Τρίτη 17 Ιουλίου 2012

Γιατί πάψαμε να πιστεύουμε στη σωτηρία της Ευρωζώνης

sofokleous10


Τη στιγμή που οι ευρωπαϊκές ηγεσίες ετοιμάζονται για τις καλοκαιρινές διακοπές, παρακολουθούμε τη σταδιακή ανάδυση μιας ευρείας συναίνεσης περί το πώς θα μπορούσε να μοιάζει το ευτυχές τέλος της ευρωπαϊκής κρίσης. Ορισμένα στοιχεία μιας τέτοιας εικόνας κέρδισαν έδαφος στη σύνοδο κορυφής της 29ης Ιουνίου στις Βρυξέλλες κι αυτό είναι θετικό. Μία πολύ καλή ιδέα που έγινε αποδεκτή ως ‘αναγκαία δράση’ της Ευρωζώνης αφορά την άμεση ανακεφαλαιοποίηση των προβληματικών τραπεζών από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς διάσωσης.

Αλλά από την ιδέα ως την υλοποίηση ο δρόμος είναι μακρύς και πολλές παγίδες παραμονεύουν. Ιδίως επειδή ο χρόνος δεν είναι υπέρ των Ευρωπαίων. Κι αυτό συμβαίνει επειδή η πορεία των εθνικών οικονομιών και του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος επιδεινώνεται. Αλλά και γιατί η πολιτική σκηνή των κρατών μελών του ευρώ,  με την έλευση της κρίσης του 2009, όλο και επανεθνικοποιείται. Αν δούμε λίγο προσεκτικά τους όρους της εγχώριας πολιτικής διαμάχης στα 17 κράτη μέλη της Ευρωζώνης, εύκολα μπορούμε να αντιληφθούμε πόσο δύσκολο είναι πια για τους Ευρωπαίους να δράσουν ενωμένοι για την προστασία του ευρώ.

Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά. Αν οι Ευρωπαίοι πολιτικοί σχεδίασαν όντως μια λύση στη σύνοδο της 29ης Ιουνίου, με τι θα μπορούσε να μοιάζει το τελικό προϊόν της; Σαφώς και δεν αφορά μια πολιτική και δημοσιονομική ένωση στα πρότυπα των Ηνωμένων Πολιτειών. Αφορά καταρχήν μια τραπεζική ένωση: επομένως θα περιλαμβάνει ένα κοινό εποπτικό σχήμα για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, κοινούς κανόνες για την ανακεφαλαίωση ή την εκκαθάριση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων κι ένα κοινό σχήμα εγγύησης των καταθέσεων. Επιπλέον, θα περιλαμβάνει την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τη δημιουργία ενός Υπουργείου Οικονομικών για την Ευρωζώνη που δεν θα έχει βεβαίως τον πλήρη έλεγχο των εθνικών φορολογιών και δαπανών των κρατών μελών, θα μπορεί όμως να τους επιβάλλει την τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων. Θα μπορούσε επίσης να περιλαμβάνει μια περιορισμένη κοινή ευθύνη για τα εθνικά δημόσια χρέη – πιθανότατα για το χρέος που θα ξεπερνά του 60% του ΑΕΠ – και άρα για την έκδοση ευρωομολόγου.


Ακόμη, η ευρωπαϊκή αυτή λύση μπορεί να περιλαμβάνει ένα πρόγραμμα οικονομικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης και των μακροπρόθεσμων ρυθμών ανάπτυξης. Τέλος μπορεί να περιλαμβάνει κι ένα καλύτερο σύστημα δημοκρατικής λογοδοσίας, που θα ορίζει επιτέλους πως εκείνοι  που αναλαμβάνουν να ανασχεδιάσουν την οικονομική ένωση θα πρέπει να δίνουν λόγο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στα εθνικά κοινοβούλια.

Ορισμένες από αυτές τις προτάσεις – για παράδειγμα η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ ώστε να έχει την εποπτεία των ευρωπαϊκών τραπεζών – μπορούν επί της αρχής να προχωρήσουν γρήγορα, επειδή δεν απαιτούν αλλαγές στις ευρωπαϊκές συνθήκες. Όμως η πρόοδος στο μέτωπο της στενότερης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης θα είναι επώδυνα αργή. Ο λόγος για αυτό είναι η πολύ διαφορετική ανταπόκριση της κάθε χώρας στις οικονομικές και χρηματοπιστωτικές προκλήσεις που δημιούργησε η κρίση, ανάλογα με την εθνική της πολιτική κουλτούρα.

Η οικονομία της Ευρώπης χαρακτηρίζεται σήμερα από την αύξηση της ανεργίας, την πτώση του βιοτικού επιπέδου και την οικονομική στασιμότητα ή και την ύφεση. Όλα αυτά τα προβλήματα προστίθενται στις περικοπές του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους, στη δυσαρέσκεια πολύ κόσμου απέναντι σε αυτό που θεωρούν ως υψηλά επίπεδα μετανάστευσης και στην διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στις πολιτικές ελίτ και τον απλό κόσμο. Όλα αυτά εξαντλούν την αξιοπιστία και τη βούληση των κυβερνήσεων και οδηγούν τα αντιπολιτευόμενα κόμματα να επιτίθενται στις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την αντιμετώπιση της κρίσης.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ολλανδία, όπου οι εκλογές που θα γίνουν το Σεπτέμβριο είναι πολύ πιθανό να ενισχύσουν την αντισυστημική αριστερά και τις ακροδεξιές δυνάμεις οι οποίες απορρίπτουν τα ευρωπαϊκά εγχειρήματα διάσωσης των κρατών του Νότου,  αντιτίθενται στους άκαμπτους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς στόχους και δεν θέλουν να παραδώσουν την οικονομική τους πολιτική στις Βρυξέλλες. Με δεδομένους τους οξείς τόνους που κυριαρχούν στη χώρα, οι ολλανδικές εκλογές δεν φαίνεται πιθανό να αναδείξουν έναν κυβερνητικό συνασπισμό διατεθειμένο να παραδώσει την ολλανδική εθνική κυριαρχία με αντάλλαγμα τη στενότερη ένωση της Ευρωζώνης.

Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι η Ιταλία όπου η τεχνοκρατική κυβέρνηση του Μάριο Μόντι έχει ελάχιστους ακόμη μήνες θητείας και θα πρέπει να αποχωρήσει το αργότερο ως την άνοιξη του 2013. Εκεί πια θα γίνουν εκλογές όπου θα αναμετρηθούν τα παλιά και απαξιωμένα πολιτικά κόμματα με τις νέες ανερχόμενες αντισυστημικές δυνάμεις, όπως είναι το Κίνημα των Πέντε Αστεριών του Μπέμπε Γκρίλο. Με τις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται είναι πάντως πολύ αμφίβολο ότι η κατατατεμαχισμένη πολιτική σκηνή της Ιταλίας θα επιλέξει μια κυβέρνηση που θα μπορεί να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις τις οποίες ζητούν τα κράτη του πυρήνα προκειμένου να δεχτούν εμβάθυνση της ένωσης με την Ιταλία.

Κι ένα τρίτο παράδειγμα είναι η Πορτογαλία όπου τα εμπόδια στην περαιτέρω ολοκλήρωση της Ευρωζώνης μπορεί να προέλθουν από το συνταγματικό δικαστήριο. Στις 5 Ιουλίου το ανώτατο συνταγματικό δικαστήριο της Πορτογαλίας απεφάνθη ότι τα κυβερνητικά σχέδια για την περικοπή του επιδόματος αδείας για τους δημοσίους υπαλλήλους με σκοπό την εξοικονόμηση 2 δις ευρώ είναι αντισυνταγματικό. Από τη στιγμή που η απόφαση αυτή του πορτογαλικού συνταγματικού δικαστηρίου υπονομεύει τις προσπάθειες της κυβέρνησης να μειώσει το έλλειμμα, πρέπει εύλογα να περιμένουμε ότι η Πορτογαλία πιθανόν να ζητήσει σύντομα τη χαλάρωση των όρων του προγράμματός της από τους πιστωτές αλλά και μια δεύτερη ευρωπαϊκή διάσωση.

Είναι αλήθεια ότι σε γενικές  γραμμές η Πορτογαλία υπήρξε ο καλός μαθητής που κατάπιε υπάκουα το φάρμακο της λιτότητας που της χορήγησαν οι γιατροί της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά τι τύχη μπορεί να έχει ένα πορτογαλικό αίτημα για περαιτέρω βοήθεια που θα διατυπωθεί σε μια συγκυρία όπου το δεύτερο εγχείρημα διάσωσης της Ελλάδας φαίνεται ήδη να αποτυγχάνει και όπου η ουρά για ευρωπαϊκή χρηματοδότηση μακραίνει καθώς προσέρχονται σε αυτήν η Κύπρος και πιθανόν η Σλοβενία; Κανείς λοιπόν δεν πρέπει να ξαφνιαστεί αν όλα αυτά περιορίσουν τη διάθεση των Ευρωπαίων του Βορρά για περαιτέρω ολοκλήρωση με τα κράτη του Νότου.

Ακόμα πιο περιορισμένη – για την ακρίβεια εντελώς ανύπαρκτη – είναι η πρόοδος που έχει γίνει στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Η ολοκλήρωση των κεφαλαιαγορών της Ευρωζώνης που είδαμε μετά την εισαγωγή του ευρώ έχει δώσει πια τη θέση της σε μια διαδικασία αποδιάρθρωσης. Επιχειρήσεις, τράπεζες και άτομα αποσύρουν χρήματα από τις χώρες που κάποτε θεωρούνταν αξιόπιστοι εταίροι αλλά σήμερα ότι διατρέχουν τον κίνδυνο της χρηματοπιστωτικής αστάθειας.

Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και των διασυνοριακών κεφαλαιακών ροών που είναι απαραίτητες για την καλή λειτουργία μιας νομισματικής ένωσης θα εξαρτηθεί από την υιοθέτηση των μεταρρυθμίσεων που συζητήθηκαν στην ευρωπαϊκή σύνοδο της 29ης Ιουνίου. Αλλά η εγκαθίδρυση μιας τραπεζικής ένωσης θα είναι πάρα πολύ δύσκολη ακριβώς επειδή πρέπει να γίνει σε μια πολύ κακή συγκυρία όπου οι οικονομικές συνθήκες στην Ευρώπη επιδεινώνονται, το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα αποδιαρθρώνεται και οι εσωτερικές πολιτικές επανεθνικοποιούνται. Υπό αυτά τις συνθήκες είναι τρέλα να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να σωθεί η Ευρωζώνη. Αλλά εξίσου τρέλα είναι κι οι ευρωπαϊκές ηγεσίες να μην προσπαθήσουν για τη σωτηρία της. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου