Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Ο μύθος του Ελληνικού χρέους (Μέρος Α')

Αναδημοσιεύτηκε από την Ελεύθερη Λαϊκή Αντιστασιακή Συσπείρωση

Των Δημήτρη Χαλυβόπουλου, Σταύρου Χατζόπουλου

Αναδημοσίευση : antapocrisis.gr


Αναδημοσιεουμε σήμερα μια εξαιρετική επιστημονική μελέτη περί του Χρέους. Προτείνουμε να το εκτυπώσετε και να το μελετήσετε



Πρόλογος

Στο συγκεκριμένο άρθρο θα αναλυθούν διάφορα μυθεύματα που αφορούν το ελληνικό χρέος και οι λαθεμένες πρακτικές που εξακολουθούν να εφαρμόζουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις. Στόχος του άρθρου είναι να γίνει αντιληπτή η παραπληροφόρηση και η προπαγάνδα που εκφράζεται από τα ΜΜΕ και αρκετούς οικονομολόγους που έχουν καταφέρει να «εμφυτεύσουν» στη συνείδηση των περισσοτέρων ελλήνων ότι ζουν σε μια χώρα με ανυπέρβλητα προβλήματα και ελάχιστα περιθώρια για ευημερία.
Αρχικά, θα εξηγηθούν με απλά λόγια οι οικονομικοί όροι που σχετίζονται με το χρέος και θα παρατεθούν πίνακες με δεδομένα που αποδεικνύουν ότι οι πολιτικές που εφαρμόζονται καταστούν το δημόσιο χρέος μη διαχειρίσιμο. Ταυτόχρονα, θα εξηγηθεί πως προέκυψε το τεράστιο ελληνικό χρέος, ποια είναι η διάρθρωσή του και πως αντιμετωπίζεται.
Βασικές πηγές του άρθρου αποτελούν το υπουργείο οικονομικών, η eurostat, η κομισιόν και η επίσημη ιστοσελίδα της CIA. Τα δεδομένα είναι αποκαλυπτικά παρόλο που οι παραπάνω οργανισμοί έχουν κάθε λόγο να τα τροποποιήσουν-«μαγειρέψουν» προκειμένου να αποκρύψουν τις καταστροφικές τους πολιτικές.

Εισαγωγή
Η συζήτηση περί αδυναμίας εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους ξεκίνησε περί τα τέλη του 2009 όταν ξεπέρασε το 120% του Α.Ε.Π. Με αφορμή και το μόνιμο δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας οι οίκοι αξιολόγησης «ξαφνικά» αντιλήφθηκαν ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος δύσκολα θα αποπληρωθεί με αποτέλεσμα να υποβαθμίσουν τα ελληνικά ομόλογα. Σταδιακά τα ελληνικά ομόλογα υποβαθμίστηκαν σε βαθμό που να θεωρούνται ιδιαίτερα επισφαλή αποθαρρύνοντας κάθε δυνητικό επενδυτή-αγοραστή. Τελικά με την πρόφαση της αδυναμίας άντλησης κεφαλαίων από τις αγορές, η χώρα μας σύρθηκε στο μηχανισμό «στήριξης».
Στο τέλος του 2010 το ελληνικό δημόσιο χρέος (ως ποσοστό του Α.Ε.Π) ήταν ένα από τα μεγαλύτερα χρέη του κόσμου αγγίζοντας το 150%. Όμως το δημόσιο χρέος είναι ένας από τους πολλούς δείκτες που καθορίζουν την πορεία του κράτους χωρίς απαραίτητα να θεωρείται και ο σημαντικότερος.
Βασική Ορολογία
Το δημόσιο χρέος ισούται με το συνολικό χρέος της κυβέρνησης προς ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς ανεξάρτητα εάν εδρεύουν στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Η σύνθεση του χρέους περιλαμβάνει όλα τα χρέη προς τράπεζες του εσωτερικού και εξωτερικού, ασφαλιστικά ταμεία και λοιπά Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού και Δημοσίου Δικαίου.
Αρκετοί από τους παραπάνω οργανισμούς ενίοτε δανείζονται κεφάλαια από το κράτος, όπως για παράδειγμα τα περιβόητα πακέτα στήριξης που δόθηκαν στις ιδιωτικές εμπορικές τράπεζες και ξεπερνούν τα 100 δις ευρώ. Τα κεφάλαια αυτά αποτελούν υποχρέωση της ιδιωτικής τράπεζας προς το δημόσιο και το άθροισμα τέτοιων οφειλών θα έπρεπε να αφαιρεθεί από το συνολικό δημόσιο χρέος. Συνεπώς, αν γίνει ο απαραίτητος συμψηφισμός το συνολικό καθαρόδημόσιο χρέος είναι λιγότερο από το επίσημο που ανακοινώνεται στους δημοσιονομικούς δείκτες.
Επίσης, ύψιστη σημασία έχει το νόμισμα στο οποίο πρέπει να αποπληρωθεί το δημόσιο χρέος. Για τις χώρες που χρησιμοποιούν το δικό τους νόμισμα, το δημόσιο χρέος διαχωρίζεται σεεξωτερικό δημόσιο χρέος και εσωτερικό δημόσιο χρέος.
Το εξωτερικό δημόσιο χρέος διαμορφώνεται από το σύνολο των χρεών του δημοσίου που είναι πληρωτέα σε ξένο νόμισμα και αποτελεί υποσύνολο του συνολικού εξωτερικού χρέουςπου θα οριστεί παρακάτω.
Το εσωτερικό δημόσιο χρέος είναι εκφρασμένο σε τοπικό νόμισμα και δενπεριλαμβάνεται στο συνολικό εξωτερικό χρέος.[1]
Σημαντικότερος από το δημόσιο χρέος, θεωρείται από αρκετούς αναλυτές ο δείκτης του συνολικού εξωτερικού χρέους. Τοσυνολικό εξωτερικό χρέος (external debt), ορίζεται ως: το σύνολο των χρεών του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα πληρωτέο σε ιδιώτες (επιχειρήσεις, οργανισμούς και φυσικά πρόσωπα) που εδρεύουν στο εξωτερικό. Συνήθως το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού χρέους είναι πληρωτέο σε ξένο νόμισμα (δολάριο, ευρώ κ.λ.π.). Πρόκειται για ιδιαίτερα σημαντικό δείκτη ιδίως για τις χώρες που χρησιμοποιούν το δικό τους νόμισμα, καθώς αποτυπώνει το χρέος που πρέπει να αποπληρωθεί σε διεθνές συνάλλαγμα.
Το δημόσιο χρέος είναι διαχειρίσιμο όταν το μεγαλύτερο μέρος του είναι εκφρασμένο ως εσωτερικό δημόσιο χρέος, δηλαδή είναι πληρωτέο σε τοπικό νόμισμα. Η Ιαπωνία για παράδειγμα, ενώ κατέχει την πρώτη θέση στο δείκτη του δημοσίου χρέους (199% Α.Ε.Π.) δεν αντιμετωπίζει κίνδυνο χρεοκοπίας διότι το μεγαλύτερο μέρος του είναι εκφρασμένο σε τοπικό νόμισμα (γιέν). Αντίθετα, στις χώρες της ευρωζώνης το δημόσιο χρέος είναι εκφρασμένο σχεδόν εξ ολοκλήρου σε ευρώ και έχει όλα τα χαρακτηριστικά που διέπουν το εξωτερικό δημόσιο χρέος.
Τα περισσότερα κράτη-μέλη της ευρωζώνης δεν έχουν το δικαίωμα αυτοβούλως να εκδώσουν ευρώ, διότι η νομισματική πολιτική καθορίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και τις αποφάσεις της κομισιόν. Επιπλέον δεν μπορούν να πουλήσουν τα κρατικά τους ομόλογα απευθείας στην ΕΚΤ με εξαίρεση τις πρόσφατες περιπτώσεις της Ιταλίας και της Ισπανίας.
Συνήθως, οι χώρες της ευρωζώνης για να αντλήσουν κεφάλαια σε ευρώ, είναι υποχρεωμένες να εκδώσουν κρατικά ομόλογα και έπειτα να προσπαθήσουν να τα πουλήσουν σε επενδυτές (χρηματοπιστωτικά ιδρύματα) που δραστηριοποιούνται στη δευτερογενή αγορά, δηλαδή στις διεθνείς αγορές παραγώγων. Εφόσον η αποπληρωμή του δημοσίου χρέους δεν μπορεί να γίνει άμεσα μέσω της εκτύπωσης ευρώ ή έμμεσα μέσω της έκδοσης κρατικών ομολόγων, το δημόσιο χρέος έχει τα χαρακτηριστικά του εξωτερικού χρέους και έτσι αποτυπώνεται από τις περισσότερες πηγές.
Στον Πίνακα 1 παρουσιάζεται μία ενδεικτική λίστα κρατών σε σχέση με το εξωτερικό και το δημόσιο χρέος. Η δεύτερη στήλη αποτυπώνει το εξωτερικό χρέος κάθε χώρας σε δισεκατομμύρια δολάρια και η τρίτη στήλη παρουσιάζει τη θέση της χώρας στη παγκόσμια κατάταξη με τα υψηλότερα εξωτερικά χρέη. Η τέταρτη και η πέμπτη στήλη αποτυπώνουν το Α.Ε.Π. και το δημόσιο χρέος της χώρας ως προς το Α.Ε.Π., αντίστοιχα.[2]
Στο συγκεκριμένο πίνακα η Ελλάδα βρίσκεται στην εικοστή θέση και είναι αξιοπρόσεκτο ότι χώρες της ευρωζώνης βρίσκονται στις πρώτες θέσεις του πίνακα καθώς επιβαρύνονται με τεράστια εξωτερικά χρέη, όπως η Γαλλία και η Γερμανία. Επίσης εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι χώρες με σαφώς μικρότερη οικονομία από τη χώρα μας επιβαρύνονται με τεράστια εξωτερικά χρέη όπως η Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο.
pinakas1
 Πίνακας 1. Εξωτερικό και Δημόσιο Χρέος.3
Το τεράστιο εξωτερικό χρέος της Ιρλανδίας (9η θέση Πίνακας 1) οφείλεται κυρίως στο χρέος του ιδιωτικού τομέα (τράπεζες, πολυεθνικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά) και πολύ λιγότερο στο δημόσιο χρέος. Αντίθετα στην Ελλάδα, το εξωτερικό χρέος οφείλεται κυρίως στο χρέος του δημόσιου τομέα και λιγότερο στο χρέος των επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Το Λουξεμβούργο, όπου δραστηριοποιούνται ορισμένες από τις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου, αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση διότι το τεράστιο εξωτερικό χρέος (10η θέση στον Πίνακα 1), οφείλεται αποκλειστικά στο ιδιωτικό χρέος του τραπεζικού τομέα. Πρόκειται δηλαδή για τεράστια κεφάλαια που δανείζονται οι τράπεζες αυτές κυρίως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τα οποία όμως δανείζουν σε τρίτους.
Από τα στοιχεία του πίνακα 1 υπολογίζεται εύκολα το δημόσιο χρέος (σε δις δολάρια) για τις χώρες της ευρωζώνης (πολλαπλασιασμός στηλών 4 και 5) και διαπιστώνεται ότι το εξωτερικό χρέος είναι μεγαλύτερο από το δημόσιο, γεγονός αναμενόμενο διότι πρακτικά το εξωτερικό χρέος ισούται με το άθροισμα του δημοσίου και ιδιωτικού χρέους πληρωτέο σε ξένο νόμισμα. Να σημειωθεί ότι για τις χώρες που χρησιμοποιούν το δικό τους νόμισμα δεν έχει νόημα ο υπολογισμός του δημοσίου χρέους σε ξένο νόμισμα (δολάρια ή ευρώ), διότι οι χώρες αυτές αποπληρώνουν το δημόσιο χρέος κατά κύριο λόγο στο δικό τους νόμισμα, όπως η περίπτωση της Ιαπωνίας που αναφέρθηκε νωρίτερα
Η μέχρι τώρα ανάλυση ανέδειξε το γεγονός ότι υπάρχουν χώρες στην ευρωζώνη που επιβαρύνονται με μεγαλύτερο εξωτερικό χρέος από την Ελλάδα, τόσο ποσοτικά όσο και ως ποσοστό του Α.Ε.Π. Ο απαιτητικός αναγνώστης μελετώντας τα δεδομένα που δημοσιεύει η eurostat σχετικά με τους βασικούς οικονομικούς δείκτες της ευρωζώνης[1]θα διαπιστώσει ότι οι περισσότερες χώρες του ευρώ είναι ελλειμματικές και το χρέος τους αυξάνει δραματικά. Συμπέρασμα, η Ελλάδα δεν έπρεπε να είναι η πρώτη χώρα που εντάχθηκε στο μηχανισμό «στήριξης».
Στη συνέχεια του άρθρου θα μελετηθεί η διαχρονική εξέλιξη του δημόσιου χρέους στην προσπάθεια να αναδειχθούν οι παράγοντες που οδήγησαν στη διόγκωση και καθιστώντας μη εφικτή τη διαχείρισή του.
Ιστορική Αναδρομή:
Μία βασική δυσκολία που υπάρχει στην προσπάθεια ιστορικής αναδρομής του χρέους είναι η αναλογία των στοιχείων και δεδομένων από το παρελθόν στο παρόν. Κύριο πρόβλημα αποτελεί η αναγωγή παλαιοτέρων τιμών σε παρούσες αξίες. Για παράδειγμα είναι διαφορετική η αγοραία αξία των 100 ευρώ δέκα χρόνια πριν σε σχέση με σήμερα και για να γίνει η αντιστοιχία πρέπει να ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός των προηγούμενων ετών μαζί με άλλα δεδομένα όπως οι τιμές των βασικών αγαθών κ.λ.π.
Επίσης, για να μελετηθούν παλαιότεροι δείκτες του Α.Ε.Π. και του χρέους πρέπει να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες όπως: οι νομισματικές ισοτιμίες, οι ιδιωτικές καταθέσεις, το ιδιωτικό χρέος, το έλλειμμα και γενικότερα η συνολική οικονομική και πολιτική κατάσταση της χώρας. Τέλος, υπάρχει και η αντικειμενική δυσκολία της εύρεσης στοιχείων από αξιόπιστες πηγές.
Στην παρούσα ανάλυση η αρχική μελέτη της διαχρονικής εξέλιξης του ελληνικού δημόσιου χρέους έγινε χρησιμοποιώντας τα στατιστικά δεδομένα από την έκθεση της ευρωπαϊκής επιτροπής[1](κομισιόν) που δημοσιεύθηκε στις 02/05/2011 και παρουσιάζει τα ιστορικά οικονομικά δεδομένα των ευρωπαϊκών κρατών από το 1961 έως το 2012.
Ο πίνακας 2 περιέχει τα δεδομένα από την έκθεση της ευρωπαϊκής επιτροπής από το 1980 και μετά. Τα δεδομένα της έκθεσης για το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι εκφρασμένα ως προς το Α.Ε.Π. Το Α.Ε.Π. είναι εκφρασμένο σε ευρώ και σε παρούσες αγοραίες αξίες (Gross Domestic Product at current market prices). Δεν είναι γνωστό με ποια στατιστική μέθοδο έγινε η προσέγγιση των τιμών σε παρούσες αξίες, παρόλα αυτά οι αποκλίσεις έχουν μικρή συνεισφορά στην τεράστια διόγκωση του χρέους.
 pinakas2
Πίνακας 2. Statistical annex of European economy.
diagramma1
 Διάγραμμα 1. Δημόσιο Χρέος % του Α.Ε.Π. σε παρούσες αξίες και Δημόσιο Χρέος σε παρούσες αξίες (δις €).
Από τον πίνακα 2 και το διάγραμμα 1 προκύπτει ότι τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από το 20,8 % του Α.Ε.Π. το 1974 σε 49,7% το 1986. Την ίδια περίοδο το ελληνικό δημόσιο χρέος ήταν μονίμως χαμηλότερο από τον μέσο όρο του δημοσίου χρέους των ευρωπαϊκών κρατών που συγκρότησαν την ευρωζώνη των 11.
Επίσης, η αύξηση του δημοσίου χρέους θεωρείται φυσιολογική αν ληφθούν υπόψη και οι συνθήκες που επικρατούσαν στην ελληνική και παγκόσμια οικονομία τη συγκεκριμένη περίοδο. Πρωτίστως, οι συναλλαγές στα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων ήταν σε δολάριο βάση του οποίου αποτιμούνταν οι αξίες όλων των εμπορευμάτων από το πετρέλαιο μέχρι τα βασικά τρόφιμα. Σε συνδυασμό με την οικονομική και στρατιωτική κυριαρχία των Η.Π.Α. το δολάριο έγινε το βασικότερο αποθετικό νόμισμα στον κόσμο με αποτέλεσμα η αξία του σε σχέση με τα υπόλοιπα νομίσματα συνεχώς να ανατιμάται.
Ήταν πολύ δύσκολο για την Ελλάδα να καταφέρει να συσσωρεύσει αποθέματα σε σκληρό νόμισμα όταν υποχρεωνόταν να πληρώνει κυρίως σε ξένο νόμισμα τις εισαγωγικές τις ανάγκες. Έπρεπε λοιπόν να προσφέρει στην ελληνική αγορά αρκετό τοπικό νόμισμα για να συντηρήσει την ανάπτυξη και μετέπειτα την κατανάλωση. Πρακτικά, η προσφορά χρήματος σε μια αγορά δίνει στους πολίτες μιας χώρας μεγαλύτερη πρόσβαση στους υφιστάμενους φυσικούς, υλικούς και ανθρώπινους πόρους. Επιπλέον, συντελεί στην αύξηση του βιοτικού επιπέδου μιας χώρας σε όλους τους τομείς αρκεί να μην γίνεται μέσο ξένου ή ιδιωτικού δανεισμού.
Στις αρχές της δεκαετίας του 80 η προσφορά χρήματος έγινε μέσω εσωτερικού δανεισμού (δραχμές). Αναλυτικότερα το ελληνικό κράτος εξέδιδε ομόλογα σε δραχμές τα οποία πουλούσε στην τράπεζα της Ελλάδος. Τα χρήματα που λάμβανε το κράτος τα διοχέτευε στην ελληνική αγορά και έπειτα χρησιμοποιούσε ένα μέρος των εσόδων του για να πληρώσει το βασικό δανειστή του, την τράπεζα της Ελλάδος. Πράγματι την περίοδο 1974 έως 1986 το εσωτερικό δημόσιο χρέος ήταν εκφρασμένο σε δραχμές και αντιπροσώπευε περίπου το 90% του συνολικού δημοσίου χρέους. Το υπόλοιπο 10% που ήταν σε ξένο νόμισμα και αποτελούσε μέρος του εξωτερικού χρέους ήταν απόλυτα διαχειρίσιμο.
Η προσφορά χρήματος προκαλεί σταδιακή μείωση-υποτίμηση της αξίας του τοπικού νομίσματος. Η υποτίμηση του νομίσματος μειώνει τη δυνατότητα πρόσβασης του κράτους σε ξένους πόρους, δηλαδή αυξάνεται το κόστος των εισαγωγών κάτι που αντισταθμίζεται με την αύξηση των εξαγωγών. Όταν όμως το κράτος έχει μεγάλο χρέος σε ξένο νόμισμα (εξωτερικός δανεισμός), η υποτίμηση δυσχεραίνει δραματικά την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους.
Τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο η Ελλάδα διέθετε μικρό εξωτερικό χρέος και κατάφερε να αναπτυχθεί κάτι που αποτυπώθηκε όχι μόνο στην αύξηση του Α.Ε.Π. αλλά και στην πραγματική αύξηση του βιοτικού επιπέδου και της περιουσίας των πολιτών. Για παράδειγμα, οι έλληνες πολίτες κατέχουν μέχρι σήμερα, το μεγαλύτερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης στον κόσμο. Επίσης, οι καταθέσεις των ελλήνων πολιτών ήταν αναλογικά από τις υψηλότερες στην Ευρώπη έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1990[1]και αντίστοιχα ο ιδιωτικός δανεισμός ήταν από τους χαμηλότερους όχι μόνο στην ευρωζώνη των 12 αλλά στην ΕΕ των 27.
Ταυτόχρονα, η βιομηχανία συνέχισε να συνεισφέρει μεγάλο μερίδιο στην αύξηση του πλούτου της χώρας ως επακόλουθο της μεγάλης ανάπτυξης που σημειώθηκε την προηγούμενη εικοσαετία (1960-1980). Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1980 η ετήσια παραγωγή πετρελαίου ξεπερνούσε τα 25.000 βαρέλια ετησίως (πενταπλάσια από τη σημερινή παραγωγή) καλύπτοντας το 10% των ετήσιων αναγκών της χώρας[2].
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η βιομηχανική παραγωγή άρχισε να μειώνεται ενώ η αύξηση του Α.Ε.Π. συνεχίστηκε με μεγαλύτερους ρυθμούς εξαιτίας της κατανάλωσης και της ραγδαίας αύξησης του χρηματοπιστωτικού τομέα. Συγκεκριμένα, η εισροή κεφαλαίων μέσω εσωτερικού ή εξωτερικού δανεισμού αύξησαν το δημόσιο χρέος του κράτους και ταυτόχρονα αποτυπώθηκαν ως έσοδα αυξάνοντας το δείκτη του Α.Ε.Π. Όμως, το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων αυτών δεν ήταν σε μορφή ρευστού αλλά χρηματο-οικονομικά εργαλεία (ομόλογα και λοιπά προϊόντα της αγοράς παραγώγων) που αποτυπώθηκαν λογιστικά στους ισολογισμούς του κράτους. Έτσι, η εικονική αύξηση του Α.Ε.Π. συνοδεύτηκε με μία πραγματική αύξηση του δημοσίου χρέους.
Με βάση παλαιότερες εκθέσεις της ένωσης ελληνικών τραπεζών και τα δεδομένα που παρουσιάζονται στη μελέτη της ευρωπαϊκής επιτροπής-commission (Πίνακας 2 & Διάγραμμα 1), αποδεικνύεται ότι υπήρξε ραγδαία αύξηση του δημοσίου χρέους μετά το 1987. Μέχρι το έτος εκείνο η διαχείριση του δημόσιου χρέους γινόταν από την Τράπεζα της Ελλάδος μέσω α) των υποχρεωτικών δεσμεύσεων των καταθέσεων των εμπορικών τραπεζών στην Τράπεζα της Ελλάδος β) την εκτύπωση νέου χρήματος στο τυπογραφείο του Χολαργού και γ) τον εξωτερικό δανεισμό.
Το 1987 που ξεκίνησε η απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος, ιδιωτικές επιχειρήσεις μπορούσαν να αγοράσουν δημόσιο χρέος μέσω της αγοράς ομολόγων. Υποτίθεται πως η είσοδος του ιδιωτικού τομέα στις αγοραπωλησίες δημοσίου χρέους και η εισαγωγή νέων χρηματοοικονομικών εργαλείων (ομόλογα, παράγωγα, κλπ.) θα έδιδαν τη δυνατότητα στα κράτη να χρησιμοποιήσουν τα παραπάνω εργαλεία για να διαχειριστούν καλύτερα το δημόσιο χρέος.
Όπως ήταν αναμενόμενο τα αντίθετα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν. Το δημόσιο χρέος στα τέλη του 1987 ήταν μόλις 4,046 τρις δραχμές και σχεδόν δεκαπλασιάστηκε σε 10 χρόνια φτάνοντας τα 41,241 τρις δραχμές στα τέλη του 1998[1].
Μέχρι τα τέλη του 1990 το δημόσιο χρέος είχε αυξηθεί τόσο ποσοτικά όσο και ως ποσοστό του Α.Ε.Π. ξεπερνώντας το 100% του Α.Ε.Π. για πρώτη φορά το 1995. Μολονότι το δημόσιο χρέος είχε αυξηθεί δραματικά, και πάλι περισσότερο από το 80% ήταν αποτυπωμένο ως εσωτερικό χρέος, δηλαδή ομόλογα ελληνικού δημοσίου πληρωτέα σε δραχμές. Μόνο ένα μικρό μέρος του δημοσίου χρέους, το οποίο δεν ξεπερνούσε το 20% ήταν εκφρασμένο σε ξένο νόμισμα με συνέπεια να μην αποτελεί ιδιαίτερα μεγάλο πρόβλημα[2].
Για παράδειγμα το Δεκέμβριο του 1999, οι δαπάνες εξυπηρέτησης του εξωτερικού δημόσιου χρέους ανέρχονταν σε 6,247 δις δολάρια (περίπου 6 δις ευρώ) και ισοδυναμούσαν με το 4,5 % του Α.Ε.Π (132 δις € το 1999). Το ποσό των 6,247 δις δολαρίων ισοδυναμούσε με 1,979 τρις δραχμές με βάση τις ισχύουσες νομισματικές ισοτιμίες του 1999 και αποτελούσε μόνο το 7,3 % των καταθέσεων σε δραχμές, συνάλλαγμα και repos των επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Το ποσοστό γίνεται ακόμα μικρότερο αν συμπεριληφθούν και τα υπόλοιπα νομισματικά μεγέθη του εγχώριου ιδιωτικού τομέα όπως είναι τα τραπεζικά ομόλογα, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων και οι τίτλοι του ελληνικού δημοσίου. Το άθροισμα των κεφαλαίων αυτών ξεπερνούσε τα 9 τρις δραχμές το Δεκέμβριο του 1999[3].
Δέκα χρόνια αργότερα στα τέλη του 2009, οι ετήσιες δαπάνες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους (που αποτελούν υποσύνολο του συνολικού εξωτερικού χρέους) εκτοξεύτηκαν στα 78,364 δις ευρώ ήτοι στο 33,3 % του Α.Ε.Π. (235 δις € το 2009). Επίσης, το Δεκέμβριο του 2009 το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους ισοδυναμούσε με το 32,9 %, των καταθέσεων ταμιευτηρίου, προθεσμίας, όψεως και repos των επιχειρήσεων και νοικοκυριών που ανερχόταν σε 237,5 δις ευρώ[1].
Στο διάγραμμα 1, από την καμπύλη που αποτυπώνει τη διαχρονική εξέλιξη του χρέους, παρατηρείται ότι η εκθετική αύξηση του χρέους που ξεκίνησε περί τα τέλη της δεκαετίας του 80, συνεχίστηκε και μετά την ένταξη της Ελλάδος στην ευρωζώνη με ακόμα μεγαλύτερους ρυθμούς. Στο ίδιο διάγραμμα, η καμπύλη που αποτυπώνει τη διαχρονική εξέλιξη του χρέους ως ποσοστό του Α.Ε.Π. ακολουθεί σταθερή πορεία την ίδια χρονική περίοδο. Πράγματι από το 1993 έως και το 2007 το ποσοστό του δημοσίου χρέους ως προς το Α.Ε.Π. κυμαίνεται μεταξύ 95% και 105%.
Με δεδομένο ότι οι περισσότεροι οικονομολόγοι χρησιμοποιούν το συγκεκριμένο δείκτη για να παρακολουθούν την εξέλιξη του χρέους, η σταθεροποίηση της τιμής του αποτέλεσε το βασικό επιχείρημα των εκάστοτε κυβερνήσεων που επικαλούνταν ότι ασκούσαν την πρέπουσα δημοσιονομική πολιτική.
Επίσης, στον πίνακα 2 δεν αποτυπώνεται η σύνθεση του δημόσιου χρέους η οποία άλλαξε άρδην μετά την ένταξη της Ελλάδος στο ευρώ. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, πριν την είσοδο στο ευρώ, περίπου το 80% του δημοσίου χρέους ήταν εκφρασμένο σε ελληνικά ομόλογα πληρωτέα σε δραχμές και αποτελούσαν το επονομαζόμενο εσωτερικό δημόσιο χρέος. Με την ένταξη της Ελλάδος στο ευρώ τα ελληνικά ομόλογα πληρωτέα σε δραχμές, μετατράπηκαν σε «ελληνικά» ομόλογα πληρωτέα σε ευρώ. Δηλαδή το εσωτερικό δημόσιο χρέος που ήταν εκφρασμένο σε δραχμές με βασικό δανειστή την τράπεζα της Ελλάδος, μετατράπηκε σε εξωτερικό χρέος αφού ήταν εκφρασμένο σε ευρώ με κύριους δανειστές τις ιδιωτικές τράπεζες.
Υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα δεν έχει τη δυνατότητα αυτοβούλως να εκτυπώσει νόμισμα και ούτε μπορεί να πουλήσει απευθείας ελληνικά ομόλογα στην ΕΚΤ για να αγοράσει ευρώ. Η Ελλάδα για να αντλήσει κεφάλαια και να αποπληρώσει το χρέος της ήταν υποχρεωμένη να εκδίδει συνεχώς νέα ομόλογα τα οποία πουλούσε σε ιδιώτες επενδυτές που δραστηριοποιούνται στη δευτερογενή αγορά. Οι ιδιώτες επενδυτές που αγόραζαν ελληνικό χρέος μέσω ομολόγων ήταν στην πλειοψηφία τους ευρωπαϊκές και ελληνικές τράπεζες. Οι τράπεζες είχαν τη δυνατότητα να αγοράζουν ευρώ απευθείας από τη ΕΚΤ με επιτόκιο 1% και με τα χρήματα αυτά αγόραζαν ακατάπαυστα ελληνικά ομόλογα με πολλαπλάσιο επιτόκιο καταγράφοντας τεράστια κέρδη.
Επίσης, τεράστια κέρδη αποκόμισαν και οι ελληνικές τράπεζες που εντάχθηκαν στα περιβόηταπακέτα στήριξης τα οποία ξεπέρασαν τα100 δις € και συνετέλεσαν στην διόγκωση του δημοσίου χρέους. Το χρέος που προέκυψε από τα πακέτα στήριξης των τραπεζών θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως απεχθές διότι αποτυπώθηκε μόνο λογιστικά χωρίς να εισρεύσει στην πραγματική οικονομία. Για να γίνει κατανοητό πως χρησιμοποιήθηκαν τα πακέτα στήριξης αναφέρεται το εξής παράδειγμα.
Έστω ότι μία ιδιωτική τράπεζα έχει ανάγκη από ρευστό συνολικής αξίας 20 εκ € για να καλύψει τις τρέχουσες ανάγκες της. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για να δανείσει με 1% επιτόκιο την ιδιωτική τράπεζα ζητά κάποιες εγγυήσεις. Οι εγγυήσεις παρέχονται απευθείας από το κράτος, τις περισσότερες φορές με τη μορφή ομολόγου. Το κράτος εκδίδει ένα ομόλογο αξίας 100εκ € με τη «συμφωνία- εγγύηση» ότι θα το πουλήσει στην ιδιωτική τράπεζα με συγκεκριμένο επιτόκιο-απόδοση[2]. Με δεδομένη την παραπάνω συμφωνία, η ιδιωτική τράπεζα λαμβάνει 120 εκ € από την ΕΚΤ με 1% επιτόκιο. Με τα 20 εκ € καλύπτει τις τρέχουσες ανάγκες της και με τα υπόλοιπα 100 εκ € αγοράζει το κρατικό ομόλογο με το συμφωνημένο επιτόκιο-απόδοση. Πιθανότατα, από τα 120 εκ €, μόνο τα 20 εκ € εκταμιεύονται ως πραγματικό ρευστό στα ταμεία της ιδιωτικής τράπεζας, τα υπόλοιπα 100 εκ € αποτυπώνονται λογιστικά στο ενεργητικό της. Δυστυχώς για τη χώρα μας, η εγγύηση και κατόπιν πώληση του ομολόγου θα αποτυπωθεί στις υποχρεώσεις του κράτους με αποτέλεσμα την αύξηση του δημοσίου χρέους κατά 100 εκ €.
Ακόμα κι αν υποτεθεί ότι η αποπληρωμή του ομολόγου θα γίνει με χαμηλότερο επιτόκιο από τα αντίστοιχα της δευτερογενής αγοράς, η παραπάνω διαδικασία επιφέρει σημαντικό οικονομικό όφελος στην τράπεζα καθώς επωφελείται από τη διαφορά του επιτοκίου. Αγοράζοντας για παράδειγμα, το ελληνικό ομόλογο με 5% επιτόκιο-απόδοση, θα εισέπραττε ετησίως 5 εκ € από την Ελλάδα πληρώνοντας μόνο 1,2 εκ € στην ΕΚΤ, κερδίζοντας 3,8 εκ € ετησίως. Αν το ομόλογο είναι δεκαετούς διάρκειας, η τράπεζα θα εισπράξει 50 εκ € βάσει επιτοκίου-απόδοσης του ομολόγου (coupon rate) και 100 εκ € εφάπαξ με τη λήξη του ομολόγου στο τέλος της δεκαετίας (χρεολύσιο).
Η παραπάνω διαδικασία ζημιώνει διπλά το κράτος αφού με λογιστικό τρόπο χρεώθηκε 100 εκ € αυξάνοντας το δημόσιο χρέος και βρέθηκε «υποχρεωμένο» να αποπληρώνει σε ρευστό την απόδοση του επιτοκίου (coupon rate) για τα επόμενα 10 χρόνια. Στην καλύτερη περίπτωση η αποπληρωμή των 100 εκ € στο τέλος της δεκαετίας (χρεολύσιο) θα πληρωθεί-συμψηφιστεί με νέα έκδοση κρατικού ομολόγου μετακυλώντας χρονικά το χρέος .
Την περίοδο ένταξης της Ελλάδος στο μηχανισμό «στήριξης» περίπου στα μέσα του 2010 η ΕΚΤ άρχισε κρυφά να αγοράζει ελληνικά ομόλογα αξίας δεκάδων δις ευρώ απευθείας από γαλλικές τράπεζες[3]. Εκείνη την περίοδο, η μεταπώληση ελληνικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά ήταν αδύνατη διότι οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης υποβίβαζαν συνεχώς τα ελληνικά ομόλογα καθιστώντας τα ιδιαίτερα επικίνδυνη επένδυση. Οι τράπεζες που κατείχαν ελληνικά ομόλογα εγκλωβίστηκαν και ήταν υποχρεωμένες να τα διατηρήσουν στο χαρτοφυλάκιό τους ευελπιστώντας κάποια στιγμή να αποπληρωθούν. Η ΕΚΤ αγόρασε τα ελληνικά ομόλογα που είχαν στην κατοχή τους οι γαλλικές τράπεζες, εκμηδενίζοντας το ρίσκο τους και παρέχοντάς τους την απαιτούμενη ρευστότητα ενόψει των περιβόητων stress test. Για ποιο λόγο η ΕΚΤ δεν έκανε το ίδιο και στην περίπτωση της Ελλάδος είναι ένα γεγονός που προκαλεί ποικίλα ερωτήματα.
Επίσης, με την ένταξη της χώρας μας στην ευρωζώνη παρατηρήθηκε μία μεγάλη αύξηση της πιστωτικής επέκτασης στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα που επέφερε αντίστοιχη αύξηση στο δείκτη του Α.Ε.Π. και του χρέους. Τα χρήματα που εισέρευσαν μέσω τραπεζικού δανεισμού κατευθύνθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα οι εισαγωγές και η κατανάλωση. Αντίστοιχα, η υιοθέτηση ενός σκληρού νομίσματος, η αύξηση του κόστους διαβίωσης σε συνδυασμό με τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν, συνετέλεσαν στη μείωση της αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής.
Το «σκληρό» ευρώ διευκόλυνε τους εμπόρους-εισαγωγείς να τροφοδοτούν με εισαγόμενους πόρους την εσωτερική κατανάλωση που διέθετε αρκετή ρευστότητα λόγω μεγάλης προσφοράς πάσης φύσεως δανείων από τις τράπεζες. Αντίθετα, η αύξηση τους κόστους λειτουργίας των ελληνικών επιχειρήσεων σε συνδυασμό με τις αγκυλώσεις και τη γραφειοκρατία του κράτους αποθάρρυναν τις επενδύσεις σε παραγωγικές και εξαγωγικές δραστηριότητες. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την εικοσαετία 1960 – 1980 ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής βιομηχανίας ήταν 10,6% ενώ στην εικοσαετία 1980 – 2000 μειώθηκε σε 0,5 %[4].

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου