Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Η μετέωρη σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ το 1961 και η στέρεη επιλογή της Δύσης

Νέα Πολιτική

Του Τάσου Πανουτσόπουλου*
Το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, σήμανε την οριστική ήττα των Ελλήνων κομμουνιστών και επισφράγισε τον φιλοδυτικό προσανατολισμό της χώρας. Παράλληλα, από το 1947, την ανόρθωση της κατεστραμμένης ελληνικής οικονομίας ανέλαβαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, αρχικά μέσω του Δόγματος Τρούμαν και, λίγο αργότερα, με το Σχέδιο Μάρσαλ. Η αμερικανική οικονομική βοήθεια υπήρξε το κυριότερο μέσο ανάσχεσης του κομμουνισμού, μέσω της ανασυγκρότησης και εν συνεχεία της ανάπτυξης της οικονομίας. Η τελευταία θα αποτελούσε την βάση για ένα φιλελεύθερο δημοκρατικό πολίτευμα.
Ωστόσο μέχρι το 1953, καθώς οι αμερικανικές προτεραιότητες μεταβάλλονταν η βοήθεια μειώθηκε. Ο Στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος, πρωθυπουργός από τον Νοέμβριο του 1952 με τον Ελληνικό Συναγερμό, διέθετε μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και άρα τη δυνατότητα διενέργειας ευρέων μεταρρυθμίσεων. Ο Σπύρος Μαρκεζίνης, ως υπουργός Συντονισμού, διαβλέποντας το τέλος της αμερικανικής βοήθειας επιδίωξε την αναμόρφωση της οικονομίας, ώστε αυτή να μπορεί να λειτουργεί χωρίς ξένη βοήθεια. Η πολιτική του περιελάμβανε την υποτίμηση της δραχμής και τη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας. Κεντρικό της στοιχείο υπήρξε η αποκατάσταση του ρόλου της αγοράς, ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου του κράτους και η ενσωμάτωση της χώρας στη διεθνή αγορά. Παράλληλα, αναζητήθηκαν εξωτερικοί πόροι για τη χρηματοδότηση αναπτυξιακών έργων.

Τα δεδομένα αυτά αποτέλεσαν την βάση για την Συμφωνία Σύνδεσης Ελλάδας- ΕΟΚ, που υπογράφηκε στις 9 Ιουλίου 1961. Η Σύνδεση είχε διπλό χαρακτήρα, πολιτικό και οικονομικό. Η Ελλάδα θα γινόταν οργανικό μέλος του Δυτικού Κόσμου, κάτι το οποίο θα σταθεροποιούσε μακροπρόθεσμα το δημοκρατικό της πολίτευμα, μέσω της συμμετοχής της στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Επίσης, θα αναπτυσσόταν οικονομικά, απομακρυνόμενη όμως από την εξάρτηση που προκαλούσαν οι ανατολικές αγορές. Η εξάρτηση οφειλόταν στο ότι τότε μεγάλο μέρος των ελληνικών αγροτικών προϊόντων διοχετευόταν στην Ανατολή, κάτι που δημιουργούσε φόβους για οικονομική διείσδυση των Σοβιετικών. Η Κοινή Αγορά αποτελούσε ιδανική λύση, καθώς τα ελληνικά προϊόντα θα μπορούσαν να απορροφώνται πλέον από τις χώρες μέλη της τότε ΕΟΚ, μέσα σε ένα ευνοϊκό για τη χώρα περιβάλλον και η ανασφάλεια της οικονομικής εξάρτησης από την τότε κομουνιστική ανατολική Ευρώπη θα εξαλειφόταν. Παράλληλα, η Κοινή Αγορά θα προσέλκυε ξένα κεφάλαια για τη δημιουργία βαριάς βιομηχανίας, η οποία θα ισχυροποιούσε την εγχώρια οικονομία, θα ανέβαζε το βιοτικό επίπεδο και θα δημιουργούσε μια μεσαία τάξη, που θα λειτουργούσε ως θεματοφύλακας του δημοκρατικού καθεστώτος.
Η ιστορία έδειξε ότι οι εν λόγω προσδοκίες διαψεύσθηκαν. Και χρειάστηκε να μεσολαβήσουν δύο πολύ δύσκολες δεκαετίες μέχρι να επιτευχθεί η ολοκληρωμένη ένταξη της Ελλάδας στις ευρωπαϊκές κοινότητας. Η δικτατορία του 1967 είχε την ευθύνη για την εκτροπή αυτή. Τον Δεκέμβριο του 1969 η Ελλάδα, υπό στρατιωτικό, σκληρά αντικομμουνιστικό καθεστώς, εκδιώχθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Έτσι, ο πολιτικός στόχος της σύνδεσης με την Ευρώπη απέτυχε. Και ο οικονομικός στόχος όμως δεν επετεύχθη πλήρως. Η Συμφωνία Σύνδεσης προέβλεπε κάποια προστασία των κοινοτικών αγροτικών προϊόντων έναντι των ελληνικών. Οι ξένες επενδύσεις χρηματοδότησαν μεν τη βιομηχανία, αλλά απέτυχαν να δημιουργήσουν μια οικονομία που να λειτουργεί με όρους ελεύθερου ανταγωνισμού.
*Μεταπτυχιακός φοιτητής Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας

Περιοδικό Νέα Πολιτική

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου