Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

Νέα Πολιτική


του Γεωργίου Κ. Μπήτρου
♦ Σχεδόν δεν περνάει ημέρα που να μην ακούσουμε σε κάποιον τηλεοπτικό σταθμό ή να μην διαβάσουμε σε κάποια εφημερίδα ότι, στην Ελλάδα, η αστική τάξη, η οποία αποτελεί την σπονδυλική στήλη της δημοκρατίας, τείνει να εξαφανισθεί. Για να γίνεται αυτή η διαπίστωση τόσο συχνά και από τόσο έγκριτους σχολιαστές, θα πρέπει να δεχθούμε ότι αληθεύει, οπότε εύλογα προκύπτει το ερώτημα: γιατί φθάσαμε σε σημείο να κινδυνεύει η βάση της δημοκρατίας μας και τι πρέπει να γίνει, αν πρέπει να γίνει κάτι, σε επίπεδο συνταγματικής αναθεώρησης;
Προκειμένου να τεκμηριώσω την απάντησή μου, ένα εύλογο σημείο εκκίνησης είναι η σκέψη ότι ίσως να συνέβη κάτι καταστροφικό στους θεσμούς που καθορίζουν τα κίνητρα, τα αντικίνητρα και τους περιορισμούς σε σχέση με την αξιοποίηση από τους πολίτες των ιδιοκτησιακών τους δικαιωμάτων, είτε αυτά αφορούν στα εισοδήματά τους εξ εργασίας και κεφαλαίου, είτε έχουν να κάνουν με την περιουσία τους. Συνεπώς, αφού οι νόμοι ψηφίζονται κατ’ εξουσιοδότηση του Συντάγματος και οι δικαστηριακές αποφάσεις και διοικητικές πρακτικές βασίζονται στους νόμους, οι γενεσιουργές αιτίες για τον αφανισμό της αστικής τάξης κατά την μεταπολίτευση πρέπει να βρίσκονται στις διατάξεις του Συντάγματος του 1975 σε σχέση με: α) την προστασία της ιδιοκτησίας, β) τους περιορισμούς στην αξιοποίηση από τους πολίτες των περιουσιακών τους δικαιωμάτων, και γ) τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες απαλλοτρίωσης από το κράτος των περιουσιακών δικαιωμάτων και των εξ αυτών προσόδων.
Εάν δεχθούμε ως εύλογους αυτούς τους συλλογισμούς, τότε για να καταλάβουμε τι συνέβη πρέπει να δούμε αν και πώς άλλαξε το καθεστώς των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων μετά το 1974. Για τον σκοπό αυτό, επαρκεί να συγκρίνουμε τις σχετικές διατάξεις των δύο Συνταγμάτων του 1952 και του 1975.

Οι αλλαγές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς
στο Σύνταγμα του 1975

Το Σύνταγμα του 1952 αναφέρεται στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας στο άρθρο 17, το οποίο παρατίθεται από τον Σβώλο (1972, 256) παρακάτω. Από την ανάγνωσή των 162 λέξεων που περιλαμβάνει, οδηγούμαστε σε δύο διαπιστώσεις. Η πρώτη είναι ότι ο συνταγματικός νομοθέτης, δεχόμενος το απαραβίαστο της ιδιοκτησίας, όριζε κατά τρόπο απολύτως σαφή, και επομένως βέβαιο, ότι:
Κανένας πολίτης δεν μπορούσε να στερηθεί της ιδιοκτησίας του παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια.
Η προς τούτο βούληση του δημοσίου, καθώς και οι λόγοι της δημόσιας ωφέλειας, έπρεπε να καθορίζονται με νόμο.
Το δημόσιο έπρεπε αποδείξει την δημόσια ωφέλεια ενώπιον δικαστηρίου και πάντα με τον προσήκοντα τρόπο.
Της στέρησης της ιδιοκτησίας έπρεπε να προηγηθεί πλήρης αποζημίωση.
Προ της καταβολής της αποζημίωσης, ο ιδιοκτήτης διατηρούσε ακέραια όλα τα δικαιώματά του και δεν επιτρεπόταν το δημόσιο να προχωρήσει σε κατάληψη της ιδιοκτησίας περί της οποίας επρόκειτο.
Το δημόσιο μπορούσε με ειδικούς νόμους να ρυθμίσει τους όρους εκμετάλλευσης διαφόρων μορφών δημόσιας ιδιοκτησίας, καθώς και θέματα σχετικά με επιτάξεις ιδιωτικής περιουσίας για τις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων σε περίπτωση πολέμου ή επιστράτευσης, ή για την αντιμετώπιση άμεσης κοινωνικής ανάγκης. η οποία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την δημόσια τάξη και υγεία.
Η δεύτερη διαπίστωση  είναι  ότι ο συνταγματικός νομοθέτης, θεωρώντας ότι ο μέσος πολίτης διακατέχεται από οικονομικό ορθολογισμό, ο οποίος τον παρακινεί να χρησιμοποιεί την ιδιοκτησία του μόνο για το καλό του, και κατά συνέπεια εμμέσως για το καλό της πολιτείας, δεν επέβαλε κανέναν περιορισμό στους έμπρακτους και δυνητικούς τρόπους με τους οποίους οι πολίτες μπορούν να εκμεταλλευτούν τα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα.
Αντιθέτως, στο Σύνταγμα του 1975 ο συνταγματικός νομοθέτης προχώρησε σε πλήρη ανατροπή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος.  Αυτή η διαπίστωση προκύπτει όχι τόσο από το εύρος και τις λεπτομέρειες των ρυθμίσεων που εισήγαγε με τα άρθρα 17 και 106, τα οποία παρατίθεται αυτούσια πιο κάτω, επίσης από τον Σβώλο (1972, 298-299, 353-354), όσο από την ασάφεια, και συνεπώς αβεβαιότητα, των περιορισμών που επέβαλε αφ’ενός στην κατοχή περιουσίας από τους πολίτες και αφ’ετέρου στη χρήση της. Στον κατάλογο που ακολουθεί, συνοψίζω τις κυριώτερες νέες ρυθμίσεις που εισήχθηκαν με τα άρθρα αυτά, τα οποία είναι ίσως σκόπιμο να επισημανθεί ότι περιλαμβάνουν 906 λέξεις:
Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους (17,1).
Τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιοκτησία δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος (17,1).
Η αποζημίωση που ορίστηκε καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από την δημοσίευση της απόφασης … διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως (17, 4).
Στην απόφαση κήρυξης της απαλλοτρίωσης πρέπει να δικαιολογείται ειδικά η δυνατότητα κάλυψης της δαπάνης αποζημίωσης (17, 2).
Νόμος μπορεί να ορίσει ότι για την εκτέλεση έργων με προφανή κοινή ωφέλεια υπέρ του δημοσίου, …, επιτρέπεται να διανοιχθούν υπόγειες σήραγγες στο επιβαλλόμενο βάθος, χωρίς αποζημίωση, υπό τον όρο ότι δεν θα παραβλάπτεται η συνήθης εκμετάλλευση του υπερκείμενου ακινήτου (17.7).
Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος, το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στην χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας (106, 1).
Η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας. (106, 2).
Μπορεί να ρυθμίζονται με νόμο τα σχετικά με την εξαγορά επιχειρήσεων ή την αναγκαστική συμμετοχή σ’ αυτές του Κράτους …, εφ’όσον οι επιχειρήσεις αυτές έχουν χαρακτήρα μονοπωλίου ή ζωτική σημασία για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου, ή έχουν ως κύριο σκοπό την παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο (106, 3).
Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος, το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στην χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας (106, 1).
Η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται εις βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας. (106, 2).
Μπορεί να ρυθμίζονται με νόμο τα σχετικά με την εξαγορά επιχειρήσεων ή την αναγκαστική συμμετοχή σ’ αυτές του Κράτους …, εφ’ όσον οι επιχειρήσεις αυτές έχουν χαρακτήρα μονοπωλίου ή ζωτική σημασία για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου, ή έχουν ως κύριο σκοπό την παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο (106, 3).
Από όλες τις ανωτέρω διατάξεις, αλλά ιδιαίτερα αυτές που αναφέρονται στους αριθμούς 2, 6, 7, και 8, συνάγεται ότι ο συνταγματικός νομοθέτης το 1975 αποσκοπούσε στην κατάργηση της αστικής οργάνωσης του κράτους και στην εγκαθίδρυση ενός άλλου καθεστώτος. Ενός καθεστώτος όπου οι πολίτες αυτοελέγχονται αν με την χρήση των ιδιοκτησιακών τους δικαιωμάτων προάγουν το «γενικό συμφέρον», την «εθνική οικονομία», τον «εθνικό πλούτο», το «κοινωνικό σύνολο» και άλλες παρόμοιες ασαφείς και απροσδιόριστες έννοιες, οι οποίες κληροδοτήθηκαν στις Δυτικές κοινωνίες από τις Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης και της Σοβιετικής Ένωσης. Διαφορετικά, οι πολίτες κινδυνεύουν κάθε στιγμή να βρεθούν αντιμέτωποι με τα ρόπαλο των διαχειριστών της εξουσίας και να αναγκαστούν σε αποξένωση από την περιουσία τους ή εθνικοποίηση των επιχειρήσεών τους.
Εκτός από τις ανωτέρω ρυθμίσεις, οι οποίες είναι άμεσες με την έννοια ότι αναφέρονται κατ’ ευθείαν στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας και τις χρήσεις του, το Σύνταγμα του 1975 εισήγαγε και πλείστες όσες άλλες ρυθμίσεις, με τις οποίες έμμεσα η άσκηση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων εκ μέρους των πολιτών περιορίστηκε δραστικά. Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων ρυθμίσεων είναι τα ακόλουθα:
Απαλείφθηκε η διάταξη του Συντάγματος του 1952 με την οποία απαγορευόταν ρητά η απεργία εκ μέρους των δημοσίων υπαλλήλων.
Επιτράπηκε η ίδρυση «αναγκαστικών συνεταιρισμών ατόμων υπέρ του δημοσίου συμφέροντος»
Προβλέφθηκε η παροχή κρατικής συμπαράστασης του συνδικαλισμού και των πάσης μορφής συντεχνιακών ενώσεων.
Οι ατομικές συμβάσεις εργασίας καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από συλλογικές σε επίπεδο κλάδου ή χώρας. Κλπ., κλπ.
Για να γίνει κατανοητή η καταλυτική επίδραση των πιο πάνω ρυθμίσεων στα ιδιοκτησιακά δικαιώματα, ας πάρουμε για παράδειγμα την κατάργηση της συνταγματικής απαγόρευσης των δημόσιων υπαλλήλων να απεργούν. Ακόμη και όταν παρακρατούνται οι αμοιβές τους, όταν οι δημόσιοι υπάλληλοι κατέρχονται σε απεργία, αναγκαστικά οι υποθέσεις των πολιτών που συναλλάσσονται μαζί τους ετεροχρονίζονται. Αλλά το πλέον πολύτιμο ιδιοκτησιακό δικαίωμα των πολιτών είναι το δικαίωμα στον χρόνο τους, οπότε όταν οι υποθέσεις τους ετεροχρονίζονται με υπαιτιότητα των δημόσιων υπαλλήλων, οι πολίτες ζημιώνονται. Γι’ αυτό, είτε οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν πρέπει να έχουν το δικαίωμα να απεργούν, είτε το δημόσιο πρέπει να αποζημιώνει τους πολίτες που ζημιώνονται όταν οι δημόσιοι υπάλληλοι απεργούν. Ελλείψει της τελευταίας προϋπόθεσης, είναι προφανές ότι, με την κατάργηση της απαγόρευσης των δημόσιων υπαλλήλων να απεργούν, το Σύνταγμα του 1975 περιόρισε σημαντικά τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των πολιτών στον χρόνο τους και στην περιουσία τους. Με ανάλογη επιχειρηματολογία είναι εύκολο να τεκμηριωθούν οι αρνητικές επιπτώσεις στα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και των υπόλοιπων συνταγματικών ρυθμίσεων που αναφέρθηκαν πιο πάνω.
Υπό το φως των ανωτέρω διαπιστώσεων προκύπτει, μεταξύ των άλλων, ένα ερώτημα, το οποίο με απασχόλησε ερευνητικά για αρκετά χρόνια. Το ερώτημα αυτό είναι: ποιός ή ποιοί επινόησαν την αλλαγή του αστικού καθεστώτος το 1975 και πώς κατάφεραν να την επιβάλουν τυπικά και σε μεγάλο βαθμό ουσιαστικά, με συνέπεια η χώρα να μπει σε πορεία οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής πτώχευσης;  Η απάντηση στην οποία οδηγήθηκα βρίσκεται διατυπωμένη σε δύο δημοσιεύσεις [ Μπήτρος, Καραγιάννης, 2011α, 2011β]. Ιδιαίτερα από την δεύτερη πηγή, η απάντηση συνοψίζεται στα ακόλουθα.
«Τρία άτομα που επηρέασαν θεμελιακά τις εξελίξεις σ’ αυτήν την κατεύθυνση  ήταν οι Ξενοφών Ζολώτας, Κωνσταντίνος . Τσάτσος και Παναγής Παπαληγούρας, ενώ ένα τέταρτο, ο Άγγελος Αγγελόπουλος, επέδρασε έμμεσα. Αυτοί, με τις ιδέες και τις προτάσεις που διατύπωσαν, καθώς και τις πολιτικές μέσα από τις οποίες τις προώθησαν από τα ανώτατα αξιώματα που κατέλαβαν, ευθύνονται για τις αρνητικές συνέπειες που συνεπάγεται για την κοινωνία και την οικονομία το καθεστώς που διαμορφώθηκε, το οποίο είναι τύποις φιλελεύθερο αλλά ουσιαστικά σοσιαλιστικό.
Κομβικός στην ανατροπή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος στο Σύνταγμα του 1975 ήταν ο ρόλος που έπαιξε ο Κ. Τσάτσος, ως πρόεδρος της επιτροπής που το συνέταξε. Τα άρθρα 17 και 106 απηχούν πλήρως τις απόψεις του, όπως τις διατύπωσε στο πιο κάτω εδάφιο: «Η θέση απέναντι στον θεσμό της ατομικής ιδιοκτησίας και δη των μέσων παραγωγής θεωρείται το βασικό θέμα που διακρίνει την κοινωνική πολιτική του δυτικού και του ανατολικού κόσμου, και από το οποίο απορρέουν όλες οι άλλες διαφορές των οικονομικών των συστημάτων. Σύμφωνα με όσα εκθέσαμε, η θεωρητική αλήθεια γύρω από τον θεσμό της ιδιοκτησίας βρίσκεται με το μέρος των ανατολικών… Σήμερα η ιδιοκτησία θεωρείται απλώς μια κοινωνική λειτουργία, ακόμη και στις χώρες που την προστατεύουν συνταγματικά, καθώς και με πλήθος διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου… Σήμερα η ιδιοκτησία είναι απλώς ένας θεσμός χρήσιμος και επεκτείνεται όσο εκτείνεται η χρησιμότητά του». [Τσάτσος, 1965, σ.207).
Όσον αφορά τις τελευταίες δύο προτάσεις, αξίζει να αναφερθεί ότι ο Κ. Τσάτσος είχε υποστηρίξει ήδη από παλαιότερα ότι: α) η πολιτική εξουσία όχι μόνον  είναι η πηγή της ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά επιπλέον ότι η πολιτική εξουσία πρέπει να την διαθέτει στους πολίτες, έτσι ώστε «η δημιουργικότητα  του κοινωνικού συνόλου να φθάσει στην μεγαλύτερη απόδοση» (1965, 200), και β)τις θέσεις του αυτές τις διατήρησε τουλάχιστον μέχρι την επανέκδοση του σχετικού βιβλίου του το 1975[1], δηλαδή όταν περατωνόταν υπό την καθοδήγησή του το Σύνταγμα του 1975.
Μερικοί αναγνώστες ίσως θεωρήσουν ότι οι απόψεις που διατύπωσα ανωτέρω είναι υπερβολικές. Δεδομένου ότι μιλάμε για το παρελθόν, έχω πλήρη συναίσθηση ότι οι απόψεις μου θα υποστούν διά μέσου του χρόνου την σκληρή βάσανο των ερευνητών της μεταπολεμικής οικονομικής ιστορίας της χώρας μας. Αλλά προσωπικά δεν έχω καμμιά πρόθεση να θίξω την ακεραιότητα ή την φιλοπατρία που διέκρινε εν ζωή τα εν λόγω πρόσωπα. Με ενδιέφεραν και επικεντρώθηκα στις ιδέες τους, στις πολιτικές με τις οποίες τις προώθησαν, και στα αποτελέσματα που ζούμε σήμερα. Επιπλέον, και άλλοι σημαίνοντες σχολιαστές έχουν καταλήξει στις ίδιες, αν όχι σε αυστηρότερες, εκτιμήσεις. Γι’ αυτό θα κλείσω με μερικές επιλεκτικές αναφορές από την σχετική βιβλιογραφία.

         Μαρτυρίες τρίτων
Καζάκος (2007, 47-9): Από την ανάλυση που παραθέτει, οδηγούμεθα στο συμπέρασμα ότι ουσιαστικά από το 1975 και μετά τα περιουσιακά δικαιώματα των Ελλήνων καταργήθηκαν.
Μαυρογορδάτος (1988, 138): Με ύφος πρόδηλα αρνητικό αποφαίνεται ότι: «Ποτέ πριν δεν είχε δείξει μια συντηρητική αστική κυβέρνηση τέτοια περιφρόνηση για το απαραβίαστο της ατομικής ιδιοκτησίας.»
Μάνος (2006): Από ομιλία που έκανε στον Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών και είχε την καλοσύνη να θέσει υπ’ όψιν μου: «Το άρθρο 106, όπως είναι διατυπωμένο, είναι το θεμέλιο του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία. Είναι ένα άρθρο που θα είχε ενδεχομένως θέση σε μια πολιτεία που θα είχε ως ευαγγέλιο τις δοξασίες του Λένιν. Η πρότασή μου στηρίζεται σε όσα προέβλεπε για την σχέση κράτους και οικονομίας  το Ευρωσύνταγμα, που επικυρώθηκε σχεδόν ομοφώνως από την Ελληνική Βουλή πριν από έναν περίπου χρόνο. … Η Νέα Δημοκρατία δεν προτείνει την αναθεώρηση του άρθρου 106. …. Το ζητούμενο και πάλι είναι να πεισθεί να χαρακτηρίσει στο σύνολό του το άρθρο 106 ως αναθεωρητέο
Χατζηβασιλείου (2010, 306, 327-8, 331,341,347-355,477-8,481,501-3,506-7): Από την έρευνά του στα ιστορικά αρχεία προκύπτει ότι οι πεποιθήσεις του Καραμανλή και των κύριων συνεργατών του ήταν διαχρονικά συνεπείς με τις ιδεολογικές επιδιώξεις της Σοσιαλιστικής Ένωσης Ελλάδος, της οποίας ήταν ιδρυτικά μέλη,  και αποσκοπούσαν: στον κεντρικό προγραμματισμό της οικονομίας, στην κρατικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στην ίδρυση κρατικών μονοπωλιακών επιχειρήσεων σε κλάδους της οικονομίας, όπως οι τηλεπικοινωνίες, οι μεταφορές και η ενέργεια, στην μεγαλύτερη δυνατή διείσδυση της κρατικής επιχειρηματικότητας και διοίκησης στην οικονομία γενικά, στην εκ των άνω εποπτεία και καθοδήγηση της παιδείας κ.λπ. Γι’αυτό, ίσως, ενώ από την μια μεριά με το «Ανήκομεν εις τηνΔύσιν» και με την αίτηση για πλήρη ένταξη στην τότε ΕΟΚ διαβεβαίωνε τους Δυτικούς ότι δεν σκόπευε η χώρα να αλλάξει στρατόπεδο, από την άλλη, με το Σύνταγμα του 1975, την κρατικοποίηση του συγκροτήματος του Σ. Ανδρεάδη, τις κρατικοποιήσεις άλλων μεγάλων επιχειρήσεων, κλπ., διαμήνυε στους δυσαρεστημένους συντρόφους του της Σοσιαλιστικής Ένωσης ότι ήταν αποφασισμένος να προχωρήσει στο δρόμο που χάραξαν πριν τρεις δεκαετίες. Αν κάποιος ενδιαφερθεί να μάθει πόσους και ποιούς κλάδους της οικονομίας ήλεγχε το κράτος μέσω του τραπεζικού συστήματος τότε, είμαι βέβαιος ότι θα συμφωνήσει μαζί μου ότι η κατηγορία της «σοσιαλμανίας» εύλογα αποδόθηκε στις κυβερνήσεις  της ΝΔ την περίοδο 1974-1981.

Συμπέρασμα και πρόταση
Η χώρα μας είναι ενσωματωμένη και οραματίζεται να παραμείνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Για τον σκοπό αυτόν, επιβάλλεται η ταχύτερη δυνατή επιστροφή σε ένα ξεκάθαρο αστικό ιδιοκτησιακό καθεστώς. Προτείνω είτε την επιστροφή στο άρθρο 17 του Συντάγματος του 1952, είτε την αντιγραφή των σχετικών διατάξεων από το σύνταγμα κάποιας δυτικής χώρας, είτε την αποδοχή του πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ κράτους και οικονομίας που εμπεριέχεται στο Ευρωσύνταγμα, το οποίο έχει ψηφιστεί από την Ελληνική Βουλή.


Αναφορές
Καζάκος, Π. (2007), Αναθεώρηση του Συντάγματος και Οικονομία: Δοκίμιο Οικονομικής Ανάλυσης των Συνταγματικών Επιλογών,  εκδόσεις Παπαζήσης.
Μάνος, Σ., Ομιλία στο ΣΕΒ για το Σύνταγμα, 11/07/2006.
Μαυρογορδάτος, Γ. (1988) Μεταξύ Πιτυοκάμπτη και Προκρούστη: Οι Επαγγελματικές Οργανώσεις  στη Σημερινή Ελλάδα,  εκδόσεις Οδυσσέας.
Μπήτρος, Γ. Κ, Καραγιάννης, Α. Δ. (2011α)Δημιουργική Κρίση σε Οικονομία και Δημοκρατία με παράδειγμα την Σύγχρονη Ελλάδαεκδόσεις Παπαζήσης.
(2011β) «Οι σοσιαλιστικές καταβολές του χ-φιλελευθερισμού στην Ελλάδα», Επιστήμη και Κοινωνία, 28, Χειμώνας 2011-2012, εκδόσεις Σάκουλας.
Σβώλος, Α. (1972), Τα Ελληνικά Συντάγματα 1822-1975,1986, εκδόσεις Στοχαστής.
Τσάτσος, Κ. (1965) Πολιτική: Θεωρία Πολιτικής Δεοντολογίας,  χωρίς εκδοτικό οίκο.
Τσάτσος, Κ. (1975) Πολιτική: Θεωρία Πολιτικής Δεοντολογίας, 2η εκδ. βελτιωμένη, Οι Εκδόσεις των Φίλων.
Χατζηβασιλείου Ε.  (2010) Ελληνικός Φιλελευθερισμός: Το ριζοσπαστικό ρεύμα, 1932-1979, εκδόσεις Πατάκης.

[1] Βλ.Τσάτσος, 1975, 221-30.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου