Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

«Εξορυκτισμός», η παιδική ασθένεια της λατινοαμερικάνικης χειραφέτησης*

ardin-rixi

Του Γιώργου Ρακκά

Άσχημα τα πράγματα, μεταδίδουν τα διεθνή ΜΜΕ, για την Ντίλμα Ρούσεφ. Ο τρόπος γενικά με τον οποίον χειρίστηκε τη διοργάνωση του Μουντιάλ, κατασπαταλώντας έναν πακτωλό κρατικών πόρων, την ίδια στιγμή που η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας στερείται ακόμα πρόσβασης σε αγαθά όπως η υγεία και η εκπαίδευση, καθώς και ο διωγμός των αστέγων, και το ανελέητο ξυλοφόρτωμα των διαδηλωτών έχει αποξενώσει το Εργατικό Κόμμα από ένα μεγάλο κομμάτι της εκλογικής του βάσης. Κι αν η Βραζιλία χάσει αυτό το Μουντιάλ, γεγονός που θα επιτείνει τη διάχυτη δυσαρέσκεια, τότε τίθεται εν αμφιβόλω ακόμα και η επανεκλογή της Ρούσεφ στις επικείμενες προεδρικές εκλογές.
Τι συνέβη στην πάλαι ποτέ αντάρτισσα πόλεων και αγαπημένη πολιτική θυγατέρα του δημοφιλέστατου στη Βραζιλία Λουίς Ιγκνάσιο Λούλα Ντα Σίλβα και σήμερα παραπαίει, επειδή ακριβώς αποξενώνεται από τα πιο φτωχά και ριζοσπαστικά κομμάτια της εκλογικής βάσης του κόμματός της; Αξίζει να σημειώσουμε πως όταν εξελέγη, το έπραξε με τις περγαμηνές ότι ηγείται μιας τάσης που υπόσχεται μια ακόμα πιο αριστερή στροφή για την ισχυρότερη χώρα της Λατινικής Αμερικής.
Σήμερα αυτή η στροφή φαίνεται πως φτάνει σε ένα όριο. Που δεν οφείλεται μάλιστα μόνο στον συνήθη εκφυλισμό των αριστερών/κεντροαριστερών κυβερνήσεων, ευάλωτων σε κρούσματα ενσωμάτωσης και διαφθοράς. Τα κρούσματα αυτά σίγουρα υφίστανται, ωστόσο εντάσσονται σ’ ένα ευρύτερο αδιέξοδο στο μοντέλο ανάπτυξης που, κατά τα πρόσφατα χρόνια, έκανε τόσο δημοφιλές το Εργατικό Κόμμα, για να καταπολεμήσει τη… φτώχεια που σήμερα στρέφεται εναντίον του. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Το Εργατικό Κόμμα στήριξε την άκρως επιτυχημένη πολιτική εναντίον της φτώχειας, η οποία έριξε τα ποσοστά της στη βραζιλιάνικη κοινωνία κατά είκοσι περίπου μονάδες στη δεκαετία 2000-2010, χάρη στην αναδιανομή μέρους της προσόδου που αποκόμιζε η χώρα από την εξαγωγή πρώτων υλών, ενεργειακών πόρων και αγροτικών προϊόντων. Τούτο το πέτυχε μέσα από την εντυπωσιακή διεύρυνση… νεοφιλελεύθερων προγραμμάτων πρόνοιας που είχε εκπονήσει το ίδιο το ΔΝΤ για τη Λατινική Αμερική (Προγράμματα Μεταβίβασης Πόρων –αγγλιστί, Conditional Cash Transfer [CCT]). Αυτά στηρίζονταν σε στοχευμένες ενέργειες υποστήριξης συγκεκριμένων τμημάτων του πληθυσμού, μέσω της χορήγησης συγκεκριμένων μικροποσών (βάουτσερ), σε αντάλλαγμα της συμμετοχής των παιδιών στην εκπαίδευση, ή για να εξετάζονται τακτικά σε κάποιο ιατρικό κέντρο. Αυτά τα μικροποσά (της τάξης των 10$-20$/μήνα) αποτελούν μια αξιοσημείωτη οικονομική ενίσχυση στα φτωχά νοικοκυριά των παραγκουπόλεων, το μέσο μηνιαίο εισόδημα των οποίων δεν ξεπερνά τις μερικές δεκάδες δολάρια. Μέσω της λογικής της ανταποδοτικότητας, έδωσαν επίσης σημαντική ώθηση στην καταπολέμηση του αναλφαβητισμού ή στην καταπολέμηση των ασθενειών που σχετίζονται με τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Εντούτοις, αυτή η πολιτική δεν δημιούργησε διαύλους κοινωνικής κινητικότητας, ούτε μετέβαλε κατ’ ελάχιστο την παρούσα κοινωνική δομή που χαρακτηρίζει τη Βραζιλία. Η εξορυκτική και αγροεπιχειρηματική ολιγαρχία μάλλον κέρδισε από την αύξηση των εξαγωγών, λόγω της έκρηξης της κινέζικης ζήτησης για αγροτικά προϊόντα και πρώτες ύλες, την ίδια στιγμή που έβλεπε στην πολιτική του κυβερνώντος κόμματος μια λίγο πολύ ανέξοδη τακτική σχετικής ανακούφισης στο κοινωνικό ζήτημα που ταλανίζει τη χώρα. Την ίδια στιγμή, η διεύρυνση των κρατικών εσόδων και της κρατικής δραστηριότητας γιγάντωσαν νέα στρώματα κρατικής γραφειοκρατίας, μορφωμένων μερίδων του πληθυσμού που, μέχρι πρότινος, κατά τη δικτατορία και τη μεταδιδακτορική δεξιά διακυβέρνηση, ήταν αποκλεισμένα από τον κρατικό μηχανισμό.
Εν τέλει, το μοντέλο πάνω στο οποίο στήριξε την «κεντροαριστερή» στροφή της Βραζιλίας ήταν ένα μείγμα λατινοαμερικάνικου πατριωτισμού, αριστερού λαϊκισμού και εξορυκτικού καπιταλισμού. Φαίνεται πως λειτούργησε μάλλον αποδοτικά, κατά τη διάρκεια της μετάβασης της χώρας, από αποικία των Αμερικάνων, σε φορέα ανεξαρτητοποίησης ολόκληρης της υποηπείρου, μέσω της ενεργοποίησης πολιτικών συνεργασίας με τους άλλους πόλους ισχύος του νέου πολυπολικού κόσμου. Ωστόσο, στο εσωτερικό πεδίο, το συγκεκριμένο μοντέλο αποδεικνύεται ιδιαίτερα αδύναμο να μεταβάλει την κοινωνική δομή της χώρας.
Έτσι, τώρα, τα φτωχότερα στρώματα, αφού απαγκιστρώθηκαν από το τέλμα της απόλυτης φτώχειας και είδαν μια αισθητή μεταβολή στο εισόδημά τους, αξιώνουν, εκτός από παροχές, τη συμμετοχή σε θεσμούς που συμβάλλουν στην κοινωνική κινητικότητα –δηλαδή να αποκτήσουν πρόσβαση στα αγαθά και στις συνθήκες διαβίωσης των εύρωστων βραζιλιάνικων μεσοστρωμάτων. Εξ ου και οι διαδηλώσεις με αίτημα την καθολική εκπαίδευση, την πρόσβαση στα μέσα μαζικής μεταφοράς (το δικαίωμα στην μετακίνηση), τη δωρεάν υγειονομική περίθαλψη, οι καταλήψεις των μεγάλων εμπορικών κέντρων, η αντίθεση σ’ ένα Μουντιάλ χλιδής και επίδειξης, την ίδια στιγμή που ένα μεγάλο μέρος του λαού παραμένει αποκλεισμένο από το νέο βραζιλιάνικο όνειρο.
Αυτή είναι και η μεγάλη αντίφαση της πολιτικής του Εργατικού Κόμματος: το ότι από τη μία έθεσε σε κίνηση τις μεγάλες μάζες των αποκλεισμένων, ενώ από την άλλη αδυνατεί να μεταβάλει την κοινωνική δομή που, σε τελευταία ανάλυση, τους κρατάει έξω από μια ανερχόμενη κοινωνία μιας αναδυόμενης παγκόσμιας δύναμης. Το όριο αυτό ανοίγει νέα πολιτικά, προγραμματικά και ιδεολογικά ζητήματα για τα κινήματα του 21ου αιώνα και όσους θεωρούν πως η πρωτοπορία τους βρίσκεται αυτήν τη στιγμή στις χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Τελευταία, γίνονται σαφείς διακρίσεις, με τις οποίες τα κινήματα είχαν δεκαετίες να ασχοληθούν, επηρεασμένες από την πολιτική-ιδεολογική αμπώτιδα του τέλους του 20ου αιώνα. Μέσα από τα αδιέξοδα του «εξορυκτισμού» στη Βραζιλία και όχι μόνο (ανάλογα προβλήματα αναφύονται με διαφορετικό τρόπο και στη Βενεζουέλα και στη Βολιβία) οι νεώτερες γενιές ξανανακαλύπτουν πως δεν αρκούν οι κοινωνικές παροχές και μια δικαιότερη αναδιανομή ενός αυξανόμενου πλεονάσματος για τον «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα».
Επίσης, και ότι είναι άλλο να πετύχεις μια αύξηση των εισοδημάτων των κατώτερων τάξεων, αφήνοντας αμετακίνητη τη θέση τους στο κοινωνικό καθεστώς, και άλλο να μεταβάλεις τις κοινωνικές σχέσεις και τις σχέσεις εξουσίας σε μια χώρα.
Το τελευταίο είναι απείρως δυσκολότερο, καθώς απαιτεί μακροχρόνιες διαδικασίες εγκαθίδρυσης ενός νέου μοντέλου οικονομίας και πολιτικής  που θα μπορέσει να αναπτυχθεί μόνο αν αμφισβητηθεί και ο τρόπος που λειτουργεί σήμερα ο παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας. Μέχρι χθες αυτά ήταν ψιλά γράμματα για τους «τσαβιστές» και τους «λουλιστές», που πίστευαν πως αρκεί να προέρχεται κάποιος πρόεδρος από τα πληβειακά στρώματα και να μην ξεχνάει την καταγωγή του, για να γίνει το καθοριστικό βήμα προς τον «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα».
Σήμερα, που η επιτυχία του ίδιου του βηματισμού τους θέτει ζητήματα επιβίωσης της διακυβέρνησής τους, το λατινοαμερικάνικο μπρίο τους έχει σχετικά υποχωρήσει και πορεύονται με περίσκεψη στην ταραγμένη, πολύπλοκη, χαοτική και επισφαλή δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου