Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

Η αποτίμηση των προγραμμάτων διάσωσης για την αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης χρέους

Νέα Κρήτη


Καθώς βρισκόμαστε στην τελική ευθεία πριν την τελευταία Κυριακή του Ιανουαρίου το επίκεντρο της συζήτησης περιστρέφεται ξεκάθαρα στην οικονομία ή έστω σε αυτήν θα έπρεπε. Η παραπάνω ημερομηνία σηματοδοτεί μια πορεία τεσσάρων και πλέον ετών όπου τα αποτελέσματα αυτών που καθόρισαν την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική έχουν αφήσει το αποτύπωμα τους στην Ελληνική οικονομία και κοινωνία. Η αποτίμηση αυτής της περιόδου είναι αναγκαία να γίνει όχι μόνο για λόγους ιστορικούς αλλά κυρίως γιατί θα αποτελέσει οδηγό για το μέλλον και πρέπει να αναλυθεί με όρους οικονομικούς, πολιτικούς και βεβαίως κοινωνικούς.  
Του Νίκου Φιλιππάκη *
Η Ελληνική κρίση χρέους δεν πρέπει να εξεταστεί ως ένα μεμονωμένο οικονομικό γεγονός που αφορά την χώρα μας και μόνο αλλά θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο λειτουργίας μιας Οικονομικής - Νομισματικής Ένωσης στην οποία είναι μέλος. Η όποια αντίθετη ανάλυση και ερμηνεία ίσως να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα.
Από την εφαρμογή του πρώτου προγράμματος διάσωσης (σταθεροποίησης) της Ελληνικής οικονομίας τον Μάιο του 2010 και μετά o δρόμος που ακολουθήθηκε περιέκλειε πολλές αστοχίες με σημαντικότερες την επίδραση των περίφημων δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών με εσφαλμένες μακροοικονομικές προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου λόγω υποεκτίμησης της συσταλτικής επίδρασης των μέτρων περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής στην πραγματική οικονομία άλλα και την ομολογία του Ταμείου στην τελευταία έκθεση του Ανεξάρτητου Γραφείου Αξιολόγησης του (Independent Evaluation Office) ότι για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους ακολούθησε λανθασμένο μείγμα οικονομικής πολιτικής επιδεινώνοντας την κρίση και φέρνοντας τα αντίθετα αποτελέσματα.

Επειδή όλα τα παραπάνω είναι ήδη γνωστά και έχουν συζητηθεί εκτενώς, έχει ενδιαφέρον να αναλύσουμε μία πρόσφατη μελέτη της Silvia Ardagna, ηγετικού στελέχους της Goldman Sachs και του Francesco Caselli, καθηγητή στο London School of Economics όπου αναδεικνύουν για πολλοστή φορά τις αδυναμίες της Ευρωζώνης ως Βέλτιστης Νομισματικής Περιοχής καθώς και την αποτυχία των δύο προγραμμάτων διάσωσης προς την Ελλάδα.
Στην τελευταία του έκδοση το American Economic Journal: Macroeconomics με τίτλο "The Political Economy of the  Greek Debt Crisis: A Tale of Two Bailouts" αναλύει τα δύο πακέτα διάσωσης της Ελληνικής Κρίσης Χρέους (Μάιος 2010 και  Ιούλιος 2011) ως αποτέλεσμα Ισορροπίας (Equilibria) με όρους Πολιτικής Οικονομίας (σύμφωνα πάντα εντός πλαισίου της κυρίαρχης Νεοκλασικής Οικονομικής Θεωρίας). Πριν καταλήξουν στο συμπέρασμα τους ότι τελικά τα δύο αυτά προγράμματα σταθερότητας δεν ήταν κατά Pareto αποτελεσματικά μπορούμε να αναλύσουμε τις κύριες παραμέτρους της μελέτης τους κάνοντας κάποιες παρατηρήσεις.
Η ανάλυση στηρίζεται (και για τα δύο πακέτα διάσωσης) σε τρία βασικά στοιχεία:
α) στην αδιαλλαξία των Ευρωπαίων ψηφοφόρων, β) στις διαπραγματευτικές τριβές μεταξύ των μερών κυρίως - των κυρίαρχων κρατών- και γ) την παρουσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ως πρόσθετο παράγοντα προκειμένου να σκιαγραφήσει γιατί η υποεκτιμώμενη Ισορροπία επηρέασε την Ευρωπαϊκή κρίση χρέους.
Ξεκινώντας από την εκτίμηση και των δύο προγραμμάτων σταθερότητας όπου τα συμπεράσματα είναι σχεδόν ταυτόσημα οι συγγραφείς της μελέτης αναφέρουν ότι και οι δύο συμφωνίες ήταν φαινομενικά ορθολογικές μόνο για το κάθε ένα μέρος χωριστά άλλα όχι και συλλογικά. Η προοπτική του πρώτου προγράμματος που κύριος στόχος ήταν να αποφύγει η Ελλάδα την βαθιά ύφεση και την σωτηρία του τραπεζικού συστήματος απέτυχε.
Η κατά Pareto κατωτερότητα εμφανίζεται στους ίδιους τους όρους των πακέτων διάσωσης αφού τα προγράμματα προσαρμογής ήταν εξοντωτικά και όχι ρεαλιστικά ως προς το έλλειμμα, την μείωση του χρέους και την πρόσβαση στις αγορές για δανεισμό.  
Οι αποφάσεις των πακέτων διάσωσης ήταν κοινωνικά μη αποτελεσματικές (Socially Inefficiency) λόγω του ότι δεν δόθηκε επαρκής χρόνος στην Ελλάδα καθώς επίσης και λόγω του PSI. Οι βασικοί πολιτικοί παράγοντες - κυρίως η Γερμανία- είχαν υπερβολική αισιοδοξία σε σχέση με τους ειδικούς καθώς και με άλλα μέρη που συμμετείχαν στις συμφωνίες με αποτέλεσμα οι διαπραγματευτικές πλευρές να είναι προκατειλημμένες με ετερόδοξες απόψεις.
Η αναποτελεσματικότητα στα προγράμματα διάσωσης έχει να κάνει με την αδυναμία της Ευρωζώνης να δημιουργήσει ολοκληρωμένες αγορές με αποτέλεσμα όταν ένα μεμονωμένο μέλος χάσει την εμπιστοσύνη των αγορών να καταρρέει όλο το σύστημα. Η αδυναμία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να εφαρμόσει αποτελεσματική Νομισματική Πολιτική είχε ως συνέπεια να εμφανίζεται ετερογένεια μεταξύ των μελών κρατών.
Οι Ardagna και Caselli στέκονται ιδιαίτερα στην συμφωνία για την εθελοντική μείωση του Ελληνικού χρέους το γνωστό μας PSI χαρακτηρίζοντας το ως "Συμβολικό" χωρίς κανένα νόημα στην προσπάθεια ελάττωσης του χρέους. Η ανταλλαγή αυτή η οποία χαρακτηρίστηκε από έλλειψη σαφήνειας (διαφάνεια) και έλλειψη ενδιαφέροντος μεταξύ των μερών για να συμμετάσχουν, τελικά όχι μόνο δεν ανακούφισε την χώρα απέναντι στους πιστωτές αλλά υποδήλωσε στις αγορές ότι έρχονται μελλοντικά και άλλα"κουρέματα". Το αποτέλεσμα για την Ελλάδα ήταν ότι χειροτέρευσαν οι πιστωτικές συνθήκες (συμπαρασύροντας τράπεζες και επιχειρήσεις) οδηγώντας την χώρα σε ύφεση και στον φαύλο κύκλο αναζήτησης βοήθειας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ. Το χειρότερο όμως αποτέλεσμα που προκάλεσε το PSI ήταν η μετάδοση της κρίσης σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης και ειδικότερα στην Ιταλία.
Βασικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την απόδειξη όλων των παραπάνω είναι η σύγκριση των δύο Ελληνικών προγραμμάτων προσαρμογής με χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OECD) όπου εμφανίστηκαν τα μεγαλύτερα χρηματοοικονομικά επεισόδια και στα οποία εφαρμόστηκαν προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής από το 1980 και μετά. Μέσα από αυτή την σύγκριση οι ίδιοι οι συγγραφείς χαρακτηρίζουν τα στοιχεία που παραθέτουν ως "βαθιά μαχαιριά" (rough stab at it) για τα προγράμματα που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα. Ενώ η πρώτη εντύπωση που δίνεται για τα προγράμματα λιτότητας της Ελλάδας είναι ότι χαρακτηρίζονται από σκληρότητα αλλά όχι με τόσο πρωτοφανή ένταση σε σχέση με τις άλλες συγκρίσιμες χώρες, κάνοντας όμως εκτίμηση του πόσο υλοποιήσιμα είναι μέσα από ένα μακροοικονομικό πλαίσιο στην ουσία καθίστανται ανεφάρμοστα.
Θέτοντας κριτήρια όπως το ΑΕΠ, ο επιχειρηματικός κύκλος, η σχέση δημοσίου χρέους με ΑΕΠ, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ο πληθωρισμός, και η συναλλαγματική ισοτιμία η Ελλάδα βρισκόταν σε πολύ χειρότερη θέση από όλες τις άλλες χώρες.
Η παραπάνω μελέτη των Ardagna και Caselli οι οποίοι εκπροσωπούν δύο σημαντικούς θεσμούς (μια επενδυτική τράπεζα και ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα) με κυρίαρχη θέση και επιρροή στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα έχει ιδιαίτερη σημασία και σπουδαιότητα για ένα πρόσθετο λόγο το οποίο δίνει μεγαλύτερη αξία στο συμπέρασμα τους. Υποστηρίζουν την μακροοικονομική θέση (ως γενική θέση) ότι η έντονη δημοσιονομική προσαρμογή είναι εγγενώς αναπτυξιακή ακόμα και σε περιόδους κρίσεων, κάτι όμως που διαψεύδεται απολύτως από την σημερινή κατάσταση που αντιμετωπίζει η χώρα μας.
* Ο κ. Νίκος Φιλιππάκης είναι οικονομολόγος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου