Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2015

"Διεθνής Σύγκληση της Κεφαλαιακής Μέτρησης και των Κεφαλαιακών Προτύπων"....

The Crypt of Banking News


από την Νούλα Χρυσοχοΐδου

Το 1988 διαμορφώθηκε σταδιακα το σύστημα κανονων της Επιτροπής της Βασιλείας σχετικά με την κεφαλαιακή επάρκεια των διεθνών τραπεζών.  Δημοσιεύθηκε με τον τίτλο "Διεθνής Σύγκληση της Κεφαλαιακής Μέτρησης και των Κεφαλαιακών Προτύπων" και αφορούσε τον πιστωτικό κίνδυνο, όμως με πολλές τροποποιήσεις στο ενεργητικό της, αλλα σημαντικότερη εκείνη του 1996, προκειμένου να συμπεριληφθούν και οι κίνδυνοι αγοράς.
Όμως οι εξελιξεις στον τραπεζικό τομέα σε συνδυασμό με το τότε σύμφωνο της Βασιλείας για την κεφαλαιακή επάρκεια δεν ανταποκρινόταν αποτελεσματικά στους κινδύνους που εκτίθετο το πιστωτικό ίδρυμα. 

 Έτσι τον Ιούνιο του 2004 εξέδωσαν ένα νέο σύμφωνο για την κεφαλαιακή επάρκεια που προέβλεπ μια απο διαφορετική και πιο άρτια αντιμετώπιση και προσέγγιση ως προς τους κινδύνου και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ενισχύονται με περισσότερη σταθερότητα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αλλά και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης και άκουσον άκουσον την προστασία του ίδιου του καταναλωτή.

Με βάση το νέο πλαίσιο κεφαλαιακής επάρκειας έχουν προβλεφθεί εναλλακτικές μέθοδοι υπολογισμού που θα είναι πιο ευαίσθητες ως προς τον κίνδυνο. Η Βασιλεία ΙΙ προτείνει ουσιαστικά δύο εναλλακτικές μεθόδους υπολογισμού των εποπτικών κεφαλαίων για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων.

α) Την τυποποιημένη προσέγγιση 

β)Την προσέγγιση της εσωτερικής διαβάθμιση

Με την τυποποιημένη προσέγγιση επιτυγχάνεται μεγαλύτερη ευαισθησια ως προς το κίνδυνοι οπου οι συντελεστές κινδύνου προσδιορίζονται ανάλογα με την πιστοληπτική ικανότητα του αντισυμβαλλόμενου. Αυτή η μέθοδος είναι η απλούστερη από τις υπόλοιπες  μεθόδους υπολογισμούυ των κεφαλαιακών απαιτήσεων. Έχει μεγαλύτερη ακρίβεια ως προς τις μεταβολές του πιστωτικού κινδύνου, μέσω της χρήσης διαφόρων τεχνικών μείωσης του κινδύνου τα χρηματιπιστωτικά ιδρύματα μπορούν να περιορίσουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις έναντι του πιστωτικού κινδύνου.


Τα κυριότερα σημεία της τυποποιημένης προσέγγισης είναι:

- Η εξασφάλιση των δανείων με υποθήκες αστικών ακινήτων (συντελεστής 35%) ενώ τα δάνεια με υποθήκες εμπορικών ακινήτων έχουν 100% συντελεστή.  Τα δάνεια με εξασφαλισμένες υποθήκες έχουν δυνατότητα στάθμισης με συντελεστή 50%.

Αναγνωρίστηκε η διαφορετικότητα της λιανικής τραπεζικής (εκτός στεγαστικών δανείων) και επιβάλλεται χαμηλότερος συντελεστής στάθμισης 75% σε σχεση με τα δάνεια των επιχειρήσεων.

- Οι ληξιπρόθεσμες άνω των 90 ημερών απαιτήσεις θα σταθμίζονται με συντελεστή 100% και 150% ανάλογα με το ποσοστό κάλυψης του ληξιπρόθεσμου ποσού απο ειδικές προβλέψεις.  Περίπου το ίδιο και για απαιτήσεις από στεγαστικά δάνεια που ο συντελεστής στάθμισης θα είναι 50% και 100% αντίστοιχα.

- Η φύση του αντισυμβαλλόμενου, το είδος της απαίτησης αλλά και η πιστοληπτική ικανότητα του οφειλέτη εκδότη απο τους εξωτερικούς οίκους αξιολόγησης συνδέονται με την στάθμιση των απαιτήσεων της τράπεζας.

- Οι εθνικές εποπτικές αρχές μπρούν να αποφασίσουν για την ευνοϊκή μεταχείριση του πιστωτικού ιδρύματος ως προς την χώρα όπου εδρεύει και έχουν χρηματοδοτηθεί με το νόμισμα της.  Διατηρεί το καθεστώς στάθμισης με συντελεστή 0% και συνδέει την αξιολόγηση του πιστωτικού ιδρύματος με αυτής της χώρα.

Η τελευταία (προσέγγιση εσωτερικής διαβάθμισης) παρέχει στις τράπεζες δύο εναλλακτικούς τρόπου υπολογισμού, ανάλογα με το βαθμό εξέλιξης των εσωτερικών τους συστημάτων διαβάθμισης κινδύνου:

α) τη θεμελιώδη μέθοδο (foundation approach) και 

β) την προηγμένη μέθοδο (adnanced approach)


Το πιστωτικό ίδρυμα αναλαμβάνει να βρει οικονομικά μοντέλα ώστε να σταθμίσει σωστά, απαιτεί συγκεκριμένη υποδομή και φυσικά έγκριση.  Αν υπάρξει η υποδομή η εσωτερική διαβάθμιση είναι καλύτερη. Αποτελεί καινοτομικό τμήμα νέων προτάσεων για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών.  Η θεμελιώδη και η εξελιγμένη είναι δύο επιμέρους προσεγγίσεις που χρησιμοποιούνται απο τα πιστωτικά ιδρύματα.  Αντίθετα από την τυποποιημένη προσέγγιση που χρησιμοποιεί πέντε συντελεστές στάθμισης (0%, 20%, 50%, 100%, 150%) η προσέγγιση εσωτερικών συστημάτων διαβάθμισης χρησιμοποιείται από ορισμένα πιστωτικά ιδρύματα για την εκτίμηση του οικονομικού κεφαλαίου έναντι των κινδύνων που αναλαμβάνουν και χρησιμοποιεί μια συνάρτηση συντελεστών στάθμισης παρέχοντας πιο ακριβή τη διαφοροποίηση του πιστωτικού κινδύνου.  Τέσσερα είναι τα βασικά στάδια λειτουργίας των εσωτερικών συστημάτων διαβάθμισης:

1. Τα πιστωτικά ιδρύματα για να χρησιμοποιήσουν το συγκεκριμένο σύστημα θα πρέπει κατα το ελάχιστο να πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

2.  Η ταξινόμηση των στοιχείων του ενεργητικού σε πέντε βασικές κατηγορίες.

3. Τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να εκτιμούν απο μόνα τους τον παράγοντα του πιστωτικού κινδύνου ή να παράγουν συγκεκριμένους παράμετρους πιστωτικού κινδύνου.  Χρησιμοποιώντας δηλαδή είτε θεμελιώδη προσέγγιση είτε εξελιγμένη προσέγγιση.

4. Με βάση τις παράμετρους των πιστωτικών κινδύνων να εκτιμώνται ξεχωριστα και να χρησιμοποιούνται ως μεταβλητές στις συναρτήσεις για τον υπολογισμό του συντελεστή στάθμισης πιστωτικού κινδύνου και κατα συνέπεια της κεφαλαιακής επάρκειας.

Συνεπώς, η ομοιότητα τους είναι ότι και οι δύο μέθοδοι υπολογίζουν τα σταθμισμένα περιουσιακά στοιχεία του πιστωτικού ιδρύματος, η διαφορά τους είναι μόνο στον τρόπο υπολογισμού των σταθμισμένων περιουσιακών στοιχείων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου