 Καταβάλλουν λύτρα
Εύλογα ανακύπτει το ερώτημα: μα γιατί τα κόμματα και οι κυβερνήσεις ανέχονται και υποκύπτουν σε αυτές τις ολέθριες για τον τόπο καταστάσεις και τις συντηρούν, αντί να προσπαθήσουν να τις εξαφανίσουν; Ο Ροΐδης εδώ απαντά εκτενέστερα. Ας τον προσέξουμε:
«Αγαπώντες προ παντός άλλου την δικαιοσύνην, δεν λέγομεν ότι εις την τοιαύτην κατάστασιν αρέσκονται πάντες ανεξαιρέτως οι βουλευταί καί κομματάρχαι, αλλά τούτο μόνον: ότι τινές εξ αυτών την εδημιούργησαν εκ φιλαρχίας, σήμερον δε πάντες αυτήν υφίστανται εξ ανάγκης. Οι τε φαύλοι και οι αγαθοί πράττουσι παρ’ ημίν τα αυτά, η μόνη δε μεταξύ αυτών διαφορά συνίσταται εις το ότι οι μεν τα πράττουσι μετά χαράς, οι δε άνευ χαράς. Η θέσις των παρ’ ημίν πολιτευομένων πολύ ομοιάζει την των αυτοκρατόρων της βυζαντινής Ρώμης, οίτινες προς κατάληψιν του θρόνου συνεμάχουν μετά Φράγκων, Τούρκων και Βουλγάρων, εις ους αυτοί τε και οι υπήκοοι αυτών επλήρωνον έπειτα λύτρα. Απαραλλάκτως και οι ημέτεροι φατριάρχαι, προς σχηματισμόν ή ενίσχυσιν κόμματος, εστρατολόγουν εκ των τριόδων μισθοφόρους, ους επλήρωνον διά δημοσίων χρημάτων, ήτοι διά θέσεων περιττών. Των τοιούτων μισθοφόρων επί τοσούτον επολλαπλασιάσθη προϊόντος του χρόνου ο αριθμός και το θράσος, ώστε κατέστησαν σήμερον η μόνη αξιόμαχος δύναμις της Ελλάδος, προ της οποίας και βασιλεία και κυβέρνησις και βουλή και ολόκληρον το έθνος κύπτει το γόνυ μετά τρόμου.
Εσφαλμένως, νομίζομεν, παρωμοίασαν τινες τους ημετέρους κομματάρχας προς αρχηγούς ληστρικών συμμοριών. Το πταίσμα αυτών είναι ότι εδημιούργησαν τας συμμορίας, σήμερον όμως αντί να είναι αρχηγοί αυτών, κατήντησαν απλοί μεσίται, διά των οποίων αι συμμορίαι αύται διαπραγματεύονται προς το έθνος τα λύτρα ανθ’ ων συγκατανεύουσι να παραχωρήσωσιν αυτώ ασφάλειαν ζωής και περιουσίας. Τα λύτρα ταύτα καλούνται κατ’ ευφημισμόν προϋπολογισμός. Απόδειξις, όμως, του αληθούς αυτών χαρακτήρος είναι η δουλική ευπείθεια, μεθ ‘ης ολόκληρος η Βουλή, σιγώσης της αντιπολιτεύσεως, σπεύδει να τα καταβάλη άνευ συζητήσεως εις τον εισπράκτορα της κατισχυούσης συμμορίας, καλώς γνωρίζουσα ότι πάσα αντίστασις ή απόπειρα ελαττώσεως αυτών ήθελε τιμωρηθή δι’ αναστατώσεως την επιούσαν. Το δε όντως λυπηρόν είναι ότι, και υποτασσόμενοι εις πάσαν ταπείνωσιν και κακουχίαν, στέργοντες να μένωμεν άοπλοι και εις πάσαν ύβριν εκτειθέμενοι, πάλιν δεν κατορθούμεν να πληρώνωμεν ολοσχερώς τα κατ’ έτος εξογκούμενα ημών λύτρα, αναγκαζόμενοι να δανειζώμεθα ακαταπαύστως, και ίσως μετ’ ου πολύ να παραστήσωμεν το πρωτοφανές εν τη ιστορία θέαμα έθνους χρεωκοπούντος άνευ παρασκευών, άνευ πολέμου, άνευ επαναστάσεως ή άλλης τινός εκ των μέχρι τούδε γνωστών προφάσεων χρεωκοπίας. Τούτο πάντες βλέπομεν, η δε επιστήμη το κηρύττει δια του στόματος τού κ. Σούτζου [σσ.: Καθηγητού της Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών την εποχή του Ροΐδη], υποδεικνύοντος τας οικονομίας ως την μόνην σωτηρίας οδόν. Προς ταύτην όμως ουδείς πολιτευόμενος τολμά να τραπή, ουχί εξ ελλείψεως πατριωτισμού, αλλά διότι καλώς γνωρίζει ότι αδύνατον είναι να προχωρήση επ’ αυτής, χωρίς να προσκρούση ανά παν βήμα εις συμφέροντα προσωπικά, άτινα θέλουσιν ορθωθή κατ’ αυτού ώς έχιδναι φαρμακεραί, των οποίων επατήθη η ουρά.»
Τι απ’ όσα έγραφε ο Ροΐδης πριν 140 περίπου χρόνια δεν ισχύει και σήμερα; Μήπως όλοι οι πολιτικοί, ευχαρίστως ή με δυσφορία, δεν υποκύπτουν σε κάθε απαίτηση των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα; Μήπως στρατιές των δημοσίων υπαλλήλων και των εργαζόμενων στις ΔΕΚΟ [σσ: επί Ροΐδη και επί Μαρξ ήταν ακόμα άγνωστες] δεν καλύπτουν πλήθος θέσεις περιττές; Και μήπως αυτές οι στρατιές δεν επιβάλλουν κάθε τόσο λύτρα στο έθνος, που τα πληρώνει ο κρατικός προϋπολογισμός, για να μην μας κόβουν το ρεύμα, το νερό, τις συγκοινωνίες, την διακίνηση αγαθών, τις πρώτες βοήθειες, κάθε είδος πρώτης ανάγκης, που μας επιτρέπει να επιβιώνουμε; Και μήπως ολόκληρη η Βουλή, χωρίς αντιπολιτευτικές ψήφους, δεν σπεύδει κάθε τόσο με δουλική ευπείθεια να καταβάλει αυξήσεις στους εισπράκτορες των κατισχυουσών συμμοριών, που σήμερα αδόκιμα μετονομάσαμε σε συντεχνίες; Και μήπως τα λύτρα αυτά δεν πληρώνονταν με ακατάπαυστο δανεισμό σε τρόπον, ώστε χωρίς να έχουμε αντιμετωπίσει οποιαδήποτε θεομηνία, πόλεμο ή άλλη απρόβλεπτη συμφορά, να έχουμε φθάσει σε χρεωκοπία;
Το ότι συμβαίνουν όλα αυτά επί 180 περίπου χρόνια στην Ελλάδα, με φωτεινά ευτυχώς διαλείμματα που ανακόπτουν τον κατήφορο και επιτρέπουν και κάποιες πρόσκαιρες ανόδους, είναι μεν καταφανώς ηλίου φαεινότερο, αλλά παραμένει περίπου ασχολίαστο. Η υπαγόρευση άλλων οδών προσεγγίσεως της πραγματικότητας από τον μαρξιστικό δογματισμό και οι δισταγμοί της επιστήμης της κοινωνιολογίας να έλθει σε σύγκρουση με το ίδιον συμφέρον, αφού οι εκπρόσωποί της είναι και αυτοί κατά κανόνα τρόφιμοι του κρατικού προϋπολογισμού, και συνεπώς συνάδελφοι των «συμμοριών προς τας οποίας η κοινωνία πληρώνει λύτρα», δεν επέτρεψαν να ενημερωθεί επαρκώς και συστηματικά το πλήθος των φορολογουμένων, οι οποίοι προθύμως παλαιότερα, αγανακτούντες σήμερα, πληρώνουν για να είναι δούλοι της δημοσιοϋπαλληλικής γραφειοκρατίας.
Στρατός κατοχής
Στις 16 Νοεμβρίου 1989 πρωτοχαρακτήρισα στον Οικονομικό Ταχυδρόμο ως «δυνάμεις κατοχής» τους συνδικαλιστές του ευρύτερου δημόσιου τομέα και τις στρατιές των διορισμένων από τους πολιτικούς και τους λοιπούς κρατοδίαιτους Έλληνες, που είναι πάνω από το 50% του πληθυσμού (συμπεριλαμβάνονται και οι κρατοδίαιτοι αγρότες καθώς και η σπουδάζουσα νεολαία μας, που τα σπάει κι από πάνω όποτε της γουστάρει στα πανεπιστήμια, στα γήπεδα ή στους δρόμους). Και διαβεβαιώναμε ότι, άσχετα από τις αντίθετες υποσχέσεις των κυβερνώντων έστω και οικουμενικώς, οι δυνάμεις κατοχής θα εξασφάλιζαν και πάλι την τροφοδοσία της επιμελητείας τους. Και γράφαμε: «Όπως οι Γερμανοί και οι Ιταλοί λήστευαν την αγροτική μας παραγωγή, τα συναλλαγματικά και εις χρυσόν αποθέματα της Τραπέζης της Ελλάδος και ό,τι άλλο είχε η κατεχόμενη από αυτούς Ελλάδα στην περίοδο 1941-44 για να διάγουν καλώς τα στρατεύματά τους, που είχαν υποδουλώσει την χώρα μας, αυτό γίνεται και σήμερα υπέρ της δημοσιοϋπαλληλικής και της κρατοδίαιτης νομενκλατούρας ιδιαίτερα των συνδικαλιστών της και των ακολούθων τους σε βάρος του υποδουλωμένου σ’ αυτήν υπόλοιπου λαού».
Εκείνο που διαπιστώνουμε πια όλοι οι Έλληνες, είναι ότι τα κόμματα ενδιαφέρει αποκλειστικά ο δημόσιος τομέας. Προφανώς γιατί με τους δημοσίους υπαλλήλους κυβερνούν, αυτούς διορίζουν και είναι οι αφοσιωμένοι (τρόπος του λέγειν) και αναγκαίοι υπηρέτες τους, αλλά ταυτόχρονα και οι δυνάστες τους. Αφού δεν μπορούν ή δεν τολμούν να τους απολύσουν, ακόμα και όταν παρανομούν, πρέπει να τους έχουν ευχαριστημένους. Όπως οι Σουλτάνοι τους Γενίτσαρους. Γιατί οι Γενίτσαροι, έχοντας όλη την δύναμη του κράτους στα χέρια τους, μπορούσαν να ανατρέπουν τους Σουλτάνους. Όπως άλλωστε και να τους ανεβάζουν στον θρόνο.
Μεταξύ όμως της εποχής Ροΐδη και της σημερινής υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά, προς το χειρότερο δυστυχώς, την οποία υπονοεί μεν ο μακαρίτης όταν χρησιμοποιεί τους όρους «συμμορία» και «λύτρα», αλλά δεν μπορούσε να συλλάβει τις προεκτάσεις, τις οποίες έχει πάρει το πράγμα σήμερα. Τότε οι υποτελείς των «συμμοριών» ήταν οι κομματάρχες και τα κόμματα. Σήμερα είναι ολόκληρος ο Ελληνικός λαός. Γιατί ο εκβιασμός των συντεχνιών ασκείται σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, που τελεί σε ομηρία διαρκείας προς τα κρατικά μονοπώλια και τους υπαλλήλους που τα στελεχώνουν. Η απειλή π.χ. διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος, η οποία μπορεί να παραλύσει την χώρα ή και να την θανατώσει, στρέφεται όχι μόνον κατά της κυβερνήσεως αλλά κατά ολόκληρου του λαού, που πληρώνει τη ΔΕΗ για να τον υπηρετεί. Η ακινητοποίηση των συγκοινωνιών πλήττει κυρίως εκείνους που δεν έχουν Ι.Χ. και δεν μπορούν να πληρώνουν ταξί, δηλαδή τους μη προνομιούχους που υποβάλλονται και στα βαρύτερα λύτρα. Η απονέκρωση των νοσοκομείων, των πρώτων βοηθειών, των σχολείων και πανεπιστημίων, μπορεί να σημαίνει ακόμα και μαζικούς θανάτους, τους οποίους όμως ποτέ δεν πληροφορείται η κοινή γνώμη. Γιατί κι αυτό είναι ανάμεσα στα λύτρα που πληρώνει ο λαός: η αποσιώπηση των επιπτώσεων από την εκβιαστική συμπεριφορά των δημοσιοϋπαλληλικών συντεχνιών. Πώς να τολμήσει ακόμα και ο δημοσιογράφος να καταγγείλει τις συντεχνίες, από τις οποίες εξαρτάται και αυτού η ζωή; Οι όμηροι κάνουν ό,τι τους υπαγορεύουν οι δεσμοφύλακές τους.
Ο πρόεδρος της Νομισματικής Επιτροπής της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) κ. Σαρτσινέλι είχε προειδοποιήσει την εποχή εκείνη (μετά την πρώτη οκταετία του ΠΑΣΟΚ), με επιστολή του προς τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας, ότι «για να ανακοπεί η δραματική απόκλιση της ελληνικής οικονομίας από τα επιτεύγματα των άλλων χωρών της Κοινότητας, πρέπει να ληφθούν δύσκολες αποφάσεις από την πολιτική ηγεσία της χώρας σας» (Το Βήμα, 25-2-90).
Ο Σαρτσινέλι, όπως σήμερα η τρόϊκα των μνημονίων, ζητούσε τα στοιχειώδη και αυτονόητα. Απόδειξη η ιστορία των εκτάκτων δημοσίων υπαλλήλων ορισμένου χρόνου, που αυτονόητο είναι να αποχωρούν άνευ ετέρου μόλις λήξει ο χρόνος για τον οποίον προσελήφθησαν. Κι όμως ούτε αυτό δεν τολμούσαν τα κόμματα απέναντι και των δοκίμων ακόμα Γενιτσάρων. Υπέκυπταν και σ’ αυτούς. Και τους μονιμοποιούσαν ανεξαρτήτως προσόντων και αναγκαιότητας, για να υποδουλωθούν ακόμα περισσότερο στην συνεχώς πολλαπλασιαζόμενη συντεχνία.
 Χρόνια νόσος και ίσως ανίατη
Τα όσα υποστήριζα τότε και επαναλαμβάνω και σήμερα γράφονται με πόνο ψυχής και με κατάθλιψη. Όχι μόνον γιατί οι διαπιστώσεις αυτές αποδεικνύουν ότι η νόσος από την οποία πάσχει η ελληνική κοινωνία είναι χρόνια και ίσως ανίατη, αλλά και γιατί αθέλητα θίγει αγαπητά πρόσωπα, ακόμα και συγγενείς και φίλους, ακόμα και μέλη της οικογένειάς μου, που είναι ή ήταν δημόσιοι υπάλληλοι και λειτουργοί και που ως άτομα ούτε ευθύνονται συνήθως για το κατάντημα αυτό, ούτε καν βαρύνονται με αναξιότητα, ανικανότητα, φυγοπονία και άλλα δεινά που χαρακτηρίζουν πλήθος συναδέλφων τους. Άλλωστε, μέσα στο δημόσιο, και ο πιο ενθουσιώδης και φιλότιμος βαθμιαία αποθαρρύνεται και αδρανοποιείται μέσα στην διαδικασία της αχρηστεύσεως των καλών από τους κακούς, καθώς λειτουργεί και κει σχεδόν χωρίς εξαίρεση ο νόμος του Γκρέσαμ (το κακό νόμισμα διώχνει το καλό). Έτσι οι θύτες του δημόσιου χρήματος είναι και ταυτόχρονα θύματα στην πλειοψηφία τους. Παρ’ όλα αυτά, πάρα πολλοί, ίσως η πλειονότητα, μολονότι αδικούμενοι και ενίοτε χλευαζόμενοι από τους εκλεκτούς του πελατειακού συστήματος, εργάζονται σκληρά και ευσυνείδητα. Γι’ αυτό άλλωστε δεν έχει ακόμα καταρρεύσει εντελώς το κράτος. Κι ας διακατέχονται κάποιοι από την φοβερή αλλά ελπίζω άδικη υποψία ότι κατά την αναγγελλόμενη αξιολόγηση θα ευνοηθούν οι πελάτες και θα αγνοηθεί και πάλι η αξιοκρατία.
Και προσέξτε. Στα προαναφερθέντα δεν υπάρχει δεύτερη γνώμη. Όλα τα κόμματα εγγυήθηκαν και ψήφισαν κάθε είδους παροχές, προνόμια και απαλλαγές από υποχρεώσεις για τους προνομιούχους του δημοσίου τομέα. Και μη νομίζετε ότι τα απασχολούσαν και τα απασχολούν και πολύ οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα. Το αν θα χρεωκοπήσουν κι άλλες εκατοντάδες ή χιλιάδες (μικρομεσαίες κυρίως αλλά όχι μόνο) επιχειρήσεις δεν τους κόφτει καθόλου. Μεριμνούσαν και μεριμνούν μόνον για τους εργαζόμενους και μη στις προβληματικές επιχειρήσεις (προσοχή και πάλι) μόνον του Δημοσίου (ΟΑΕ) και μάλιστα με προνομιακή μεταχείριση κατά προφανή παράβαση του Συντάγματος. Το ότι εν τω μεταξύ δημιουργήθηκαν εκατοντάδες νέες προβληματικές με χρέη δισεκατομμυρίων, επίσης τα άφησε περίπου αδιάφορα. Ούτε φυσικά αναζητούν τις αιτίες που βαρύνουν και τα ίδια τα κόμματα, με την άφρονα αδιαφορία τους για την εξυγίανση και διάσωση της παραγωγικής μηχανής της χώρας, που έτσι διαρκώς υπονομεύεται η διεθνής ανταγωνιστικότητά της. Αλήθεια έχετε ποτέ ακούσει, στα προγράμματα των κομμάτων, έστω και μια πρακτική σκέψη για την βελτίωση ή έστω και την μη χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας;
Και μπορείτε να μου πείτε αν έχει εκπονηθεί ποτέ από οποιοδήποτε κόμμα, από οποιαδήποτε κυβέρνηση των τελευταίων ετών, συμπεριλαμβανομένων και των συμμαχικών και οικουμενικών, οποιοδήποτε σχέδιο για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας; Εκτός εκείνων που μας επέβαλλε η τρόϊκα, και τα οποία με δυσφορία και αγανάκτηση εφαρμόζουμε.
Παράλληλα προς τους πολιτικούς, βαρύτατες είναι οι ευθύνες και των συνδικαλιστών τους, που αντί να φροντίζουν για την εξυγίανση, την βελτίωση της παραγωγικότητας, την αξιοκρατία, το ολιγάριθμο της στελέχωσης της δημόσιας διοίκησης, ώστε να είναι δυνατή η εξασφάλιση υψηλότερων μισθών (όσο λιγώτεροι τόσο καλύτερα θα πληρώνονταν), διεκδικούσαν ή ανέχονταν αθρόους διορισμούς, την αφυδάτωση των ταμείων τους, πλασματικές υπερωρίες, πλασματικά χρόνια υπηρεσίας, την πρόωρη συνταξιοδότηση, την επιμήκυνση των διακοπών, τις περισσότερες αργίες και πλήθος ημιαργίες, την μείωση του χρόνου εργασίας και ένα σωρό άλλα αρνητικά στοιχεία, που όλα μαζί συμβάλλουν στο υψηλό κόστος και συνεπώς μειωμένη ανταγωνιστικότητα, στο χαμηλό μισθολόγιο και την αναποτελεσματικότητα των δημοσίων υπηρεσιών και οργανισμών και στην ασφυκτική γραφειοκρατία, που διογκώνεται στα πλαίσια λειτουργίας του Νόμου του Πάρκινσον (πολλαπλασιασμός των θέσεων, όπως των κυττάρων στους κακοήθεις όγκους).
Θύτες και θύματα μαζί
Σ’ όλα τα πιο πάνω, θα πρέπει να προστεθεί μια ακόμα παρατήρηση, που νομίζω ότι ποτέ δεν έχει προσεχθεί ιδιαίτερα. Διαβάζομε συχνά στις εφημερίδες ή ακούμε από τις τηλεοράσεις ότι οι Αθηναίοι απειλούνται αύριο να μείνουν χωρίς συγκοινωνία ή ο ελληνικός λαός βρίσκεται μπροστά στο φάσμα ενός νέου μπλακ άουτ λόγω απεργίας της ΔΕΗ. Λες και δεν είναι Αθηναίοι οι οδηγοί των λεωφορείων που απεργούν ή δεν ανήκουν στον ελληνικό λαό οι εργαζόμενοι στην ΔΕΗ. Αυτή η σχιζοφρενική αφαίρεση, που κάθε φορά επιχειρείται για να ξεχωρίσει τους θύτες από τα θύματα, παραγνωρίζει το γεγονός, ότι οι ανήκοντες στις διάφορες συντεχνίες είναι και θύτες και θύματα. Όταν απεργούν οι οδηγοί λεωφορείων, τα θύματα είναι οι λοιποί Αθηναίοι, αλλά και οι οικογένειες των απεργών. Όταν απεργούν οι νοσοκόμοι και οι γιατροί, θύματα γίνονται και οι λεωφορειούχοι, ενώ όταν απεργούν οι υπάλληλοι της ΔΕΗ όμηροι καθίστανται στις απαιτήσεις τους όλοι οι Έλληνες, ακόμα και οι οικογένειες των απεργών.
Συνεπώς, οι θύτες είναι εναλλάξ ή και ταυτόχρονα και θύματα και, ενώ την μια βρίσκονται στον ρόλο του βασανιστή, την επομένη αγανακτούν και κραυγάζουν από τον πόνο του θύματος. Μπορεί ακόμα και οι ίδιοι οι απεργοί να σκοτώνουν μέλη της οικογένειάς τους αν π.χ. εμποδίζουν το ασθενοφόρο να μεταφέρει το παιδί τους εγκαίρως στο νοσοκομείο για να προληφθεί ο θάνατός του από ακατάσχετη αιμορραγία μετά από ένα τροχαίο ατύχημα με το μηχανάκι του.
Εννοείται δε ότι όλα αυτά συμβαίνουν, διότι οι διάφορες κλαδικές διεκδικήσεις έχουν βαθμιαία παραλύσει την λειτουργία του κράτους. Έχουν καταλύσει την νομιμότητα και έχουν αχρηστεύσει σχεδόν στο σύνολό τους τις θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος, οι οποίες προκλητικά παραβιάζονται από οποιουσδήποτε, αρκεί να εκδηλώνονται «μαζικά», έστω κι αν πρόκειται για 50-100 άτομα! Κι αυτό οφείλεται στην παραίτηση ως πολιτών όλων μας ή του κάθε πολίτη χωριστά, ακόμα κι όταν είναι δημόσιος υπάλληλος, όπως αυτές τις μέρες από τους διοικητικούς υπαλλήλους των Πανεπιστημίων, προς χάριν των οποίων τα αριστερά κόμματα διά των νεολαιών τους παρανομούν, βιαιοπραγούν, προβαίνουν σε καταλήψεις, ισχυριζόμενα ότι υπεραμύνονται δημοκρατικών κατακτήσεων. Γιατί, μια και ο καθένας διεκδικεί το θεωρούμενο δίκιο του, αδιαφορώντας για τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των άλλων και το γενικώτερο κόστος, στην συνέχεια παραδίδεται άβουλος και περιδεής στον εκβιασμό που θα του ασκήσει με την σειρά του κάποια άλλη διεκδικητική ομάδα, της οποίας δέχεται να καταστεί όμηρος και να της πληρώσει λύτρα.
Πρόκειται για μια σχιζοφρενική κατάσταση, όπου θύτες και θύματα οι συγκροτούντες την πανίσχυρη κρατική υπόσταση και το υπηρετικό προσωπικό των κυβερνώντων, με επικεφαλής τα επίσης κρατικοδίαιτα συνδικάτα, αλλά και το κυρίως στήριγμα και την δύναμη των πολιτικών, διαδραματίζουν ταυτόχρονα τον ρόλο του ενθουσιώδους δημίου και του καρατομούμενου θύματος σ’ ένα θέατρο του παραλόγου, όπου τελικά όλοι οδηγούνται στην μαζική αυτοκαταστροφή.
 Έως πότε θα εθελοτυφλούμε;
Κρίνομε ότι όλα αυτά, που περιγράψαμε ασυστηματοποίητα και άτεχνα, ως συλλογική εθελοτύφλωση με ταυτόχρονη συνύπαρξη ομαδικού σαδισμού και μαζοχισμού, δεν μπορούμε πια να τα αγνοούμε. Η χρεωκοπία που μας υποχρέωσε να υποταχθούμε στις θυσίες τις οποίες μας επέβαλαν οι δανειστές μας για να συνεχίσουν να μας δανείζουν , θα πρέπει να είναι αφυπνιστική και σωτήρια. Το να κρυβόμαστε επί ενάμισυ αιώνα πίσω από το δάχτυλό μας και να μην το αφήνομε να δείξει αυτό το «τείχος του ελληνικού αίσχους», που ματαιώνει κάθε προσπάθεια για τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και της κοινωνίας μας στο διηνεκές, είναι καθαρός στρουθοκαμηλισμός, στην συμμετοχή του οποίου θεωρούμε ανεπίτρεπτο να συμμετέχουμε με την σιωπή μας.
Και, δυστυχώς, παρά την παρούσα κρίση, η οποία επέβαλε εκ των πραγμάτων σοβαρούς περιορισμούς στις σπατάλες και την διαφθορά, που προέκυψαν μέσα στα στεγανά ασφαλείας τα οποία είχε υψώσει η συντεχνιακή αυτοδυναμία της δημοσιοϋπαλληλίας, τα φαινόμενα παραμένουν έντονα και ανεμπόδιστα, αν όχι διευκολυνόμενα. Ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, ο ακάματος και θαρραλέος κ. Λέανδρος Ρακιντζής, είναι κατηγορηματικός: «Η νοοτροπία που κυριαρχεί στην δημόσια διοίκηση δεν αλλάζει έτσι, θέλει τρεις γενιές. Προς το παρόν μπορούμε μόνον δι’ εξαναγκασμού να φροντίσουμε να γίνουν κάποια πράγματα. Από αυτήν την άποψη, η πίεση που μας ασκείται είναι μεγάλη ευκαιρία. Ο δημόσιος υπάλληλος θα πρέπει να εξυπηρετεί τον κόσμο, ακόμα κι αν βρίζει, να υποχρεώνεται να το κάνει. Δεν υπάρχει άλλη λύση». Σ’ ό,τι αφορά τους πολιτικούς, την κυρίως υπεύθυνη πλευρά του πελατειακού κράτους, ο κ. Ρακιντζής είναι εξ ίσου αποκαλυπτικός: «Στην Ελλάδα, σε κάθε κυβερνητική μεταβολή αλλάζουν 15.000 στελέχη, με ευθύνη των πολιτικών που τα επιλέγουν. Πώς να λειτουργήσει ένα κράτος έτσι;». Και προχωρεί ακόμα περισσότερο: «Έχουν εντατικοποιηθεί οι προσπάθειες βολέματος πολιτικών φίλων και συγγενών και οι επιχειρήσεις διάσωσής τους από τις συνέπειες των περικοπών, τώρα μάλιστα που έχουν μειωθεί και οι διαθέσιμες φωλιές ανέμελου βιοπορισμού». (Καθημερινή, 16/7/2014).
Δυστυχώς, «φωνή βοώντος εν τη ερήμω» και ο κ. Επιθεωρητής, από τον οποίο μάλιστα πρόσφατα αφαιρέθηκε ξαφνικά η δυνατότητα να ασκεί ενστάσεις κατά αποφάσεων πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων, οι οποίες κατά κανόνα είναι αθωωτικές από συντεχνιακή αλληλεγγύη. «Κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει». Ευτυχώς αυτή η φαύλη διάταξη καταργήθηκε. Αλλά για τον ένα χρόνο που ίσχυσε υπήρξε πλήρης ασυδοσία, με δήμους και άλλους οργανισμούς να σπεύδουν να βγάλουν αθωωτικές αποφάσεις, για να εξαιρεθούν οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι από την κινητικότητα. Έτσι εξηγείται και το γιατί η περιφερειάρχης κυρία Δούρου και οι δήμαρχοι που συμπλέουν μαζί της έσπευσαν να αρνηθούν τις έρευνες των ελεγκτών δημόσιας διοίκησης για τυχόν παρανομίες των υπαλλήλων τους και γενικώτερα την αξιολόγηση των προσόντων τους. Προφανώς, προκειμένου να διασώσουν τους διορισθέντες από το πελατειακό κράτος, για το οποίο ευθύνονται όλα τα κόμματα και όχι μόνο τα κυβερνώντα.
Ζητείται μια άλλη Ελλάδα
Όσο το ελληνικό δημόσιο και η πολιτική ηγεσία θεωρούν αυτονόητο δικαίωμά τους να εξουσιάζουν αντί να υπηρετούν, όσο οι κρατικές υπηρεσίες επιμένουν να υποκαθιστούν τους ιδιώτες στην ελεύθερη και νόμιμη δραστηριότητά τους αντί να είναι πρόθυμοι συμπαραστάτες και εγγυητές της, η Ελλάδα, αντί να πλησιάζει, θα απομακρύνεται από τους Κοινοτικούς εταίρους της και θα υπονομεύει την ισότιμη παρουσία και οργανική ενσωμάτωσή της στην Ενωμένη Ευρώπη. Για ένα καλύτερο μέλλον, η πρόκληση για εξυγιαντική δράση ενυπάρχει περισσότερο στις διαπιστώσεις του Ροΐδη και όχι στις καιροσκοπικές και δελεαστικές φαντασιώσεις των περισσότερων κομμάτων, των συνδικάτων τους και των συντεχνιών που μας εκμεταλλεύονται ανελέητα.
Καιρός δεν είναι πια να βλέπουμε χωρίς παρωπίδες ή παραμορφωτικούς φακούς; Καιρός δεν είναι η πολιτική μας ηγεσία να πάψει να σύρεται για να ξαναεκλεγεί; Δεν πρέπει πια να χειραφετηθεί και ν’ αρχίσει να αποφασίζει με γνώμονα το εθνικό συμφέρον κι όχι το κομματικό κόστος ή όφελος ή διάφορες νεφελώδεις θεωρίες;
Ζητάμε πολλά; Και βέβαια. Ζητάμε μιαν άλλη Ελλάδα. Τρομερά δύσκολο, αλλά όχι αδύνατο. Αρκεί πάντως να μελετήσουμε τι κάνουν πολλοί άλλοι λαοί, που από δούλοι σε αποικιακές δυνάμεις και άθλιοι πένητες, έχουν φθάσει σήμερα να απειλούν σε ανταγωνιστικότητα ακόμα και οικονομικές υπερδυνάμεις. Το μέλλον ανήκει σίγουρα σ’ αυτούς τους λαούς. Στο χέρι μας είναι να επωφεληθούμε από την θετική εμπειρία τους.
Το απέδειξε ο μεγαλοφυής Κινέζος ηγέτης Ντενγκ Χσιάο Πινγκ, εφαρμόζοντας την διακήρυξή του, ότι «δεν τον νοιάζει αν η γάτα είναι μαύρη ή άσπρη, αρκεί να πιάνει ποντίκια». Επέβαλε έτσι τον κομμουνιστικό καπιταλισμό και το άνοιγμα στις αγορές των κερδοσκόπων και μετά δυο δεκαετίες ανέδειξε την χώρα του στην δεύτερη οικονομική δύναμη στον κόσμο. Ήδη προβλέπεται ότι σύντομα θα αναδειχθεί σε πρώτη, αξιοποιώντας την αποτελεσματικότητα της ελεύθερης λειτουργίας των αγορών και την απλή λογική που τις διέπει. Αυτήν που εφαρμόζει και το ΚΚΕ και ο κομμουνίζων ΣΥΡΙΖΑ, όταν πρόκειται για τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς και τις τυπογραφικές και άλλες επιχειρήσεις τους. Ανελέητοι όσο και οι αγορές τις οποίες ταυτόχρονα καταγγέλλουν με πάθος. Θα αφεθεί άραγε ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, έχοντας την αναγκαία στήριξη του πρωθυπουργού, να αναδειχθεί στον ρόλο του Ηρακλή, καθαρίζοντας την «Κόπρο» του ελληνικού δημοσίου από το πελατειακό σύστημα, την θεσπισμένη διευκόλυνση της παρανομίας και της διαφθοράς; Αυτής που επιτρέπει σε χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους να χρηματίζονται και να προσφέρουν μαύρη εργασία αποκομίζοντας εκατομμύρια ευρώ, μέρος των οποίων αποδείχθηκε μάλιστα ότι εξάγουν στο εξωτερικό;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου