Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

"CAMEL(S)" όχι τα τσιγάρα.....Η μεθοδολογία...

the Crypt of Banking News


Από τη Νούλα Χρυσοχοϊδου
Το Νοέμβριο του 1979, το Ενιαίο Σύστημα Αξιολόγησης των Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων προτάθηκε από το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο Ελέγχου Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων. Η Ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ , το υιοθέτησε πρώτη και ακολούθησαν οι υπόλοιποι τραπεζικοί οργανισμοί των ΗΠΑ, ενώ με την πάροδο του χρόνου εφαρμόστηκε και διεθνώς και αναδείχθηκε ως ένα από τα πιο αποτελεσματικά εργαλεία αξιολόγησης και εσωτερικής εποπτείας για την φερεγγυότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Η μεθοδολογία Camels, ήταν αυτή που έκανε ευρέως γνωστό το σύστημα UFIRS, ενώ αρχικά οι δείκτες ήταν πέντε, προστέθηκε και η έκτη (s) που ήταν αυτή της ευαισθησίας στις μεταβολές της αγοράς. Αυτό συνέβη λόγω των εξελίξεων στον τραπεζικό τομέα που επέβαλαν την ενσωμάτωση του το 1997.
Αρχικά εφαρμόστηκε στη Β.Αμερική με σκοπό την αξιολόγηση των αμερικάνικων εμπορικών τραπεζών το οποίο αποτελεί το βασικότερο εργαλείο αξιολόγησης για την κατάταξη των περίπου 8.500 τραπεζών στις ΗΠΑ. Η χρήση της μεθοδολογίας Camels,  πέραν του αποτελέσματος της για τις δυνατότητες της κάθε τράπεζας σε σχέση με τις υπόλοιπες τράπεζες του κλάδου, δίνει τη δυνατότητα να προσδιοριστούν τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία τους.  Φυσικά, η κατάταξη των υπό εξέταση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνεται όχι μόνο επί της συνολικής τους εικόνας αλλά και για τον κάθε ξεχωριστό αριθμοδείκτη. Η ανάλυση των δεικτών Camels βασίζεται σε στοιχεία που συλλέγονται κυρίως από τις παρακάτω πηγές πληροφόρησης:
 Ετήσια Αποτελέσματα Χρήσης
 Ετήσια Έκθεση Πεπραγμένων
 Εποπτικές αναφορές που υποβάλλονται από τις τράπεζες προς την κεντρική τράπεζα
 Αναφορές της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου των τραπεζών και των ορκωτών λογιστών που ελέγχουν τις οικονομικές τους καταστάσεις

Οι δείκτες Camels παρέχουν για την κάθε τράπεζα μια βαθμολογία για τη συνολική της απόδοση και έξι επιμέρους βαθμολογίες για κάθε κατηγορία αριθμοδείκτη ξεχωριστά.  Βάσει μιας στάθμισης για τον καθένα από τους έξι αριθμοδείκτες, διαμορφώνεται η συνολική κατάσταση της υπό εξέταση τράπεζας.  Η βαθμολογική κλίμακα κυμαίνεται από 1 έως 5. Όπου το 1 αποτελεί την υψηλότερη βαθμολογία ενώ αντικατοπτρίζει τις άριστες επιδόσεις και την ύπαρξη επαρκών μηχανισμών διαχείρισης κινδύνου, που ανταποκρίνονται τόσο στο μέγεθος του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος όσο και στην πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του. Από την  άλλη το 5 αντιστοιχεί στη μικρότερη δυνατή βαθμολογία και θεωρείται ενδεικτικό χαμηλών επιδόσεων οι οποίες χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής και σημασίας. Σημειώνεται ότι η βαθμολόγηση των τραπεζών μπορεί να γίνει και με την αντίστροφη διαδικασία, δηλαδή η καλύτερη τράπεζα θα είναι εκείνη που τελικά βαθμολογείται με τον υψηλότερο συγκεντρωτικό βαθμό Camels.
Οι δείκτες παρέχουν στον αναλυτή να μπορεί να διακρίνει τους παράγοντες εκείνους οι οποίοι συμβάλλουν στη χρεοκοπία μιας τράπεζας. Μπορεί να προβλέψει την αποτυχία και να λάβει άμεσα μέτρα προς αποφυγή της μαζικής ανάληψης καταθέσεων από τους αποταμιευτές, η οποία θα οδηγήσει στην κατάρρευση της.
Έπειτα η διάταξη των δεικτών Camels, ορίζεται με τον χαμηλότερο βαθμός να αντιστοιχεί στο άριστα και αντίστοιχα με τον υψηλότερο στο κακώς. Άρα, οι τράπεζες με τα χαμηλότερα σκορ ετησίως, θεωρείται ότι έχουν τις καλύτερες επιδόσεις.

 Σύστημα Αξιολόγησης CAMELS για τα τραπεζικά ιδρύματα
Η αξιολόγηση των τραπεζών πρέπει να γίνεται με κοινή μεθοδολογία κοινά κριτήρια και κοινά στοιχεία, τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό ή διεθνές επίπεδο κλάδου. Η μεθοδολογία βασίζεται στα ΔΛΠ και εξετάζονται συγκεκριμένοι χρηματοοικονομική δείκτες αλλά και ποιοτικά χαρακτηριστικά του κάθε τραπεζικού ιδρύματος. Οι έξι περιοχές κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες και για τους οποίους υπολογίζεται σειρά αριθμοδεικτών είναι οι εξής:
 Κίνδυνος Κεφαλαίων
 Κίνδυνος Ενεργητικού: Πιστωτικός Κίνδυνος και Κίνδυνος Συγκέντρωσης
 Κίνδυνος Διοίκησης: Αναποτελεσματική διοίκηση, κακή φήμη, Λειτουργικός Κίνδυνος και παράνομες δραστηριότητες, κανονιστική συμμόρφωση
 Κίνδυνος Κερδοφορίας
 Κίνδυνος Ρευστότητας
 Κίνδυνος Αγοράς: Επιτοκιακός, Συναλλαγματικός Κίνδυνος και Λειτουργικός Κίνδυνος

 Αριθμοδείκτες βαθμολογίας τραπεζών μέσω της CAMELS
CAMELS
§  Capital (Κεφαλαιακή Επάρκεια)
§  Asset quality (Ποιότητα Ενεργητικού)
§  Management (Ποιότητα Διοίκησης)
§  Earnings (Κερδοφορία)
§  Liquidity (Ρευστότητα)
§  Sensitivity to market risk (Ευαισθησία στον κίνδυνο αγοράς)
Οι αριθμοδείκτες Camels υπολογίζονται με τον εξής τρόπο:
1.      Capital
Αριθμοδείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας - Capital Adequancy Ratio (CAR)
2.       Asset quality
Δάνεια σε καθυστέρηση > 90 ημερών - Προβλέψεις / Δάνεια
3.      Management
Έξοδα Διοίκησης/ Πωλήσεις
4.      Earnings
Δείκτης Αποδοτικότητας Ενεργητικού(Return on Assets - ROA)
Δείκτης Αποδοτικότητας Ιδίων Κεφαλαίων (Return on Equity - ROE)
5.      Liquidity
Κυκλοφορούν Ενεργητικό / Μ.Ο. Ενεργητικού
Δάνεια / Καταθέσεις
6.      Sensitivity to market risk
Σύνολο Αξιογράφων / Μ.Ο. Ενεργητικού
Στον παρακάτω πίνακα γίνεται η επεξήγηση των συνιστωσών των Camels και η ανάλυση του τρόπου υπολογισμού των αριθμοδεικτών.

Πίνακας: Συνοπτικός πίνακας Δεικτών Camels
Στοιχεία Αξιολόγησης
C
A
M
E
L
S
Αριθμοδείκτες
Tier I +II / Σταθμισμένο Ενεργητικό
Δάνεια σε καθυστέρηση>90 ημερών-Προβλέψεις / Δάνεια
Έξοδα Διοίκησης / Πωλήσεις
ROE & ROA
L1 &L2
Σύνολο Αξιογράφων / Μ.Ο. Ενεργητικού
Συντελεστής Βαρύτητας
3
2
1,5
3
1,5
1
Πηγή: Θέματα Τραπεζικής και Χρηματοοικονομικής Θεωρίας Α.Χριστόπουλος-Ι.Ντόκας, Εκδόσεις Κριτική

Κεφαλαιακή Επάρκεια (Capital Adequancy)
Για την ομαλή λειτουργία ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος απαιτείται η επαρκή διάθεση κεφαλαίων ώστε να εκπληρωθούν οι υποχρεώσεις της.  Το ύψος των κεφαλαίων της εξαρτάται από το ύψος και το είδος των κινδύνων που εμπεριέχουν οι δραστηριότητες της αλλά και από την ικανότητα των στελεχών της να αναγνωρίζουν, να ελέγχουν και τέλος να προσδιορίζουν τους κινδύνους που αναλαμβάνονται.  Η επάρκεια των κεφαλαίων αποτελεί το βασικότερο μέλημα της διοίκησης της τράπεζας. Υπάρχουν τρείς τρόποι μέτρησης των κεφαλαίων, αυτοί είναι οι εξής:
                                I.            Μέσω των λογιστικών κεφαλαίων
                              II.            Μέσω των οικονομικών κεφαλαίων, και
                            III.            Μέσω των εποπτικών κεφαλαίων
Οι παράγοντες που προσδιορίζουν την κεφαλαιακή επάρκεια είναι οι εξής:
Ø  Το ύψος και η ποιότητα των κεφαλαίων
Ø  Η ικανότητα των διοικητικών οργάνων να ικανοποιήσουν τις προκύπτουσες ανάγκες του ιδρύματος για πρόσθετο κεφάλαιο
Ø  Η φύση και το μέγεθος των επισφαλών απαιτήσεων καθώς και η ικανότητα σωστής πρόβλεψης τους, για την άμεση αντιμετώπιση τυχών ζημιών
Ø  Η ποιότητα και η δυναμικότητα των κερδών
Ø  Οι προοπτικές ανάπτυξης της τράπεζας, και
Ø  Η πρόσβαση σε νέες αγορές για την προσέλκυση νέων κεφαλαίων.
Ο Αριθμοδείκτες Κεφαλαιακής Επάρκειας υπολογίζεται ως εξής:

CAR =  Βασικά Κεφάλαια(Tier I) + Συμπληρωματικά Κεφάλαια (Tier II) /  Σταθμισμένο έναντι του κινδύνου ενεργητικού
Τα κεφάλαια στον αριθμητή διακρίνονται σε βασικά ίδια κεφάλαια, όπου απαιτείται να αποτελούν τουλάχιστον το 50% του συνόλου των ιδίων κεφαλαίων και σε συμπληρωματικά κεφάλαια. Ενώ, στον παρανομαστή κατανέμονται σε πέντε ομάδες σταθμισμένου κινδύνου βάσει των κανόνων της Βασιλείας ΙΙ ως εξής: 0%, 10%, 20%, 50%, και 100%. Οι δύο κατηγορίες Κεφαλαίου καθώς και η κατανομή των στοιχείων του ενεργητικού ορίζονται λεπτομερώς στο Σύμφωνο της Βασιλείας ΙΙ. Υποχρεωτικά βάσει της Βασιλείας ΙΙ, ο δείκτης  πρέπει να είναι τουλάχιστον 8%. Στον αριθμητή εμφανίζονται τα εποπτικά κεφάλαια ενώ στον παρανομαστή το σταθμισμένο ενεργητικό, δηλαδή το κάθε στοιχείο του ενεργητικού σταθμίζεται ως προς τον κίνδυνο του.
Ø  Tier I : Ίδια Κεφάλαια
Ø  Tier II: Υβριδικά Κεφάλαια
Όσο μεγαλύτερη τιμή έχει το κλάσμα τόσο μικρότερη ανάγκη για εξωτερική χρηματοδότηση υπάρχει, με αποτέλεσμα την καλύτερη αποδοτικότητα από άλλες τράπεζες με χαμηλότερο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας. Όταν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν παραπάνω από 8% τότε σημαίνει ότι διεθνώς εκπληρώνουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις έναντι του πιστωτικού κινδύνου στον οποίο εκτίθενται. Το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα με τη μεγαλύτερη κεφαλαιακή επάρκεια βαθμολογείται με 1 άρα το επίπεδο των κεφαλαίων της  είναι σημαντικό σε σχέση με τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο. Αν η βαθμολογία ήταν 2 τότε το επίπεδο των κεφαλαίων της θα ήταν ικανοποιητικό, με 3 θα σήμαινε ότι είναι λιγότερο ικανοποιητικό, με 4 η τράπεζα έχει ανάγκη οικονομικής στήριξης και τέλος με 5, υπάρχει κίνδυνος και χρειάζεται άμεση οικονομική στήριξη.
Ποιότητα στοιχείων ενεργητικού (Asset quality)
Η ποιότητα ενεργητικού αντανακλά το βαθμό του υπάρχοντος αλλά και τον πιθανό πιστωτικό κίνδυνο, ο οποίος συνδέεται με τις απαιτήσεις του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος. Παράλληλα αντικατοπτρίζει την ικανότητα της διοίκησης να αντιμετωπίζει αυτό τον κίνδυνο.  Αυτό που πραγματικά μας ενδιαφέρει είναι η πραγματική αξία των απαιτήσεων που εμφανίζονται στο ενεργητικό της τράπεζας ώστε να μπορέσει να προσδιοριστεί σωστά ο κίνδυνος δραστηριότητας των τραπεζών.  Το πιο δύσκολο σημείο είναι αυτό του χαρτοφυλακίου των δανείων. Γι΄αυτό θα πρέπει να γίνεται αξιολόγηση των δανειοληπτών της τράπεζας ώστε να εκτιμηθεί η πιθανή αθέτηση και να υπολογιστεί το ποσοστό της υποβάθμισης του χαρτοφυλακίου. Το συνολικό αποτέλεσμα της αξιολόγησης των στοιχείων του ενεργητικού της τράπεζας θα προκύψει μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης όλων των στοιχείων του ενεργητικού ξεχωριστά.
Με τους αριθμοδείκτες εξετάζονται τα περιουσιακά στοιχεία που περιέχονται στο ενεργητικό της τράπεζας και υπολογίζεται ο κίνδυνος που συμπεριλαμβάνεται σε καθένα από αυτά. Έτσι υπολογίζονται οι επισφάλειες που υπάρχουν στο χαρτοφυλάκιο. Αν σε ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δούμε ότι διαθέτει χαρτοφυλάκιο κακής ποιότητας  τότε το ενεργητικό θεωρείται χαμηλής ποιότητας. Οι παράγοντες που προσδιορίζουν την ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού μιας τράπεζας είναι:
 Η επάρκεια μηχανισμών διαπίστωσης και αντιστάθμισης του πιστωτικού κινδύνου
 Το είδος και το ύψος των επισφαλών απαιτήσεων
 Οι προβλέψεις για την κάλυψη των απαιτήσεων αυτών
 Ο βαθμός διαφοροποίησης και η ποιότητα των απαιτήσεων οι οποίες συνθέτουν το χαρτοφυλάκιο.
Με τον δείκτη ποιότητας ενεργητικού αξιολογείται η ποιότητα των απαιτήσεων μίας τράπεζας κυρίως όμως των χορηγούμενων δανείων και των επενδύσεων. Ο αριθμοδείκτης που χρησιμοποιείται συνήθως για την αξιολόγηση της ποιότητας ενεργητικού είναι ο εξής:
Α = Δάνεια σε καθυστέρηση > 90 ημερών – Προβλέψεις / Δάνεια
Σ΄αυτόν τον αριθμοδείκτη εννοούμε τα δάνεια που παρουσιάζουν πρόβλημα κατά την αποπληρωμή τους. Η αποπληρωμή τους παρουσιάζει καθυστέρηση πάνω από 90 ημέρες και υπόκεινται σε έλεγχο απομείωσης της αξίας τους. Στον αριθμητή εμφανίζεται το σύνολο των καθυστερημένων δανείων άνω των 90 ημερών και τα κεφάλαια που έχει ήδη βάλει στην άκρη ως αποθεματικά ή τράπεζα για την αντιμετώπιση των ζημιών που θα προκύψουν. Έτσι προκύπτουν οι καθαρές καθυστερήσεις. Ο δείκτης αυτός αν είναι μικρός τότε σημαίνει ότι οι προβλέψεις για καθυστερήσεις βρίσκονται πιο κοντά στις καθυστερήσεις που τελικά πραγματοποιήθηκαν.
Η τράπεζα με τον μικρότερο δείκτη βαθμολογείται με 1, σημαίνει ισχυρή τράπεζα, ενώ καθώς ο δείκτης μεγαλώνει η βαθμολογία του δείκτη αυξάνεται. Αν η βαθμολογία του δείκτη είναι 2 τότε η τράπεζα είναι αρκετά ισχυρή, ο δείκτης 3 σημαίνει ότι η τράπεζα είναι λιγότερο ισχυρή, με δείκτη 4 προειδοποιεί για σημαντικά προβλήματα της τράπεζας και τέλος με βαθμολογία 5 υπάρχει άμεσος κίνδυνος για ενίσχυση των παγίων της τράπεζας.

 Διοίκηση-Διαχείριση (Management)
Εδώ αναφέρεται η ικανότητα των managers του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος να περιορίζουν τον κίνδυνο που εμπεριέχεται σχεδόν σε κάθε δραστηριότητα της. Έτσι εξασφαλίζεται η σωστή και ταυτόχρονα αποδοτική λειτουργία της.  Ο δείκτης αυτός απεικονίζει τη σωστή λειτουργία της τράπεζας και την ικανότητα των διοικούντων να περιορίσουν τον κάθε μορφής κίνδυνο που ενέχεται σε οποιαδήποτε δραστηριότητα της τράπεζας. Οι παράγοντες που προσδιορίζουν τη διοίκηση είναι οι εξής:
 Ο βαθμός και ο τρόπος συμμετοχής των στελεχών της τράπεζας στη διεκπεραίωση των καθημερινών δραστηριοτήτων της
 Η ευελιξία με την οποία το διοικητικό συμβούλιο σχεδιάζει και προσαρμόζει τη στρατηγική του στις συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες
 Η ακρίβεια και η αποτελεσματικότητα των πληροφοριακών συστημάτων
 Η επάρκεια μηχανισμών εσωτερικής εποπτείας
Για την αξιολόγηση του προσδιοριστικού παράγοντα της διοίκησης κατά CAMELS χρησιμοποιείται ο εξής αριθμοδείκτης:
Μ = Έξοδα Διοίκησης / Πωλήσεις
Οι πωλήσεις προκύπτουν από την Κατάσταση Αποτελεσμάτων Χρήσης και αναφέρονται ως Τόκοι και Εξομοιούμενα έσοδα. Από την άλλη τα έξοδα διοίκησης προέρχονται επίσης από την Κατάσταση Αποτελεσμάτων Χρήσης και αποτελούν μέρος των Γενικών Λειτουργικών Εξόδων. Όσο μικρότερος είναι ο δείκτης τόσο καλύτερη κρίνεται η διοίκηση του οργανισμού.  Αν η τράπεζα βαθμολογηθεί με 1 τότε σημαίνει ότι είναι μια ισχυρή τράπεζα διοικητικά σε σχέση με το μέγεθος της. Με 2 σε όταν η τράπεζα είναι με μεγαλύτερο δείκτη διοίκησης ανάλογα με το μέγεθός της, βαθμολογείται με 3 όταν είναι λιγότερο από ικανοποιητική, με 4 όταν εμφανίζονται προβλήματα και με 5 όταν απαιτούνται άμεσες ενέργειες για την αντικατάσταση της διοίκησης.

 Κερδοφορία (Earnings)
Ο δείκτης κερδοφορίας δεν αντανακλά μόνο το ύψος των κερδών μιας τράπεζας αλλά και την ποιότητα του.  Συνήθως χρησιμοποιούνται τα καθαρά κέρδη μετά φόρων ενώ ικανοποιητικός θεωρείται ένας δείκτης με τιμή που κυμαίνεται από 1% έως 2,5%.  Για την αξιολόγηση της κερδοφορίας λαμβάνονται υπόψη τα εξής:
 Το ύψος, η τάση και η ενδεχόμενη σταθερότητα που παρουσιάζουν τα κέρδη
 Η ικανότητα των οργάνων της διοίκησης να αξιοποιεί τα αδιανέμητα κέρδη ως πηγές κεφαλαίου για περαιτέρω δημιουργία κερδών
 Η απόδοση των πληροφοριακών συστημάτων και η επάρκεια των προβλέψεων
 Οι πηγές κεφαλαίων, η ποιότητα τους και οι κίνδυνοι που εμπεριέχουν
Με τους αριθμοδείκτες κερδοφορίας εκτιμάται η αποδοτικότητα ενός τραπεζικού οργανισμού, η δυναμικότητα των κερδών του καθώς και η ικανότητα της διοίκησης του. Για την αξιολόγηση της κερδοφορίας χρησιμοποιούνται οι εξής αριθμοδείκτες:

Αριθμοδείκτης Αποδοτικότητας Ενεργητικού(Return on Assets)
ROA = Καθαρά Κέρδη / Μ.Ο. Ενεργητικού

Ο δείκτης ROA απεικονίζει την κερδοφορία της τράπεζας σε σχέση με το σύνολο του ενεργητικού και δείχνει τον τρόπου που μια τράπεζα διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία για να πετύχει κέρδη. Όσο μεγαλύτερος είναι ο δείκτης τόσο αποδοτικότερη είναι η τράπεζα. Η ικανοποιητική απόδοση αναμένεται να κυμαίνεται από 1% έως 25%.  Όσο μεγαλύτερος είναι ο δείκτης αυτός τόσο καλύτερη αποδοτικότητα έχει το ενεργητικό της τράπεζας, άρα τόσο αποδοτικότερη είναι η διαχείριση των περιουσιακών της στοιχείων.

Αριθμοδείκτης Αποδοτικότητας Ιδίων Κεφαλαίων (Return on Equity)
ROE =  Καθαρά Κέρδη / Ίδια Κεφάλαια

Ο δείκτης ROE χρησιμοποιείται ώστε να προσδιοριστεί η αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων. Η υψηλή αποδοτικότητα συνεπάγεται με τη δυνατότητα παραγωγής χρήματος με ίδια κεφάλαια. Όσο μεγαλύτερος είναι ο δείκτης τόσο αποδοτικότερα θεωρείται ότι χρησιμοποιεί η τράπεζα τα ίδια κεφάλαια της. Τα ίδια κεφάλαια προέρχονται από το άθροισμα του μετοχικού κεφαλαίου με τα αποθεματικά που βρίσκονται στο παθητικό του ισολογισμού. Αποδίδει την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων του οργανισμού σε σχέση με την ονομαστική τους αξία.
Οι δύο δείκτες ROA και ROE, προσδιορίζουν ένα δείκτη κερδοφορίας ο οποίος έχει ως αποτέλεσμα τον μέσο όρο των δύο αυτών δεικτών.  Όσο μεγαλύτερος είναι ο δείκτης κερδοφορίας της τράπεζας τόσο καλύτερη κρίνεται η κερδοφορία της επιχείρησης. Άρα όταν η βαθμολογία είναι ίση με 1, συνεπάγεται μια ισχυρή τράπεζα και αποδίδεται στον μεγάλο δείκτη της κερδοφορίας. Με βαθμολογία 2 δείχνει ικανοποιητική τράπεζα ως προς τα κέρδη της, η βαθμολογία 3 προειδοποιεί για ανάγκη βελτίωσης των αποτελεσμάτων κερδοφορίας της. Η βαθμολογία 4 συνεπάγεται με την ανάγκη για δραστικές διορθωτικές παρεμβάσεις, ενώ η βαθμολογία 5 κρούει τον κώδων του κινδύνου για την άμεση στήριξη της κερδοφορίας της τράπεζας για την αποφυγή της χρεοκοπίας της.
 Ρευστότητα (Liquidity)
Η ρευστότητα αποτελεί τη φωτογραφία της τρέχουσας οικονομικής κατάστασης.  Εκφράζει την ικανότητα των τραπεζών να ανταποκρίνονται τόσο στις κεφαλαιακές ανάγκες των δραστηριοτήτων τους όσο και στις χρηματοοικονομικές ανάγκες των πελατών. Βάσει της Βασιλείας ΙΙΙ η αξιολόγηση της ρευστότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων βασίζεται σε δύο αριθμοδείκτες:
Α) Τον  Δείκτη Κάλυψης Ρευστότητας
Β) Τον Δείκτη Σταθερής Καθαρής Χρηματοδότησης
Για την αξιολόγηση της ρευστότητας συνεκτιμώνται τα εξής:
 Η επάρκεια των ταμειακών διαθεσίμων για την κάλυψη των βραχυχρόνιων υποχρεώσεων
 Η φύση των περιουσιακών στοιχείων και η δυνατότητα τους να μετατραπούν άμεσα σε χρήμα
 Η αποδοτικότητα των στελεχών ενόψει κινδύνων ρευστότητας
 Ο βαθμός διαφοροποίησης των πηγών κεφαλαίου
 Η δυνατότητα πρόσβασης σε νέες αγορές
Οι αριθμοδείκτες ρευστότητας χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό τόσο της βραχυχρόνιας οικονομικής κατάστασης όσο και της ικανότητας της τράπεζας να ανταποκριθεί στις τρέχουσες ανάγκες για ρευστά διαθέσιμα.
Ο L1 δείκτης ρευστότητας βρίσκεται ως εξής:
L1 = Δάνεια / Καταθέσεις
Το αποτέλεσμα του δείκτη δίνει το L1 το οποίο δείχνει την εξάρτηση της τράπεζας από τη διατραπεζική αγορά. Δηλαδή, δίνει τη σχέση μεταξύ των άμεσα ρευστοποιήσιμων στοιχείων στο κυκλοφορούν ενεργητικός προς τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της τράπεζας.  Όσο πιο μικρός είναι ο δείκτης τόσο καλύτερη ρευστότητα έχει τράπεζα. Όσο μικρότερος είναι ο δείκτης  δάνεια/καταθέσεις τόσο καλύτερη είναι η ρευστότητα που διαθέτει η τράπεζα.  Συνεπώς ο δείκτης ρευστότητας απεικονίζει την ευρωστία που απεικονίζει την ευρωστία που υπάρχει σε μια τράπεζα, ενώ αν αθροιστεί ο δείκτης για όλες τις τράπεζες απεικονίζεται η ευρωστία του κλάδου συνολικά.
Ο δεύτερος δείκτης ρευστότητας L2 βρίσκεται ως εξής:
L2 = Κυκλοφορούν Ενεργητικό / Μ.Ο. Ενεργητικό
Στο κυκλοφορούν ενεργητικό αθροίζονται οι απαιτήσεις στη διατραπεζική και ως προς τους πελάτης της, το ταμείο και τα ταμειακά διαθέσιμα και τα χρεόγραφα. Το αποτέλεσμα του πηλίκου δίνει το L2 το οποίο δείχνει το βαθμό ρευστότητας της τράπεζας αναφορικά με το κυκλοφορούν ενεργητικό της.  Δείχνει πόσες από τις υποχρεώσεις της μπορεί να καλύψει από τα στοιχεία που μπορεί να ρευστοποιήσει άμεσα, ιδίως σε περιπτώσεις που εμφανίζεται μείωση των καταθέσεων. Όσο μεγαλύτερη είναι η τιμή του δείκτη τόσο καλύτερη είναι η ρευστότητα του οργανισμού. Όσο μεγαλύτερος είναι ο Μ.Ο. των δύο δεικτών τόσο καλύτερη θεωρείται η τράπεζα που εξετάζεται. Η τράπεζα με δείκτη ρευστότητας 1 σημαίνει ότι η τράπεζα αυτή διαθέτει πολύ καλό επίπεδο ρευστότητας. Με βαθμολογία 2 ο δείκτης ρευστότητας είναι σε ικανοποιητικό επίπεδο, με 3 η διοίκηση της τράπεζας θα πρέπει να αρχίσει να βελτιώνει κάποιες αποφάσεις της. Με βαθμολογία 4 σημαίνει ότι η τράπεζα αντιμετωπίζει προβλήματα ρευστότητας ενώ με βαθμολογία 5 σημαίνει ότι απαιτείται η άμεση ενίσχυση της τράπεζας για να μπορέσει να ικανοποιήσει τις υποχρεώσεις της.
 Ευαισθησία στους κινδύνους της αγοράς (Sensitivity to market risk)
Ο δείκτης αυτός αντανακλά το βαθμό εξάρτησης της κερδοφορίας της τράπεζας από τις διακυμάνσεις των επιτοκίων και των ισοτιμιών συναλλάγματος καθώς και από τις μεταβολές των τιμών πώλησης και αγοράς.  Για τον προσδιορισμό της ευαισθησίας λαμβάνονται υπόψη τα εξής:
 Η μεταβολή των εσόδων σε σχέση με τις διακυμάνσεις των επιτοκίων
 Το είδος και η πολυπλοκότητα των κινδύνων που  εμπεριέχουν οι δραστηριότητες του οργανισμού
 Η ικανότητα των οργάνων της διοίκησης να αναγνωρίζουν, να προσδιορίζουν, να ελέγχουν και να περιορίζουν τους κινδύνους της αγοράς
Για την αξιολόγηση της ευαισθησίας στον κίνδυνο της αγοράς χρησιμοποιείται ο δείκτης:
S =  Σύνολο αξιογράφων / Μ.Ο. Ενεργητικού
Ο δείκτης αυτός απεικονίζει την απόδοση που παράγεται συνολικά από το χαρτοφυλάκιο αξιογράφων της τράπεζας. Η διοίκηση επιδιώκει ο δείκτης αυτός να είναι χαμηλός.  Όσο μικρότερος είναι ο δείκτης τόσο καλύτερη θεωρείται η τράπεζα ως προς την αντιμετώπιση των κινδύνων της αγοράς αφού όσο μικρότερο είναι το σύνολο των αξιογράφων τόσο λιγότερο είναι εκτεθειμένη η τράπεζα στους κινδύνους της αγοράς λόγω διακυμάνσεων των επιτοκίων και των ισοτιμιών συναλλάγματος. Άρα, αν βαθμολογηθεί με 1 τότε σημαίνει ότι ο κίνδυνος αγοράς ελέγχεται με σωστό τρόπο, με βαθμολογία 2 σημαίνει ότι αντιμετωπίζεται ικανοποιητικά ενώ με 3 σημαίνει ότι θα πρέπει να γίνουν κάποιες βελτιώσεις για την αποφυγή δυνητικών κινδύνων.  Αναλογικά, βαθμολογία 4 σημαίνει ότι ο κίνδυνος αγοράς για την τράπεζα είναι μεγάλος σε σχέση με το μέγεθος της, ενώ βαθμολογία 5 σημαίνει ότι ο κίνδυνος αγοράς που έχει αναληφθεί από τη συγκεκριμένη τράπεζα είναι απαράδεκτα μεγάλος σε σχέση με το μέγεθός της.

 Η διαδικασία υπολογισμού των CAMELS
Ο χρηματοοικονομικός έλεγχος μιας εμπορικής τράπεζας από την ΤτΕ με τη μεθοδολογία CAMELS αποτελείται από περίπου είκοσι αριθμοδείκτες.  Αφού σταθμιστεί ο καθένας απ΄αυτούς ακολούθως γίνεται στάθμιση της ομάδας που ανήκουν οι αριθμοδείκτες και εξάγοντα τα συμπεράσματα για τους κίνδυνους που αντιμετωπίζει το ίδρυμα που ελέγχεται. Έπειτα εφαρμόζονται ποιοτικά χαρακτηριστικά, ένα για κάθε κατηγορία των έξι δεικτών, για να επιτευχθεί η αξιολόγηση των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου και της διαχείρισης των κινδύνων του ιδρύματος που ελέγχεται.
Αφού ολοκληρωθούν ο χρηματοοικονομικός και ποιοτικός έλεγχος σταθμίζεται το αποτέλεσμα του καθενός για να προκύψει το τελικό συμπέρασμα για την κάθε τράπεζα και να καταρτιστεί η κατάταξη του Πίνακα Φερεγγυότητας των Πιστωτικών Ιδρυμάτων. Η στάθμιση που θα δοθεί εξαρτάται από τον επόπτη που κάνει την ανάλυση. Η συνηθισμένη πρακτική είναι 60% χρηματοοικονομική ανάλυση και 40% ποιοτική ανάλυση. Η στάθμιση του 60:40 γίνεται για κάθε αριθμοδείκτη ξεχωριστά και το άθροισμα των έξι αποτελεσμάτων δίνει την τελική βαθμολογία της τράπεζας.
Συνοπτικά η διαδικασία που ακολουθείται για τον υπολογισμό της τελικής βαθμολογίας CAMELS έχει ως εξής:
1.      Υπολογισμός των έξι αριθμοδεικτών CAMELS
2.      Επιλογή συντελεστών στάθμισης στον κάθε αριθμοδείκτη
3.      Βαθμολόγηση του κάθε αριθμοδείκτη της κάθε τράπεζας(2 βαθμούς η καλύτερη, 1 βαθμό η χειρότερη)
4.      Πολλαπλασιασμός του βαθμού της κάθε τράπεζας με τον αντίστοιχο συντελεστή βαρύτητας
5.      Άθροιση των γινομένων των έξι αριθμοδεικτών
6.      Συνολική βαθμολογία CAMELS και κατάταξη τους από την καλύτερη προς τη χειρότερη
7.      Σχολιασμός των αποτελεσμάτων, συνολικών και επιμέρους επισημαίνοντας τα δυνατά και αδύνατα σημεία της κάθε τράπεζας
8.      Επανάληψη όλων των παραπάνω για μια σειρά ετών
9.      Σχολιασμός της διαχρονικής πορείας της κάθε τράπεζας

10.  Συμπεράσματα –προτάσεις (τι προτείνετε για τη βελτίωση της φερεγγυότητας της τράπεζας που αντιμετωπίζει  προβλήματα επιμέρους ή συνολικά)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου