Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

BΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΚΑΙ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Αριστόβουλος


του Παναγιώτη Γεννηματά 

      Ποσώς αμφιβάλλω  ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους αποτελεί αδιάκοπο εφιάλτη που διαταράσσει αφόρητα την νήδυμο ύπνο των ασύστολων δημιουργών του! Και οι πολιτικοί πρωταγωνιστές της εθνικής υπερχρέωσης είναι αναμφισβήτητα πολλοί!  Μεταξύ όμως αυτών, ιδιαίτερα ευαίσθητος απέναντι στις Εριννύες της ελληνικής υπερχρέωσης και χρεωκοπίας εμφανίζεται συχνότερα ο αντιπρόεδρος της συγκυβέρνησης. Συχνά-πυκνά αισθάνεται τελευταία την ανάγκη να προβαίνει σε κατηγορηματικές δηλώσεις περί βιωσιμότητας του χρέους μας, χωρίς, με την οικονομική αφέλεια του νεόκοπου οικονομολόγου, να αντιλαμβάνεται το θλιβερό ρόλο τον οποίον, με τις άτοπες σχετικές παρεμβάσεις του, αναλαμβάνει εκουσίως να επιτελεί.

          Κατ’ αρχήν η έννοια της βιωσιμότητας του χρέους είναι καθ’ εαυτήν ατυχής. Βεβαίως γι αυτό δεν ευθύνεται η ελληνική οικονομική ορολογία. Η λέξη μεταφράζει ξενικό όρο που στην διεθνή οικονομική τεχνογλώσσα χρησιμοποιείται ευρύτατα και όχι μόνον για να χαρακτηρίσει την διαχειρισιμότητα του χρέους.  Επί της ουσίας όμως ο όρος δεν κυριολεκτεί. Γιατί δεν νοείται χρέος αυτοτελώς βιώσιμο ή μη. Η βιωσιμότητα του χρέους είναι υπόθεση απόλυτα σχετική και πολυπαραμετρική. Κυρίως όμως εξαρτάται από την εκτιμώμενη ικανότητα της (υπερ)χρεωμένης οικονομίας να το εξυπηρετεί με ικανοποιητική αποτελεσματικότητα κατά το ονομαστικό διάστημα της ζωής του.

        Οι τεχνικοί οικονομολόγοι, υποκύπτοντας στην μεθοδολογική αναγκαιότητα «μοντελοποίησης» των  οικονομικών υποθέσεων, έχουν βεβαίως κωδικοποιήσει την παραμετροποίηση της βιωσιμότητας, ώστε να διατυπώνουν εύκολα τεχνικές αξιολογήσεις. Η μοντελοποίηση όμως αυτή δεν μπορεί να συμπεριλάβει τους δυναμικούς πραγματικούς συντελεστές που μπορούν να μεταβάλλουν διαρκώς τους τεχνικούς οικονομικούς συσχετισμούς(παραμέτρους). Αυτό αποτελεί οργανική αδυναμία της συγκεκριμένης επιστήμης, όπως τουλάχιστον αυτή γίνεται αντιληπτή από τους mainstream οικονομολόγους της δυτικής οικονομικής σκέψης.

     Σε ό,τι αφορά το χρέος και ιδιαίτερα την υπερχρέωση, στους δυναμικούς αυτούς συντελεστές πραγματικής μεταβολής συμπεριλαμβάνεται κατ’ εξοχήν ηικανότητα μιας κυβέρνησης,  αφ’ ενός να διαπραγματεύεται συνεχώς την αναδιάρθρωση του χρέους, ώστε αυτό να διατηρείται συνεχώς τουλάχιστον οριακά εξυπηρετήσιμο, αφ’ ετέρου να ανασυγκροτεί την (υπερ)χρεωμένη οικονομία προς την κατεύθυνση της ενεργοποίησης εκείνης (λέγε με ανάπτυξη…) που μπορεί να εγγυηθεί την αβίαστη εξυπηρέτηση του χρέους.

       Δυστυχώς στην ελληνική περίπτωση δεν συντρέχει καμμιά από τις δυο αυτές προϋποθέσεις που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τον ισχυρισμό περί βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Και μάλιστα με περισσή κατηγορηματικότητα!  Ο μόνος μάλιστα λόγος τον οποίον θα μπορούσε η ελληνική κυβέρνηση να επικαλεστεί για να υποστηρίξει ρεαλιστικά το αίτημα για την περαιτέρω αναδιάρθρωση, ώστε να μειωθεί αντίστοιχα σε χαμηλότερο επίπεδο το βαρύτατο, παρά τις μέχρι τώρα αναρρυθμίσεις, κόστος της εξυπηρέτησής του, είναι ακριβώς αυτό που αποτελεί και την επίσημη ομολογία της αποτυχίας της: Ότι δηλαδή δεν έχει ακόμη κατορθώσει να φέρει την ελληνική οικονομία σε κατάσταση ικανή να ανταποκριθεί κατά τα προσεχή πέντε με δέκα χρόνια στην ανετότερη εξυπηρέτηση του χρέους. Θα ζητήσουμε επομένως λίαν προσεχώς (ανεπισήμως το έχουμε ήδη κάνει) την παράταση της λήξης του επειδή ακριβώς αναγνωρίζουμε ότι στην παρούσα του δομή, σε σχέση πάντα με την προεξοφλούμενη ικανότητα της ελληνικής οικονομίας να παράγει αγόγγυστα πρωτογενή πλεονάσματα στο αντίστοιχο διάστημα, δεν φαίνεται αντικειμενικά βιώσιμο.

       Λογικά θα περίμενε κανείς η ελληνική κυβέρνηση να προβληματίζεται σοβαρά για την διαπραγματευτική επιχειρηματολογία με την οποίαν θα επιχειρήσει  (και πάλι;) να διεκδικήσει προσεχώς τη νέα αναδιάρθρωση. Και υποθέτω ότι οι νοημονέστεροι οικονομικοί σύμβουλοι θα έχουν προετοιμαστεί καταλλήλως για τη σχετική διαδικασία. Πώς όμως στην εικόνα της στρατηγικής προπαρασκευής εντάσσεται η υπονόμευση της  απόπειρας από τον ίδιο τον αντιπρόεδρο της συγκυβέρνησης; Διότι βεβαίως οι συνεχείς καθησυχαστικές παρεμβάσεις του περί βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους δεν σημαίνουν τίποτε άλλο παρά ότι η ελληνική κυβέρνηση, και κάθε προφανώς μελλοντική, αναιτίως διεκδικεί τη νέα διαπραγμάτευση για την περαιτέρω αναδιάρθρωσή του.

     Αντιλαμβάνεται άραγε ο βαρύγδουπος αντιπρόεδρος και μαζί με αυτόν όλοι όσοι σιγοντάρουν την περί βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους καθησυχαστική αερολογία, ποιον αντιδιαπραγματευτικό ρόλο έχουν αναλάβει να επιτελούν; Ότι υπηρετούν ως εσωτερική πέμπτη φάλαγγα τα συμφέροντα εκείνων των δανειστών που αντιλέγουν ως σήμερα στην αναδιάρθρωση του χρέους και την ελάφρυνση του κόστους της εξυπηρέτησής του; Χωρίς παράλληλα να επιτελούν αποτελεσματικά το μείζον χρέος τους για την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου