Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

O Πελοποννησιακός Πόλεμος στον 21ο αιώνα

ΕΛευθερη Λαικη Αντιστασιακη Συσπειρωση


του Αντώνη Σαχπεκίδη
Τις μέρες αυτές κυκλοφορεί η μελέτη του Αντώνη Σαχπεκίδη «O Πελοποννησιακός Πόλεμος στον 21ο αιώνα. Αναζητώντας τα αίτια της σύγχρονης παγκόσµιας κρίσης µέσα από τη διεισδυτική µατιά του Θουκυδίδη» (εκδ. Ελληνοεκδοτική). Κλασικός φιλόλογος, ο Αντώνης Σαχπεκίδης, δίδαξε για χρόνια στην εκπαίδευση. Στο βιβλίο αυτό, καρπό πολύχρονης ενασχόλησης με τον Θουκυδίδη και τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, αναδεικνύει τον πολιτικό Θουκιδίδη και την επικαιρότητά του. –Ποιο είναι το νήµα που συνδέει τον Πελοποννησιακό µε τους δύο Παγκόσµιους Πολέµους; Τι φέρνει ο 21ος αιώνας στο πεδίο του γεωπολιτικού ανταγωνισµού των µεγάλων δυνάµεων, και τι σηµαίνει αυτό για τις «µικρές» χώρες; Η αθηναϊκή δηµοκρατία λειτουργεί σήμερα ως πρότυπο; Μπορεί να µας εµπνέουν ο Θουκυδίδης ως πολίτης και ο Περικλής ως πολιτικός; Απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήματα θέλει να δώσει το βιβλίο. Δημοσιεύουμε στη συνέχεια ένα απόσπασμα από τον Επίλογο.

Αν η αξία της ιστορίας βρίσκεται στη χρησιμότητά της, στον βαθμό που συμβάλλει στην αυτοσυνειδησία ενός λαού, ο Θουκυδίδης είναι, με αυτήν την έννοια, κατεξοχήν χρήσιμος για την πολιτική διαπαιδαγώγησή του. Κατά τον Άγγελο Ελεφάντη «η πολιτική τροφοδοτείται με ποικίλους τρόπους από την ιστορία, από την πραγματικότητα μέσα στη χρονικότητά της», αλλά ταυτόχρονα η πολιτική παράγει ιστορία, είναι «ἱστορία ἐν τῷ γεννᾶσθαι», έτσι ώστε «η ιστορική συνείδηση» να μπορεί να γίνεται «πολιτική κριτική συνείδηση». Από αυτήν τη σύζευξη της ιστορίας με την πολιτική που πετυχαίνει ο Θουκυδίδης, και μάλιστα ως πρωτοπόρος σε αυτήν τη διαλεκτική σύνθεση, δίνει νέες διαστάσεις τόσο στην ιστορία, που δεν είναι δυνατό να παρακάμπτει την πολιτική, όσο και στην πολιτική, που δεν μπορεί να αγνοεί την ιστορία.

Η ιστορία διαμορφώνει συνειδήσεις. Ο Φίλιππος Ηλιού μιλά για την «ιστορία θεωρημένη και θεωρούμενη ως πολιτισμικό αίτημα, άρα και αίτημα πολιτικό: ο πολίτης και η αυτοσυνειδησία του, μέσω της γνώσης της ιστορίας», όπως και για το «κοινωνικό αίτημα της ιστορικής γνώσης και, ως εκ τούτου, της αυτογνωσίας». Ένας λαός, κάθε λαός, πρέπει να έχει ιστορική αυτοσυνειδησία, για να ξέρει «πού πατά και πού πηγαίνει». Λαός που δεν ξέρει τη θέση του στην ιστορία, είναι λαός χωρίς πυξίδα· είναι έρμαιο στη βουλιμία των εκάστοτε ισχυρών. Μέσα από την ιστορική αυτοσυνειδησία του θα βρει ο άνθρωπος απαντήσεις στις υπαρξιακές του αμφιβολίες, ώστε να υπερνικήσει τον αρχέγονο φόβο και να πάψει να υφίσταται παθητικά τη ζωή. Αναλαμβάνοντας την ευθύνη για την προσωπική του ελευθερία, θα γίνει πρωταγωνιστής της ζωής του και όχι μαριονέτα της ιστορίας. […]
Μια α-πολιτική θεώρηση της Ιστορίας του Θουκυδίδη είναι το ίδιο ελλιπής, όσο θα ήταν και μια ανιστορική αντιμετώπιση της πολιτικής. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ως πολιτικός με οξύτατη κρίση, αντιλαμβάνεται το πολιτικό βάθος σε κάθε πτυχή της ιστορικής αφήγησης του Θουκυδίδη και μεταφράζει ανάλογα, κάτι που δεν θα μπορούσε μάλλον να αντιληφθεί και να κάνει ένας φιλόλογος δίχως πολιτική πείρα. Αυτή η πολιτική διάσταση ενυπάρχει ή λανθάνει τόσο στα αφηγηματικά μέρη όσο και –κυρίως– στις δημηγορίες. Άλλωστε, πολιτικά πρόσωπα είναι οι ρήτορες που αγορεύουν ή πολιτικοστρατιωτικοί ηγέτες, που όλοι τους σκέφτονται και παρεμβαίνουν πολιτικά, με τη στενή ή την ευρεία έννοια του όρου. Αλλά και στην υπόλοιπη εξιστόρηση μπορεί να διακρίνει κανείς την πολιτική «ματιά» σε κρίσιμα σημεία, όπως λ.χ. όταν ο ιστορικός μιλά για το πνεύμα με το οποίο οι Αθηναίοι αποφάσισαν τη Σικελική εκστρατεία ή για τον Σπαρτιάτη στρατηγό Βρασίδα, που ήξερε από πόλεμο αλλά και από πολιτική, ή για τον Αλκιβιάδη και τις επιλογές του ή για τη στάση και τη συμπεριφορά της Σπάρτης, των εφόρων και των βασιλέων της, και φυσικά όταν μιλά για τον εμφύλιο πόλεμο στην Κέρκυρα αλλά και στην Αθήνα και στις άλλες πόλεις.
Ακόμη και όταν στην πραγματική ζωή υπεισέρχεται ο «παράλογος» του Θουκυδίδη, το «παρὰ δόξαν», το απρόβλεπτο, αυτό που οι νεότεροι αποκαλούν «χαοτικές συμπεριφορές» της φύσης ή, στην περίπτωσή μας, «πανουργία της ιστορίας», ακόμη και σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο ικανός ηγέτης θα πρέπει να έχει σχέδια δράσης για όλες τις πιθανές εξελίξεις και να τις αξιοποιεί κατάλληλα, όπως και κάθε ευκαιρία («καιρόν») που μπορεί να παρουσιαστεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Περικλής […].
Η πολιτική είναι παντού και διέπει όλο το ιστορικό έργο του Θουκυδίδη, και συνεπώς με αυτό το πνεύμα πρέπει να το διαβάζουμε. Ακόμη και όταν ο Ιστορικός αφηγείται πολεμικά γεγονότα, έχει στο μυαλό του και την πολιτική τους διάσταση. Ως εκ τούτου μπορούμε να πούμε ότι ο Θουκυδίδης ξεκίνησε να γράφει την Ιστορία του ορμώμενος από πολιτικά κίνητρα· η πολιτική σκοπιά διατρέχει όλη την εξιστόρηση του πολέμου. […]
Μπροστά στην ανεκτίμητη επιστημοσύνη του έργου του παραγνωρίστηκε ή υποτιμήθηκε, αφελώς ή σκοπίμως –δεν εξετάζεται εδώ– η έντονη και επίμονη πολιτική παρέμβασή του. Η πρωτοτυπία της Ιστορίας, η αντικειμενικότητα και οι άλλες αρετές της επισκίασαν το ειδικό πολιτικό βάρος του έργου. Σε μιαν εκ νέου ανάγνωση του Θουκυδίδη με τα παραπάνω κριτήρια, θα πρέπει να ανιχνεύσουμε την πολιτική του διάσταση, να κατανοήσουμε σε βάθος την πολιτική του σκέψη, έτσι ώστε, προχωρώντας και πέρα από τα όρια του ίδιου του ιστορικού, να εμπλουτίσουμε τόσο μεθοδολογικά όσο και πραγματολογικά τα συμπεράσματά του, λαμβάνοντας υπόψη βέβαια και την κτηθείσα στο μεταξύ ιστορική πείρα και γνώση της ανθρωπότητας. Ο Θουκυδίδης μάς δίνει το κλειδί· για να ολοκληρωθεί όμως αυτή η διαδικασία, σε συνδυασμό και με την πρόβλεψη της εξέλιξης στο μέλλον, πρέπει «να βάλει και ο αναγνώστης το μυαλό του».
Μελετώντας επισταμένως τον Θουκυδίδη αποκτά κανείς την ικανότητα να κατανοεί καλύτερα διεισδύοντας στο βάθος των γεγονότων, να αναλύει πληρέστερα και να αποφαίνεται με μεγαλύτερη βεβαιότητα για ό,τι συμβαίνει στην εποχή μας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την πολιτική στη χώρα μας αλλά και τις διεθνείς εξελίξεις. Αυτό που έχουμε ανάγκη σήμερα δεν είναι ο εθνικός ναρκισσισμός, που συστηματικά καλλιεργείται από την επίσημη ιστορία, αλλά η ατομική όσο και η συλλογική αυτογνωσία, για να μπορέσουμε να αναζητήσουμε και να αναπτύξουμε τις πραγματικές μας δυνατότητες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου