Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Ο δείκτης χρεοκοπίας

analyst

Η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, με ένα διάλειμμα, συνεχίζει να μειώνεται ανεξέλεγκτα – ενώ ο μοναδικός τρόπος για να αποφευχθεί η πτώχευση, είναι να υπάρξει μία κυβέρνηση και να ληφθούν μέτρα που θα στηρίζονται από όλους τους Έλληνες αλλά και την ΕΕ.

του Βασίλη Βιλιάρδου
«Η πολιτεία (η κοινωνία, ο λαός), παίρνει μαζί της στην καταστροφή τον δημαγωγό, αυτόν που την κολακεύει και που της λέει ψέματα, υποσχόμενος πράγματα που αδυνατεί ή που δεν έχει καν σκοπό να τηρήσει –  αφού πρώτα έχει καταστρέψει αυτόν που της είπε την αλήθεια» (Πλούταρχος με παρεμβάσεις).

Άρθρο

Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας έχουν αποκτήσει πλέον μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον – εκτός από καθαρά πολιτικό, οικονομικό ή κοινωνικό. Η αιτία είναι η πλήρης αποτυχία των μέτρων που επιβλήθηκαν από την Τρόικα, με αποτέλεσμα αφενός μεν να εκτοξευθεί το δημόσιο χρέος ξανά στα ύψη, αφετέρου να καταρρεύσει κυριολεκτικά το ΑΕΠ, μαζί με την ελληνική κοινωνία – παρά τα μοναδικά στην ιστορία δάνεια που δόθηκαν στην Ελλάδα.

Την ίδια στιγμή, η διευθύντρια του ΔΝΤ, η οποία είχε προτείνει πρόσφατα μία επόμενη διαγραφή του δημοσίου χρέους (εκ μέρους των άλλων βέβαια, των Ευρωπαίων δηλαδή, χωρίς τη δική της συμμετοχή - μία πρόταση που υιοθέτησε η ελληνική αντιπολίτευση), αναφέρει σε πρόσφατη συνέντευξη της στην «The Irish Times» τα εξής:

«Τα χρέη είναι χρέη και οι συμφωνίες είναι συμφωνίες», ισχυριζόμενη σε ελεύθερη μετάφραση πως δεν πρέπει να υπάρχουν αναδιαρθρώσεις του χρέους, επειδή κάτι τέτοιο «πληγώνει» πολύ σοβαρά την αξιοπιστία της εκάστοτε χώρας (πηγή).

Το γεγονός αυτό, σε σχέση με τις προηγούμενες δηλώσεις της, δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά ως μία απίστευτη υποκρισία – αν και αιτιολογείται από το ότι, τυχόν νέα διαγραφή του ελληνικού χρέους θα οδηγούσε σε μία αλυσιδωτή αντίδραση, με την έννοια ότι πολλές άλλες υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης, πριν από όλες η ίδια η Ιρλανδία, θα είχαν αντίστοιχες απαιτήσεις.


Από επιστημονικής πλευράς τώρα, έχει ενδιαφέρον η θέση ενός πραγματικά αξιόλογου ερευνητικού ινστιτούτου (Freiburg), σύμφωνα με την οποία μία επόμενη διαγραφή χρέους δεν θα έλυνε το ελληνικό πρόβλημα, επειδή είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που υποθέτει κανείς – με τις αιτίες της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης της χώρας μας να περιγράφονται από το «δείκτη χρεοκοπίας» (Default Index), τον οποίο έχουν δημιουργήσει οι ερευνητές.

Ο δείκτης αυτός αποτυπώνει την εξέλιξη της ελληνικής πιστοληπτικής ικανότητας, όπου οι πλέον σημαντικοί συντελεστές της δεν είναι μόνο τα δημόσια χρέη ή τα ελλείμματα του προϋπολογισμού – πόσο μάλλον όταν, κατά την άποψη των ερευνητών, την οποία έχουμε και εμείς εκφράσει στο παρελθόν, ο βασικότερος λόγος της χρεοκοπίας μίας χώρας δεν είναι τόσο το δημόσιο χρέος της, όσο οι οφειλές της απέναντι σε ξένους δανειστές.

Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται, μεταξύ άλλων από την Ιαπωνία, το χρέος της οποίας είναι στο 227,2% του ΑΕΠ της, χωρίς να κινδυνεύει να χρεοκοπήσει – ακριβώς επειδή είναι εσωτερικό, οφείλεται στους Πολίτες της δηλαδή, στις εγχώριες επιχειρήσεις, στις τράπεζες κοκ., σχεδόν κατά 90%. Πόσο μάλλον όταν τα ελλείμματα της είναι συνεχή και σημαντικά (γράφημα), χωρίς να της δημιουργούν ιδιαίτερα μεγάλα προβλήματα.
Ιαπωνία – η εξέλιξη στον ετήσιο προϋπολογισμό της χώρας, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ.
Περαιτέρω, στο δείκτη συμπεριλαμβάνονται επίσης τα εξωτερικά χρέη των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων, κυρίως δε του χρηματοπιστωτικού κλάδου, τα οποία μπορεί να επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό την πιστοληπτική ικανότητα μίας χώρας – τα συνολικά εξωτερικά χρέη λοιπόν και όχι μόνο αυτά του δημοσίου. Με το συγκεκριμένο τρόπο, ο δείκτης απεικονίζει πολύ καλύτερα τις δυνατότητες ενός κράτους συνολικά – όσον αφορά την εξυπηρέτηση των οφειλών του, απέναντι στους ξένους δανειστές.

Ολοκληρώνοντας, εκτός από την «πιστωτική συμπεριφορά» του δημοσίου, ο δείκτης εξετάζει την αντίστοιχη των εταιριών, των καταναλωτών, καθώς επίσης των τραπεζών – έτσι ώστε να αντανακλά στο σύνολο του τις ξένες πιστωτικές ανάγκες της οικονομίας, καθώς επίσης το απαραίτητο επίπεδο των επενδύσεων, μέσω των οποίων αυξάνεται η παραγωγική ικανότητα της χώρας για μία χρονική περίοδο.

Τα συμπεράσματα

Με βάση τον παραπάνω δείκτη, η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας συνεχίζει να μειώνεται ανεξέλεγκτα, χωρίς σταματημό, όπως ακριβώς συνέβαινε και στο παρελθόν. Επομένως, οι διαρθρωτικές αλλαγές που δρομολογήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων των τεράστιων μειώσεων των μισθών, καθώς επίσης η μαζική χρηματοδοτική βοήθεια της τάξης των 234 δις €, δεν άλλαξαν απολύτως τίποτα.

Στο γράφημα που ακολουθεί, φαίνεται η λήξη των δανείων (μπλε) και η λήξη των ομολόγων, στην αριστερή πλευρά, καθώς επίσης το δημόσιο χρέος της Ελλάδας σήμερα, στη δεξιά πλευρά – αναλυτικά ανά δανειστή της (EFSF, ΔΝΤ, ΕΚΤ, κράτη απ’ ευθείας και ιδιώτες επενδυτές, συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών τραπεζών).
Ελλάδα,-χρέη-και-αποπληρωμή
Περαιτέρω, η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, πάντοτε με βάση το συγκεκριμένο δείκτη, φάνηκε να «φρενάρει» ελαφρά μόνο το 2012, μετά την διαγραφή του χρέους (PSI) – παραμένοντας όμως σε μία επικίνδυνη αρνητική περιοχή (-8,7). Έκτοτε η πτώση επιταχύνθηκε, με τον δείκτη χρεοκοπίας να φτάνει ξανά στο -10,1 το πρώτο εξάμηνο του 2014.

Ουσιαστικά λοιπόν επανήλθε στα επίπεδα των ετών 2009/10, όπου η χρεοκοπία της Ελλάδας ήταν προ των πυλών - με αποτέλεσμα να υπαχθεί στο ΔΝΤ, αδυνατώντας να χρηματοδοτηθεί πλέον από τις αγορές (αν και θα έπρεπε τότε να πτωχεύσει, επιλέγοντας ένα τρομακτικό τέλος, παρά έναν τρόμο δίχως τέλος) .

Κατά την άποψη των ερευνητών, η αιτία της δύσκολης θέσης της Ελλάδας είναι η συνεχής συρρίκνωση των επενδυτικών κεφαλαίων – η οποία φυσικά επιδεινώθηκε δραματικά, όταν διέφυγαν καταθέσεις ύψους περίπου 100 δις € στο εξωτερικό, από τους ίδιους τους Έλληνες. Το γεγονός αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μειώνεται διαρκώς η παραγωγή στην Ελλάδα – κάτι που επεξηγεί καλύτερα τη μείωση του ΑΕΠ κατά 15% από το 2010 (25% από το 2008).

Η πτώση του ΑΕΠ περιόρισε φυσικά τη φορολογική βάση του κράτους, οπότε τα έσοδα του, οδηγώντας σε μία καταστροφική αύξηση των επιβαλλόμενων φόρων, σε μηδενισμό των δημοσίων επενδύσεων, σε ανεξέλεγκτες μειώσεις των κρατικών δαπανών κοκ. – με επακόλουθο η χώρα να προσπαθεί αγωνιωδώς να ξεφύγει από το βάλτο, στον οποίο έχει βυθιστεί, χωρίς καμία προοπτική να τα καταφέρει.

Η ιδιωτική κατανάλωση

Αυτό που προβληματίζει ιδιαίτερα από οικονομικής πλευράς, όσον αφορά το μέλλον της Ελλάδας, το σωστό σχεδιασμό του καλύτερα, είναι το γεγονός ότι, η ιδιωτική κατανάλωση υπερβαίνει σημαντικά το κρίσιμο μέγεθος του 100% του διαθεσίμου εισοδήματος – φτάνοντας το πρώτο εξάμηνο του 2014 στο επίπεδο ρεκόρ του 121%.

Αυτό σημαίνει πως οι Έλληνες αφενός μεν συνεχίζουν να υπερχρεώνονται, αφετέρου ότι ξοδεύουν όλες τους τις αποταμιεύσεις - με εξαιρετικά δυσάρεστα αποτελέσματα για τις τράπεζες, καθώς επίσης για την κοινωνική ειρήνη, η οποία δεν φαίνεται πως θα διατηρηθεί για πολύ.

Τπ ποσοστό αυτό είναι με αρκετά μεγάλη απόσταση το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης – ενώ μόνο η Πορτογαλία και η Κύπρος υπερβαίνουν το 100%, αν και πολύ λιγότερο, συγκριτικά με την Ελλάδα (105% η πρώτη και 104% η δεύτερη).

Η υψηλή κατανάλωση, ως ποσοστό των διαθεσίμων εισοδημάτων, θεωρείται ως η άλλη όψη του νομίσματος των αρνητικών ποσοστών των επενδύσεων – αποτελώντας ένα από τα βασικότερα προβλήματα της Ελλάδας, λόγω των οποίων όχι μόνο αδυνατεί να ξεφύγει από την κρίση, αλλά βυθίζεται όλο και περισσότερο σε αυτήν.

Στα παραπάνω πλαίσια, εάν η χώρα μας επιθυμούσε πράγματι να επιβιώσει χωρίς καμία ξένη βοήθεια, όπως θα ήθελε το μεγαλύτερο μέρος των Πολιτών της, έτσι ώστε να ανακτήσει πραγματικά την ελευθερία, την ανεξαρτησία και την αξιοπρέπεια της, τότε θα έπρεπε να περιορίσει δραστικά την κατανάλωση.

Δυστυχώς όμως, κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, ενώ δεν υιοθετείται ως λύση από τα «προοδευτικά» πολιτικά κόμματα – παρά το ότι γνωρίζουν πως η κατανάλωση αφενός μεν προϋποθέτει νέο δανεισμό, αφετέρου επικεντρώνεται στα ξένα προϊόντα, επειδή έχει «αποψιλωθεί» πλήρως ο ελληνικός παραγωγικός ιστός.
.

Οι διαρθρωτικές αλλαγές

Προφανώς η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως αλλαγές, οι οποίες θα καλυτέρευαν αφενός μεν την ανταγωνιστικότητα της, αφετέρου την παραγωγικότητα του ανθρώπινου δυναμικού της. Δυστυχώς, παρά το ότι η χώρα αναγκάσθηκε από τους δανειστές της να δρομολογήσει μία σειρά διαρθρωτικών αλλαγών, τα αποτελέσματα στην οικονομία της ήταν από ελάχιστα έως μηδενικά – μεταξύ άλλων επειδή η έννοια «διαρθρωτικές αλλαγές» συνδέθηκε με τις μειώσεις των μισθών, με τις απολύσεις, καθώς επίσης με τις αυξήσεις φόρων, παρά το ότι έχει μία εντελώς διαφορετική ερμηνεία (ανάλυση).

Η επίδραση των διαρθρωτικών αλλαγών στην οικονομία της χώρας μας ήταν μηδαμινή, πιθανότατα επειδή επιβλήθηκαν από τους ξένους δανειστές – δεν υιοθετήθηκαν δηλαδή από τις εκάστοτε εθνικές κυβερνήσεις, οι οποίες έδιναν ανέκαθεν την εντύπωση ότι ήταν αντίθετες. Εάν δε εκλεγεί η σημερινή αντιπολίτευση, επιβάλλοντας έναν ακόμη μεγαλύτερο κρατισμό από αυτόν που υπήρχε στο παρελθόν στην Ελλάδα, εθνικοποιώντας τις τράπεζες και καταργώντας όλα τα προηγούμενα μέτρα, τότε η κατάσταση θα επιδεινωθεί περαιτέρω.

Μία επόμενη αιτία που εμπόδισε την αποτελεσματικότητα των πραγματικών διαρθρωτικών αλλαγών ήταν το ότι,αποφασίσθηκαν μεν στα χαρτιά και ψηφίσθηκαν νόμοι, αλλά δεν εφαρμόσθηκαν στην πράξη από τις ελληνικές αρχές, κυρίως λόγω των «συντεχνιακών αντιδράσεων» – ενώ επιλέχθηκαν μέτρα, όπως οι υπερβολικές μειώσεις των μισθών και οι αυξήσεις των φόρων, τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με τα απαιτούμενα, συνεχίζοντας να μειώνουν την παραγωγικότητα της χώρας.
Από την άλλη πλευρά, τα μέτρα αυτά δεν δημιούργησαν ένα θετικότερο καταναλωτικό και επενδυτικό κλίμα, ακριβώς επειδή η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν πείσθηκε για την αποτελεσματικότητα τους – με επακόλουθο να μην διενεργούνται επενδύσεις, οπότε να συνεχίσουν να εγκαταλείπουν τα λιγοστά κεφάλαια τη χώρα, επιλέγοντας να τοποθετηθούν αλλού.

Στα πλαίσια αυτά, για να μπορέσει να έχει μέλλον η Ελλάδα, θα πρέπει να αποφασίζει μόνη της τι ακριβώς επιθυμεί – ποιά μέτρα δηλαδή θέλει η ίδια, για να μπορέσει να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της, την παραγωγικότητα των εργαζομένων της, συμπεριλαμβανομένης αυτής του δημοσίου, για να προσελκύσει ξένα κεφάλαια, για να διενεργηθούν επενδύσεις κοκ.

Οφείλει επίσης να αποφασίσει η ίδια εάν θέλει να πληρώσει τα δημόσια χρέη της και να μην χρεοκοπήσει, καθώς επίσης εάν επιθυμεί τη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη ή στην ΕΕ – με δεδομένες τις υποχρεώσεις και τους κανόνες που τη διέπουν, οι οποίοι φυσικά αλλάζουν σταδιακά, αλλά με τη σύμφωνη γνώμη όλων των «εταίρων».

Με απλά λόγια, εάν οι όποιες αποφάσεις που λαμβάνονται σε σχέση με την οικονομία της χώρας, δεν έχουν τη σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας των Ελλήνων, με αποτέλεσμα να μην τις στηρίζουν ως οφείλουν, η Ελλάδα δεν πρόκειται να ξεφύγει από την κρίση. Επίσης δεν θα ξεφύγει από την κρίση, εάν συνεχίσει να δυσλειτουργεί το πολιτικό σύστημα – όπου η εκάστοτε κυβέρνηση που επιλέγει κάποια μέτρα, έχει απέναντι της, δυστυχώς νομοτελειακά, σύσσωμη την αντιπολίτευση.
.

Επίλογος

Με βάση όλα τα παραπάνω είναι αδύνατον να μην καταλαβαίνουμε πως το πρόβλημα της χώρας μας δεν είναι το δημόσιο χρέος το οποίο, ακόμη και αν μειωθεί στο 50% του ΑΕΠ μας, στα 90 δις € δηλαδή (περί το 70% διαγραφή του), δεν πρόκειται να μας διαφυλάξει από τη χρεοκοπία – είτε με νόμισμα το ευρώ, είτε με τη δραχμή.

Αρκεί να διαπιστώσουμε πως η Βενεζουέλα, με 50% δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ της, καθώς επίσης με τα μεγαλύτερα πετρελαϊκά αποθέματα παγκοσμίως, είναι σήμερα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, για να κατανοήσουμε την αλήθεια του συμπεράσματος μας – χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι συγκρίνουμε την πατρίδα μας με μία χώρα της Λατινικής Αμερικής, η οποία έχει μία εντελώς διαφορετική δομή.

Επομένως, ακόμη και αν καταφέρναμε να επιλύσουμε το πρόβλημα του δημοσίου χρέους, η κατάσταση δεν θα άλλαζε ιδιαίτερα – αφού θα παρέμενε μη ανταγωνιστική η Ελλάδα, χωρίς ένα σωστό επιχειρηματικό και φορολογικό πλαίσιο, απελπιστικά γραφειοκρατική και  αδιάφορη για τα εγχώρια, καθώς επίσης για τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια.

Εάν όμως δεν διενεργηθούν επενδύσεις, πόσο μάλλον εάν επιστρέψει ο κρατισμός, θεωρείται αδύνατη η αναβίωση του παραγωγικού μας ιστού – χωρίς τον οποίο εμείς τουλάχιστον δεν βλέπουμε καμία δυνατότητα εξόδου της χώρας μας από το βάλτο, στον οποίο βυθίζεται τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο.

Απαιτούνται λοιπόν επειγόντως πραγματικές διαρθρωτικές αλλαγές, οι οποίες όμως θα αποφασίζονται από τις δικές μας κυβερνήσεις, ενώ θα υποστηρίζονται από την συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας και των πολιτικών κομμάτων – διαφορετικά, όσες αλλαγές και αν επιβληθούν ή αποφασιστούν «ερήμην των Πολιτών», δεν πρόκειται να έχουν αποτέλεσμα.

Η Ελλάδα μπορεί και έχει τη δυνατότητα να πετύχει θαύματα, αφού είναι αναμφίβολα μία πάμπλουτη χώρα, με πολλά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, καθώς επίσης με ένα εξαιρετικά ικανό ανθρώπινο δυναμικό. Πρέπει όμως να το θελήσουν, να το αποφασίσουν, κυρίως βέβαια να το στηρίξουν οι ίδιοι οι Έλληνες, όλοι μαζί, για να τα καταφέρουν - κάτι που δυστυχώς δεν συμπεραίνεται ούτε από τον τρόπο, με τον οποίο διεξάγονται οι εκλογές σήμερα, ούτε από κάτι άλλο.


Υστερόγραφο: Όταν γράφουμε ότι το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι το δημόσιο χρέος, εννοούμε προφανώς ότι δεν είναι μόνο αυτό – ενώ η χώρα αντιμετωπίζει πλέον δυσκολίες και με το ιδιωτικό χρέος, τις οποίες δεν είχε το 2010.

Με δεδομένο δε το ότι συνεχίζει να διογκώνεται, κυρίως σαν αποτέλεσμα της φορολογικής πολιτικής, καθώς επίσης της κατακόρυφης μείωσης της αξίας των παγίων περιουσιακών στοιχείων, οφείλει να βρεθεί μία βιώσιμη λύση – ενώ μία ενδεχόμενη διαγραφή του θα κόστιζε τουλάχιστον 80 δις € (το 50% περίπου των ανεξόφλητων λογαριασμών απέναντι στο δημόσιο και στις τράπεζες).

Εξαιρώντας το κράτος, η επιβάρυνση για τις τράπεζες θα ήταν ασφαλώς τεράστια, οπότε θα έπρεπε να αναζητηθούν κεφάλαια και για αυτές - αφού διαφορετικά θα ήταν αδύνατο να συνεχίσει να λειτουργεί η οικονομία.

Περαιτέρω, ακόμη και αν υποθέσουμε πως η Ελλάδα έλυνε όλα τα παραπάνω, βοηθούμενη επί πλέον με επενδύσεις από την Ευρώπη, χωρίς τις οποίες είναι σχεδόν αδύνατη η αναβίωση του παραγωγικού της ιστού, εάν παρέμεναν ως έχουν οι «ασυμμετρίες» στην Ευρωζώνη, όπου τα πλεονασματικά κράτη ζουν εις βάρος των ελλειμματικών (ανάλυση), αργά ή γρήγορα θα επέστρεφε ξανά στην ίδια ακριβώς κατάσταση – προ των πυλών της χρεοκοπίας.

Επομένως, η επίλυση των προβλημάτων της πατρίδας μας, ειδικά μετά την απίστευτη επιδείνωση τους, η οποία προκλήθηκε από τα διαδοχικά, τεράστια σφάλματα της Τρόικας, είναι αρκετά πολύπλοκη – κατά την άποψη μας αδύνατον να εξασφαλισθεί από ένα μόνο πολιτικό κόμμα, ακόμη και αν έχει «θεϊκές» ικανότητες.



Black-Strip
Vassilis Viliardos
* Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι ένας σύγχρονος οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου – όπου και δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά για αρκετά χρόνια, με ιδιόκτητες επιχειρήσεις.

Έχει γράψει το βιβλίο “Υπέρβαση Εξουσίας”, το οποίο αναφέρεται στο φορολογικό μηχανισμό της Γερμανίας, ενώ έχει  εκδώσει τρία βιβλία αναφορικά με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, με τον  τίτλο “Η κρίση των κρίσεων”.


Ασχολείται με τη συγγραφή οικονομικών αναλύσεων και βιβλίων, καθώς επίσης με την αξιολόγηση, με την αγοραπωλησία και με τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων, στην A.I.M. Services Ltd.
( e-mail: viliardos@analyst.gr )


Ειδικότητα: Mάκρο-οικονομικά / Πολιτική Οικονομία

.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου