Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Ο μύθος του Ελληνικού χρέους (Μέρος Β')

Αναδημοσιεύτηκε από την Ελεύθερη Λαϊκή Αντιστασιακή Συσπείρωση

Των Δημήτρη Χαλυβόπουλου, Σταύρου Χατζόπουλου

Αναδημοσίευση : antapocrisis.gr



Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (Α.Ε.Π.) ως εργαλείο αποπροσανατολισμού

Τις δεκαετίες 1990 και 2000, η αύξηση του Α.Ε.Π. δεν συνοδεύτηκε με την αύξηση των υποδομών και της ανταγωνιστικότητας της χώρας και ούτε επιτεύχθηκε κάποια ουσιαστική άνοδος του βιοτικού επιπέδου των πολιτών. Όπως θα εξηγηθεί παρακάτω το Α.Ε.Π. για προπαγανδιστικούς λόγους συσχετίστηκε με τον πλούτο της χώρας και χρησιμοποιήθηκε στους κύριους δημοσιονομικούς δείκτες ως παρονομαστής για λόγους αποπροσανατολισμού και παραπληροφόρησης.
Περισσότερο πρακτική λογική θα είχε ένας δείκτης που θα αποτύπωνε το λόγο του χρέους ως προς τα ετήσια συνολικά έσοδα του κράτους. Αντίστοιχους δείκτες χρησιμοποιούν και οι ιδιωτικές τράπεζες όταν εξετάζουν δάνεια προς επιχειρήσεις ή καταναλωτές. Όμως, με δεδομένο ότι ο δείκτης των συνολικών εσόδων του κράτους είναι περίπου δυόμιση φορές μικρότερος από το Α.Ε.Π., ο λόγος του δημοσίου χρέους ως ποσοστό των εσόδων θα ήταν δυόμιση φορές μεγαλύτερος.
Ο δείκτης του Α.Ε.Π. δεν έχει καμία πρακτική αξία καθώς δεν αντιπροσωπεύει κάτι απτό που να σχετίζεται με την οικονομία. Ο δείκτης του Α.Ε.Π. υπολογίζεται (ή ορθότερα προσεγγίζεται) με 3 διαφορετικούς τρόπους: α) προσέγγιση παραγωγής, β) προσέγγιση δαπάνης, γ) προσέγγιση εισοδήματος. Ο συνηθισμένος τρόπος υπολογισμού είναι η προσέγγιση της δαπάνης που ορίζεται στον πίνακα 3[5].

pinakas3
 Πίνακας 3. Υπολογισμός Α.Ε.Π. με βάση την προσέγγιση της δαπάνης.
Στον πίνακα 3 αποτυπώνονται οι βασικοί παράγοντες που διαμορφώνουν το Α.Ε.Π. χρησιμοποιώντας την προσέγγιση της δαπάνης. Στη συγκεκριμένη προσέγγιση ο δείκτης με την μεγαλύτερη βαρύτητα είναι η «Τελική Καταναλωτική Δαπάνη» που εμπεριέχει τις συνολικές δαπάνες των νοικοκυριών και ορισμένες από τις δαπάνες της κυβέρνησης. Ποιες όμως είναι οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης που ενσωματώνονται στο δείκτη του Α.Ε.Π. αποτελεί αντικείμενο περαιτέρω έρευνας καθώς δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα από την επίσημη ιστοσελίδα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής που δημοσιεύει τα αποτελέσματα του δείκτη Α.Ε.Π.
Από τους επιμέρους παράγοντες που διαμορφώνουν το δείκτη του Α.Ε.Π. παρατηρούμε ότι οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών έχουν την μεγαλύτερη συνεισφορά σε ποσοστό 71,2 % (165.923/232.920) για το 2008 και 72,9% (165.762/227.318) για το 2010. Όμως το μέγεθος της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών είναι υπερβολικό. Με βάση τα δεδομένα του 2008, αν τα 165,923 δις € διαιρεθούν με τα 10,7 εκατομμύρια του πληθυσμού της Ελλάδος προκύπτει ένας μέσος όρος που υπερβαίνει τις 15.500 € ανά κάτοικο ετησίως (62.000 ανά τετραμελή οικογένεια) μόνο για αγαθά και υπηρεσίες.
Ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη αποτελεί το γεγονός ότι οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών του 2010 παρέμειναν στα επίπεδα του 2008 ενώ είναι ευρέως αποδεκτό ότι η κατανάλωση έπεσε ραγδαία μετά το 2008 εξαιτίας της κρίσης και του «μηχανισμού στήριξης». Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για τον αναλυτικό τρόπο υπολογισμού του Α.Ε.Π., πλανάται δικαιολογημένα η υποψία ότι γίνεται μία προσπάθεια διατήρησης της τιμής του δείκτη του Α.Ε.Π. σε υψηλά επίπεδα.
Ακόμα κι αν υποτεθεί ότι οι τιμές των παραγόντων που αποτελούν το Α.Ε.Π. δεν είναι «μαγειρεμένες» παραμένει ασαφής ο συσχετισμός των παραγόντων αυτών με τον πλούτο ή το «παραγόμενο προϊόν» της Ελλάδος. Οι παράγοντες «Τελική Καταναλωτική Δαπάνη» και ο «Ακαθάριστος σχηματισμός Κεφαλαίου» ενσωματώνουν δραστηριότητες που δεν σχετίζονται με την παραγωγή προϊόντος ή την αύξηση πλούτου. Για παράδειγμα, ενώ μία μεγάλη οικολογική καταστροφή προκαλεί αναμφισβήτητο πλήγμα στο φυσικό πλούτο μιας χώρας, τα χρήματα που διατίθενται για την αποκατάσταση της καταστροφής δύναται να επιφέρουν πολλαπλάσιο αποτέλεσμα για το Α.Ε.Π. μέσω της καταναλωτικής δαπάνης. Δηλαδή αυξάνεται το Α.Ε.Π. την ίδια στιγμή που μειώνεται ο φυσικός-πραγματικός πλούτος της χώρας.
Πίσω όμως από την αφηρημένη έννοια του Α.Ε.Π. «κρύφτηκε» από το ευρύ κοινό και η τεράστια διόγκωση του δημοσίου χρέους όπως αποτυπώνεται παραπάνω στο διάγραμμα 1. Μία χώρα είναι σε δεινή θέση και οδεύει σε χρεοκοπία όταν έχει μεγάλο χρέος το οποίο αυξάνεται. Ο ρυθμός αύξησης του χρέους καθορίζεται από το ύψος του ελλείμματος. Το χρέος δύναται να χαρακτηριστεί «διαχειρίσιμο» όταν μειώνεται κάθε χρόνο. Για να συμβεί αυτό πρέπει το κράτος να παρουσιάζει συνολικό πλεόνασμα, δηλαδή τα συνολικά έσοδα να είναι μεγαλύτερα από τις συνολικές δαπάνες. Το πρωτογενές πλεόνασμα δεν ενσωματώνει τις δαπάνες για τους τόκους, άρα για να μειωθεί το χρέος πρέπει το πρωτογενές πλεόνασμα να είναι μεγαλύτερο από τις ετήσιες δαπάνες εξυπηρέτησης των τόκων, πράγμα ανέφικτο στις μέρες μας.
Από τα διαθέσιμα δεδομένα του γενικού λογιστηρίου του κράτους και με βάση την έκθεση της commission για την ευρωπαϊκή οικονομία[1] η Ελλάδα από το 1974 και κάθε χρόνο παρουσίαζε δημοσιονομικό έλλειμμα με συνέπεια το δημόσιο χρέος συνεχώς να αυξάνει ποσοτικά. Από το 2006 και μετά το έλλειμμα αυξήθηκε τόσο ποσοτικά όσο και ως ποσοστό του Α.Ε.Π. και ήταν πλέον φανερό για όσους διέθεταν βασικές γνώσεις μακροοικονομικών ότι το χρέος δεν ήταν διαχειρίσιμο.
Τα βασικά οικονομικά μεγέθη της Ελλάδος και η προσφυγή στο μηχανισμό «στήριξης»
Για να δικαιολογηθεί ο διασυρμός της Ελλάδος και η ένταξή της στο μηχανισμό «στήριξης», διατυπώθηκαν κατά καιρούς διάφορα επιχειρήματα υπέρ των δανειστών και εις βάρος του ελληνικού λαού. Ένα από τα σημαντικότερα ήταν τα «μαγειρεμένα» οικονομικά αποτελέσματα που κατά καιρούς ανακοίνωνε η ελληνική κυβέρνηση τα οποία υποτίθεται πως είχαν παραπλανήσει τους εταίρους μας στην ΕΕ, τις αγορές και τους οίκους αξιολόγησης.
Να σημειωθεί ότι οι οίκοι αξιολόγησης μέχρι και το 2008 αξιολογούσαν με υψηλό βαθμό (Α+) τα ελληνικά ομόλογα με αποτέλεσμα η αγορά ελληνικού χρέους μέσω των ομολόγων να θεωρείται επένδυση χαμηλού κινδύνου. Κατά την περίοδο 2007 και 2008 η απόδοση του ελληνικού ομολόγου ήταν ελάχιστα μεγαλύτερη από την αντίστοιχη του γερμανικού (0,3% στις 01/01/2008[2]). Πρακτικά, οι οίκοι αξιολόγησης και οι ιδιώτες επενδυτές θεωρούσαν την Ελλάδα ως μία επένδυση με πιθανότητα πτώχευσης ελάχιστα μεγαλύτερη από την αντίστοιχη της Γερμανίας.
Οι θεσμικοί επενδυτές από το 2001 έως και το 2009 αγόραζαν συνεχώς ελληνικά ομόλογα ενώ γνώριζαν ότι το χρέος ήταν μη «διαχειρίσιμο». Είναι αφελές να πιστεύει κανείς ότι μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν είχαν τα μέσα και τις γνώσεις να αξιολογήσουν τα δημοσιονομικά της Ελλάδος και αναγκαζόντουσαν να προβαίνουν σε επενδύσεις βασιζόμενοι αποκλειστικά στις αξιολογήσεις των διεθνών οίκων.
Άπαντες έχουν πρόσβαση στην ιστοσελίδα της eurostat όπου κάθε χρόνο δημοσιεύονται οι βασικοί δημοσιονομικοί δείκτες των κρατών-μελών της ευρωζώνης. Με βάση την έκθεση της eurostat που δημοσιεύτηκε στις 22/04/2010 και τα δεδομένα για το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους από το υπουργείο οικονομικών, συντάχθηκε ο πίνακας 4 που αποδεικνύει ότι από το 2006 η Ελλάδα όδευε με γοργούς ρυθμούς προς την χρεωκοπία[3]. Με τη δικαιολογία της αναθεώρησης του Α.Ε.Π. και του διαφορετικού τρόπου αποτύπωσης του δημόσιου χρέους, η eurostat αναθεώρησε προς το χειρότερο τα δημοσιονομικά μεγέθη που δημοσίευσε την επόμενη χρονιά στις 26/04/2011[4].
pinakas4
Πίνακας 4. Βασικοί Δημοσιονομικοί Δείκτες σε δισεκατομμύρια ευρώ (δις €)
Στον πίνακα 4 παρουσιάζονται τα συνολικά δημόσια έσοδα (τακτικά + πιστωτικά) και η διαφορά των συνολικών εσόδων από τα συνολικά έξοδα ισούται με το έλλειμμα.
Από τον ίδιο πίνακα προκύπτει ότι η Ελλάδα δεν αποτελούσε ασφαλή επιλογή καθώς το χρέος από το 2006 ήταν υπερδιπλάσιο από τα συνολικά έσοδα και το έλλειμμα είχε αυξητικές τάξεις συμπαρασύροντας περαιτέρω το μέγεθος του χρέους. Ιδιαίτερα ανησυχητική ήταν και η αύξηση του κόστους δανεισμού που εκτοξεύτηκε από το 2006 και μετά. Μόνο το 2009 η Ελλάδα δαπάνησε 78,364[1] δις € για την εξυπηρέτηση του χρέους, ποσό που ισοδυναμούσε με το 65,46% των συνολικών εξόδων του κράτους την ίδια χρονιά. Συνεπώς, κανείς «επενδυτής» δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι παραπλανήθηκε από ψευδή στοιχεία διότι ακόμα και τα «μαγειρεμένα» δεδομένα αποκαλύπτουν ότι το χρέος της Ελλάδος ήταν μη διαχειρίσιμο τουλάχιστον από το 2006 και μετά. Οι συγκεκριμένοι «επενδυτές» αγόραζαν ομόλογα θεωρώντας ότι η Ε.Ε. και η Ε.Κ.Τ θα παρέχει τις εγγυήσεις και τα κεφάλαια αποτρέποντας σενάρια χρεοκοπίας των κρατών-μελών.
Τα συνολικά δημόσια έσοδα του κράτους διαχωρίζονται σε τακτικά και πιστωτικά. Στα τακτικά έσοδα περιλαμβάνονται όλες οι ετήσιες εισπράξεις του κράτους από άμεσους και έμμεσους φόρους, ασφαλιστικές εισφορές, κοινοτικά κονδύλια, ΠΔΕ κλπ. Από την έκθεση του προϋπολογισμού του 2011 προκύπτει ότι τα τακτικά έσοδα του κράτους για το 2009 ήταν 50,585 δις €. Τα κεφάλαια που αντλεί το κράτος από την έκδοση ομολόγων, την έκδοση βραχυπρόθεσμων χρεογράφων (έντοκα γραμμάτια ελληνικού δημοσίου κλπ) καθώς και από τη σύναψη διμερών δανείων όπως ο μηχανισμός «στήριξης» αποτελούν τα πιστωτικά έσοδα.
Η αφαίρεση των τακτικών εσόδων από τα συνολικά έσοδα ισοδυναμεί θεωρητικά με ταπιστωτικά έσοδα (έσοδα μέσω δανεισμού) τα οποία μετά βίας προσεγγίζουν τα 40 δις € για την ίδια χρονιά. Τα πιστωτικά έσοδα όμως είναι σαφώς λιγότερα σε σχέση με τα 78,364 δις € που δαπάνησε το κράτος το 2009 για να εξυπηρετήσει το δημόσιο χρέος. Συνεπώς τα δάνεια που λαμβάνει το κράτος αποτυπώνονται μόνο λογιστικά χωρίς να μετουσιώνονται σε αύξηση ρευστότητας στην πραγματική οικονομία, ουσιαστικά τα κεφάλαια αυτά συμψηφίζονται λογιστικά με παλαιότερες υποχρεώσεις του κράτους μετακυλώντας χρονικά το χρέος. Τα υπόλοιπα κεφάλαια που απαιτούνται για να εξυπηρετηθεί το χρέος καλύπτονται μερικώς από τα τακτικά έσοδα του κράτους.
Νομισματική κυκλοφορία και η σκοπιμότητα της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής.

Από τον πίνακα 4 προκύπτει ότι το τεράστιο έλλειμμα οφείλεται κυρίως στις υπέρογκες δαπάνες του κράτους για την εξυπηρέτηση του χρέους και πολύ λιγότερο στο κόστος των μισθών και των συντάξεων. Με βάση τον προϋπολογισμό του 2011 τα πραγματοποιηθέντα έξοδα του κράτους για το 2009 σε μισθούς και συντάξεις ήταν 22,29 δις €[2].
Το ποσό των 22,29 δις € αποτελεί την λογιστική αποτύπωση των μικτών εξόδων. Για να προκύψει η καθαρή αξία των δαπανών του κράτους για μισθούς και συντάξεις πρέπει να αφαιρεθούν οι αντίστοιχες εισφορές των μισθωτών και συνταξιούχων του δημοσίου που ενσωματώνονται κατά κύριο λόγο στα έσοδα του φόρου εισοδήματος. Στην περίπτωση αυτή τακαθαρά έξοδα του κράτους για μισθούς και συντάξεις είναι πολύ λιγότερα από 20 δις € ετησίως και αν συνυπολογιστεί το γεγονός ότι καταβάλλονται σε 14 ή 12 δόσεις ετησίως αποτελούν ουσιαστικά μία μηνιαία υποχρέωση (μηνιαίο κρατικό έξοδο) λιγότερη από 1,5 δις € σε ρευστό.
Σημειώνεται επίσης ότι οι δαπάνες για μισθούς και συντάξεις είναι χρήματα που επανέρχονται άμεσα ή έμμεσα στο κράτος. Άμεσα από τους φόρους εισοδήματος και τις ασφαλιστικές εισφορές και έμμεσα από το Φ.Π.Α., τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, τις ΔΕΚΟ κ.λ.π. Ό,τι απομένει από τα παραπάνω χρήματα διοχετεύεται στην πραγματική οικονομία μέσω της κατανάλωσης, συμβάλλοντας υπό προϋποθέσεις στην ανάπτυξη. Άρα, για να επιτευχθεί πλεόνασμα απαιτείται ρευστότητα στην πραγματική οικονομία μέσω άμεσων επενδύσεων και αύξησης μισθών.
Αντίθετα η οικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε επέφερε τη ραγδαία αύξηση δαπανών για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους (χρεολύσια, τόκοι) εις βάρος του πραγματικού εισοδήματος των νοικοκυριών. Επιπρόσθετα και με δεδομένο ότι οι κάτοχοι του δημόσιου χρέους είναι ιδιωτικές εταιρίες, οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους αποτελούν χρήματα που στην πλειονότητά τους «μεταναστεύουν» μόνιμα στο εξωτερικό.
Τα παραπάνω αποτελούν απαραίτητη εισαγωγή για να γίνει κατανοητή η καταστροφική πολιτική που ακολουθήθηκε έπειτα από την επιβολή του μηχανισμού «στήριξης». Από την μελέτη ιστορικών δεδομένων από χώρες που είχαν παρόμοιους μηχανισμούς προκύπτει ότι το πρωτεύον μέλημα των δανειστών είναι να εξασφαλίσουν τα οικονομικά συμφέροντα προσκείμενων ιδιωτικών εταιριών.
Το δάνειο των 110 δις € επισυνάφθηκε πρωτίστως για να επιτευχθεί η αποπληρωμή μέρους των ομολόγων που κατέχουν στα χέρια τους ιδιωτικές εταιρίες, κυρίως ξένες τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Όπως θα εξηγηθεί παρακάτω, τα κρατικά ομόλογα είναι επενδυτικά εργαλεία χαμηλού ρίσκου[3] και όχι δάνεια όπως αδίκως αντιλαμβάνεται το ευρύ κοινό. Επιπλέον δεν εμπεριέχουν δανειακές συμβάσεις με συνέπεια ο επενδυτής-δανειστής να μην έχει το δικαίωμα να διεκδικήσει αποζημιώσεις σε περίπτωση χρεοκοπίας. Αντίθετα, η δανειακή σύμβαση που υπέγραψε η ελληνική κυβέρνηση με την τρόικα, το περίφημο «μνημόνιο», εμπεριέχει όρους που δίδουν το δικαίωμα στους δανειστές να έχουν πρωτοφανείς απαιτήσεις σε περίπτωση αδυναμίας εξυπηρέτησης του δανείου.
Η οικονομική πολιτική που επιβλήθηκε από την τρόικα σκόπευε και πέτυχε τη μείωση τηςρευστότητας από την πραγματική οικονομία. Η μείωση της ρευστότητας επιφέρει πολλαπλάσια μείωση στα τακτικά έσοδα του κράτους τα οποία αντισταθμίστηκαν ως ένα βαθμό από τους αυξημένους φόρους. Τα συνολικά έσοδα παρέμειναν στα ίδια επίπεδα επειδή αυξήθηκαν τα πιστωτικά έσοδα λόγο δανεισμού. Τα πιστωτικά έσοδα αποτυπώθηκαν λογιστικά μόνο και μόνο για να βελτιώσουν τους δημοσιονομικούς δείκτες και ουδέποτε εισέρευσαν με μορφή ρευστού στην πραγματική οικονομία.
Για να γίνουν κατανοητά τα παραπάνω πρέπει να οριστεί η έννοια της ρευστότητας. Η ρευστότητα σε μια αγορά ορίζεται αρχικά από το δείκτη Μ0, ή αλλιώς νομισματική κυκλοφορίακαι αποτυπώνει το άθροισμα των χαρτονομισμάτων σε κυκλοφορία. Αν στον δείκτη Μ0 προστεθούν οι τραπεζικές καταθέσεις όψεως παράγεται ο δείκτης Μ1 που καθορίζει την υπό στενή έννοια προσφορά χρήματος. Το 1999 για παράδειγμα, ο δείκτης Μ0 ήταν περίπου 2 τρις δραχμές και ισοδυναμούσε με το 5% του Α.Ε.Π.[4]
Ο ορισμός των δεικτών ρευστότητας ποικίλλει από χώρα σε χώρα με συνέπεια να είναι δύσκολη η αντιστοιχία δεδομένων. Ο δείκτης ρευστότητας Μ0 που αποτυπώνει την τρέχουσα ρευστότητα της πραγματικής οικονομίας ενός κράτους ισοδυναμεί κατά μέσο όρο με το 3 έως 5% του Α.Ε.Π. Μετά την είσοδο της Ελλάδος στο ευρώ δεν δημοσιεύονται επίσημα στοιχεία για το μέγεθος της νομισματικής κυκλοφορίας (Μ0) παρά μόνο για το σύνολο των 17 χωρών της ευρωζώνης. Αν υποθέσουμε όμως ότι ακολουθεί το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ τότε πρέπει να κυμαίνεται από 3 έως 5 % του Α.Ε.Π. δηλαδή από 7 έως 15 δις ευρώ.
Σε πρακτικό επίπεδο η ρευστότητα στην αγορά τροφοδοτείται ή απορροφάται από το δημόσιο και ιδιωτικό τομέα (επιχειρήσεις και τράπεζες). Ο δημόσιος τομέας τροφοδοτεί ρευστότητα στην αγορά κυρίως μέσω των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, των συντάξεων, επιδομάτων και δημόσιων επενδύσεων. Το δημόσιο απορροφά ρευστότητα από την αγορά μέσω των έκτακτων φόρων, του Φ.Π.Α. των ειδικών φόρων κατανάλωσης και της φορολογίας του εισοδήματος.
Οι επιχειρήσεις τροφοδοτούν ρευστότητα στην αγορά μέσω των μισθών των ιδιωτικών υπαλλήλων, προφανώς όσο αυξάνουν οι μισθοί επωφελούνται και τα τακτικά έσοδα του κράτους από τους αυξημένους άμεσους και έμμεσους φόρους. Αντίστοιχα, η αύξηση μισθών στον ιδιωτικό τομέα, επιφέρει άμεσα αύξηση στη νομισματική κυκλοφορία προς όφελος κυρίως των εμπορικών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Ο τραπεζικός τομέας τροφοδοτεί ή απορροφά ρευστότητα από την αγορά και το ισοζύγιο ονομάζεται πιστωτική επέκταση. Τα τελευταία δύο χρόνια παρατηρήθηκε το παράδοξο της αρνητικής πιστωτικής επέκτασης, δηλαδή τα χρήματα που διοχετεύτηκαν από τις τράπεζες στην αγορά ήταν λιγότερα από τα χρήματα που εισέπραξαν οι τράπεζες από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά[5].
Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν με την υπογραφή του μνημονίου υποτίθεται πως είχαν σκοπό να βελτιώσουν τα δημοσιονομικά τα χώρας ώστε να γίνει το δημόσιο χρέος διαχειρίσιμο. Με πρόσχημα την ανάγκη για αυξημένα έσοδα και μειωμένα έξοδα, η κυβέρνηση και η τρόικα επέβαλε τεράστιους φόρους την ίδια ώρα που μείωνε τους μισθούς. Επίσης, μειώθηκαν δραστικά οι επιδοτήσεις του κράτους και της ΕΕ προς τις επιχειρήσεις και ταυτόχρονα επιβραδύνθηκε ραγδαία η προσφορά δανείων από τις τράπεζες[6].
Όπως ήταν λογικό οι παραπάνω πολιτικές γρήγορα επέφεραν τεράστια μείωση στη ρευστότητα της αγοράς προκαλώντας το κλείσιμο κυρίως μικρομεσαίων επιχειρήσεων και την αύξηση της ανεργίας. Η έλλειψη ρευστότητας αδρανοποιεί την αγορά και ο ιδιωτικός τομέας υποχρεώνεται να αντλεί ρευστότητα από τις αποταμιεύσεις του προκειμένου να καλύψει το κόστος διαβίωσης. Νωρίτερα αναφέρθηκε ότι οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα μειώθηκαν κατά 50 δις € σε διάστημα 18 μηνών, από 237,5 δις € το Δεκέμβριο του 2009 στα 188,633 δις ευρώ τον Αύγουστο του 2011 ( 31,528 δις € επιχειρήσεις + 157,135 δις € νοικοκυριά).
Η συνεχιζόμενη μείωση της ρευστότητας αναγκάζει μεγάλο μέρος του ιδιωτικού τομέα να προβαίνει σε άτακτη ρευστοποίηση της περιουσίας του και να πουλάει σε μειωμένες τιμές. Αντίστοιχα το εργατικό δυναμικό λόγο ανεργίας είναι διατεθειμένο να προσφέρει τις υπηρεσίες του με ολοένα και χαμηλότερη αποζημίωση. Κάπως έτσι επιτυγχάνεται η πολυπόθητηεσωτερική υποτίμηση που ωφελεί όσους διαθέτουν χρήμα καθώς μπορούν να αγοράζουν επιχειρήσεις και ελληνική γη σε εξευτελιστικά χαμηλές τιμές. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του χρηματιστηρίου όπου η συνολική κεφαλαιοποίηση των εταιριών το 2007 ήταν περίπου 200 δις € ενώ στα τέλη του 2011 έχει υποτιμηθεί περισσότερο από 85 % πέφτοντας κάτω από τα 30 δις €.
Η εσωτερική υποτίμηση όμως προκαλεί και τη μείωση των τακτικών εσόδων του κράτους με αποτέλεσμα να είναι δυσκολότερη η αποπληρωμή ενός αυξανόμενου χρέους. Ειδικότερα στις μέρες μας περί τα τέλη του 2011, το δημόσιος χρέος έχει ξεπεράσει τα 350 δις € με συνέπεια τα σημερινά δημοσιονομικά της Ελλάδος είναι χειρότερα από τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν παραπάνω στον πίνακα 4. Από τον ίδιο πίνακα αποδεικνύεται ότι η επίτευξη πλεονάσματος είναι πρακτικά αδύνατη με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη, με τις συνηθισμένες συμβατικές πολιτικές, η μείωση του χρέους.
Η προτεινόμενη λύση
 Οι λεπτομέρειες της συμφωνίας της 26/10/2011 δεν έχουν ανακοινωθεί αλλά η εκτίμηση του συγγραφέα είναι ότι το «κούρεμα» του χρέους θα περιλαμβάνει ένα μικρό μέρος του συνολικού δημόσιου χρέους και δεν θα επιφέρει δημοσιονομικό πλεόνασμα ώστε να καταστεί το χρέος διαχειρίσιμο. Όπως διαφαίνεται το κούρεμα του χρέους θα είναι μικρό και ανίκανο να βελτιώσει τα δημοσιονομικά της χώρας με συνέπεια να θεωρείται θετικό γεγονός μόνο για προπαγανδιστικούς λόγους. Με δεδομένο ότι με τα χρήματα της νέας δανειακής σύμβασης θα αποπληρωθούν κρατικά ομόλογα που κατέχουν μέχρι σήμερα ιδιωτικές τράπεζες, γίνεται αντιληπτό ότι το «κούρεμα» του χρέους θα επιφέρει δυσάρεστη αλλαγή και στη σύνθεση του δημοσίου χρέους.
Όπως και στην περίπτωση του πακέτου «στήριξης» των 110 δις €, η νέα δανειακή σύμβαση (PSI) θα αντικαταστήσει ένα υποτιθέμενο χρέος εκφρασμένο σε ομόλογα με ένα διμερές και διακρατικό χρέος που θα συνοδεύεται με αυστηρούς όρους και εγγυήσεις σε περίπτωση αθέτησης πληρωμής.
Υπενθυμίζεται ότι μεγάλο μέρος του ελληνικού δημόσιου χρέους κατέχουν ιδιωτικές τράπεζες οι οποίες έλαβαν άμεσα σε ρευστό ή έμμεσα μέσω εγγυήσεων συνολικά πακέτα στήριξης άνω των 100 δις €. Τα χρήματα και οι εγγυήσεις είχαν άμεση επίπτωση στην αύξηση του χρέους και πρέπει να συμψηφιστούν, δηλαδή να αφαιρεθούν από το δημόσιο χρέος. Αντίθετα, δρομολογείται αντικατάσταση με ομολόγα μεγαλύτερης διάρκειας χωρίς καμία σοβαρή συνέπεια για τις τράπεζες.
Από τα δημοσιονομικά μεγέθη της Ελλάδος προκύπτει ότι για να καταστεί το δημόσιο χρέος διαχειρίσιμο πρέπει να ελαχιστοποιηθεί το κόστος εξυπηρέτησης του, για να συμβεί αυτό όμως πρέπει να γίνει ένα πολύ μεγάλο «κούρεμα» του χρέους.
Πρακτικά, η Ελλάδα πρέπει μονομερώς να αποφασίσει να μην αποπληρώσει το χρέος που μπορεί να χαρακτηριστεί ως απεχθές ακόμα κι αν αυτό συνεπάγεται μία δήλωση χρεοκοπίας. Μάλιστα η δήλωση χρεοκοπίας παρέχει κάθε νομικό δικαίωμα σε ένα κράτος να μην αποπληρώσει τα κρατικά του ομόλογα κάτι το οποίο θα είχε εξαιρετικά ευεργετικές συνέπειες για το ελληνικό χρέος το οποίο θα εκμηδενιζόταν.
Η μονομερής στάση πληρωμών όσο κι αν φαντάζει αδύνατη είναι απόλυτα δικαιολογημένη όχι μόνο επειδή υπάρχει ιστορικό προηγούμενο σε πολλές χώρες, αλλά δικαιολογείται απόλυτα και από την οικονομική θεωρία. Η αγγλοσαξονική χρηματοοικονομική θεωρία εντάσσει τα ομόλογα στην κατηγορία των χρηματοοικονομικών εργαλείων (financial instruments). Αποτελούν εργαλεία άντλησης χρημάτων για τον πωλητή-δανειζόμενο ή εργαλείο επένδυσης (όπως οι μετοχές) για τον αγοραστή-δανειστή. Πρέπει να γίνει αντιληπτό από το ευρύ κοινό ότι τα ομόλογα δεν είναι δάνεια αλλά μία επένδυση που έχει ρίσκο!Άλλωστε, οι κάτοχοι ομολόγων μπορούν διασφαλίζουν τα χρήματά τους ακόμα και στην περίπτωση πτώχευσης αγοράζοντας κάποιο ασφάλιστρο κινδύνου, τα περιβόητα CDs (Credit Default swap). Ο όρος “swap” μεταφράζεται ως ανταλλαγή και δηλώνει τη μεταβίβαση του ρίσκου από τον κάτοχο του ομολόγου σε κάποιο τρίτο νομικό πρόσωπο. Σημειώνεται ότι τα CDs, όπως τα ομόλογα και οι μετοχές, διαπραγματεύονται στην αγορά παραγώγων και η τρέχουσα αξία τους (market price) μεταβάλλεται καθημερινά.
Επιστρέφοντας στους τρόπους αντιμετώπισης του χρέους και τηρώντας τους κανόνες των χρηματοοικονομικών, η καλύτερη δυνατή λύση για την Ελλάδα είναι η δήλωση πτώχευσης και άρνησης πληρωμών τον ομολόγων. Σε μια τέτοια περίπτωση το οικονομικό κόστος για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα θα ήταν μηδαμινό καθώς η παγκόσμια αγορά παραγώγων εκτιμάται ότι ξεπερνάει τα 1400 τρις δολάρια, δηλαδή είκοσι φορές παραπάνω από το παγκόσμιο ΑΕΠ. Προφανώς, δεν θα χρειαστεί να εκτυπωθεί νέο χρήμα ή κάτι άλλο, τα πάντα μπορούν να «τακτοποιηθούν» λογιστικά. Το μεγάλο πρόβλημα σε μια τέτοια περίπτωση είναι η πολιτική διάσταση του θέματος και η περαιτέρω κατάρριψη ή η αποκάλυψη των μεθόδων που χρησιμοποιεί το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Το πρόσφατο παρελθόν αποδεικνύει ότι η ΕΚΤ και η κομισιόν καθορίζουν την οικονομική πολιτική της ευρωζώνης πρωτίστως με βάση τα συμφέροντα των τραπεζών και κάποιων ιδιωτών εις βάρος των κρατών μελών. Η δήλωση πτώχευσης από την Ελλάδα και η άρνηση αποπληρωμής των ομολόγων, πιθανόν να οδηγούσε τη χώρα μας σε έξοδο από την ευρωζώνη.Να σημειωθεί ότι η άρνηση αποπληρωμής των ομολόγων, με βάση τους κανόνες που διέπουν την ΕΕ, δεν αποτελεί λόγο εξόδου μια χώρας από την ευρωζώνη, αλλά στην περίπτωση της χώρας μας μπορεί να αποτελούσε επιχείρημα με την έννοια της πολιτικής τιμωρίας.
Επιπλέον, η έξοδος της Ελλάδος από το ευρώ και η άρνηση αποπληρωμής των ομολόγων, θα δημιουργούσε μεγάλες λογιστικές «τρύπες» στους ισολογισμούς των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και πλήγμα στην πραγματική οικονομία των εξαγωγικών-«ισχυρών» κρατών της ΕΕ. Το χειρότερο σενάριο για την ευρωζώνη θα είναι οι αλυσιδωτές αντιδράσεις που θα προκαλέσει η έξοδος της Ελλάδος ή οποιασδήποτε άλλης από τις «αδύνατες» χώρες της ΕΕ από την ευρωζώνη, κάτι που αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο διαπραγματευτικό χαρτί της Ελλάδος.
Κατά την προσωπική άποψη του συντάκτη της παρούσας ανάλυσης και με την προϋπόθεση ότι η ηγεσία της χώρας υπηρετεί τα συμφέροντα των πολιτών, η επιστροφή στην δραχμή αν και αποτελεί «ταμπού» για πολλούς έλληνες, είναι ένα σενάριο εφικτό που θα μπορούσε τάχιστα να οδηγήσει την Ελλάδα και τους Έλληνες σε ευημερία και αειφόρο ανάπτυξη. Αποδείξεις και αδιάσειστα επιχειρήματα υπάρχουν πολλά τα οποία όμως θα αναλυθούν σε μελλοντικό άρθρο.
Πηγές:
1.https://www.cia.gov/library/publications/the-world-factbook/rankorder/2186rank.html?countryName=Greece&countryCode=gr&regionCode=eur&rank=4#gr (επίσημη ιστοσελίδα της CIA)
2.http://ec.europa.eu/economy_finance/publications/european_economy/2011/pdf/2011-05-13-stat-annex_en.pdf (02/05/2011, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, statistical annex of European economy)
3.http://62.1.43.74/5Ekdosis/UplPDFs//deltia/4_1998/2_3.pdf (Δημόσιο Χρέος, Ένωση ελληνικών τραπεζών, Γ. Καλαμωτουσάκης)
4.http://www.bankofgreece.gr/BogEkdoseis/Oikodelt200012.pdf (ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Οικονομικό Δελτίο Τεύχος 16, Δεκέμβριος 2000, Δαπάνες Εξυπηρέτησης Εξωτερικού Χρέους, Πίνακας ΙΙ3, σελ. 140, Νομισματικά Μεγέθη και ρευστά διαθέσιμα, Πίνακας ΙΙΙ.1 σελ. 141)
5.http://www.ldk.gr/daf-bat/pdfs/6o%20paradoteo.pdf (LDK Consultants, Παραδοτέο προς το Υπουργείο Ανάπτυξης: Έκθεση για τη μελλοντική εξέλιξη της βιομηχανίας της Περιφέρειας Αττικής με ορίζοντα το 2010, σελίδα 2)
7.http://www.minfin.gr/budget/2011/proyp/PDFProyp/1.0.pdf (προϋπολογισμός οικονομικού έτους 2011, Υπουργείο Οικονομικών)
8.http://epp.eurostat.ec.europa.eu/cache/ITY_PUBLIC/2-22042010-BP/EN/2-22042010-BP-EN.PDF (Βασικοί Οικονομικοί δείκτες της ΕΕ, eurostat, 22/04/2010)
9.http://epp.eurostat.ec.europa.eu/cache/ITY_PUBLIC/2-26042011-AP/EN/2-26042011-AP-EN.PDF (Βασικοί Οικονομικοί δείκτες της ΕΕ, eurostat, 26/04/2011)
10.http://en.wikipedia.org/wiki/Government_bond (Ορισμός Κρατικού Δεκαετούς Ομολόγου)
(Καθημερινή: «Σιγή ιχθύος» από τον Τρισέ… για τις επικρίσεις του Der Spiegel, 11/06/2010
12.Eurobank Research ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ & ΑΓΟΡΕΣ, Τόμος IV, Τεύχος 4, Ιούλιος 2009.http://sup.kathimerini.gr/xtra/media/files/meletes/banks/Eurobank080709.pdf
13.http://www.tanea.gr/oikonomia/article/?aid=4530063 (ΤΑ ΝΕΑ: Πετρέλαιο μετ’ εμποδίων στον Πρίνο, 05/08/2009
(Ανδρέας Ξενάκης, Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Η εποχικότητα στους δείκτες ρευστότητας, Διάγραμμα 1, σελ 125)
(Στοιχεία για την περίοδο πριν και μετά την είσοδο της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ: Ανάλυση Καταθέσεων ανά τομέα)


[1] Ετήσιο Κόστος Εξυπηρέτησης Χρέους για το 2009 (78,344 δις) = Χρεολύσια (29,135 δις) + Τόκοι (12,184) + Παράλληλες Δαπάνες (0,121) + Εξοφλήσεις Βραχυπρόθεσμων Τίτλων (36,904). Να σημειωθεί ότι στις συνολικές δαπάνες του κράτους περιλαμβάνονται και υπηρεσίες συμβούλων που αφορούν τις αγοραπωλησίες ομολόγων στη δευτερογενή αγορά (αγορά παραγώγων). Οι «υπηρεσίες» αυτές δεν αποτυπώνονται στο Κόστος Εξυπηρέτησης Δανεισμού αλλά ενσωματώνονται σε δαπάνες με περιγραφές που δεν σχετίζονται άμεσα με το χρέος, π.χ. Δαπάνες εξυπηρέτησης της δημόσιας πίστης.
[2]Πηγή 7) Πίνακας 5, σελ. 67.
[3]Πηγή 10) Ορισμός κρατικού ομολόγου
[4]Πηγή 14) Διάγραμμα 1, σελ 125
[5] Το βασικό «προϊόν» μιας τράπεζας είναι το χρήμα. Προφανώς για να έχει κερδοφορία πρέπει να πουλάει-δανείζει περισσότερο χρήμα από όσο αγοράζει-δανείζεται.
[6] Το κράτος-επιχείρηση έχει μία σημαντική διαφορά σε σχέση με τον ιδιώτη-επιχείρηση. Οι μισθοί για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις αποτυπώνονται ως υποχρέωση-έξοδα και ως εκ τούτου η μείωση μισθών και οι απολύσεις επιφέρουν λογιστικό και χρηματικό όφελος στην ιδιωτική επιχείρηση. Αντίθετα, οι μισθοί που αποδίδει το κράτος-επιχείρηση στους δημοσίους υπαλλήλους (αλλά και συνταξιούχος) εισρέουν και πάλι στα ταμεία του σε λιγότερο από ένα έτος και με πολλαπλάσια αξία. Θεωρητικά όσο περισσότερο ρευστό υπάρχει σε μια οικονομία τόσο μεγαλύτερα θα είναι τα έσοδα του κράτους από έμμεσους και άμεσους φόρους.
Iανουάριος 2012,  
Έρευνα και Σύνταξη: Χαλυβόπουλος Δημήτρης
 Eπιμέλεια: Χατζόπουλος Σταύρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου