Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015

Το σύστημα τριών εξισώσεων σε τρεις αγνώστους για υπέρβαση της κρίσης – Άρθρο στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ


του Γιάννη Βαρουφάκη*
Δυστυχώς η προεκλογική περίοδος, όπως εξελίχθηκε, δεν τιμά κανέναν από όσους εξ ημών ενεπλάκησαν σε αυτήν ως υποψήφιοι, σύμβουλοι, διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Ο διάλογος σπάνια ήταν εποικοδομητικός, καθώς έτεινε να εκφυλίζεται σε αγώνα εξόντωσης της άλλης άποψης. Φιλότιμες προσπάθειες να διασωθεί η ποιότητα της αντιπαράθεσης ιδεών χάθηκαν στη γενικευμένη κακοφωνία.
Πέραν του παραδοσιακού ελλείμματος πολιτικού πολιτισμού μας, υπάρχει κι ένας άλλος λόγος γι’ αυτό το θλιβερό φαινόμενο: Η πολυετής σκοτοδίνη μιας κοινωνικής οικονομίας εγκλωβισμένης στην τριπλή πτώχευση του δημόσιου, του τραπεζικού, και του ιδιωτικού τομέα υπονομεύει την ποιότητα μιας δημοκρατίας. Ενας λόγος που πρέπει επιτέλους να τεθεί τέλος σε αυτή την τριπλή, αυτοτροφοδοτούμενη πτώχευση είναι για να χτυπηθεί στην ρίζα του αυτό το επικίνδυνο δημοκρατικό έλλειμμα.
Στις αρχές του 2010, το ελληνικό κράτος πτώχευσε εν μέσω μιας παγκόσμιας και ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης. Η αντίδραση Ευρώπης και Αθηνών ήταν να προσποιηθούν ότι το κράτος μας δεν είχε πτωχεύσει αλλά ότι έπασχε από πρόβλημα ρευστότητας το οποίο μπορούσε να αντιμετωπιστεί με το μεγαλύτερο δάνειο της Ιστορίας. Ομως, όπως θα επιβεβαιώσει οποιοσδήποτε καλός δικηγόρος της Wall Street ή του City με εξειδίκευση στο πτωχευτικό δίκαιο, ο δανεισμός ποτέ δεν μπορεί να καταπολεμήσει μια πτώχευση χωρίς να προηγηθεί η αναδιάρθρωση των χρεών και όταν ο όρος για να δοθούν τα νέα δάνεια είναι η μείωση των ονομαστικών εισοδημάτων από τα οποία θα πρέπει να αποπληρωθούν τόσο τα νέα όσο και τα παλαιά δάνεια.

Η «εσωτερική υποτίμηση» ήταν το αφήγημα το οποίο υποστήριξε τον παραλογισμό αυτόν. Η ιδέα ήταν ότι, εφόσον δεν μπορούμε να υποτιμήσουμε το νόμισμά μας, ήταν μονόδρομος μια πολιτική λιτότητας που θα μείωνε μισθούς και τιμές ώστε να γίνει η χώρα ανταγωνιστικότερη (προσομοιώνοντας την «εξωτερική υποτίμηση»). Η υποτιθέμενη όμως ισοδυναμία της «εσωτερικής» και της «εξωτερικής» υποτίμησης σκοντάφτει σ’ ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο: το γεγονός ότι, ακόμα και να μειώνονταν τιμές και μισθοί λίγο-πολύ στο ίδιο ποσοστό, τα χρέη του κράτους αλλά και των ιδιωτών όχι μόνο δεν μειώνονται αλλά αυξάνονται κιόλας λόγω θετικών ονομαστικών επιτοκίων. Οπερ μεθερμηνευόμενον η «εσωτερική υποτίμηση» ακόμα κι αν πετύχαινε, θα οδηγούσε, όπως οδήγησε, στις αλυσιδωτές πτωχεύσεις ιδιωτών, τραπεζών, επιχειρήσεων και, βεβαίως, κρατικών φορέων.
Τίποτα από τα πιο πάνω δεν απαιτούσαν, για να γίνουν κατανοητά, την αποδοχή ριζοσπαστικών, αριστερών θέσεων. Και οι πιο ακραιφνείς νεοφιλελεύθεροι στις ΗΠΑ, στην Ολλανδία, στη Φινλανδία και βεβαίως στη Βρετανία, συνηγορούν με το προηγούμενο σκεπτικό. Κι όμως: η επίσημη Ευρώπη εδώ και πέντε χρόνια τελεί υπό συστηματική άρνηση. Γιατί; Ο λόγος είναι απλός: Επειδή οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν ήταν έτοιμοι να παραδεχθούν ότι η αρχιτεκτονική δόμηση της Ευρωζώνης ήταν σαθρή και πως έπρεπε να αλλάξει έτσι ώστε χρέη και ζημίες να αναδιαρθρωθούν λελογισμένα. Το αντίτιμο αυτής της άρνησης ήταν η σκοτοδίνη που ζούμε στην Ελλάδα, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρωζώνη, πέντε συναπτά έτη. Σήμερα, όπως αποδεικνύεται, χρειάζεται να έρθει στην κυβέρνηση η Ριζοσπαστική Αριστερά για να καταστήσει σαφές εκείνο που οι κεντροαριστερές και κεντροδεξιές δυνάμεις προσποιήθηκαν ότι δεν κατάλαβαν.
Πολλοί αναγνώστες της «Καθημερινής», μην έχοντας συχνά την ευκαιρία να διαβάσουν άρθρα όπως αυτό, θεωρούν ότι η παράταξή μας, ο ΣΥΡΙΖΑ, έρχεται στην εξουσία με ρεβανσιστικές διαθέσεις και με άρνηση της μέγιστης ανάγκης για μεταρρυθμίσεις του παραγωγικού και κοινωνικού «μοντέλου» της χώρας. Τους διαβεβαιώ ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Η χώρα μας, όπως όλοι γνωρίζουμε, πάσχει από γεννησιμιού της από πολλαπλές κακοήθειες, γραφειοκρατία, αυταρχισμό, διαπλοκή. Αυτός ήταν ο λόγος που καταρρεύσαμε πρώτοι μεταξύ των εταίρων μας. Είναι ακόμα γεγονός ότι ακόμα και σωστά να αντιδρούσε η Ευρώπη στην κρίση της σαθρής της αρχιτεκτονικής, η Ελλάς δεν θα υπερέβαινε αναγκαστικά την κρίση αν δεν μεταρρυθμιζόταν εκ βαθέων. Ομως, παρά το γεγονός ότι η αλλαγή πολιτικής της Ευρώπης απέναντι στην κρίση και στην Ελλάδα δεν αποτελεί ικανή συνθήκη για να αποδράσουμε από την αναξιοπρέπεια και την αποτελμάτωση, δεν παύει να είναι αναγκαία συνθήκη για να σταθεί η χώρα στα πόδια της και να μπορέσει να μεταρρυθμιστεί πραγματικά.
Δυστυχώς, τα τελευταία πέντε χρόνια τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις παρέμεναν πιστοί σε αυτό που ονομάζω Δόγμα Παπακωνσταντίνου, δηλαδή στο «νυν υπέρ πάντων η επόμενη δόση». Οσες φιλότιμες προσπάθειες και να κατέβαλαν, η «λογική» του όλο και αυξανόμενου δανεισμού προτού ακυρωθεί η τριπλή πτώχευση καταδίκαζε τη συντριπτική πλειοψηφία (συμπεριλαμβανομένου και σημαντικού ποσοστού της αστικής τάξης) στην όλο και πιο βαθιά πτώχευση. Ακόμα και οι θεαματικές αυξήσεις στον τουρισμό, ή οι εξαιρετικές μεμονωμένες επιχειρηματικές προσπάθειες εκείνων που πάσχιζαν κόντρα στο ρεύμα των αλυσιδωτών πτωχεύσεων, δεν αρκούσαν για να υπερβούμε την κρίση και για σταματήσει να εκκολάπτεται το «αυγό του φιδιού», όπως θα έλεγε και ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν.
Αυτός είναι ο λόγος που μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα δώσει έμφαση στην ανάγκη αλλαγής της λογικής βάσης της δανειακής μας συμφωνίας με τους εταίρους μας και με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Κρίνουμε ότι αναγκαία συνθήκη (αν και, επαναλαμβάνω, όχι ικανή) για την υπέρβαση της κρίσης είναι να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα του δημόσιου χρέους, των τραπεζικών ζημιών και των ιδιωτικών χρεών ως ένα σύστημα τριών εξισώσεων σε τρεις αγνώστους. Δεν μπορεί να υπάρξει «λύση» για τη μία εξ αυτών των μεταβλητών μεμονωμένα. Δεν μπορεί να υπάρξει μια τέτοια συνολική λύση έξω από το ευρωπαϊκό πλαίσιο. Και, τέλος, δεν μπορεί να υπάρξει λύση εντός της παράλογης λογικής της υπάρχουσας δανειακής συμφωνίας.
Από τη Δευτέρα, εφόσον ο ελληνικός λαός μας εμπιστευτεί, χωρίς καμία διάθεση σύγκρουσης είτε στο εσωτερικό είτε στην Ευρώπη, θα διαβουλευτούμε με τους εταίρους μας και τους παραγωγικούς φορείς της χώρας για να σχεδιάσουμε την απόδραση της χώρας τόσο από την κρίση που ξέσπασε το 2010 όσο και από κακοήθειες που προϋπήρχαν πολλές δεκαετίες πριν.
* Καθηγητής Οικονομικών και υποψήφιος βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ στη Β΄ Αθήνας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου