Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

Οι ευθύνες του Κωνσταντίνου Καραμανλή (κυρίως) και του Ανδρέα Παπανδρέου (δευτερευόντως) γιά την δυσλειτουργία του Συντάγματος



Tου Μελέτη Μελετόπουλου*
Το 1974, μετά την πτώση της Δικτατορίας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ως πρωθυπουργός Εθνικής Ενότητας, επανέφερε με διάταγμα σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952 πλην των διατάξεων περί Βασιλείας. Πρόεδρος παρέμεινε γιά κάποιο διάστημα ο στρατηγός Γκιζίκης, ο πρόεδρος-μαριοννέτα του δικτάτορα Ιωαννίδη.
Στην συνέχεια ο Καραμανλής προκήρυξε εκλογές γιά τις 17 Νοεμβρίου γιά Αναθεωρητική Βουλή (η οποία στην ουσία ήταν Συντακτική, αλλά την λέξη «Συντακτική» την τρέμουν όλοι οι συντηρητικοί πολιτικοί ηγέτες ως ανεξέλεγκτη, που μπορεί να θέσει επί τάπητος τα πάντα). Αφού το κόμμα του εξελέγη πρώτο και παντοδύναμο με 54,37%, προχώρησε στην διεξαγωγή Δημοψηφίσματος γιά την μορφή του πολιτευύματος. Το δημοψήφισμα διεξήχθη στις 8 Δεκεμβρίου και ο λαός αποφάσισε την κατάργηση της Μοναρχίας με 69,2%.
Ο Καραμανλής ήταν τώρα ελεύθερος να προχωρήσει στην διαμόρφωση ενός πραγματικά δημοκρατικού συντάγματος, και είχε δύο επιλογές: ή να καταρτίσει ένα Σύνταγμα Προεδρικής Δημοκρατίας αμερικανικού ή γαλλικού τύπου, με άμεσα εκλεγόμενο με καθολική ψηφοφορία από τον λαό, πανίσχυρο κυβερνώντα πρόεδρο, και διορισμένο από τον πρόεδρο εκτελεστικό πρωθυπουργό. ‘Η να εγκαθιδρύσει κοινοβουλευτική δημοκρατία βρεταννικής μορφής, με διακοσμητικό πρόεδρο και πανίσχυρο εκλεγόμενο από τον λαό πρωθυπουργό.

Ο Καραμανλής, αποσκοπώντας προφανώς να κυβερνήσει ως πρωθυπουργός και μετά να «αποσυρθεί» στην προεδρία αλλά να μπορεί και ως πρόεδρος να επηρεάζει τις εξελίξεις, διαμόρφωσε ένα παγκοσμίως πρωτοφανές συνταγματικό υβρίδιο: το Σύνταγμα που ψηφίστηκε το καλοκαίρι του 1975 προέβλεπε με ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς βρεταννικού τύπου, με κοινοβουλευτική κυβέρνηση που εκλέγεται από τον λαό κλπ. Αλλά ταυτόχρονα προέβλεπε υπερεξουσίες στον πρόεδρο της Δημοκρατίας, με κυριώτερες την δυνατότητα διάλυσης της Βουλής, προκήρυξης δημοψηφίσματος και παύσης της εκλεγμένης από τον λαό κυβέρνησης (!), από έναν πρόεδρο όμως μη εκλεγμένο από τον λαό αλλαά από κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς δυνάμεων και ενδοκομματικές ισορροπίες, είχε το συνταγματικό δικαίωμα να απολύει τον εκλεγμένο από τον λαό αρχηγό της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και πρωθυπουργό!
Ο πρόεδρος του καραμανλικού συντάγματος, με τόσες υπερεξουσίες που διέθετε, προεβλέπετο ότι θα εκλεγόταν με ηυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία 200 ή στην Τρίτη   ψηφοφορία εδρών. Αδυναμία εκλογής προέδρου οδηγούσε σε διάλυση της Βουλής και εκλογές.
Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, σπουδαίος διανοούμενος αλλά στενός συνεργάτης και πολιτικό υποχείριο του Καραμανλή, ως πρόεδρος της Δημοκρατίας (1975-1980) δεν τόλμησε φυσικά να διανοηθεί να ασκήσει προεδρικές υπερεξουσίες με τον Καραμανλή πρωθυπουργό. Αλλά και ο Καραμανλής ως πρόεδρος (1980-1985) δεν είχε το πολιτικό κεφάλαιο να συγκρουσθεί με τον κοινοβουλευτικά πανίσχυρο πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου, οπότε οι υπερεξουσίες έμειναν ανενεργές. Όταν όμως τις κατήργησε, και ορθώς, ο Παπανδρέου, το 1985, ξέχασε να καταργήσει και την διαδικασία εκλογής του διακοσμητικού πλέον προέδρου από την Βουλή. Αφού ο πρόεδρος δεν θα είχε πλέον υπερεξουσίες δεν χρειαζόταν και να εκλέγεται με ηυξημένη πλειοψηφία και να διαλύεται η Βουλή κάθε φορά που ο υποψήφιος δεν θα την συγκέντρωνε.
Η ανωμαλία αυτή του Συντάγματος, η όλη εκτρωματική συνταγματική σύλληψη του Καραμανλή και η παράλειψη του Παπανδρέου μπορούν και πρέπει να θεραπευτούν είτε με την απλοποίηση της διαδικασίας εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, είτε με την απλή πλειοψηφία των 151 ψήφων, είτε με την άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό και τη μετατροπή του πολιτεύματος σε Προεδρική Δημοκρατία.

*Διευθυντής της Νέας Πολιτικής (Δημοσιεύτηκε στο Kontra News)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου