Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

Όροι μιας κρίσης (terms of a crisis)

Φοιτητές Οικονομικών Σχολών


“Στο άρθρο επιχειρείται η ανάλυση των αιτίων, καθαρά από οικονομικής, επιστημονικά τεκμηριωμένης, απόψεως, και σε καμία περίπτωση η απόδοση ευθυνών (πολιτικών και μη), καθώς επίσης η σύνδεση αυτής, διαμέσου αιτίου-αποτελέσματος, με το Στράτευμα και τους οικονομικούς οργανισμούς αυτού”

Στην Ελλάδα του 2012, στη χώρα της δημοκρατίας, του ολυμπιακού πνεύματος και των ευγενών ιδεωδών, γινόμαστε όλοι μας καθημερινώς μάρτυρες νέων δημοσιονομικών μέτρων για την εξυγίανση της οικονομίας. Μέτρα που συχνά είναι δυσβάσταχτα και κατά κοινή ομολογία πλήττουν κυρίως τη μικρομεσαία τάξη (χαμηλόμισθους, συνταξιούχους, κλπ). Οι κυβερνήσεις μας υπογράφουν συμβάσεις (Μνημόνια) με το ΔΝΤ και άλλους διεθνείς φορείς, στην κατεύθυνση της λιτής οικονομικής πολιτικής, ενώ ταυτόχρονα ο λαός εξεγείρεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα με μαζικές κινητοποιήσεις, πορείες και συγκρούσεις προσπαθώντας να αντιστρέψει το πλαίσιο των πολιτειακών αποφάσεων. Είναι πράγματι δικαιολογημένη η λαϊκή αγανάκτηση, όπως εκφράστηκε κυρίως μέσα από το κίνημα των «Αγανακτισμένων», ή λιτότητα που ευαγγελίζονται οι κυβερνήσεις των κεντρικών ευρωπαϊκών χωρών είναι η τελευταία ελπίδα σωτηρίας μιας, ούτως ή άλλως, ασύδοτης και χρεοκοπημένης οικονομίας; Με απλά λόγια φταίει ο λαός για τη σημερινή οικονομική κατάσταση ή οι ευθύνες που του αναλογούν είναι μειωμένες;


Πλαίσιο ανάλυσης:

Αναλύοντας τις συνθήκες από την αρχή, κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούμε αρχικά στις ευρύτερες συνθήκες της οικονομίας πριν το «ξαφνικό» ξέσπασμα της κρίσης την περίοδο 2008-2009, έπειτα στη γενικότερη κατάσταση των παγκόσμιων οικονομιών και στη συνέχεια στις πρακτικές που ακολουθήθηκαν από κρατικούς φορείς και τραπεζικούς οργανισμούς με στόχο τη διασφάλιση της χώρας απέναντι στην επέκταση της κρίσης σε αυτήν, οι οποίες, αποδεδειγμένα, ήταν τελικά τα αίτια της χρηματοπιστωτικής κρίσης σε εγχώριο επίπεδο.
Αντί προ… λόγου (μια εισαγωγική ανάλυση)

Η Ελλάδα, από τη μεταπολίτευση και έπειτα και κυρίως μετά την είσοδο της στην Ε.Ε. θεωρείτο μια καλπάζουσα αναπτυσσόμενη οικονομία. Νέες επενδύσεις, ευρωπαϊκές επιχορηγήσεις και νέος τρόπος ζωής (ή αν προτιμάτε lifestyle) ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εποχής. Νέοι επιχειρηματίες έκαναν την εμφάνιση τους κατά χιλιάδες, ο νεοπλουτισμός και το εύκολο χρήμα δε, έγιναν αυτοσκοπός για κάθε Έλληνα πολίτη. Ή μήπως όχι; Κι όμως αρκεί να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας τη χρυσή εποχή του χρηματιστηρίου (ως άλλο χρυσό αιώνα του Περικλή). Τότε, λοιπόν, περί το 1999 οι ενεργοί λογαριασμοί του ΧΑΑ ήταν περίπου 1,5 εκ., όταν το σύνολο των εργαζομένων ήταν 4,5 εκ.. Η αναλογία (σ.σ. 1/3) αύτη και μόνο, φανερώνει πολλά. Η ιστορία γνωστή, οι ελπίδες για εύκολο χρήμα πολλές και αποδείχτηκαν φρούδες. Οι πληροφορίες από χρηματιστές, και μη, ακόμη περισσότερες και αποδείχτηκαν αναληθείς. Οι μετοχές πολλά υποσχόμενες και τελικά φούσκες. Απλοί καθημερινοί, άνθρωποι ακόμα κι αν δεν είχαν καμία γνώση του οικονομικού αυτού προϊόντος που αποκαλείται χρηματιστηριακή μετοχή, ανελάμβαναν το ρίσκο μιας τέτοιας επένδυσης (σ.σ. περί επένδυσης πρόκειται και σε καμία των περιπτώσεων περί τζόγου) χωρίς γνώση κινδύνου, με μόνη ελπίδα να προσφέρουν ένα καλύτερο αύριο σε αυτούς και τις οικογένειές τους.

Τα χρόνια πέρασαν, οι μνήμες χαθήκαν και η Ελλάδα εισέρχεται στη ζώνη του Ευρώ (2002). Όπως και δύο χρόνια αργότερα, με τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων “Αθήνα 2004”, τα πυροτεχνήματα και οι πανηγυρισμοί κάλυπταν τις φωνές λογικής που προσπαθούσαν να προειδοποιήσουν για αυτό που έρχεται. Σαφώς και η είσοδος της χώρας μας σε ένα κοινό νομισματικό πλαίσιο με εταίρους και εγγυητές τις υγιείς οικονομικά δυνάμεις της Ευρωζώνης ήταν μια ιστορικής σημασίας απόφαση που μακροπρόθεσμα θα μπορούσε να εμφανίσει οφέλη. Σαφώς επίσης, η διοργάνωση ενός τόσο σημαντικού αθλητικού γεγονότος με παγκόσμια εμβέλεια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμα και ως επένδυση για το μέλλον. Παρόλαυτά, αναδρομικά ανακαλύπτουμε ότι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέστησαν αυτά τα γεγονότα είναι τουλάχιστον σκιώδεις και χρήζουν έρευνας. Αφενός πρόσφατα υπήρξαν καταγγελίες από μέλος της ΕΛΣΤΑΤ που αφορούν την παραποίηση των οικονομικών στοιχείων της αρχής, με σκοπό την είσοδο της χώρας μας στο Ευρώ, και αφετέρου η σχέση κόστους-οφέλους από τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 θεωρήθηκε ασύμφορη. Σ’ αυτή την άποψη συνέβαλλε επιπροσθέτως, πέραν των οικονομικών μεγεθών, και η μη αξιοποίηση των δημιουργημάτων (όπως ολυμπιακά ακίνητα) του “Αθήνα 2004”, καθώς επίσης και το σκάνδαλο SIEMENS με το γνωστό σε όλους σύστημα ασφαλείας και ελέγχου C4I που κόστισε, αλλά ποτέ δε λειτούργησε. Ακόμα και κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως η ζωή στην Ελλάδα, τόσο σε οικονομικό επίπεδο, όσο και σε απλό βιοτικό, κυλούσε ομαλά.


Εκτός συνόρων κλίμα:

Εξετάζοντας τώρα τη διεθνή οικονομική κατάσταση, θα συναντήσουμε τη βαθιά κρίση του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος στις ΗΠΑ (2007-08), με κύριο τομέα εκκίνησης την αγορά στεγαστικών δανείων χαμηλής εξασφάλισης καθώς και πλήθος άλλων δομημένων χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Χρηματοπιστωτικοί πυλώνες και κολλοσοί του αμερικανικού μοντέλου ελεύθερης αγοράς υπέστησαν τεράστιες ζημιές και σώθηκαν με γενναίες κρατικές επιχορηγήσεις (σ.σ. όμιλος AIG), ενώ άλλες όπως η Merrill Lynch χρεοκόπησαν και εξαγοράστηκαν σε χαμηλή τιμή. Η κυριότερη όμως συνέπεια της κρίσης στις ΗΠΑ, είναι η αλυσιδωτή αντίδραση που προκάλεσε στις οικονομίες τις Ευρώπης και τους επενδυτικούς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς σ’ αυτή. Είχαμε έτσι ένα ντόμινο κατάρρευσης και κρίσης, παρά τις ενέργειες που είχαν πραγματοποιηθεί προγενέστερα τόσο από την ΕΚΤ όσο και από τους ίδιους τους οργανισμούς για μείωση του περιθωρίου επίδρασης από αυτήν.


Εγχώριες συνθήκες

Μεταγενέστερα, στα τέλη της περιόδου κρίσης για τις ΗΠΑ (καλοκαίρι 2009), η Ελλάδα των πυρκαγιών και των αλλεπάλληλων οικονομικοπολιτικών σκανδάλων, βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο. Ξεπερνώντας το σκόπελο μιας τέτοιας προεκλογικής περιόδου, γιατί περί σκοπέλου πρόκειται αν αναλογιστούμε την περίοδο οικονομικής αστάθειας και αβεβαιότητας που επικρατεί σε διεθνές και κυρίως ευρωπαϊκό επίπεδο, θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε και να αποδώσουμε σε απλούς όρους μερικά, αν μη τι άλλο, περίεργα γεγονότα στην οικονομική ζωή του τόπου, που ενδεχομένως, αν όχι σίγουρα, επηρέασαν αρνητικά το κλίμα στη χώρα μας και άνοιξαν τους ασκούς του Αιόλου, εκθέτοντας ανεπανόρθωτα τη χώρα μας στην κρίση.


Η μέθοδος της εναλλακτικής εισόδου (… της πίσω πόρτας):
Μείζον ζήτημα και αίτιο κερδοσκοπίας και κατ’ επέκταση κρίσης, αποτελεί το γνωστό σε όλους πλέον τέχνασμα του Τ+10. Γνωστό; Σε όλους; Φυσικά και δεν είναι γνωστό σε όλους αγαπητέ αναγνώστη, γιατί πρώτον το θέμα βρίσκεται ακόμα υπό διερεύνηση από τις δικαστικές αρχές και γι’ αυτό αποσιωπήθηκε από το σύνολο τον ΜΜΕ (πλην της εφημερίδας Ελ. Τύπος που αποκάλυψε με άρθρο της την 20 Απρ. 2010 το ζήτημα και φυσικά την «παραπληροφόρηση» των blogs) και δεύτερον γιατί ελάχιστοι από εμάς, τους πολίτες, δώσαμε τη χρίζουσα σημασία σε ένα πολύπλοκο και δυσνόητο οικονομικό φαινόμενο.

Για να γίνει αντιληπτό το τέχνασμα αυτό, πρέπει πρώτα να αντιληφθεί κανείς τους όρους της υποτιμητικής κερδοσκοπίας ή αλλιώς του shortαρίσματος (από το αγγλικό short selling ή short position = βραχεία πώληση ομολόγων). Πιο απλά έχουμε δύο μέρη σε κάθε αγοραπωλησία ομολόγου ή/και παραγώγου χρηματοοικονομικού προϊόντος. Από τη μία ο πωλητής (θεωρείται το short position) και από την άλλη ο αγοραστής (θεωρείται το long position). Οι δύο αυτοί λοιπόν συμφωνούν σε μία ανταλλαγή πάσης φύσεως, αντικειμένου ή μη, σε μεταγενέστερο από τον τωρινό χρόνο και σε προκαθορισμένη τιμή. Ο πωλητής λοιπόν αναλαμβάνει έναντι συμφωνηθέντος αντιτίμου να παρουσιάσει και να πωλήσει στον αγοραστή το αντικείμενο συναλλαγής. Το αντικείμενο αυτό δεν υποχρεούται να το έχει στην κατοχή του (είτε φυσικά, είτε νομικά) παρά μόνο κατά την ημερομηνία που έχει καθοριστεί η συναλλαγή και οφείλει να το πουλήσει. Σε περίπτωση λοιπόν, που την ημέρα της συναλλαγής το αντικείμενο πώλησης έχει τιμή μικρότερη (σ.σ. αποτιμάται-αξίζει) από αυτήν που έχει συμφωνηθεί μεταξύ των ανωτέρω δύο μερών, κερδισμένος είναι ο πωλητής του, μιας και κατάφερε να πουλήσει κάτι που κοστίζει λιγότερο σε μεγαλύτερη τιμή. Σε αντίθετη περίπτωση κερδισμένος είναι ο αγοραστής.

Πιο συγκεκριμένα στην ελληνική κεφαλαιαγορά επικρατούσε ένα περιθώριο ασφαλείας τριών (3) ημερών μέχρι να θεωρηθεί ότι παραβιάζεται η συμφωνία μεταξύ των δύο. Το κοινώς λεγόμενο Τ+3. Συνεπώς ο πωλητής είχε επιπλέον περιθώριο τριών ημερών ώστε να μπορέσει είτε να πάρει στην κατοχή-ιδιοκτησία του το αντικείμενο είτε να μπορέσει με όσα μέσα διαθέτει να τροποποιήσει την τιμή του ή να ελπίσει σε αλλαγή αυτής σε περίπτωση που δεν ήταν συμφέρουσα για αυτόν. Το περιθώριο αυτό των τριών ημερών την 22α Οκτωβρίου 2009 με απόφαση της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ) μετατράπηκε σε Τ+10, αυξήθηκε δηλαδή κατά επτά (7) ολόκληρες ημέρες. Αν αναλογιστούμε αφενός τη μεγαλύτερη ευκολία μεταβολής της τιμής ενός οποιουδήποτε προϊόντος σε δέκα (10!) ημέρες και αφετέρου τη δύναμη και την «εξουσία που διαθέτουν οι απανταχού κερδοσκόποι, οι κοινώς αποκαλούμενοι και ως μεγαλοκαρχαρίες (ή και σε επίσημους όρους hedge funds), αντιλαμβανόμαστε ότι, αν μη τι άλλο, η ενέργεια αυτή ήτο εγκληματική και αξιόποινη. Οφείλουμε να σημειώσουμε επιπλέον ότι η απόφαση-διαταγή ούτε εκδόθηκε από την ΤτΕ, αλλά και ούτε έφερε επίσημο χαρακτήρα, μιας και δεν τελέστηκε με επίσημη Πράξη του διοικητή της ΤτΕ, ούτε του υποδιοικητή αυτής, αλλά ήταν μια απλή εντολή του τμήματος διεύθυνσης οργάνωσης της τράπεζας. Πέραν τούτου τη 10η Δεκεμβρίου 2009 αποφασίστηκε το εξίσου επισφαλές· η κατάργηση των κυρώσεων σε κατόχους ομολόγων οι οποίοι παρακρατούσαν τα ομόλογα σε βάρος του νομίμου αγοραστή τους, πέραν της προθεσμίας των δέκα ημερών. Άμεση συνέπεια αυτού ήταν ο πωλητής-κερδοσκόπος είχε όλο το χρόνο στη διάθεσή του να επηρεάσει την τιμή των ομολόγων και επιπλέον δεν αντιμετώπιζε τον κίνδυνο κυρώσεων σε περίπτωση αθέτησης της συμφωνίας που είχε συνάψει με τον αγοραστή. Σε επίσημους όρους έχουμε να κάνουμε με ένα win-win game με κερδισμένους τους κερδοσκόπους και ζημιωμένο το ελληνικό δημόσιο και τους κατόχους ομολόγων της δευτερογενούς αγοράς. Για την ιστορία την 8η Απριλίου 2010 και αφού τα spreads των ελληνικών ομολόγων είχαν φτάσει σε ιστορικά υψηλά και η χώρα μας είχε εισέλθει στο μηχανισμό στήριξης και το ΔΝΤ, το Τ+10 μετατράπηκε σε Τ+1, ορίζοντας το περιθώριο σε μία και μόνο ημέρα, αποκλείοντας, έτσι, κάθε πιθανότητα αθέμιτης κερδοσκοπίας.


CDS: Ένα παιχνίδι σκιών:

Εναλλακτική πρόταση στην αγορά ομολόγων και παράλληλα μέσο διασφάλισης για τους κατόχους ομολόγων, αποτελούν τα CDS (credit default swaps) στα ελληνικά, ασφαλιστήρια κινδύνου (σε επίσημους όρους Συμβάσεις Μεταφοράς Κινδύνου Αθέτησης Υποχρέωσης). Τα CDS με απλά λόγια είναι ένα χρηματοοικονομικό προϊόν, το οποίο χαρακτηρίζεται ως αμφισήμαντο. Κύρια χρήση τους αποτελεί η αγορά του από κατόχους ομολόγων, με σκοπό τη διασφάλισή τους από ένα χρηματοπιστωτικό γεγονός (π.χ. χρεοκοπία εκδότριας χώρας ομολόγου) που οδηγεί σε απώλεια του κεφαλαίου τους στα ομόλογα. Ο κάτοχος ομολόγων και ταυτόχρονα CDS, κερδίζει με την αποπληρωμή των ομολόγων ή την πληρωμή ασφάλειας από τα CDS, τα οποία ενεργοποιούνται κατά την οριστική απώλεια των ομολόγων και του κεφαλαίου σε αυτά, πιο συγκεκριμένα στη χρεοκοπία της χώρας. 

Είναι δηλαδή αντιστρόφως ανάλογα της αγοράς ομολόγων. Δευτερεύουσα αλλά εξίσου συχνή χρήση τους, είναι η αγορά τους, μια μορφή στοιχήματος υπέρ της πτώχευσης μιας χώρας, από ανεξάρτητους, ως προς την αγορά ομολόγων, «επενδυτών». Νομικά αποδεκτό στοίχημα, ηθικά όμως επισφαλές και συχνά υπαγόμενο στους νόμους της ζούγκλας, όπου ο ισχυρότερος καθορίζει τους κανόνες του παιχνιδιού.Επιστρέφοντας στην ελληνική πραγματικότητα, τόσο την προ όσο και την εν μέσω κρίσης αυτή, το ελληνικό κράτος κατέφευγε κατά καιρούς στην έκδοση ομολόγων με σκοπό την άντληση κεφαλαίων προς διευθέτηση των τρεχόντων υποχρεώσεών του. Ειδικότερα, στην περίοδο κρίσης, οι αγοραστές ήταν πολυάριθμοι. Ιδιώτες, ξένες και εγχώριες τράπεζες και, φυσικά, το ίδιο το ελληνικό δημόσιο μέσω των Ασφαλιστικών Ταμείων του. 

Τόσο τα
ασφαλιστικά ταμεία, λοιπόν, που στόχο έχουν τη διασφάλιση και παροχή συντάξεων στους δικαιούχους τους όσο και οι ελληνικές ΔΕΚΟ και οι κρατικών συμφερόντων τράπεζες, εκτέθηκαν στο ρίσκο των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου είτε πρωτογενώς είτε δευτερογενώς (σε ποσό 45,971 δις € με βάση στοιχεία Ιουν. 2011). Η έκθεσή τους στα ΟΕΔ θεωρείται ρίσκο, διότι αφενός είναι οξύμωρο να αγοράζεις οτιδήποτε που ο ίδιος έχεις εκδώσει προς πώληση (και μάλιστα σε τέτοιο ποσοστό) και δευτερευόντως διότι η οικονομική συγκυρία κρινόταν ως αμφίβολη, δεδομένων των spreads και του ευρύτερου κλίματος κερδοσκοπίας που είχε σχηματιστεί εις βάρος της χώρας μας. Ο μόνος τρόπος διασφάλισης συνεπώς, και εφ’ όσον οι παραπάνω οργανισμοί σκοπό είχαν υγιείς επενδυτικές στρατηγικές ώστε να διασφαλίσουν την ομαλότητα στη λειτουργία τους και την απόδοση συντάξεων και λοιπών δικαιουμένων στους δικαιούχους, θα ήταν να προμηθευτούν και να επενδύσουν ταυτόχρονα και στα CDS. 

Αυτό ποτέ δε συνέβη, παρά μόνον στην περίπτωση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου (ΤΤ) και καταλήγοντας πρόσφατα στο περίφημο PSI, παρά το haircut (κούρεμα των ομολόγων), το ελληνικό κράτος κατέληξε εν τέλει ζημιωμένο δεδομένου ότι οι οργανισμοί του είχαν εκτεθεί ως επενδυτές σε ομόλογα η αξία τον οποίων κουρεύτηκε-μειώθηκε και επιπλέον θα πρέπει να χρηματοδοτήσει με επιχορηγήσεις και αυξημένες δαπάνες τους οργανισμούς αυτούς ώστε να καλύψουν τις ασφαλιστικές τους δαπάνες προς τους δικαιούχους.


Συμπέρασμα 1ο:

Καταλήγοντας σε ένα προσωπικό και εντελώς υποκειμενικό συμπέρασμα, θεωρώ ότι σαφώς και εμείς ως πολίτες αυτού του κράτους φέρουμε ευθύνη πρωτίστως, στο ζήτημα των ανθρώπων που εκλέγουμε ψηφίζοντας δημοκρατικά για να μας κυβερνήσουν και δευτερευόντως ως προς τη γενικότερη νοοτροπία μας και την επιρρέπειά μας σε εύκολες στρατηγικές κέρδους. Ιστορική ευθύνη όμως φέρουν, οι ιθύνοντες και υπεύθυνοι αυτής της κρίσης, όχι τόσο οι κατά καιρούς κυβερνόντες πολιτικά αυτόν τον τόπο (χωρίς να χρεώνω ευθύνες σε συγκεκριμένα πρόσωπα), όσο οι πάσης φύσεως έχοντες τη δύναμη και την εξουσία, κάτοχοι καίριων, οικονομικού ενδιαφέροντος, θέσεων. Ουδείς καταλληλότερος αυτών, στη λήψη της ορθής και της λανθασμένης, ως προς το συμφέρον της πατρίδος, αποφάσεως, πόσο μάλιστα εν μέσω παγκόσμιας οικονομικής αστάθειας και κρίσης.


ΜΤΣ: Το χρονικό αποδυνάμωσης ενός κολλοσού:

Σεπτέμβριος 2010 και ο τότε ΥΕΘΑ ανακοινώνει επίσημα, αυτό που οι περισσότεροι υπέθαλπταν στο υποσυνείδητό τους· την αναστολή καταβολής του μερίσματος Δ’ τριμήνου 2011 και μεταφορά αυτής στα τέλη Οκτωβρίου. Η είδηση, παρόλο που ήτο διαφαινόμενη και εν πολλοίςαναμενόμενη, κυρίως όμως οι προεκτάσεις και τα αίτια της, ξάφνιασαν το σύνολο των ενστόλων εν ενεργεία και μη. Το ΜΤΣ, το ταμείο που από το 1861 στήριζε τον κλάδο των ενόπλων του Στρατού Ξηράς, είχε κηρύξει επί της ουσίας στάση πληρωμών. Ποίες ήταν οι ενέργειες που οδήγησαν σε αυτό το απευκταίο (χρηματοπιστωτικό) γεγονός και κατ’ επέκταση ποιές ήταν οι συνέπειες του; Οι αιτίες πολυπληθείς και οι συνέπειες, μέχρι και σήμερα, ανεπανόρθωτες και ηθικά ζημιογόνες. Για το λόγο αυτό και χάριν συντομίας, η ανάλυση θα εστιάσει στις σημαντικότερες αυτών.


Γενική Τράπεζα της Ελλάδος και ΜΤΣ:

Η ιστορία της ΓΤτΕ ξεκινά τον Οκτώβριο του 1937, όταν και ιδρύεται με κεφάλαια του ΜΤΣ, ενώ το 1985 οι μετοχές της τράπεζας εισάγονται προς διαπραγμάτευση στην κύρια αγορά του Χ.Α.Α.. Μέχρι το 2004 κύριος μέτοχος της τράπεζας παρέμενε το ΜΤΣ. Εκείνη τη χρονιά επιτυγχάνεται η εξαγορά, μέσω αύξησης μετοχικού κεφαλαίου (ΑΜΚ), του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών (αρχικά με ποσοστό 50,01% και τον επόμενο χρόνο με 52,32%) από το γαλλικό τραπεζικό όμιλο Société Générale. Το ΜΤΣ λόγω αδυναμίας διαθέσιμων οικονομικών πόρων δεν εισέρχεται στην ΑΜΚ και έτσι καταλήγει να καθιστά μειοψηφία με ποσοστό περί το 2%. Οι απώλειες τόσο σε οικονομικά μεγέθη (κερδοφορία, μείωση εσόδων, κλπ) όσο και σε στρατηγικό σχεδιασμό για το ταμείο είναι σοβαρές (υπενθυμίζεται ότι η Geniki Bank πλέον, είναι ο τραπεζικός βραχίονας των «ένστολων» συναλλαγών). Πέραν τούτου, το ταμείο υπέστη επιπλέον ζημίες αν αναλογιστούμε την οικονομική ενίσχυση που προσέφερε στην τράπεζα ύψους 250 εκ. €, μέσω αγοράς μετοχών, κατά την περίοδο του κραχ στο ελληνικό χρηματιστήριο.


Οι οφειλές του πολιτειακού κράτους:

“Είναι δύσκολο να σταθεί όρθιο ένα άδειο σακί.”
(Βενιαμίν Φραγκλίνος, 1706-1790, Αμερικανός πολιτικός & συγγραφέας)

Η παραπάνω ρήση του πολυτάλαντου Βενιαμίν Φραγκλίνου, βρίσκει πλήρη εφαρμογή στην περίπτωση του ΜΤΣ και στη σχέση του με τον κρατικό μηχανισμό. Καθυστερήσεις, μειωμένες αποδοχές και λανθασμένες πολιτικές αποφάσεις και νομοθεσίες αποδυνάμωσαν τον άλλοτε υγιέστερο οργανισμό. Αριθμώντας έχουμε διαδοχικά:
* Τη μη καταβολή υπολοίπου 4,4 εκ. € από επιχορήγηση του Υπ.Οικ. από τον προϋπολογισμό του 1990(!)
* Τη μη επιχορήγηση 4,5 εκ. €, ως υποσχεθέντα, που αφορούν μερίσματα αποκατασταθέντων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης
* Πολιτική αύξησης αποδοχών των ενστόλων, μέσω αύξησης επιδομάτων, με άμεση συνέπεια το πάγωμα των εισφορών προς το ΜΤΣ
* Την κατάργηση κράτησης 4% υπέρ ΜΤΣ από τις αγορές εξοπλισμών
* Το χρέος του Υπ. Δικαιοσύνης προς το ταμείο για χρήση του Σαρόγλειου Μεγάρου, σημερινή Λέσχη Αξιωματικών Ενόπλων Δυνάμεων (ΛΑΕΔ), το οποίο μαζί με την αναπροσαρμογή του μισθώματος ξεπερνά τα 20 εκ. €.


Ίδιες στρατηγικές πολιτικές και επικρατούσες συνθήκες:

Κρίνεται σκόπιμο παρόλαυτά να αναφερθούμε και στις λανθασμένες αποφάσεις και στρατηγικές του ίδιου του οργανισμού σε συνδυασμό με τις επίκαιρες συνθήκες, όντας και αυτές εξίσου αναποτελεσματικές (κατ’ ελάχιστον).

Το ευρύτερο κλίμα αποσταθεροποίησης που επικρατεί τα τελευταία χρόνια στην πατρίδα μας, οδήγησε σε μαζικές παραιτήσεις στελεχών τόσο των Ε.Δ. (σ.σ. Σ.Ξ.) όσο και αστυνομικών (το 68% αυτών ανήκει στο ΜΤΣ), με άμεση συνέπεια τη ραγδαία αύξηση των υποχρεώσεων του οργανισμού μειώνοντας παράλληλα τη σχέση εργαζομένων και δικαιούχων μερίσματος σε 0,9 από 1. Στα παραπάνω είναι καίριας σημασίας να συνυπολογιστεί και η πολιτική του ταμείου στο ζήτημα της προικοδότησης (Β.Ε.Α.).

Επιπλέον οι πολιτικές μισθώσεως κτηρίων, εκ των οποίων θα μπορούσε να επωφεληθεί ο οργανισμός, κρίνονται, εκ των υστέρω τουλάχιστον, επιζήμιες. Συν τοις άλλοις πραγματοποιήθηκε ρευστοποίηση μέρους της ακίνητης περιουσίας του ταμείου με σκοπό την κάλυψη ελλειμμάτων κατά την περίοδο 1995-2000.


Συμπέρασμα 2ο:

Παρατηρούμε, λοιπόν, συνοψίζοντας αυτό που είχαμε επισημάνει από την αρχή. Λάθη, παραλήψεις, άστοχες αποφάσεις. Και όλα αυτά σε ένα ευρύτερο δυσμενές οικονομικό περιβάλλον. Μοιάζει κατά συνέπεια, ως εύλογη απόρροια η οικονομική αποδυνάμωση του ΜΤΣ και ως εκ τούτου η αναστολή, και ίσως και καταστολή, των μερισμάτων και της στήριξης του ταμείου προς τους ενστόλους δικαιούχους και τις οικογένειές τους. Ενός ταμείου που ιδρύθηκε με αυτοσκοπό τη στήριξη και την προστασία από οικονομικά αδιέξοδα των ανθρώπων των οποίων το στηρίζουν και το χρηματοδοτούν. Ίσως τελικά, η κοινωνία μας και οι θεσμοί μας έχουν μετατραπεί σε οικονομικούς και λιγότερο ανθρωποκεντρικούς.

Υ.Γ.: “Κανένας θεσμός, κανένας κανόνας δε μπορεί να ανατρέψει τη βούληση. Η μόνη λύση βρίσκεται στις προθέσεις αυτής”


Το άρθρο αποτελεί μέρος μελέτης μέλους του blog Φοιτητές Οικονομικών Σχολών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου